|
ΛΑΜΠΡΟΥ ΛΑΡΕΛΗ VITA POETICA |
ἀπὸ τὸ βιβλίο "Λάμπρου Λαρέλη Vita Poetica", σατιρικὰ ποιήματα, Gutenberg-Σύρτις, Αθήνα 2016
ΣΕ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΣΥΝΕΠΗ
Οἱ μπουρδολόγοι σοῦ ’τανε καρφὶ στὸ μάτι, μὲ τοὺς ἀγύρτες, ἄ, δὲν εἶχες κολιγιές, ἤσουν τῶν κλόουν καὶ τῶν τρα-λα-λὰ ὁ φονεύς. Τώρα ζαχάρωσες· σὰν τοῦ Χατζηαβάτη ἔγινε ἡ γλώσσα σου κομψὴ καὶ ντελικάτη καὶ γλυκογλείφει ὅσους πίκραινε ὣς χθές.
~ ~ ~
ΣΕ ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟ ΞΕΜΩΡΑΜΕΝΟ
Τί νόμισες, τὰ πλήθη θὰ σ’ ὑμνήσουν; Ἄ, τοῦβλο, κοκκορόμυαλος θὰ ἤσουν! Τὰ πλήθη ἀπαξιοῦν καὶ νὰ σὲ φτύσουν.
~ ~ ~
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΚΔΟΤΙΣΚΟ
Ἰούδας; Ὄχι δά! Φτωχομαλάκας… Σιγανοπαπαδιὰ σιελοφόρα πού ’κανε τὴ ρομαντικιὰ ὣς τὴν ὥρα νὰ σπιτωθεῖ κι αὐτὸς μὲς στὴν παράγκα.
(Πιὰ τρώει ἐνὸς σκατόγερου τὰ φράγκα στίχους σωρὸ τυπώνοντας τῆς πλάκας.)
~ ~ ~
ΣΕ ΠΡΩΗΝ ΤΙΜΗΤΗ, ΣΦΟΓΓΟΚΩΛΑΡΙΟ ΤΩΡΑ
Τσιρίζοντας στὰ ὀγδόντα ντεσιμπὲλ κατήγγελλες σινάφια καὶ καρτὲλ κι ἔκανες κρότο μὲς στὴ σαστιμάρα. Μὰ γρήγορα σὲ βούβανε ἡ Βαβέλ· στὸν σβέρκο ποὺ τὸν εἶχες γιὰ Νομπέλ, πιὰ πέφτει τώρα σύννεφο ἡ σφαλιάρα.
~ ~ ~
ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΑΥΤΟΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
Ὁ θάνατός σου – τί θεόσταλτη εὐκαιρία ! Ἂς μὴ σὲ χώνευα, εἴχαμε κοινοὺς ἐχθρούς : ὑμνώντας τοῦ Ἔργου σου τὴν τόση σημασία, μαζὶ μ’ ἐκεῖνο θὰ τοὺς θάψω κι αὐτουνούς.
~ ~ ~
ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΟΙ
Ὁ Σκέρτσος κι ὁ σιὸρ Φασουλῆς κι ὁ Ξέβρας ἀπὸ τῆς μέρας τὸ ἔμπας ὥσμε τὸ ἔβγας ὁμάδι ὀμώσασι βιβλία νὰ βγάνου. Ἀμόλα ὁ Σκέρτσος στὴ σελίδα ἀπάνου τσιρλιά καὶ πόρδους ᾽πὸ τ᾽ ἀντερικά του, βάθος νὰ δώσει κι ὕφος στ᾽ Ἅπαντά του. Μὲ μιὰ πιρούνα ὁ Φασουλῆς τσιμποῦσε τὸ ἔργατο ποὺ κεῖ μπρός του βουρβουροῦσε κι ἁλάτιζέ το γιὰ νὰ νοστιμέψει. Μὰ δὲν πετύχαινε ποτὲς τὴ γέψη καὶ στράφι πήγαινε ἡ δουλειά του ἡ τόση. « Γιάντα καθυστερᾶς ; » τοῦ κάνει ὁ Ξέβρας ποὔτανε κι αὐτουνοῦ του νὰ τυπώσει. Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ πρεσσᾶς μὲ σέβας : « Μιὰ μέση καὶ μιὰ γλώσσα εἶμ᾽ ὁ καημένος κι ἀπ᾽ τὰ χρειαζούμενα ἀποστερεμένος. Ζωὴ νὰ πεῖς κι αὐτὴ τοῦ χαμαιτύπη ! Ὅσο κι ἂν γλείφω, πάντα κάτι λείπει . . . Παχὺς ὁ Σκέρτσος, κι ἔχει πάτο ἀφράτο, μὰ δῶ ᾽χω ἀνάγκη πράμα πιὸ ξυγγάτο. Κῶλον φαρδὺ κι ἀκένωτον ἀκόμα στὰ ξώφυλλά μου γιὰ νὰ δώσει χρῶμα. Ἂ δὲ βαστῶ, ζόρια βαριὰ μοῦ ἐπέσα. Βούηθα καὶ σύ, βρὲ Ξέβρα, χέσε μέσα ! »
|
|
|
|