|
| Μεταγραφές |
Χάινερ Μύλλερ |
ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΘΩΣ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΟΥ Ουίσκυ λ.χ. εν πτήσει από Φρανκφούρτη προς (Δυτικό) Βερολίνο Με πιάνει ό,τι οι ηλίθιοι κριτικοί του ΣΠΗΓΚΕΛ ονομάζουν Οργίλη αγάπη που έχω τάχα για τη χώρα μου – Έξαφνα κι άγρια σαν το αγκάλιασμα στον άλλο κόσμο Παλιάς σου ερωμένης που την πίστευες νεκρή
ΠΡΟΒΟΛΗ 1975
Τι απόγινε το χάραμα που είδαμε χθές
Όλη τη νύχτα τραγουδά το εωθινό πουλί Φορώντας πέπλο κόκκινο σκίζει η αυγή Την πάχνη που στο βήμα της μοιάζει σαν αίμα
Διαβάζω ό,τι έγραψα πριν από τρία, πέντε, είκοσι χρόνια σαν να 'ταν κείμενο νεκρού συγγραφέα, από μια εποχή που ο θάνατος χωρούσε ακόμη στον στίχο. Οι δολοφόνοι έπαψαν πια να υμνούν τα θύματά τους σε ιάμβους. Το κείμενο χάθηκε στην παραζάλη του Μεταπολέμου. Άρχιζε με τον (νεαρό) ήρωα μπρος στον καθρέφτη να προσπαθεί να διαπιστώσει ποιους δρόμους θα 'παιρναν τρυπώντας τη σάρκα του τα σκουλήκια. Η αυλαία τον έβρισκε στο υπόγειο να τεμαχίζει τον πατέρα του. Στον αιώνα του Ορέστη και της Ηλέκτρας που έρχεται, ο Οιδίπους θα 'ναι κωμωδία.
ΠΑΛΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Κολυμπώντας στη νύχτα πέρα απ' τη λίμνη η στιγμή που σε θέτει υπό αμφισβήτηση Δεν υπάρχει άλλος πια Επιτέλους η αλήθεια Πως δεν είσαι παρά μόνο παράθεμα Από ένα βιβλίο που δεν το έχεις γράψει εσύ Μάταια χτυπάς με τις ώρες τα πλήκτρα πάνω στην Ξεθωριασμένη σου μελανοταινία Το κείμενο βγαίνει στο φως
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΠΑΤΕΡΑ. Βούλωσ' τ' αφτιά σου, γιε μου Να μην ακούς του πολέμου τα τύμπανα Σκεπάσου με κοπριά ώς το κούτελο Η λάμψη των όπλων να μη σε τυφλώσει
(κατά τον Που Σουγκ Λιγκ)
[ 25. 11. 2009 ] |
|
|