|
Γκόττφρηντ Μπεν |
Ν Ε Κ Ρ Ο Τ Ο Μ Ε Ι Ο
1. Μικρό αστρολούλουδο
Στον πάγκο εμπρός μου ξάπλωσαν το σώμα ενός σωφέρ, βαρύ απ' τη μπύρα. Κάποιος του 'χε κολλήσει ανάμεσα στα δόντια ένα μενεξελί αστρολούλουδο. Την ώρα που έτεμνα, υποδόρια και ξεκινώντας απ' το στήθος, μ' ένα μακρύ νυστέρι τη γλώσσα και τον ουρανίσκο, πρέπει να το 'σπρωξα γιατί εκείνο γλίστρησε προς τον εγκέφαλο που ήταν εκεί κοντά. Καθώς τον έραβαν του το 'χωσα στο κούφωμα του στήθους, ανάμεσα στα ροκανίδια. Πιες να χορτάσεις μες στο βάζο σου ! Γλυκά αναπαύσου, μικρό αστρολούλουδο !
2. Όμορφη νιότη
Το στόμα κάποιου κοριτσιού, στην καλαμιά παρατημένου για καιρό, έμοιαζε καταμασημένο. Όταν του άνοιξαν το στήθος, ο οισοφάγος διάτρητος. Tέλος, σε μια στοά κάτω από το διάφραγμα βρέθηκε μια φωλιά με νεαρά ποντίκια. Το ένα αδερφάκι ήταν νεκρό. Τα άλλα ζούσαν από τα νεφρά και το συκώτι, έπιναν το κρύο το αίμα κι είχανε περάσει όμορφα τη νιότη τους εδώ. Γρήγορα κι όμορφα ήρθε κι ο θάνατός τους : Τα 'πνιξαν όλα στο νερό. Αχ, πώς πιπίζαν τα μικρά μουσούδια !
3. Κύκλος
Ο μόνος τραπεζίτης μιας πουτάνας που πέθανε στ' αζήτητα είχε χρυσή κορώνα. Οι υπόλοιποι, σαν από συμφωνία σιωπηρή, της είχαν πέσει. Ο νεκροτόμος την απέσπασε, την έβαλε ενέχυρο και πήγε για χορό. Μονάχα η γη, έλεγε αργότερα, πρέπει στη γη να επιστρέφει.
4. Η νύφη του νέγρου
Εκεί, σ' ένα προσκέφαλο από αίμα σκοτεινό ήταν γερμένος ο ξανθός αυχένας μιας λευκής γυναίκας. Θρασομανούσε ο ήλιος στα μαλλιά της, της έγλειφε από πάνω ώς κάτω τους μηρούς, γονάτιζε στα μελαψά της στήθη τα ακόμη ανέγγιχτα απ' τις κραιπάλες και τις γέννες. Πλάι της ένας νέγρος: λάκτισμα αλόγου του 'χε συντρίψει μέτωπο και μάτια. Δυο δάχτυλα απ' το βρωμερό αριστερό του πόδι χώνονταν μέσα στ' άσπρο της τ' αυτάκι. Εκείνη ωστόσο έδειχνε να κοιμάται ίδια με νύφη : λίγο προτού δοθεί στην ευτυχία του έρωτα, λίγο προτού αναληφθεί πρώτη φορά στους ουρανούς του νεαρού ζεστού της αίματος. Ώσπου κάποιος έμπηξε το νυστέρι στον λευκό της λάρυγγα κι έριξε πάνω στους γοφούς της πορφυρή ποδιά το σκοτωμένο αίμα.
5. Requiem
Δυο δυο στον πάγκο. Άντρες, γυναίκες σαν κουβάρι. Τσίτσιδοι όλοι τους μα και χωρίς αιδώ. Με το κρανίο ορθάνοιχτο. Το στήθος δυο κομμάτια. Σώματα που για τελευταία φορά λες και γεννούν εδώ.
Απ' το μυαλό ώς τους όρχεις, τρεις κάδοι πλήρεις. Αυτοί που ήταν του Θεού ναοί, στάβλοι του σατανά, μες σ' έναν ξέχειλο κουβά ριγμένοι τώρα σαρκάζουν τη χαμένη Εδέμ, τον Γολγοθά.
Τα λείψανά τους ύστερα, στο φέρετρο απευθείας. Πόδια και στήθη και μαλλιά: καινούργια φύτρα. Το μάτι μου έπεσε σε δυο παλιές πουτάνες : ήταν σαν να 'χαν μόλις βγει μέσ' απ' τη μήτρα.
Πρώτη δημοσίευση: περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1794, Νοέμβριος 2006
Βλ. ακόμη: — Γκόττφρηντ Μπεν, ΠΟΙΗΜΑΤΑ — Γκόττφρηντ Μπεν, ΟΦΕΙΛΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΝΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ;
[ 17. 2. 2009 ] |
|
|
|