Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Ιμμάνουελ Καντ

ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ



 Από το βιβλίο: ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ, Επιλογή από το έργο του,
   Εισαγωγή, Επιλογή & Μετάφραση Κώστα Ανδρουλιδάκη,
   Σειρά: Στοχασμοί, Αρ. τομ. 27, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2008









ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ | Εισαγωγή


Α΄ Καντ – Ο στοχαστής του ανθρώπινου Λόγου

Δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, η φιλοσοφία του Καντ αναγνωρίζεται καθολικά ως θεμελιακή. Οι κυριότεροι φιλόσοφοι, οι οποίοι εκπροσωπούν τα πιο ποικίλα ρεύματα σκέψης και διαφέρουν σε πολλά άλλα ζητήματα, συγκλίνουν για διαφορετικούς λόγους στην παραδοχή τούτη. Θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω με αδρές γραμμές σε ποια επιτεύγματα πιστεύω ότι οφείλεται κυρίως η σημασία αυτή.

Το πρώτιστο είναι η θεμελιώδης κριτική του ανθρώπινου Λόγου. Η κριτική αυτή περιλαμβάνει δύο διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές όψεις. Η μία αναφέρεται στην αναγνώριση του πεπερασμένου χαρακτήρα του ανθρώπινου Λόγου και στον προσδιορισμό των ορίων του. Η οριοθέτηση αυτή συνεπάγεται τη διασφάλιση της δυνατότητας της έγκυρης επιστημονικής γνώσης εντός των ορίων της εμπειρίας, συγχρόνως όμως και την παραδοχή ότι η σύλληψη της πραγματικότητας πέραν των ορίων αυτών δεν είναι δυνατή, πράγμα που είναι ταυτόσημο με την οριστική απόρριψη της δογματικής μεταφυσικής ως βέβαιης θεωρητικής γνώσης. Το πόρισμα τούτο είναι τόσο ασφαλές ώστε, με μόνες εξαιρέσεις τη θεολογία και τη νεοσχολαστική φιλοσοφία, να έχει καταστεί κοινή συνείδηση. Η αναίρεση της κλασικής μεταφυσικής (της philosophia perennis) συνεπιφέρει και την απόρριψη του κεντρικού άξονά της που συνίσταται στην αποδοχή του κοσμικού ή παγκόσμιου Λόγου, εκείνου που έχει αποκληθεί εύστοχα «αντικειμενικός Λόγος» (του συνόλου των ελλόγων δομών του Σύμπαντος), ο οποίος αποτελεί συγχρόνως την οντολογική αρχή, το νόημα και τον λόγο υπάρξεως του κόσμου αλλά και το θεμέλιο των ηθικών αρχών.

Τη δεύτερη πτυχή της καντιανής κριτικής συνιστά η κατοχύρωση της δύναμης και της αρμοδιότητας του Λόγου να κρίνει για όλα τα ζητήματα. Σύμφωνα με τη μεταφορική ορολογία που έχει καθιερωθεί έκτοτε, ο νους αναγνωρίζεται συγχρόνως ως έγκυρο νομικό θεμέλιο, μοναδικό αρμόδιο δικαστήριο και έσχατη βαθμίδα δικαιοδοσίας: ο Καντ είναι ο κατ' εξοχήν στοχαστής του πεπερασμένου ανθρώπινου Λόγου και γι' αυτό ακριβώς του Διαφωτισμού ή της νεωτερικότητας.

Ο Λόγος, όμως δεν κατανοείται απλώς ως ατομική και υποκειμενική γνωστική ικανότητα, αλλά ως υπερατομική και διυποκειμενική, και για τούτο ακριβώς ως ικανή να αποκτά γνώσεις όχι μερικές και σχετικές, αλλά –όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν και μη παραγνωρίζοντας τους ποικίλους φραγμούς και εξαρτήσεις του- καθολικής και αντικειμενικής ισχύος. Η ικανότητα τούτη καθιστά δυνατή την αντικατάσταση της παλαιάς, άκυρης οντολογικής μεταφυσικής από τη μόνη δυνατή υπερβατολογική και κριτική μεταφυσική με την έννοια της διερεύνησης των μη εμπειρικών ή μεταεμπειρικών (και με αυτήν τη σημασία: μεταφυσικών) ζητημάτων, ιδίως των γνωσιοθεωρητικών, αξιολογικών και ηθικών.

Αλλά η πραγματική δύναμη της καντιανής σκέψης έγκειται στο πρακτικό πεδίο: στη θεμελίωση της ηθικής στον Λόγο και στην ελευθερία.

Το πρώτο σημείο αναφέρεται στο ίδιο το νόημα της ηθικής πράξης. Η ηθική δεν ασχολείται με την εμπειρική πραγματικότητα των ανθρωπίνων πράξεων και με το τι συμβαίνει αλλά με το δέον· για τούτο ακριβώς δεν παρέχει τους ηθικούς κανόνες η εμπειρία αλλά ο ορθός Λόγος. Ακόμη σημαντικότερη όμως είναι η θεμελίωση της ηθικής σε μια εντελώς νέα έννοια της ελευθερίας: όχι απλώς ως ικανότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών δυνατοτήτων, αλλά ως ανεξαρτησία από τη φυσική, τη μεταφυσική και κάθε άλλη αναγκαιότητα (συμπεριλαμβανομένης ιδίως της κοινωνικής και της ψυχικής) και ως αυτονομία, δηλαδή ως ικανότητα του ανθρώπου να θεσπίζει ο ίδιος (και όχι άλλοι φορείς έξω ή πάνω από αυτόν) τους ηθικούς κανόνες, ελεύθερα και υπεύθυνα, όχι αυθαίρετα, αλλά στηριζόμενος στον καθολικό ανθρώπινο Λόγο. Η αυτονομία σημαίνει τόσο την αναίρεση της θεονομίας όσο και την καθιέρωση της ανθρωπονομίας.

Κρίσιμο στοιχείο της ελευθερίας είναι η αυτενέργεια. Το μόνο που αρμόζει στον άνθρωπο ως πεπερασμένο έλλογο ον δεν είναι απλώς η αναζήτηση της ηδονής με το νόημα της παθητικής απόλαυσης, αλλά η ενεργός δράση, η δημιουργικότητα με γνώμονα την τελείωση. Η καντιανή ηθική συνεπάγεται μια πλήρη και ριζική αναθεώρηση των αξιών: τη θέση της ατομικής ευδαιμονίας, χρησιμοθηρίας και ιδιοτέλειας καταλαμβάνουν η αυτενέργεια, η άσκηση, η καλλιέργεια, η επιδίωξη της τελείωσης, ο αυτοσεβασμός και η ευδαιμονία των άλλων. Η ηθική αυτή εκφράζει βέβαια με τον τρόπο της την πίστη στον παραδοσιακό καταστατικό Χάρτη των ηθικών αξιών και αρχών, ο οποίος συνοψίζεται στην αρετή, στην ακεραιότητα, στην ανιδιοτέλεια· αλλά, χάρις στα ίδια τα θεμέλιά της, αντιβαίνει με τον οξύτερο τρόπο στην αδράνεια, την υποταγή, την υποτέλεια ή τον κομφορμισμό. Εξ άλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρμετρα ορθολογική ή νοησιοκρατική, ούτε εν τέλει παραγνωρίζει τη θεμιτή επιθυμία της ευδαιμονίας. Θεωρεί πράγματι ότι αληθινό ζητούμενο της ηθικής είναι «όχι πώς να είμαστε ευτυχείς, παρά πώς πρέπει να γίνομε άξιοι της ευτυχίας […] με τούτο δεν ζητείται από τον άνθρωπο, όταν πρόκειται για την τήρηση του καθήκοντος, να παραιτείται από τον φυσικό του σκοπό, την ευτυχία· γιατί αυτό δεν το μπορεί ούτε αυτός ούτε κανένα γενικά περατό έλλογο ον· αλλά να κάνει εντελώς αφαίρεση από τούτη την πρόθεση, όταν ακούγεται το παράγγελμα του καθήκοντος». Πρώτη φορά προβάλλεται με τέτοια ακρίβεια το ιδεώδες του πλατωνικού Φίληβου: ο μικτός βίος ως σύνθεση ηδονής και φρονήσεως αναβιώνει εδώ με την έννοια του υψίστου αγαθού ως εναρμονίσεως του φυσικού και του ηθικού αγαθού, δηλαδή της ευδαιμονίας υπό τον όρο της ηθικότητας και της αρετής.


Β΄ Το πρόβλημα του καντιανού ύφους

Η καντιανή γλώσσα και το καντιανό ύφος παρουσιάζουν ένα πρόβλημα εκ πρώτης όψεως γνωστό, που όμως στην πραγματικότητα δεν έχει φωτισθεί επαρκώς. Το ζήτημα, όπως το θέτει ο Κασσίρερ είναι το ακόλουθο: «Στην ιστορία των γραμμάτων και της φιλοσοφίας πουθενά δεν παρατηρείται βαθύτερη και δραστικότερη μεταβολή ύφους από αυτήν που σημειώνεται στον Καντ κατά τη δεκαετία μεταξύ 1770 και 1780 […] Με κόπο καταφέρνει τώρα κανείς στην Κριτική του καθαρού Λόγου να αναγνωρίσει τον συγγραφέα που συνέταξε τις Παρατηρήσεις για το συναίσθημα του ωραίου και του υψηλού ή τα Όνειρα ενός πνευματιστή. Η ελεύθερη κίνηση του πνεύματος και της φαντασίας αντικαθίσταται εδώ από την αυστηρότητα της αφηρημένης εννοιολογικής ανάλυσης, η ανώτερη χάρη και το χιούμορ των έργων αυτών από τη βαρειά σχολαστική σοβαρότητα».

Ήδη ο Σίλλερ, παρά την αναγνώρισή του για το «αληθινά νεανικό και σχεδόν αισθητικό στοιχείο [του Καντ]», επέκρινε την «αποτρόπαιη μορφή την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσομε φιλοσοφικό γραφειοκρατικό ύφος». Οι κυριότεροι μελετητές έχουν επισημάνει τις πολλαπλές αδυναμίες του καντιανού ύφους: «Παράθεση και διαπλοκή αλλεπάλληλων (τριών, τεσσάρων, πέντε, έξι, κάποτε και επτά!) δευτερευουσών προτάσεων μέσα σε μία περίοδο· ακόμη πλεονασμοί, ασαφής σύνταξη, δύσκαμπτες περιφράσεις, ανακόλουθα, περιττές επαναλήψεις της ίδιας έκφρασης ή σύνταξης, π.χ. στην ίδια σελίδα της Κριτικής του καθαρού Λόγου συνωστίζονται 18 αναφορικές προτάσεις σε τρεις περιόδους, ή πέντε γενικές σε μια σελίδα (βλ. ΚΚΛ, Β ΧΙΧ-ΧΧ). Και, πράγμα που είναι πιο κρίσιμο, χρησιμοποιούνται φιλοσοφικές έννοιες, και μάλιστα σημαντικές, όπως υπερβατολογικός, υποκειμενικός, αντικειμενικός, όχι πάντα με την ίδια σημασία. Επιπλέον η πολλαπλώς δυσδιάκριτη άρθρωση της όλης ύλης, οπότε σπάνια διακρίνεται κάποια συμμετρία».







Ο ίδιος ο Καντ έχει πλήρη επίγνωση των δυσχερειών που θα προκαλούσε η γλώσσα του και φρόντισε να φωτίσει το θέμα: «Η μέθοδος της παρουσίασής μου έχει μειονεκτική μορφή· φαίνεται σχολαστική, άρα σκοτεινά και βαθυστόχαστα ξηρή, και μάλιστα περιορισμένη, πολύ διαφορετική από τον τόνο της ιδιοφυΐας· δεν είναι πολύ κατάλληλη να συγκρατήσει τον αναγνώστη και να του αρέσει. Εάν ξεφυλλίζει κανείς από δω κι από κει, δεν μπορεί να φανεί τίποτε πιο σχολαστικό, μολονότι αποσκοπεί εντελώς και κατ' εξοχήν στην κατάργηση κάθε σχολαστικισμού σε θέματα που αναφέρονται στην φύση της ψυχής, στο μέλλον και στην προέλευση όλων των πραγμάτων».

Με προγραμματικό τρόπο και με χαρακτηριστική ειλικρίνεια εξηγεί: «Ως προς τη σαφήνεια ο αναγνώστης έχει δικαίωμα να απαιτήσει πρώτα τη συλλογιστική (λογική) σαφήνεια, που προκύπτει από έννοιες, και ύστερα μια ενορατική (αισθητική [κατ' αίσθηση]) σαφήνεια, που προκύπτει από εποπτείες, δηλ. από παραδείγματα ή διασαφήσεις με συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για το πρώτο αίτημα έχω φροντίσει αρκετά. Αυτό άλλωστε αφορούσε την ουσία του προγράμματός μου· αλλά αυτό ήταν και η συμπτωματική αιτία που δεν μπόρεσα να ικανοποιήσω το δεύτερο, το όχι βέβαια τόσο αυστηρό, αλλά πάντως νόμιμο αίτημα. Σε όλη την πορεία της εργασίας μου δεν μπορούσα να καταλήξω σε απόφαση ως προς τον τρόπο που πρέπει να το αντιμετωπίσω. Τις διασαφήσεις και τα παραδείγματα τα θεωρούσα πάντα αναγκαία και αυτά εισέρρεαν πραγματικά στο πρώτο σχεδίασμα της εργασίας μου στον οικείο τόπο. Αλλά γρήγορα κατάλαβα το μέγεθος του εγχειρήματός μου και το πλήθος των αντικειμένων, με τα οποία θα έπρεπε να ασχοληθώ, και διαπιστώνοντας ότι αυτά και μόνο [τα αντικείμενα] εκτιθέμενα κατά τρόπο στεγνό και καθαρά σχολαστικό θα έδιναν αρκετά μεγάλη έκταση στο έργο, έκρινα ασύμφορο να το εξογκώσω ακόμα περισσότερο με παραδείγματα και διασαφήσεις, που είναι αναγκαία μόνον από άποψη εκλαϊκευτική, αφού μάλιστα η εργασία αυτή δεν θα μπορούσε να είναι κατάλληλη για λαϊκή χρήση και αφού οι καθαυτό γνώστες δε χρειάζονται τέτοια βοήθεια, που πάντα βέβαια είναι ευπρόσδεκτη, αλλά που εδώ θα μπορούσε μάλιστα να είναι κάπως ασύμφωνη ως προς τον σκοπό του έργου».

Ειδικότερα, σχετικά με τον κίνδυνο των περιττών νεολογισμών επισημαίνει: «Δεν ανησυχώ καθόλου, όσον αφορά στην πραγματεία τούτη [την Κριτική του πρακτικού Λόγου], από τη μομφή ότι θέλω να εισαγάγω μια νέα γλώσσα, διότι το είδος αυτό της γνώσης προσεγγίζει εδώ αφ' εαυτού στη λαϊκότητα. Αλλά και τη μομφή τούτη δεν θα μπορούσε να τη διανοηθεί ως προς την πρώτη Κριτική κανείς, εάν δεν την είχε απλώς ξεφυλλίσει αλλά και συλλογισθεί. Το να κατασκευάζομε νέες λέξεις, όταν η γλώσσα δεν έχει ήδη καμιά έλλειψη σε εκφράσεις για δεδομένες έννοιες, αποτελεί μια παιδαριώδη προσπάθεια να διακριθεί κάποιος ανάμεσα στο πλήθος, εάν όχι με νέες και αληθινές σκέψεις, τουλάχιστον με καινούρια ράκη πάνω στο παλιό ένδυμα. Για τούτο, εάν οι αναγνώστες του έργου εκείνου γνωρίζουν λαϊκότερες εκφράσεις, οι οποίες όμως είναι εξ ίσου κατάλληλες για την σκέψη όσο μου φαίνονται ότι είναι οι άλλες, ή εάν τολμούν να αποδείξουν την μηδαμινότητα των ίδιων των σκέψεων αυτών, άρα συγχρόνως και των εκφράσεών τους, τότε θα με υποχρέωναν πολύ ως προς το πρώτο σημείο, διότι το μόνο που θέλω είναι να είμαι κατανοητός, ενώ όσον αφορά στο δεύτερο σημείο θα προσέφεραν υπηρεσία στην φιλοσοφία. Εφ' όσον όμως οι σκέψεις εκείνες είναι ακόμη στέρεες, αμφιβάλλω πολύ αν θα μπορούσαν να βρεθούν εκφράσεις κατάλληλες και εν τούτοις πιο εύχρηστες».

Ποια είναι η εξήγηση της πανθομολογούμενης αδιανόητης πολυπλοκότητας της καντιανής γλώσσας; Από τις πιο βαθυστόχαστες αναλύσεις και τους ορθότερους χαρακτηρισμούς του καντιανού ύφους επέτυχε ο Σοπενχάουερ: «Το ύφος του Καντ φέρει εντελώς τα γνωρίσματα ενός υπερέχοντος πνεύματος, μιας αυθεντικής, στέρεης ιδιαιτερότητας και τελείως ασυνήθιστης δύναμης της σκέψης· ο χαρακτήρας του ύφους του μπορεί ίσως να προσδιορισθεί εύστοχα ως λαμπρή ξηρότητα, με την οποία είναι σε θέση να συλλαμβάνει και να επιλέγει τις έννοιες σταθερά και με μεγάλη ασφάλεια, έπειτα με την μέγιστη ελευθερία να τις ρίχνει από δω και από κει, προς κατάπληξιν του αναγνώστη. Την ίδια λαμπρή ξηρότητα ξαναβρίσκω στο ύφος του Αριστοτέλη, μολονότι αυτός είναι πολύ απλούστερος.- Εν τούτοις, η έκθεση του Καντ είναι συχνά ασαφής, αόριστη, ανεπαρκής και ενίοτε σκοτεινή. Ασφαλώς η σκοτεινότητα μπορεί να δικαιολογηθεί εν μέρει λόγω της δυσχέρειας του αντικειμένου και του βάθους των στοχασμών· εκείνος όμως που έχει αποσαφηνίσει τα θέματα στον ίδιο τον εαυτό του εις βάθος και γνωρίζει με πλήρη διαύγεια τι σκέπτεται και τι θέλει, ουδέποτε θα γράψει με ασάφεια, δεν θα διατυπώσει ποτέ αμφίρροπες, αόριστες έννοιες ούτε θα αναζητήσει, για να εκφράσει τις έννοιες αυτές, υπέρμετρα δυσχερείς και πολύπλοκες εκφράσεις από ξένες γλώσσες, για να τις χρησιμοποιεί έπειτα διαρκώς, όπως πήρε ο Καντ λέξεις και τύπους από την παλαιότερη φιλοσοφία, ακόμη και από την σχολαστική, τις οποίες συνέδεσε για τους δικούς του σκοπούς, όπως, λ.χ., έγραφε πάντοτε «υπερβατολογική, συνθετική ενότητα της καταλήψεως», και εν γένει «ενότητα της συνθέσεως», ενώ θα αρκούσε εντελώς μόνο το «ένωση». Εξ άλλου, ο διαυγής φιλόσοφος δεν θα ορίζει συνεχώς και εκ νέου ό,τι έχει ορίσει ήδη, όπως το πράττει ο Καντ, λ.χ. με την διάνοια, με τις κατηγορίες, με την εμπειρία και άλλες κύριες έννοιες. Εν γένει, ο σαφής φιλόσοφος δεν θα επαναλαμβάνεται αδιάκοπα ούτε ωστόσο θα αφήνει και πάλι σε κάθε νέα πραγμάτευση της σκέψης που έχει παρουσιαστεί εκατό φορές ακριβώς τα ίδια σκοτεινά σημεία· αλλά θα πει μια φορά σαφώς, με εμβρίθεια και εξαντλητικά την άποψή του και θα κλείσει εκεί το θέμα. «Διότι όσο καλύτερα κατανοούμε ένα ζήτημα, τόσο περισσότερο είμαστε αποφασισμένοι να το εκφράσομε με ένα και μοναδικό τρόπο», λέγει ο Καρτέσιος στην πέμπτη Επιστολή του. Αλλά το μεγαλύτερο μειονέκτημα που προκάλεσε η σκοτεινή, σε ορισμένα σημεία, έκθεση του Καντ είναι ότι επέδρασε ως 'exemplar vitiis imitabile', και μάλιστα παρανοήθηκε ως ολέθρια επικύρωση. Το κοινό εξαναγκάσθηκε να εννοήσει πως ό,τι είναι σκοτεινό, δεν είναι πάντοτε άνευ νοήματος· πάραυτα το άνευ νοήματος κατέφυγε στην σκοτεινή πραγμάτευση. […]

Ας επιστρέψομε, όμως, στον Καντ. Δεν μπορεί κανείς παρά να παραδεχθεί ότι στερείται παντελώς την αρχαία, μεγαλειώδη απλότητα, την αφέλεια, την ingénuité, την candeur. Η φιλοσοφία του δεν παρουσιάζει ομοιότητα με την ελληνική αρχιτεκτονική, η οποία προσφέρει αναλογίες μεγάλες, απλές, που αποκαλύπτονται μονομιάς στο βλέμμα· αντιθέτως υπενθυμίζει εντονότατα τον γοτθικό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Διότι μια εντελώς ατομική ιδιαιτερότητα του πνεύματος του Καντ είναι μια ιδιάζουσα ευαρέσκεια προς τη συμμετρία, η οποία αγαπά την πολύχρωμη ποικιλία για να την τακτοποιεί και για να επαναλαμβάνει την τάξη σε υποδιαιρέσεις και ούτω καθεξής, ακριβώς όπως στους γοτθικούς ναούς».

Η εξήγηση του αινίγματος είναι, πιστεύω, διττή και πρέπει να αναζητηθεί τόσο στα ίδια τα πράγματα όσο και στην προσωπικότητα του Καντ. Ως προς την πρώτη πτυχή, ο Κασσίρερ επισημαίνει ορθά: «Ο βαθύτερος λόγος της μεταβολής αυτής του ύφους έγκειται ασφαλώς στο ότι πρόκειται για έναν εντελώς καινούργιο τύπο του σκέπτεσθαι, τον οποίο εκπροσωπεί τώρα ο Καντ απέναντι στο ίδιο του το παρελθόν και απέναντι στη φιλοσοφία της εποχής του Διαφωτισμού». Η γλώσσα είναι αποτύπωση της σκέψης. Επειδή τα ίδια τα θέματα είναι σε μεγάλο βαθμό καινούργια, η σύλληψη και η πραγμάτευση των ζητημάτων είναι τόσο ρηξικέλευθη, γι' αυτό και υπήρξε η ανάγκη αυτής της τόσο πρωτοποριακής, ενίοτε ασύλληπτης γλώσσας με την περίπλοκη σύνταξη και την καινοφανή ορολογία: «Η απαίτηση της αυστηρής εννοιολογικής συλλογιστικής και συστηματικής αποτελεί τώρα το μοναδικό ιδεώδες, ενώπιον του οποίου έπρεπε να υποχωρήσουν όλες οι άλλες αξιώσεις».

Αλλά εκτός από τα πράγματα, τη μορφή την καθορίζει η όλη προσωπικότητα του συγγραφέα. Για μιαν ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η αλήθεια του αποφθέγματος «Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» (Buffon). Ορθά ο Vorländer αποδίδει το περίπλοκο ύφος στην «απόλυτη φιλαλήθεια και αντικειμενικότητα του Καντ. Επειδή θέλει να φωτίσει το πρόβλημα ή τις επιμέρους σκέψεις από όλες τις πλευρές, να μην παραμελήσει καμιά πτυχή, να εξετάσει κάθε αντίρρηση, και πιστεύει ότι, χάριν της θεωρητικής δικαιοσύνης και πληρότητας του περιεχομένου, πρέπει να προσθέσει κάθε συμπλήρωση ή περιορισμό της σκέψης που του φαίνεται αναγκαίο, για τούτο προκαλούνται οι τερατώδεις εκείνες προτάσεις οι οποίες όχι μόνον προσβάλλουν την αισθητική καλαισθησία μας αλλά και συχνά δυσχεραίνουν την κατανόηση». Συναφής είναι και η διορατική επισήμανση του Γκαίτε: «Με τους διανοητικούς φιλοσόφους συμβαίνει και πρέπει κατ' ανάγκην να συμβαίνει τούτο: ότι γράφουν με ασάφεια από υπερβολικά μεγάλη αγάπη προς τη σαφήνεια […] Παραδείγματα αποτελούν οι Καντ και Χέγκελ».







Δεν πρέπει βέβαια να λησμονείται ότι ο Καντ ανήκει μόλις στη δεύτερη ή τρίτη γενιά που γράφει φιλοσοφικά έργα στα γερμανικά και ότι θεωρείται, από κοινού με τον Christian Wolff (1679-1754), ως ο δημιουργός της γερμανικής φιλοσοφικής γλώσσας. Όπως εικάζει μάλιστα ο Philonenko, το πρώτο έργο του που συνέλαβε και συνέταξε εξ αρχής στα γερμανικά είναι η Κριτική της κριτικής δύναμης (1790). Στο πεδίο ιδίως της ορολογίας, ο Καντ «δημιούργησε τόσα ουσιωδώς νέα πράγματα, ώστε από ορισμένη άποψη όλα τα προγενέστερα να θεωρούνται πεπαλαιωμένα, και όλα τα μεταγενέστερα να πρέπει να συσχετισθούν με όσα επέτυχε ο ίδιος». Αλλά οι επιπτώσεις ήταν αναπόφευκτες. Χαρακτηριστική επ' αυτού είναι η (μη ειρωνική) παρατήρηση του R. Schaeffler: «Όταν ο Καντ έγραφε ακόμη λατινικά και γι' αυτό κατανοητά» (!).

Μολαταύτα, όσο και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τις καθαυτό λογοτεχνικές αρετές του καντιανού ύφους: «Βεβαίως, όποιος γνωρίζει να διαβάζει σωστά την Κριτική του καθαρού Λόγου, βρίσκει σ' αυτήν, εκτός από την οξύτητα και το βάθος της σκέψης, και μιαν εξαιρετική δύναμη της εποπτείας και μιαν ασυνήθιστη γλωσσική δύναμη των εικόνων. Ο Γκαίτε είπε ότι, όταν διαβάζει μια σελίδα του Καντ, αισθάνεται πάντοτε σαν να μπαίνει σε ένα φωτεινό δωμάτιο. Δίπλα στην τέχνη της εξαντλητικής διαίρεσης δυσχερέστατων και περίπλοκων συμπλεγμάτων σκέψης υπάρχει εδώ το χάρισμα να φανερώνει με μιας, με χαρακτηριστικές εικόνες, με επιγραμματικές διατυπώσεις που εγχαράσσονται στη μνήμη ανεξίτηλα, το συνολικό αποτέλεσμα μιας μακροσκελούς συλλογιστικής και εννοιολογικής ανάλυσης, και να το συνοψίζει σε ένα σημείο». Όπως επισημαίνει ο R. Schmidt: «Όποιος παραπονείται για τη μακροπερίοδη και μη ευσύνοπτη [περίπλοκη] σύνταξη των καντιανών περιόδων, ανακαλύπτει πολλές φορές ξαφνικά ότι οι περίοδοι αυτές δεν παρουσιάζονται στο πρωτότυπο τόσο δύσκολες και ασαφείς. Ο λόγος βρίσκεται στη χαρακτηριστική για τον Καντ και με συνέπεια τηρούμενη στίξη που μπορεί να μην είναι πάντα γραμματικά ορθή σύμφωνα με το πνεύμα μας, ωστόσο διαρθρώνει τις προτάσεις του σύμφωνα μ' ένα ρυθμό σκέψεως γεμάτο νόημα». Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι συνειδητός σκοπός μου ήταν πάντοτε, παραμένοντας πιστός στο πνεύμα του πρωτοτύπου, να διασώσω στον μέγιστο δυνατό βαθμό τον ρυθμό αυτόν, το ύφος, τις ιδιοτυπίες του.


Γ΄ Η παρούσα έκδοση

Στην έκδοση τούτη παρουσιάζεται μια επιλογή από το έργο του Καντ. Βασικός γνώμονας και κριτήριο της επιλογής υπήρξε η πρόθεση να αναδειχθούν ο μοναδικός πλούτος και η όλη Αρχιτεκτονική της καντιανής σκέψης. Από την άποψη αυτή, η διάταξη των αποσπασμάτων προκύπτει σχεδόν αφ' εαυτής. Ο Καντ συνοψίζει τα φιλοσοφικά ζητήματα στα ακόλουθα: 1) Τι μπορώ να γνωρίσω; (μεταφυσική)· 2) Τι οφείλω να πράξω; (ηθική)· 3) Τι δικαιούμαι να ελπίζω; (θρησκεία)· 4) Τι είναι ο άνθρωπος; (ανθρωπολογία). Εκκινώντας από το σχέδιο τούτο το συμπλήρωσα –σύμφωνα άλλωστε με τη συστηματική διάρθρωση της καντιανής φιλοσοφίας- με δύο ακόμη ενότητες, οπότε προέκυψε η ακόλουθη διάταξη: Α΄ Αλήθεια και γνώση· Β΄ Ήθος και αρετή· Γ΄ Θεός και θρησκεία· Δ΄ Ομορφιά και τέχνη· Ε΄ Ιστορία και πολιτική· ΣΤ΄ Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα.

Οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει μια τέτοια εργασία είναι προφανείς, τόσο ως προς την επιλογή των κειμένων όσο και ως προς την απόδοσή τους. Ιδιαίτερη δυσκολία προκαλεί η αντίθεση ανάμεσα στην επιθυμία να δοθεί ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο δείγμα του καντιανού έργου και στους αναπόφευκτους περιορισμούς λόγω της έκτασης του βιβλίου. Επειδή δεν πρόκειται για αφορισμούς ή αποφθέγματα ως τέτοια αλλά κυριολεκτικά για αποσπάσματα, δηλ. για χωρία που έχουν απομονωθεί από τα συμφραζόμενά τους, υπάρχει ο κίνδυνος να δυσχεραίνεται η κατανόηση είτε ακόμη και να παραγνωρισθεί το νόημά τους. Ελπίζω όμως η έκδοση τούτη να παροτρύνει τον αναγνώστη να ανατρέξει στα ίδια τα κείμενα.

Ως προς τη μετάφραση, είναι αρκετά γνωστές οι δυσκολίες για την απόδοση των έργων του Καντ. Οι επισημάνσεις του Α. Γιανναρά διατηρούν ακέραιη την ισχύ τους: «Το μακροπερίοδο ύφος και ο υποτεταγμένος λόγος του Καντ, γνώρισμα της εποχής του μπαρόκ, όπου ένα πλήθος δευτερεύουσες εξηρτημένες προτάσεις δημιουργεί στους ίδιους τους Γερμανούς μελετητές τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα, έπρεπε να αποδοθεί σε μια γλώσσα αναλυτική που δεν αντέχει σε τόσο φόρτο και τέτοια περίπλοκη σύνδεση προτάσεων». Επεδίωξα τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια αλλά συγχρόνως και την απαιτούμενη φυσικότητα, ώστε το κείμενο να διαβάζεται κατά το δυνατόν χωρίς να γίνονται εμφανείς οι δυσχέρειες για την απόδοσή του.

Η μετάφραση στηρίχτηκε στις νεώτερες κριτικές εκδόσεις. Οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση των Απάντων του Καντ από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου (οι τόμοι δηλώνονται με λατινικούς αριθμούς και οι σελίδες με αραβικούς). Ο αριθμός μετά την πλαγιοκάθετο δηλώνει τη σελίδα της αντίστοιχης ελληνικής έκδοσης του έργου, όπου υπάρχει αυτή. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι μεταφράσεις είναι δικές μου.






ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ | Ομορφιά και τέχνη


Η νύχτα είναι υψηλή, η μέρα ωραία. (Παρατηρήσεις ΙΙ, 208-9/25).

Ο νους είναι υψηλός, η ευστροφία ωραία. Η τόλμη είναι υψηλή και μεγάλη, η πονηρία μικρή αλλά ωραία. Η προσοχή, είπε ο Κρόμγουελ, είναι η αρετή του ηγέτη. Η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια είναι απλοϊκή και ευγενής, ο αστεϊσμός και το ευγενικό κομπλιμέντο είναι λεπτά και ωραία. Η ευπρέπεια είναι η ομορφιά της αρετής. Ο ανιδιοτελής ζήλος στην υπηρεσία είναι ευγενής, η ευταξία και η ευγένεια είναι ωραίες. Οι υψηλές ιδιότητες εμπνέουν σεβασμό αλλά οι ωραίες αγάπη. Οι άνθρωποι που το αίσθημά τους στρέφεται κυρίως προς το κάλλος, αναζητούν τους ειλικρινείς, σταθερούς και σοβαρούς φίλους τους, μόνο στην ανάγκη· αλλά για την παρέα διαλέγουν εκείνον τον αστείο, ευπρεπή και ευγενικό που είναι κατάλληλος για τη συντροφιά. Κάποιους τους εκτιμούμε τόσο πολύ, ώστε μόλις που μπορούμε να τους αγαπήσομε. Εμπνέουν θαυμασμό αλλά είναι τόσο πολύ ανώτεροί μας, ώστε να μην τολμούμε να τους προσεγγίσομε με την οικειότητα της αγάπης. (Παρατηρήσεις ΙΙ, 211/31)

Τα υψηλά αισθήματα στα οποία αίρεται καμιά φορά η συνομιλία σε μια συντροφιά υψηλού επιπέδου, πρέπει να διαλύονται ενδιάμεσα σε εύθυμα αστεία, και οι χαρές και τα γέλια πρέπει να σχηματίζουν με τη συγκινημένη και σοβαρή έκφραση μιαν ωραία αντίθεση που εναλλάσσει αβίαστα τα δύο αυτά είδη των αισθημάτων. Η φιλία χαρακτηρίζεται κυρίως από το γνώρισμα του υψηλού, ενώ ο γενετήσιος έρωτας από εκείνο του ωραίου. Ωστόσο, η τρυφερότητα και ο βαθύς σεβασμός προσδίδουν στον έρωτα μιαν ορισμένη αξιοπρέπεια και ένα ύψος, ενώ τα γοητευτικά αστεία και η οικειότητα εξυψώνουν στο αίσθημα τούτο το χρώμα του ωραίου. Η τραγωδία διακρίνεται από την κωμωδία ιδίως κατά τούτο: στην τραγωδία συγκινείται το αίσθημα για το υψηλό, στην κωμωδία για το ωραίο. Στην πρώτη φανερώνονται η μεγαλόψυχη θυσία για το καλό των άλλων, η τολμηρή αποφασιστικότητα στους κινδύνους και η δοκιμασμένη πίστη. Εδώ η αγάπη είναι μελαγχολική, τρυφερή και γεμάτη σεβασμό· η δυστυχία των άλλων προκαλεί αισθήματα συμπάθειας στο στήθος του θεατή και κάνει τη μεγαλόψυχη καρδιά του να χτυπά για τη δυστυχία του ξένου. Συγκινείται τρυφερά και συναισθάνεται την αξιοπρέπεια της δικής του φύσης. Αντιθέτως, η κωμωδία παρουσιάζει λεπτές μηχανορραφίες, παράξενες περιπλοκές και επιτήδειους που καταφέρνουν να ξεγλιστρήσουν, χαζούς που εξαπατώνται, ανέκδοτα και γελοίους χαρακτήρες. Εδώ η αγάπη δεν είναι τόσο κατηφής, αλλά εύθυμη και οικεία. Εν τούτοις, όπως σε άλλες περιπτώσεις έτσι και σε αυτές, μπορεί το ευγενές να συνδυασθεί σε κάποιο βαθμό με το ωραίο. (Παρατηρήσεις ΙΙ, 211-2/32-3)

Ευχάριστο ονομάζει κανείς ό,τι τον ικανοποιεί· ωραίο ό,τι απλώς του αρέσει· καλό ό,τι εκτιμάται, εγκρίνεται, δηλαδή σε ό,τι θέτομε μιαν αντικειμενική αξία. (ΚΚΔ V, 210/120).

Καλαισθησία είναι η ικανότητα κρίσεως ενός αντικειμένου βάσει μιας αρέσκειας ή απαρέσκειας χωρίς κανένα συμφέρον. Το αντικείμενο μιας τέτοιας αρέσκειας λέγεται ωραίο. (ΚΚΔ V, 211/121)

Ωραίο είναι εκείνο που αρέσει κατά την αποτίμησή του και μόνο (άρα όχι μέσω της εντυπώσεως των αισθήσεων σύμφωνα με μιαν έννοια της διάνοιας). Από τούτα συνάγεται αφ' εαυτού ότι θα πρέπει να αρέσει χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον. (ΚΚΔ V, 267/190)







Όσον αφορά στο ευχάριστο, ο καθένας παραδέχεται ότι η κρίση του που την στηρίζει σε ένα ιδιωτικό συναίσθημα και βάσει της οποίας λέγει για κάποιο αντικείμενο ότι του αρέσει, περιορίζεται επίσης σε μόνο το πρόσωπό του. Για τούτο, εάν πει κάποιος: «Το κρασί των Καναρίων νησιών είναι εύγευστο», δέχεται με προθυμία να του διορθώσουν την έκφραση και να του υπενθυμίσουν ότι πρέπει να πει: «Είναι εύγευστο για μένα». Για τον ένα είναι το μωβ χρώμα ήπιο και εύχαρι, για τον άλλο χλωμό και πεθαμένο. Ο ένας αγαπά τον ήχο των πνευστών οργάνων, ο άλλος των εγχόρδων. Ως προς το ευχάριστο ισχύει λοιπόν η αρχή: ο καθένας έχει τη δική του καλαισθησία (των αισθήσεων).
  Ως προς το ωραίο, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Θα ήταν (το εντελώς αντίστροφο) γελοίο, εάν κάποιος που φαντάζεται πως έχει καλαισθησία, σκεφτόταν να δικαιολογηθεί λέγοντας: το αντικείμενο τούτο (το κτήριο που βλέπομε, το ένδυμα που φορά εκείνος, η συναυλία που ακούμε, το ποίημα που παρουσιάζεται για να κριθεί) είναι ωραίο για μένα. Διότι, εάν απλώς του αρέσει, δεν πρέπει να το ονομάσει ωραίο. Πολλά πράγματα είναι δυνατόν να είναι γι' αυτόν ελκυστικά και άνετα, για τούτο δεν νοιάζεται κανείς· όταν όμως θεωρεί κάτι ωραίο, απαιτεί την ίδια αρέσκεια και από άλλους· κρίνει όχι απλώς για τον εαυτό του αλλά για τον καθένα, και μιλά τότε για την ομορφιά, ως εάν ήταν ιδιότητα των πραγμάτων. Για τούτο λέγει: το πράγμα είναι ωραίο· και υπολογίζει πως οι άλλοι θα συναινέσουν στην κρίση του περί της αρέσκειας, όχι απλώς επειδή τάχα διεπίστωσε ότι πολλές φορές συμφωνούσαν οι κρίσεις τους, αλλά το απαιτεί από εκείνους. Τους ψέγει, όταν κρίνουν διαφορετικά και τους αρνείται την καλαισθησία την οποία ωστόσο απαιτεί ότι πρέπει να την έχουν· με την έννοια αυτή δεν μπορεί να πει κανείς: ο καθένας έχει την ιδιαίτερη καλαισθησία του. Τούτο θα ήταν ταυτόσημο με το ότι δεν υπάρχει διόλου καλαισθησία, δηλαδή μια αισθητική κρίση που θα μπορούσε να εγείρει νόμιμη αξίωση για την συμφωνία του καθενός. (ΚΚΔ V, 212-3/122-3).

Ένα εντελώς κανονικό πρόσωπο από το οποίο θα ζητούσε ο ζωγράφος να του ποζάρει ως μοντέλο, συνήθως δεν εκφράζει τίποτε· διότι δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλαδή εκφράζει πιο πολύ την ιδέα του γένους παρά την ιδιαιτερότητα του προσώπου. Άλλωστε η εμπειρία δείχνει ότι τα τελείως κανονικά εκείνα πρόσωπα προδίδουν συνήθως και έναν εσωτερικά επίσης απλώς μέτριο άνθρωπο. Πιθανώς (αν επιτρέπεται να δεχθούμε ότι η φύση εκφράζει στην εξωτερική μορφή τις διαστάσεις της εσωτερικής) για τον ακόλουθο λόγο: όταν καμία από τις ψυχικές δυνάμεις δεν ξεχωρίζει πέρα από τη διάσταση εκείνη που είναι αναγκαία για να δημιουργήσει απλώς έναν άψογο άνθρωπο, τότε δεν μπορεί να προσδοκά κανείς τίποτε από ό,τι λέγεται ιδιοφυΐα, στην οποία η φύση φαίνεται ότι παρεκκλίνει από τις συνήθεις της αναλογίες των ψυχικών δυνάμεων προς όφελος μιας και μόνης. (ΚΚΔ V, 235/151 υποσ.)

Κάθε άκαμπτη κανονικότητα αντίκειται στην καλαισθησία κατά τούτο: ότι δεν επιτρέπει μακρά ενασχόληση με τη θεώρησή της, παρά προκαλεί ανία, εκτός αν αποβλέπει ρητώς στην γνώση ή σε έναν ορισμένο πρακτικό σκοπό. Αντιθέτως, εκείνο με το οποίο η φαντασία μπορεί να παίξει με τρόπο ανεπιτήδευτο και σκόπιμο, μας είναι πάντοτε καινούργιο και δεν αισθανόμαστε πλήξη, όταν το κοιτάζομε. (ΚΚΔ V, 242-3/159-160)

Ένας νέος ποιητής δεν μπορεί να αποστεί από την πεποίθηση πως το ποίημά του είναι ωραίο ούτε εξ αιτίας της κρίσης του κοινού ούτε των φίλων του· και αν κάποτε τους ακούει, δεν συμβαίνει αυτό επειδή τότε κρίνει διαφορετικά, αλλά –ακόμη και αν όλο το κοινό είχε εσφαλμένη καλαισθησία– επειδή, στην επιθυμία του για αναγνώριση, βρίσκει επαρκές κίνητρο να συμβιβάζεται με την κοινή πλάνη. Μόνον αργότερα, όταν η κριτική του δύναμη οξυνθεί περισσότερο με την εξάσκηση, θα απομακρυνθεί με τη θέλησή του από την προηγούμενη κρίση του, όπως κάνει και με τις κρίσεις του που βασίζονται εντελώς στον Λόγο. (ΚΚΔ V, 282/ 209)

Υψηλό είναι εκείνο που και μόνο να μπορούμε να το σκεφθούμε αποδεικνύει μιαν ικανότητα του πνεύματος η οποία υπερβαίνει κάθε μέτρο των αισθήσεων. (ΚΚΔ V, 250/170)

Υψηλή είναι η φύση σε εκείνες τις εκφάνσεις της, η εποπτεία των οποίων συνεπάγεται την Ιδέα της απεραντοσύνης της. (ΚΚΔ V, 255/176)

Υψηλό είναι εκείνο που αρέσει άμεσα λόγω της αντιστάσεώς του κατά του συμφέροντος των αισθήσεων. (ΚΚΔ V, 267/190).

Το πνεύμα αισθάνεται κατά το ίδωμα του υψηλού στη φύση συγκινημένο, ενώ κατά την αισθητική κρίση περί του ωραίου ευρίσκεται σε γαλήνιο ετασμό. (ΚΚΔ V, 258/179).

Απόκρημνοι βράχοι που υψώνονται απότομα, σχεδόν απειλητικά, πυκνά σύννεφα που συσσωρεύονται στον ουρανό, με αστραπές και βροντές, ηφαίστεια σε όλη την καταστροφική τους βία, τυφώνες με την ερήμωση που αφήνουν πίσω τους, ο απέραντος ωκεανός σε θύελλα, ο υψηλός καταρράκτης ενός τεράστιου ποταμού κτλ., καθιστούν τη δική μας ικανότητα αντιστάσεως σε σύγκριση με τη δύναμή τους ασήμαντο πράγμα. Αλλά το θέαμά τους γίνεται τόσο ελκυστικότερο όσο φοβερότερο είναι, αρκεί μόνο να βρισκόμαστε εμείς σε ασφάλεια. Και ονομάζομε πρόθυμα τα αντικείμενα τούτα υψηλά, διότι εξυψώνουν τη δύναμη της ψυχής πέραν της συνήθους μετριότητάς της και μας επιτρέπουν να ανακαλύπτομε εντός μας μιαν ικανότητα αντιστάσεως τελείως διαφορετική, πράγμα που μας ενθαρρύνει να μπορούμε να αναμετρηθούμε με τη φαινομενική παντοδυναμία της φύσης. (ΚΚΔ V, 261/183)







Η ακαταμάχητη δύναμη της φύσης μας επιτρέπει να γνωρίσομε τη φυσική μας αδυναμία, ως φυσικών όντων, συγχρόνως όμως και να ανακαλύψομε την ικανότητα να κρίνομε τους εαυτούς μας ως ανεξάρτητους από αυτήν, και ακόμη κάποια υπεροχή επί της φύσεως, επάνω στην οποία θεμελιώνεται μια αυτοσυντήρηση εντελώς διαφορετική από εκείνη που μπορεί να προσβληθεί και να τεθεί σε κίνδυνο από την εξωτερική φύση, έτσι ώστε η ανθρωπότητα να παραμένει αλώβητη στο πρόσωπό μας, ακόμη και αν ο άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να υποκύψει στη βία εκείνη. Με τον τρόπο αυτόν η φύση θεωρείται κατά την αισθητική μας κρίση ως υψηλή όχι επειδή προκαλεί φόβο, αλλά διότι εγείρει εντός μας τη δύναμή μας (που δεν είναι φύση), ώστε να θεωρούμε εκείνα για τα οποία μεριμνούμε (τα αγαθά, την υγεία και τη ζωή) ως μικρά, και συνεπώς την εξουσία της (στην οποία ασφαλώς υποκείμεθα ως προς τα πράγματα εκείνα) για μας και την προσωπικότητά μας να μην την θεωρούμε παρ' όλα αυτά ως μια τέτοια βία, στην οποία θα έπρεπε να υποκύψομε, όταν πρόκειται για τις ύψιστες αρχές μας και την τήρηση ή την παραίτηση από αυτές. Συνεπώς, η φύση λέγεται εδώ υψηλή απλώς επειδή υψώνει τη φαντασία έως την αναπαράσταση των περιπτώσεων εκείνων, στις οποίες το πνεύμα μπορεί να κάμει αισθητή τη δική του υψηλότητα του προορισμού του, ακόμη και πάνω από τη φύση. (ΚΚΔ V, 261-2/183-4)

Το ύψος δεν ενυπάρχει σε κάποιο πράγμα της φύσης αλλά μόνο στο πνεύμα μας, εφ' όσον μπορούμε να αποκτήσομε επίγνωση της υπεροχής μας έναντι της φύσης εντός μας και με τον τρόπο αυτόν και έναντι της εξωτερικής φύσης (ενόσω μας επηρεάζει). Οπότε όλα όσα εγείρουν το συναίσθημα τούτο εντός μας, όπως η ισχύς της φύσης η οποία προκαλεί τις δυνάμεις μας, λέγονται (μολονότι ανακριβώς) υψηλά· και μόνον υπό την προϋπόθεση της Ιδέας αυτής εντός μας και σε σχέση με αυτήν, είμαστε ικανοί να φθάσομε στην Ιδέα του ύψους του όντος το οποίο προκαλεί εντός μας βαθύ σεβασμό όχι μόνο με τη δύναμή του που καταδεικνύει στη φύση, αλλά ακόμη περισσότερο με την ικανότητα που έχει θέσει μέσα μας, ώστε να κρίνομε τη δύναμη εκείνη χωρίς φόβο και να σκεπτόμαστε τον προορισμό μας ως υψηλότερο από αυτήν. (ΚΚΔ V, 264/186-7).

Η αρέσκεια για το υψηλό της φύσης είναι μόνον αρνητική (ενώ αντιθέτως εκείνη για το ωραίο είναι θετική), δηλαδή ένα συναίσθημα στερήσεως της ελευθερίας της φαντασίας από αυτήν την ίδια […]. Έτσι, αποκτά μια διεύρυνση και μια δύναμη που είναι μεγαλύτερη από εκείνη την οποία θυσιάζει, αλλά της οποίας ο λόγος παραμένει γι' αυτήν την ίδια απόκρυφος, ενώ αντιθέτως συναισθάνεται τη θυσία ή τη στέρηση και συγχρόνως την αιτία στην οποία υπόκειται. Η κατάπληξη που εγγίζει το δέος, η φρίκη και ο ιερός τρόμος που καταλαμβάνει τον θεατή, όταν κοιτάζει ορεινούς όγκους που φθάνουν μέχρι τον ουρανό, βαθιά φαράγγια όπου κατακρημνίζονται καταρράκτες με υπόκωφο ήχο, βαθύσκιους ερημότοπους που σου προκαλούν μελαγχολικούς στοχασμούς κτλ., δεν προκαλούν γνήσιο φόβο, καθώς ο θεατής γνωρίζει ότι είναι ασφαλής, παρά μόνο την προσπάθεια να επιχειρήσομε με τη φαντασία να αισθανθούμε τη δύναμη αυτής ακριβώς της πνευματικής ικανότητας, να συνδέσομε τη συγκίνηση του πνεύματος που προκλήθηκε έτσι με την ηρεμία του, και με τον τρόπο αυτόν να αποκτήσομε υπεροχή επί της φύσεως εντός μας, άρα και εκείνης έξω από μας, εφ' όσον μπορεί να επιδράσει επί του αισθήματος της ευεξίας μας. (ΚΚΔ V, 269/192-3).

Ο αποχωρισμός από κάθε κοινωνία θεωρείται ως κάτι υψηλό, εάν στηρίζεται σε Ιδέες οι οποίες παραβλέπουν κάθε συμφέρον των αισθήσεων. Η αυτάρκεια, άρα η μη χρεία της κοινωνίας, χωρίς όμως να είναι κάποιος ακοινώνητος, δηλαδή να την αποφεύγει, είναι κάτι που προσεγγίζει το υψηλό, όπως και κάθε υπέρβαση των αναγκών. Αντιθέτως, το να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους από μισανθρωπία, επειδή τους εχθρεύεται, ή από ανθρωποφοβία, επειδή τους φοβάται ως εχθρούς του, είναι εν μέρει άσχημο, εν μέρει αξιοκαταφρόνητο. Μολαταύτα υπάρχει μια μισανθρωπία (που ονομάζεται έτσι κατά ελάχιστα ακριβή τρόπο), η προδιάθεση για την οποία εγκαθίσταται στο πνεύμα πολλών ορθοφρονούντων ανθρώπων συνήθως κατά το γήρας και η οποία, όσον αφορά στην καλή θέληση, είναι αρκετά φιλάνθρωπη, αλλά έχει απομακρυνθεί πολύ από την αρέσκεια για τον άνθρωπο λόγω μακράς θλιβερής εμπειρίας· την αποδεικνύουν η τάση για απομόνωση, η ονειρώδης επιθυμία να μπορεί κανείς να διέλθει τον βίο του σε ένα απόμακρο αγρόκτημα ή ακόμη (στους νέους ανθρώπους) η φαντασιώδης ευδαιμονία να ζήσουν με μια μικρή οικογένεια σε κάποιο άγνωστο νησί - πράγματα που οι μυθιστοριογράφοι ή οι ποιητές των Ροβινσωνιάδων γνωρίζουν να μεταχειρίζονται τόσο καλά. Η δολιότητα, η αγνωμοσύνη, η αδικία, το παιδαριώδες στους σκοπούς που εμείς θεωρούμε σπουδαίους και μεγάλους και για την επιδίωξη των οποίων διαπράττουν οι ίδιοι οι άνθρωποι εναντίον των συνανθρώπων τους όλα τα φοβερά που μπορεί να σκεφθεί κανείς, ευρίσκονται σε τέτοια αντίφαση με την Ιδέα εκείνου που θα μπορούσαν να είναι, εάν το ήθελαν, και αντιβαίνουν τόσο πολύ στη ζωηρή επιθυμία να τους δούμε καλύτερους ώστε, για να μην τους μισεί κανείς, αφού δεν μπορεί να τους αγαπά, να φαίνεται πως η παραίτηση από όλες τις κοινωνικές χαρές είναι μια μικρή θυσία. Η θλίψη τούτη, όχι λόγω των δεινών που επισωρεύει η μοίρα στους άλλους ανθρώπους (αιτία της οποίας είναι ο οίκτος), αλλά λόγω εκείνων που διαπράττουν οι ίδιοι (και η οποία οφείλεται στην αντιπάθεια ως προς τις αρχές), είναι υψηλή, επειδή στηρίζεται σε Ιδέες, ενώ η άλλη μπορεί να θεωρηθεί το πολύ ωραία. (ΚΚΔ V, 276/201)

Ο Σωσσύρ, εξ ίσου πνευματώδης όσο και εμβριθής, στην περιγραφή των ταξιδιών του στις Άλπεις, λέγει για το Bonhomme, μιαν από τις οροσειρές της Σαβοΐας: «Κυριαρχεί εκεί ορισμένη ανούσια θλίψη». Γνώριζε, λοιπόν, ασφαλώς και κάποια ενδιαφέρουσα θλίψη την οποία εμπνέει το θέαμα μιας ερημιάς και όπου θα ήθελαν μάλλον να αποσυρθούν κάποιοι άνθρωποι για να μην ακούνε ούτε να μαθαίνουν πια τίποτε από τον κόσμο, αλλά και η οποία δεν θα πρέπει να είναι τόσο αφιλόξενη, ώστε να προσφέρει μονάχα μιαν υπερβολικά επίπονη διαμονή για τους ανθρώπους. (ΚΚΔ V, 276/201-2)

Ένας άνθρωπος εγκαταλελειμμένος σε κάποιο έρημο νησί δεν θα κοσμούσε από μόνος του ούτε την καλύβα του ούτε τον εαυτό του και δεν θα μάζευε λουλούδια ούτε βέβαια θα τα καλλιεργούσε, για να στολισθεί μ' αυτά. Μόνο στην κοινωνία τού έρχεται η ιδέα να μην είναι απλώς άνθρωπος αλλά επιπλέον, με τον τρόπο του, ένας λεπτός άνθρωπος (η έναρξη του εκπολιτισμού)· διότι ως τέτοιον άνθρωπο κρίνομε εκείνον που έχει την κλίση και την επιδεξιότητα να μεταδίδει στους άλλους την ηδονή του, και δεν τον ικανοποιεί ένα αντικείμενο, αν δεν μπορεί να αισθανθεί την αρέσκεια γι' αυτό σε μια κοινότητα με άλλους. (ΚΚΔ V, 297/227)

Παραδέχομαι βέβαια πρόθυμα ότι το ενδιαφέρον για το ωραίο στην τέχνη (στην οποία συμπεριλαμβάνω και την τεχνητή χρήση των φυσικών καλλονών για τη διακόσμηση, άρα για τη ματαιοδοξία) δεν συνιστά καμιά απολύτως απόδειξη της νοοτροπίας που συνάδει προς το ηθικώς αγαθό είτε που απλώς και μόνο κλίνει προς αυτό. Αντιθέτως όμως ισχυρίζομαι ότι το να έχει κάποιος άμεσο ενδιαφέρον για την ομορφιά της φύσης (όχι το να έχει απλώς καλαισθησία για να την κρίνει) είναι πάντοτε γνώρισμα μιας καλής ψυχής· και ότι, όταν το ενδιαφέρον αυτό αποτελεί έξη, δείχνει τουλάχιστον μια πνευματική διάθεση ευνοϊκή για το ηθικό συναίσθημα, όταν συνάπτεται πρόθυμα με την ενατένιση της φύσης. (ΚΚΔ V, 298-9/229)


Τέχνη και ιδιοφυΐα

Σε ένα έργο των καλών τεχνών πρέπει να έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και όχι φύση· και όμως θα πρέπει η σκοπιμότητα στη μορφή του να φαίνεται τόσο ελεύθερη από κάθε καταναγκασμό αυθαίρετων κανόνων ως εάν ήταν προϊόν μονάχα της φύσης. (ΚΚΔ V, 306/239)

Η φύση ήταν ωραία, όταν φαινόταν συγχρόνως σαν τέχνη· και η τέχνη μπορεί να ονομασθεί ωραία μόνον αν έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και εν τούτοις μας φαίνεται σαν φύση. (ΚΚΔ V, 306/239)

Οι καλές τέχνες είναι τέχνες της ιδιοφυΐας. (ΚΚΔ V, 307/240)

Ιδιοφυΐα είναι το τάλαντο (το φυσικό χάρισμα) που παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. Επειδή το ίδιο το τάλαντο, ως έμφυτη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη, ανήκει στη φύση, θα μπορούσαμε επίσης να εκφρασθούμε με τον ακόλουθο τρόπο: Ιδιοφυΐα είναι η έμφυτη πνευματική καταβολή (ingenium), μέσω της οποίας η φύση παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. (ΚΚΔ V, 307/240)







Καθένας συμφωνεί σε τούτο, ότι η ιδιοφυΐα είναι εντελώς αντίθετη στο πνεύμα της μιμήσεως. Καθώς όμως η μάθηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μίμηση, γι' αυτό δεν μπορεί ούτε η μεγαλύτερη προδιάθεση ή έφεση (ικανότητα) για μάθηση ως τέτοια να θεωρείται ιδιοφυΐα. Για τούτο μπορεί κάποιος να μάθει πολύ καλά όλα όσα εξέθεσε ο Νεύτων στο αθάνατο έργο του, τις Αρχές της φυσικής φιλοσοφίας, όσο κι αν χρειαζόταν ένας μεγάλος νους για να ανακαλύψει κάτι τέτοιο· όμως δεν μπορεί κανείς να μάθει να γράφει σπουδαία ποίηση, όσο διεξοδικές και αν είναι όλες οι οδηγίες για την ποίηση και όσο έξοχα και αν είναι τα πρότυπά της. Η αιτία είναι ότι ο Νεύτων θα μπορούσε να παρουσιάσει όχι μονάχα στον εαυτό του αλλά και σε κάθε άλλον τελείως εποπτικά και με διαυγή τρόπο, ώστε να τον παρακολουθούν, όλα τα βήματά του που έπρεπε να κάμει από τα πρώτα στοιχεία της Γεωμετρίας μέχρι τις μεγάλες και βαθειές ανακαλύψεις του· αλλά κανένας Όμηρος ή Βήλαντ δεν μπορεί να δείξει πώς φανερώνονται στο κεφάλι του οι ευφάνταστες, συνάμα όμως και βαθυστόχαστες ιδέες του, επειδή δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος και για τούτο δεν μπορεί να το διδάξει ούτε στους άλλους. (ΚΚΔ V, 308-9/242-3)

Οι ιδέες του καλλιτέχνη διεγείρουν παρόμοιες ιδέες του μαθητή του, όταν η φύση τον έχει προικίσει με παρόμοια αναλογία πνευματικών δυνάμεων. Τα πρότυπα των καλών τεχνών είναι συνεπώς τα μόνα καθοδηγητικά μέσα, ώστε να τις παραδώσομε στους μεταγενεστέρους. (ΚΚΔ V, 309-310/244)

Για να προσδώσομε έναν σκοπό σε ένα έργο τέχνης, απαιτούνται ορισμένοι κανόνες από τους οποίους δεν επιτρέπεται να αποδεσμεύεται κανείς. Και επειδή η πρωτοτυπία του ταλέντου συνιστά ουσιώδες τμήμα (αλλά όχι το μόνο) του χαρακτήρα της ιδιοφυΐας, γι' αυτό πιστεύουν τα ρηχά πνεύματα ότι δεν μπορούν να δείξουν καλύτερα ότι είναι ακμαίες ιδιοφυΐες παρά με το να παραιτούνται από την ανάγκη της μάθησης όλων των κανόνων, και νομίζουν πως παρελαύνει κανείς καλύτερα πάνω σε ένα αφηνιασμένο παρά σε ένα εκπαιδευμένο άλογο. Η ιδιοφυΐα μπορεί να προσφέρει μόνο πλούσιο υλικό για τα προϊόντα των καλών τεχνών· αλλά η επεξεργασία του [εννοείται: του υλικού !] και η μορφή απαιτούν ταλέντο καλλιεργημένο μέσω της μαθητείας, ώστε να κάνομε μια χρήση τους που να μπορεί να σταθεί ενώπιον της κριτικής δύναμης. Όταν όμως κάποιος, ακόμη και σε ζητήματα της πιο προσεκτικής έρευνας του Λόγου, ομιλεί και αποφασίζει σαν ιδιοφυΐα, αυτό είναι εντελώς γελοίο· δεν ξέρει κανείς καλά-καλά αν πρέπει να γελάσει περισσότερο με τον θαυματοποιό ο οποίος απλώνει γύρω του τόσο πολύ καπνό, ώστε δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τίποτε καθαρά αλλά γι' αυτό ακριβώς μπορεί να φανταστεί περισσότερα, ή να γελάσει για το κοινό που φαντάζεται πρόθυμα πως η αδυναμία του να γνωρίσει καθαρά και να εννοήσει το αριστούργημα της σοφίας οφείλεται στο ότι του πετούν νέες αλήθειες κατά μεγάλες μάζες, ενώ αντιθέτως οι λεπτομέρειες (με μετρημένους ορισμούς και επακριβή έλεγχο των αρχών) του φαίνονται ότι είναι μικροπράγματα. (ΚΚΔ V, 310/244-5)

Για να κρίνομε τα ωραία αντικείμενα ως τέτοια απαιτείται καλαισθησία, αλλά για τις ίδιες τις καλές τέχνες, δηλαδή τη δημιουργία ωραίων αντικειμένων, απαιτείται ιδιοφυΐα. (ΚΚΔ V, 311/245)

Οι καλές τέχνες δείχνουν την υπεροχή τους σε τούτο ακριβώς, ότι περιγράφουν με ωραίο τρόπο πράγματα τα οποία στη φύση θα ήταν άσχημα ή δυσάρεστα. Οι Ερινύες, οι ασθένειες, οι ερημώσεις του πολέμου κ.ο.κ. μπορούν να περιγραφούν, ως δεινά, πολύ ωραία, ακόμη και να απεικονισθούν σε πίνακες· μόνο ένα είδος ασχήμιας δεν μπορεί να παρουσιασθεί σύμφωνα με τη φύση δίχως να καταστρέψει κάθε αισθητική αρέσκεια και άρα την ομορφιά της τέχνης: εκείνη που προκαλεί αηδία. (ΚΚΔ V, 312/246-7)

Για ορισμένα δημιουργήματα από τα οποία προσδοκούμε ότι θα έπρεπε, τουλάχιστον εν μέρει, να φανερώνονται ως έργα των καλών τεχνών, λέμε: είναι χωρίς πνεύμα· μολονότι, όσον αφορά στην καλαισθησία, δεν βρίσκομε τίποτε το μεμπτόν. Ένα ποίημα μπορεί να είναι καλοφτιαγμένο και κομψό αλλά χωρίς πνεύμα. Μια αφήγηση είναι ακριβής και με τάξη αλλά χωρίς πνεύμα. Ένας πανηγυρικός λόγος είναι εμβριθής και συγχρόνως γλαφυρός αλλά δίχως πνεύμα. Από ορισμένες συνομιλίες δεν λείπει η ψυχαγωγία κι όμως είναι δίχως πνεύμα· ακόμη και για μια γυναίκα λέμε βέβαια: είναι ωραία, ομιλητική και κομψή αλλά χωρίς πνεύμα. Τι είναι λοιπόν εκείνο που εννοούμε εδώ με τη λέξη πνεύμα; Πνεύμα, με την αισθητική σημασία, λέγεται η ζωογόνος αρχή της ψυχής. (ΚΚΔ V, 313/248)

Για τις καλές τέχνες απαιτούνται φαντασία, διάνοια, πνεύμα και καλαισθησία. (ΚΚΔ V, 320/257)

Ο ρήτορας αναγγέλλει κάποιο ζήτημα και το χειρίζεται με τέτοιον τρόπο, ως εάν ήταν απλώς ένα παιχνίδι με Ιδέες για να ψυχαγωγήσει τους ακροατές. Ο ποιητής αναγγέλλει απλώς ένα ψυχαγωγικό παιχνίδι με Ιδέες και εν τούτοις προκύπτουν για τη διάνοια τόσο πολλά, ως εάν είχε την πρόθεση να χειρισθεί μονάχα μιαν υπόθεσή της. Ο ρήτορας δίδει βέβαια κάτι που δεν υπόσχεται, δηλαδή ένα ψυχαγωγικό παιχνίδι της φαντασίας· συγχρόνως όμως υστερεί σε κάτι από όσα υπόσχεται και που αποτελεί εν τούτοις το έργο που ανήγγειλε, δηλαδή να απασχολήσει σκοπίμως τη διάνοια. Ο ποιητής αντιθέτως υπόσχεται λίγα και αναγγέλλει ένα απλό παιχνίδι με Ιδέες, προσφέρει όμως κάτι που είναι αντάξιο του σοβαρού έργου, δηλαδή να παρέχει στη διάνοια τροφή μέσω του παιχνιδιού και να δίδει ζωή στις έννοιές της μέσω της φαντασίας· ο ρήτορας δίδει λοιπόν κατά βάθος λιγότερα, ενώ ο ποιητής περισσότερα από όσα υπόσχεται. (ΚΚΔ V, 321/258-9)

Σε όλες τις καλές τέχνες το ουσιώδες συνίσταται στη μορφή που είναι σκόπιμη για την παρατήρηση και την αποτίμηση, όπου η ηδονή είναι συνάμα καλλιέργεια και προδιαθέτει το πνεύμα για Ιδέες, άρα το καθιστά δεκτικό για περισσότερη τέτοια ηδονή και ψυχαγωγία, και όχι στην ύλη του αισθήματος (στο θέλγητρο ή στη συγκίνηση), όπου το ζήτημα είναι απλώς η απόλαυση η οποία δεν αφήνει τίποτε για την Ιδέα, καθιστά το πνεύμα αναίσθητο, το αντικείμενο συνεχώς απεχθέστερο, και την ψυχή, λόγω της επίγνωσής της, κατά την κρίση του Λόγου, άσκοπης διάθεσής της, ανικανοποίητη με τον εαυτό της και δύσθυμη.
  Αυτή είναι τελικώς η μοίρα των καλών τεχνών, όταν δεν συνδυάζονται, λιγότερο ή περισσότερο, με ηθικές ιδέες οι οποίες και μόνο συνεπάγονται αυτοτελή αρέσκεια. Τότε εξυπηρετούν μόνο τη διασκέδαση την οποία χρειάζεται κανείς τόσο περισσότερο όσο την χρησιμοποιεί για να εκδιώξει το ανικανοποίητο της ψυχής με τον εαυτό της, καθώς γίνεται κάποιος συνεχώς και πιο άχρηστος και ανικανοποίητος με τον εαυτό του. Οι φυσικές καλλονές είναι γενικά οι πιο κατάλληλες για τον σκοπό εκείνο, αν έχει κανείς συνηθίσει από νωρίς να τις παρατηρεί, να τις κρίνει και να τις θαυμάζει (ΚΚΔ V, 325-6/263-4)

Στη ζωγραφική, στη γλυπτική και σε όλες τις εικαστικές τέχνες, στην αρχιτεκτονική, στην κηπουρική, εφ' όσον είναι καλές τέχνες, το ουσιώδες είναι το σχέδιο, στο οποίο συνιστά τον ουσιώδη όρο της καλαισθησίας όχι ό,τι ευχαριστεί το αίσθημα, αλλά μόνον ό,τι αρέσει με τη μορφή του. (ΚΚΔ V, 225/138).

Ανάμεσα σε όλες τις καλές τέχνες καταλαμβάνει την ανώτατη θέση η ποίηση (που οφείλει την προέλευσή της εξ ολοκλήρου σχεδόν στην ιδιοφυΐα και μπορεί να καθοδηγηθεί λιγότερο από όλες με κανονισμούς ή παραδείγματα). Διευρύνει το πνεύμα με το να απελευθερώνει τη φαντασία και, εντός των περιορισμών μιας δεδομένης έννοιας, από την απεριόριστη ποικιλία των δυνατών μορφών που εναρμονίζονται μ' αυτήν, προσφέρει εκείνη που συνδέει την εξεικόνιση της έννοιας αυτής με μια πλησμονή σκέψεων, για την οποία δεν είναι εντελώς κατάλληλη καμιά γλωσσική έκφραση, και έτσι υψώνεται αισθητικά προς τις Ιδέες. Η ποίηση δυναμώνει το πνεύμα, καθώς του επιτρέπει να αισθάνεται την ελεύθερη, αυτενεργό και ανεξάρτητη από τον φυσικό προορισμό ικανότητά του, ενώ τη φύση, ως φαινόμενο, να την θεωρεί και να την κρίνει σύμφωνα με απόψεις, τις οποίες δεν παρέχει η ίδια αφ' εαυτής στην εμπειρία ούτε για τις αισθήσεις ούτε για τη διάνοια, και συνεπώς να την μεταχειρίζεται χάριν και τρόπον τινά ως σχήμα του υπεραισθητού. Παίζει με την επίφαση την οποία προκαλεί κατά βούλησιν, χωρίς όμως να εξαπατά με τον τρόπο αυτόν· διότι παρουσιάζει την ίδια την ενασχόλησή της μονάχα ως παιχνίδι που παρ' όλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σκοπίμως από τη διάνοια για το έργο της. (ΚΚΔ V, 326-7/264-5)

Κάποιος ποιητής, περιγράφοντας ένα ωραίο πρωινό, λέγει: «Ο ήλιος ανέτελλε, όπως αναβλύζει η γαλήνη από την αρετή». Η συνείδηση της αρετής, όταν περιέρχεται κάποιος, έστω και μόνο νοερώς, στη θέση του ενάρετου, απλώνει στο πνεύμα πλήθος υψηλών και γαλήνιων συναισθημάτων και απέραντη προοπτική για ένα ευφρόσυνο μέλλον την οποία δεν κατορθώνει εντελώς καμιά έκφραση που είναι κατάλληλη για μιαν ορισμένη έννοια. (ΚΚΔ V, 316/252)

Ύστερα από την ποίηση, αν πρόκειται για τη θέλξη και τη συγκίνηση της ψυχής, θα έθετα εκείνη την τέχνη που προσεγγίζει περισσότερο τις τέχνες του λόγου, και για τούτο μπορεί επίσης να συνδεθεί πολύ φυσικά μαζί της, δηλαδή τη μουσική. Πράγματι, αν και εκφράζεται μόνο μέσω των αισθημάτων χωρίς έννοιες, και άρα δεν προσφέρεται για τον στοχασμό, όπως η ποίηση, εν τούτοις συγκινεί την ψυχή πολυειδέστερα και, μολονότι με απλώς παροδικό τρόπο, ωστόσο βαθύτερα· ασφαλώς όμως είναι περισσότερο απόλαυση παρά καλλιέργεια (το παιχνίδι των σκέψεων που προκαλείται εμμέσως μ' αυτήν είναι απλώς το προϊόν ενός τρόπον τινά μηχανικού συνειρμού) και, αν την κρίνομε βάσει του Λόγου, έχει λιγότερη αξία από όση κάθε άλλη από τις καλές τέχνες. Για τούτο απαιτεί, όπως κάθε απόλαυση, συχνή εναλλαγή και δεν αντέχει την πολλαπλή επανάληψη, χωρίς να προκαλέσει τον κόρο. (ΚΚΔ V, 328/266-7)

Αντιθέτως, αν εκτιμήσομε την αξία των καλών τεχνών κατά την καλλιέργεια που προσφέρουν στην ψυχή και λάβομε ως κριτήριο τη διεύρυνση των ικανοτήτων οι οποίες πρέπει να συνενωθούν στην κριτική δύναμη για τη γνώση, τότε η μουσική κατέχει ανάμεσα στις καλές τέχνες την κατώτερη θέση (όπως κατέχει ανάμεσα σ' εκείνες που εκτιμώνται συνάμα για τον ευχάριστο χαρακτήρα τους ίσως την ανώτατη θέση), επειδή παίζει απλώς με τα αισθήματα. (ΚΚΔ V, 229/268)

Τα δύο αυτά είδη των τεχνών ακολουθούν εντελώς διαφορετική πορεία: η μουσική από τα αισθήματα προς τις αφηρημένες Ιδέες, ενώ οι εικαστικές τέχνες από τις συγκεκριμένες Ιδέες προς τα αισθήματα. Οι δεύτερες καταλείπουν μια μόνιμη, οι πρώτες μια μόνο παροδική εντύπωση. Η φαντασία μπορεί να ανακαλέσει τις παραστάσεις των εικαστικών τεχνών και να ψυχαγωγηθεί ευχάριστα μαζί τους· οι παραστάσεις όμως της μουσικής είτε σβήνουν εντελώς είτε, όταν επαναλαμβάνονται αθέλητα από τη φαντασία, μας είναι μάλλον οχληρές παρά ευχάριστες. Άλλωστε, στη μουσική είναι εγγενής μια ορισμένη έλλειψη ευγένειας, επειδή –και τούτο συναρτάται με τον χαρακτήρα των μουσικών οργάνων– απλώνει την επίδρασή της περισσότερο από όσο την επιζητεί κανείς (στους γείτονες), και έτσι τρόπον τινά επιβάλλεται, άρα εξασκεί περιορισμό στην ελευθερία των άλλων, εκτός της μουσικής συντροφιάς· κάτι που δεν κάνουν οι τέχνες που μιλούν στα μάτια, καθώς μπορεί κανείς να αποστρέψει απλώς το βλέμμα του, όταν θέλει να αποφύγει την εντύπωσή τους. (ΚΚΔ V, 330/268-9)







Μεταξύ των εικαστικών τεχνών θα έδινα το προβάδισμα στη ζωγραφική, εν μέρει διότι, ως τέχνη του σχεδίου, αποτελεί το θεμέλιο όλων των άλλων εικαστικών τεχνών, και εν μέρει διότι μπορεί να εισδύει πολύ περισσότερο στην περιοχή των Ιδεών και επίσης να διευρύνει το πεδίο των εποπτειών σύμφωνα με τις Ιδέες πιο πολύ από όσο επιτρέπεται στις υπόλοιπες. (ΚΚΔ V, 330/269)

Σε όλα όσα πρόκειται να προκαλέσουν ένα ζωηρό, ξεκαρδιστικό γέλιο, πρέπει να υπάρχει κάτι παράλογο (στο οποίο συνεπώς η διάνοια καθ' εαυτήν δεν μπορεί να βρει κάποια αρέσκεια). Το γέλιο είναι μια αψιθυμία που οφείλεται στην αιφνίδια εκμηδένιση μιας τεταμένης προσδοκίας. (ΚΚΔ V, 332/272)

Ο Βολταίρος έλεγε ότι ο ουρανός μας έχει δώσει δύο πράγματα ως αντιστάθμισμα για τις πολλές ταλαιπωρίες της ζωής: την ελπίδα και τον ύπνο. Θα μπορούσε να είχε συμπεριλάβει και το γέλιο, αν ήταν αρκετά πρόχειρα τα μέσα να το προκαλεί κανείς στους λογικούς ανθρώπους και αν το χιούμορ ή η πρωτοτυπία της ψυχικής διάθεσης που είναι απαραίτητα γι' αυτό δεν ήταν τόσο σπάνια, όσο είναι συχνό το ταλέντο να γράφει κανείς έργα γριφώδη, όπως κάνουν οι μυστικιστές φαντασιοκόποι, ή επικίνδυνα, όπως οι ιδιοφυΐες, ή σπαραξικάρδια, όπως οι υπερευαίσθητοι συγγραφείς μυθιστορημάτων (επίσης δε και οι ευαίσθητοι ηθικολόγοι). (ΚΚΔ V, 334/274)

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το πλεονάζον βάρος των δεινών τα οποία μας επισωρεύει η εκλέπτυνση της καλαισθησίας μέχρι του σημείου της εξιδανικεύσεώς της, ακόμη και η πολυτέλεια στις επιστήμες, λόγω του πλήθους των ανικανοποίητων επιθυμιών που δημιουργούν· αντιθέτως, δεν μπορεί επίσης να παραγνωρισθεί ο σκοπός της φύσης, να περιορίζεται συνεχώς και περισσότερο η ωμότητα και η ορμητικότητα των κλίσεων εκείνων οι οποίες ανήκουν μάλλον στη ζωώδη φύση εντός μας και αντιτίθενται περισσότερο στον υψηλότερο προορισμό μας (ορισμένως, οι κλίσεις της απόλαυσης) και να δώσουν τη θέση τους στην ανάπτυξη της ανθρώπινης φύσης. Οι καλές τέχνες και οι επιστήμες, οι οποίες μέσω της εξομάλυνσης και της εκλέπτυνσης καθιστούν τον άνθρωπο εάν όχι ηθικώς καλύτερο πάντως πολιτισμένο, περιορίζουν πάρα πολύ την τυραννία των αισθησιακών κλίσεων και με τον τρόπο αυτόν προετοιμάζουν τον άνθρωπο για μια κυριαρχία στην οποία οφείλει να ασκεί εξουσία μόνον ο Λόγος· εξ άλλου, τα δεινά με τα οποία μας πλήττει εν μέρει η φύση και εν μέρει η απεριόριστη φιλαυτία των ανθρώπων, επιστρατεύουν, ενισχύουν και χαλυβδώνουν συνάμα τις δυνάμεις της ψυχής, ώστε να μην υποκύψουν στις κλίσεις, και έτσι μας επιτρέπουν να αισθανθούμε μιαν επιδεξιότητα για υψηλότερους σκοπούς, η οποία βρίσκεται κρυμμένη μέσα μας. (ΚΚΔ V, 433-4/393)

Το ωραίο είναι το σύμβολο του ηθικώς αγαθού. (ΚΚΔ V, 353/296).



ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι ς : Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen, ελληνική έκδοση: Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου, μετάφραση Χ. Τασάκος, Printa, Αθήνα 2001 (β' έκδοση).

Κ Κ Δ : Kritik der Urteilskraft, ελληνική έκδοση: Κριτική της κριτικής δύναμης, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κ. Ανδρουλιδάκης, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2004 (β' έκδοση).

[ 5. 3. 2009 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης