|
Χάινριχ Χάινε |
ΜΠΟΥΡΛΕΣΚΟ ΣΟΝΕΤΟ
Πώς μια για πάντα θα 'βαζα τελεία σε τούτη τη μιζέρια, αν στα πινέλα ήμουν δεξιοτέχνης, και μνημεία μπορούσα να ιστορώ, λαμπρά καστέλλα.
Πώς πακτωλός σωστός θα μ' ελεούσε αν γνώριζα βιολί να παίζω ή πιάνο κι αυθόρμητα ο καθένας επαινούσε τον ήχο μου τον εύφωνο και πλάνο.
Μα, αλίμονο, στο δρόμο αυτόν που οδεύω τον Μαμωνά ποτέ δεν θα πετύχω, μια κι απ' τις τέχνες όλες θεραπεύω την πιο ανεπικερδή, ο φτωχός, το στίχο!
Κι όταν του Βάκχου πίνουν οι άλλοι το ποτό, ή πρέπει να διψάω εγώ ή να επαιτώ.
Heinrich Heine | Burleskes Sonett
Ε Π Ι Λ Ο Γ Ι Σ Μ Α
Και ο μπαμπάς απέθανεν με δίχως διαθήκη και τα παιδιά του έψαχναν να εύρουν χαρτζηλίκι αλλά δεν ηύραν τίποτε παρά χαρτιά γραμμένα, εφημερίδες μπόλικες, μια κάλπικη δραχμή, κ' ένα σταυρό καθώς αυτόν που έδωσε σ' εμένα ο κύριος πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.
Γ. ΣΟΥΡΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ του Βιγιόν ώς τις μέρες μας, δεν είναι λίγες οι φορές που το ζην ποιητικώς ταυτίστηκε με το ζην επικινδύνως. Σε πείσμα κάθε εξιδανίκευσης, η υλική επιβίωση των παραγωγών ενός προϊόντος με μικρό ή αμελητέο εμπορικό αντίκρισμα σήμαινε ανέκαθεν την τήρηση μιας λεπτότατης ισορροπίας ανάμεσα στο ποθούμενο (: τη δημιουργική εργασία) και τα αναγκαία μέσα προς τούτο. Επί σειρά αιώνων, τα τελευταία τα εξασφάλιζε, στην καλύτερη περίπτωση, η είσοδος στην υπηρεσία ενός κοσμικού ή κληρικού άρχοντα. Με την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο των αστικών στρωμάτων, η θέση καλλιτεχνών και συγγραφέων θα μεταβληθεί εκ βάθρων. Αστοί κι εκείνοι εις μικρόν, θα δουν την αισθητική και πολιτική ελευθερία τους να εμπεδώνεται. Όμως και η στενάχωρη αλλά προστατευτική στέγη του μαικήνα γίνεται πια σπανιότερη. Τη θέση της Αυλής και του φιλότεχνου πάτρωνα παίρνει τώρα η αστική αγορά που, προκειμένου για τους συγγραφείς, θα έχει δυο μορφές: τη σαρκοβόρα εφημεριδογραφία ("η εφημερίδα πρέπει να φάει λογοτέχνη για να βγει", θυμοσοφούσε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ογδόντα χρόνια πίσω) και το φασόν της μαζικής βιβλιοπαραγωγής.
Γύρω στα 1830 θ' αναδυθεί η πρώτη γενιά επαγγελματιών συγγραφέων. Όμως λίγοι, ελάχιστοι από αυτούς θα αξιωθούν μερίδιο στα κέρδη του νέου εμπορίου. Πιένες σαν και του Ουγκώ, που από τα έσοδα των τριών πρώτων εβδομάδων κυκλοφορίας των "Contemplations" αγόρασε ιδιόκτητη οικία, θα μείνουν κάτι παραπάνω από ακριβοθώρητες. Πολλοί περισσότεροι ομότεχνοί του, όχι απαραίτητα λιγότερο προικισμένοι, θα καταποντιστούν στα χρέη: η περίπτωση του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Κάποιοι τρίτοι θα κάνουν την ανάγκη αρετή: η γενέθλια ώρα της μποεμίας και των maudits.
Αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανακαλεί το πικρό, παρά τον χαρίεντα τίτλο του, "Μπουρλέσκο σονέτο" του Χάινριχ Χάινε (1797-1856). Διπλά χειραφετημένος, ως αστός διανοούμενος και Εβραίος, ο Χάινε θα δοκιμάσει από νωρίς και τις δύο κόψεις αυτής της ιάνειας ελευθερίας. Μοιράζοντας τη ζωή του ανάμεσα στο καλλιτεχνικό όραμα και τη βάσκανο ανάγκη, ανάμεσα στην ποιητική έκφραση και τη δημοσιογραφική αγγαρεία, θα αποκτήσει πανευρωπαϊκή φήμη, αλλά θα πληρώσει ακριβό τίμημα γι' αυτήν: εξορία, λογοκρισία, ανέχεια.
Ο Χάινε έχει δίκιο βέβαια όταν βρίσκει τη θέση των ποιητών περισσότερο εκτεθειμένη σε σύγκριση με τους θεράποντες των άλλων Μουσών. Όσο κι αν η κακοπέραση δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πρώτων, τα οικονομικά οφέλη που μπορούσαν να προσδοκούν μουσικοί και ζωγράφοι ήταν συνήθως χορταστικότερα από τις δικές τους γλίσχρες απολαβές. Ωστόσο, η δημόσια αίγλη που συνόδευε ακόμη το ποιητικό επιτήδευμα, αντιστάθμιζε ώς έναν βαθμό, και όχι μόνο στα λόγια, την αντιεμπορικότητα των έργων τους.
Στη διάρκεια των 150 περίπου ετών που μας χωρίζουν από τον θάνατο του συγγραφέα της Ρομαντικής σχολής, και παρά τα θρυλούμενα, η αγοραστική αξία της ποίησης, μολονότι παρέμεινε σταθερά μικρή, δεν φαίνεται να συρρικνώθηκε, σε απόλυτα μεγέθη τουλάχιστον. Εκείνη που υπέστη πραγματική καθίζηση ήταν η συμβολική της αξία. Έτσι, όλοι οι μεγάλοι μύθοι που έθρεψαν επί αιώνες την αυτοκατανόηση των ποιητών και υποστήλωσαν την κοινωνική διάσταση της τέχνης τους θα καταρρεύσουν ένας προς έναν. Ο poeta vates θα περιπέσει σε γενική ανυποληψία, ο poeta doctus θα καταντήσει πανεπιστημιακός μικροϋπάλληλος, ο "εθνικός ποιητής", ο "Dichter" των Γερμανών, θα θεωρηθεί σωβινιστής ιεροκήρυκας, ο poète engagé, απολίθωμα μιας εποχής ακατανόητα μεγάλων χειρονομιών, ο poète pur, ναρκισσευόμενος εστέτ. Μόνη θεμιτή διάκριση, μόνη "ευγενική φιλοδοξία" θα απομείνει στο τέλος η αναγνώριση από τους ομοτέχνους και τους "ειδικούς". Μόνος επίζηλος τίτλος, εκείνος του poets poet. Ο έπαινος του Δήμου θα παραχωρήσει τη θέση του στις γνωμοδοτήσεις των σοφιστών, την τύρβη της αγοράς θα αντικαταστήσει η σκονισμένη μακαριότητα των σπουδαστηρίων.
Πρώτη δημοσίευση: περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1750, Νοέμβριος 2002
Βλ. ακόμη:
X. Χάινε, Βαλτάσαρ και άλλα ποιήματα
[ 27. 7. 2006 ]
|
|
|
|