|
| Florilegium |
|
Flo|ri|le|gi|um [. - . .] . .: 1. , , . 2. ) (.) · ) . || .
|
|
Μιχάλης Γκανάς
|
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ' αγάπησα και σ' αγαπώ ακόμη κι ας μην είναι όπως παλιά, δε θα πει πως πέθανε η αγάπη, κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.
Επειδή περνάς δύσκολες μέρες σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας, δε θα πει πως δεν έχουμε μοίρα στον ήλιο, έχουμε τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας ψωμάκια μικρά της αποδημίας κι ελπίζουνε τα παιδιά μας σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου, μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ, αν αλλάζαμε θα 'μαστε πάλι δυο άγνωστοι και θ' αρχίζαμε απ' το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση, διακοπή αίματος και κρυώνουν τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό να φορτίσει πάλι τα μέλη με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν' αγαπάς και δυσκολότερο ν' αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά και καμένα, θέλοντας ο καθένας να 'ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο και πηγή, κατά τις περιστάσεις ή και όλα μαζί στην ανάγκη, δε θα πει πως εγώ δε μπορώ να γίνω κάτι απ' όλα αυτά ή και όλα μαζί, κι αν είναι να περάσω μια ζωή στη σκλαβιά έτσι κι αλλιώς ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.
Γυάλινα Γιάννενα, 1989
* * * |
|
Κώστας Ζαφειρόπουλος
|
Ο ΕΜΜΕΣΟΣ ΤΡΟΠΟΣ
Μου ήταν αντιπαθής Αλλά η γυναίκα του ήταν πανέμορφη
Το βράδυ ξαπλωμένος την σκεφτόμουν Απαλή να περιφέρεται μέσα στο σπίτι Έπρεπε να του επιτεθώ
Μιλούσε για τον πρόσφατο πόλεμο Και κατέληγε αυτό δεν ήταν πόλεμος Αυτό έγινε με οθόνες και πλήκτρα
Το ότι ήτανε πόλεμος ούτε λόγος Από τα είκοσι επίθετα Κανένα δεν αστοχεί
Το θέμα που ασυνείδητα έθετε Ήταν αυτό του έμμεσου τρόπου
Φεύγοντας είχε πιει Και οδήγησε η γυναίκα του
Με τα λευκά χεράκια της στο τιμόνι Χειριζόταν το γρήγορο όχημα Με τρόπο που ο Αυτομέδων θα τρόμαζε
Επίθετα του πολέμου στην Ιλιάδα: άγριος Ρ 737, αιματόεις Ι 650, Τ 313, αλίαστος Β 797, Υ 31, αργαλέος Η 87, δακρυόεις Ε 737, Θ 388, Π 512, δήιος Δ 281, Ε 117, Η 119, 174, Ρ 189, Τ 73, δυσηλεγής Υ 154, δυσηχής Β 686, Η 376, 395, Λ 524, 590, Ν 535, Σ 307, θρασύς Ζ 254, Κ 28, κακός Α 284, Δ 15, 82, Ν 225, Π 494, λευγαλέος Ν 97, οϊζυρός Γ 112, οκρυόεις Ι 64, ολοός Γ 133, ομοίιος Ι 440, Ν 358, 635, Ο 670, Σ 242, Φ 294, πευκεδανός Κ 8, πολυάιξ Α 165, Υ 328, πολύδακρυς Γ 165, στυγερός Β 385, Δ 240, Ζ 330, Τα 230, φθισήνωρ Β 833, Ι 604, Κ 78, Λ 331 Αυτομέδων: ηνίοχος του Αχιλλέως
περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1723, Μάιος 2000
* * * |
|
Δημήτρης Κοσμόπουλος
|
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣ ΛΟΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΑΜΠΟΥ-ΓΡΑΪΜΠ
Δεν μοιάζει ο Τίγρης με τον Μισσισιπή. Μυρίζει φοινικόκλαρα κι αρχαίο πηλό. Ύστερα, κάθε νύχτα πέφτουν αστερόφυλλα απ' το μεγάλο δέντρο τ' ουρανού. Ρουκέτες δεν τα πιάνουν. Στη γλώσσα που μιλώ
δεν είναι μπορετό να πω την φράση "Αμπού-Γράιμπ". Ούτε κι ο Πρόεδρός μας, λένε, τα 'χει καταφέρει. Κι αυτό το βράδυ ο αέρας θα φέρει κραυγές και βογγητά σε σκηνές λάιβ,
από τις ταινίες όπου συνάμα βλέπω και πρωταγωνιστώ. Κάποτε σε ρόλο κεντρικό. Όταν παρουσιαστώ στην εξεταστική επιτροπή, θα αναφέρω πως κάνω πράξη όλα τα θρίλλερς που υποφέρω
Ό,τι έβλεπα από πολύ μικρή όταν έμενα μόνη κι αργότερα με ουίσκυ, χάπια, βότκα με λεμόνι. Θα αναφέρω επίσης ότι συμπονώ όσους σέρνω με λουριά και ηλεκτρικά καλώδια. Θολώνει ο νους μου που δεν γίνονται όπως κι εγώ. Όταν τους μαστιγώνω, αιμορραγώ.
Όμως εκείνο το παιδί έμοιαζε με μένα. Έδερνα την Μητέρα του και με κοιτούσε όπως κοιτάζω, Μάμμυ, την φωτογραφία σου εδώ στα ξένα.
Πουλιά της νύχτας, 2005
***
|
|
Γιώργος Κοροπούλης
|
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Διάβαζες κάθε βράδυ εφημερίδα· ποτέ δεν ήταν είδηση η ζωή σου. Τα νέα θα σου γράψω απόψε: σ' είδα χλομό, κι όλοι φροντίζαν να σε ντύσουν.
Σαν να 'χε τελειώσει μια παρτίδα, μαζεύανε τα πράγματα οι δικοί σου: ήταν πια να γυρίσεις στην πατρίδα
Στη σάλα περιμέναμε μαζί σου
κι ακούγαμε που χάραζεν η μέρα και λιώναν οι νιφάδες στον αέρα. Κοντά μας είχες μείνει όλο το βράδυ
κι έλεγα θ' αναβάλεις το ταξίδι. Μα ξάφνου ήσουν εκεί σαν το σημάδι που μένει όταν χαθεί το δαχτυλίδι.
Ελλειπτική, 1998
* * * |
|
|