|
Χάινριχ Χάινε |
Β Α Λ Τ Α Σ Α Ρ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Βαλτάσαρ
Ήταν η νύχτα μαύρη, μεσάνυχτα σχεδόν· σε μια βουβή ησυχία κοιμάται η Βαβυλών.
Μόνο ψηλά στις σάλες του βασιλιά, οι πυρσοί σκορπούν γενναία το φως τους, γλεντούν οι αυλικοί.
Εκεί ψηλά στου θρόνου το δώμα το χρυσό, δείπνο ο Βαλτάσαρ δίνει λαμπρό, βασιλικό.
Γύρω του οι δούλοι στέκουν σε μια αμυδρή γραμμή και χύνουν στα ποτήρια αστραφτερό κρασί.
Τρίζουν, κροτούν οι κούπες, γέλια παντού, φωνές, για του άνακτα το κέφι ηχούν χαράς ιαχές.
Τα μάγουλά του τώρα καίνε σαν πυρκαγιά, στον νου του η μέθη κλώθει τρανή αποκοτιά.
Έπαρση τον κεντάει, αλαζονεία σκληρή, και προς τα θεία υψώνει αμαρτωλή κραυγή.
Κι όμοια τυφλός ξεσπάει, ανόσια βλασφημεί, και της Αυλής η αγέλη την πράξη επευφημεί.
Του δούλου παραγγέλνει αγέρωχος, βαρύς, και ιδού, ο δούλος σπεύδει και επιστρέφει ευθύς.
Δίσκους χρυσούς, κροντήρια βαρύτιμα κρατά, απ' τον Ναό κλεμμένα, σκεύη του Ιεχωβά !
Και ο Βαλτάσαρ φέρνει με χέρι βέβηλο ένα ιερό ποτήρι στο στόμα ξέχειλο.
Κι αμέσως το αδειάζει ώς τη στερνή γουλιά κι εμπρός σ' όλους φωνάζει με οργίλη τη λαλιά :
« Χλεύη σου τάζω αιώνια τί αν είσαι ο Ιεχωβάς ; Της Βαβυλώνας είμαι εγώ ο βασιλιάς ! »
Δεν είχε ακόμη ο λόγος καλά ακουστεί ο φρικτός, και του άνακτα τα στήθη τρόμος τρυπάει κρυφός.
Τα γάργαρα τα γέλια στερέψαν στη στιγμή. Την αίθουσα ησυχία τύλιξε νεκρική.
Και δες, ποιος να πιστέψει, στον τοίχο τον λευκό σαν αστραπή προβάλλει χέρι ανθρώπινο.
Χέρι που γράφει επάνω στον τοίχο τον λευκό γράμματα φλογισμένα χέρι αερικό.
Ο βασιλιάς σαν το 'δε του θόλωσε η ματιά, λυγούν τα γόνατά του, η όψη του ωχριά.
Ξέπνοοι μένουν γύρω οι άρχοντες στη σειρά, κι όλοι αποσβολωμένοι δεν βγάζουνε μιλιά.
Προστάζουν να 'ρθουν μάγοι, εξηγητές, ιερείς, όμως κανείς δεν βγάζει το νόημα της γραφής.
Την ίδια εκείνη νύχτα, τη νύχτα τη βουβή, σκοτώσαν τον Βαλτάσαρ οι δούλοι του οι πιστοί.
Heinrich Heine, "Belsazar"
Στάζουν φαρμάκι τα τραγούδια μου
Στάζουν φαρμάκι τα τραγούδια μου· πώς θα μπορούσε αλλιώς να γίνει ; Ήσουν εσύ, φαρμάκι που έσταξες μες στης φωνής μου την ειρήνη.
Στάζουν φαρμάκι τα τραγούδια μου· τί άλλο ωστόσο πια μου μένει ; Φίδια πολλά τρέφω στο στήθος μου κι εσένα, πολυαγαπημένη.
Heinrich Heine, [Vergiftet sind meine Lieder
]
Χίλια κομμάτια γύρω μας ο κόσμος κι η ζωή
Χίλια κομμάτια γύρω μας ο κόσμος κι η ζωή ! Θα πάω να βρω έναν Γερμανό Καθηγητή. Ξέρουν οι τέτοιοι τη ζωή να συμμαζεύουν και σ' ένα Σύστημα σαφώς να μας την ερμηνεύουν· Του σύμπαντος τα χάσματα και τα κενά βουλώνουν μ' όνειρα γλυκά και με χασμουρητά.
Heinrich Heine, [Zu fragmentarisch ist Welt und Leben
]
Μια κόρη παρά θίν' αλός
Μια κόρη παρά θίν' αλός, όλο και στέναζε βαθιά. Την συγκινούσε ασφαλώς το γέρμα του ήλιου στα νερά. « Ω δεσποινίς ! προς τί οι λυγμοί ! Το έργο αυτό είναι παλιό· νά : πάντα ο ήλιος δύει εκεί και ξαναβγαίνει από 'δω. »
Heinrich Heine, [Das Fräulein stand am Meere
]
Μια γυναίκα
Ήταν οι δυο τους τόσο ερωτευμένοι, έκλεβε αυτός κι αυτή τσίλιες φυλούσε, έστηνε κόλπα αυτός και ξαπλωμένη εμπρός στα πόδια του αυτή γελούσε, όλο γελούσε.
Οι μέρες πέρναγαν με γλέντι και χαρά, στην αγκαλιά του κάθε νύχτα την κρατούσε. Όταν του πέρασαν στα χέρια σίδερα, αυτή μπρος στο παράθυρο γελούσε, όλο γελούσε.
Της στέλνει μήνυμα : πεθαίνει αν δεν τη δει, να της μιλήσει για στερνή φορά ποθούσε. Όταν της φέρανε το γράμμα του, αυτή κουνώντας το κεφάλι της γελούσε, όλο γελούσε.
Η ώρα έξι την αυγή, του κόψαν τον λαιμό. Η ώρα επτά, βαθιά στη γη πια κατοικούσε. Αυτή όμως κιόλας στις οχτώ ρουφώντας κόκκινο κρασί γελούσε, όλο γελούσε.
Heinrich Heine, "Ein Weib"
Κάτω κόσμος
Αχ, τί το 'θελα ο καημένος, κλαίει ο Πλούτων και θρηνεί, να γυρέψω εγώ γυνή. Τώρα μόνο, παντρεμένος, είδα τί θα πει σκοτάδι : μου 'ρθε η Κόλαση στον 'Αδη !
Αχ, εργένης να μη μείνω ! Είναι με την Περσεφόνη η ζωή μια σκέτη αγχόνη, βρόχος να τον υπομείνω ! Σαν αρχίζει και γκρινιάζει ώς κι ο Κέρβερος λουφάζει. Μες στον ζόφο αυτού του λάκκου άλλος ποιος τόσα περνά ; Ησυχία ζητάω ; Του κάκου ! μπρος στα πάθη μου ωχριά του Σισύφου το λιθάρι
Αχ, ο διάολος θα με πάρει !
Heinrich Heine, "Unterwelt"
Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα...
ΠΑΙΡΝΑΝ όλοι το τσάι τους παρέα και περί Έρωτος λέγαν πολλά, δεσποσύνες με αμφίεση ωραία, καβαλλιέροι με ήθη λεπτά.
'Ενας Έρως υπάρχει : ο αγνός, ο βαρώνος με ύφος δηλώνει. Και ( με στόνο κρυφό... ) η βαρώνη του πετάει σκωπτικά : Ασφαλώς !
Α, η Πείρα, λέει ο δούξ, συμβουλεύει η συνεύρεσις να 'ναι πραεία, διότι βλάπτει ειδαλλιώς την υγεία ! Κι η μαμζέλ που απορεί : Μα αληθεύει ;
Αχ, μια φλόγα μονάχα είναι ο Έρως ! τότε η πρέσβειρα κάνει αιφνιδίως. Εκτός βέβαια κι είσαι πια γέρος, παραδίπλα καγχάζει ο συμβίος.
Στο τραπέζι είχε ακόμη μια θέση, μα, γλυκιά μου, δεν ήσουν εκεί. Με τί πάθος, τί πόθο, τί ζέση θα μιλούσες, καρδιά μου, κι εσύ. Heinrich Heine, [Sie saßen und tranken am Teetisch...]
Βλ. ακόμη:
X. Χάινε, Μπουρλέσκο σονέτο
[ 21 και 28. 1. 2007 ]
|
|
|
|