Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 


 Έριδες

Τα νέα βιβλία της ιστορίας  ( β' )

ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Κείμενα των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Στεφανίδη,
Δ.Α. Καπράνου, Στάθη (Σταυρόπουλου), Β. Καραποστόλη,
Γ. Μαργαρίτη, Στ. Κωνσταντινίδη και Χρ. Γιανναρά



* * *


Mίκης Θεοδωράκης

Ο ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΜΑΝΔΥΑΣ
ΤΗΣ ΔΗΘΕΝ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Aυτές τις μέρες κάπου διάβασα ότι ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος πίστευε στη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Πόσοι και ποιοι άραγε σήμερα θα τολμούσαν να διατυπώσουν δημόσια μια τέτοια άποψη; Και όμως πρόκειται για την ουσία μιας ολόκληρης Σχολής Σκέψης, την οποία αντιπαλεύει η άλλη Σχολή, που απορρίπτει την άποψη αυτή θεωρώντας ότι το σημερινό ελληνικό έθνος ξεκινά τη ζωή του από το 1830 χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το παρελθόν.

Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού σκέφθηκα ότι στο βάθος πρόκειται για μια διαμάχη ανάμεσα σε αυτές τις δύο Σχολές Σκέψης. Θυμίζω εδώ ότι οι κάτοικοι αυτού του τόπου, καταδικασμένοι επί αιώνες σε συνθήκες δουλείας και υπανάπτυξης, είχαν χάσει την ιδιαιτερότητα και ταυτότητά τους στα μάτια των "πολιτισμένων" μειοψηφιών της Ευρώπης. Που έτσι βρήκαν την ευκαιρία να θεωρήσουν εαυτούς ως τους μοναδικούς κληρονόμους του ελληνικού πολιτισμού. Γι' αυτό και όταν έμαθαν ότι οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821 (Φιλικοί και Αγωνιστές) αποφάσισαν να ονομάσουν την απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό πατρίδα τους Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους κατοίκους της Ελληνες, αντέδρασαν με κάθε τρόπο, με κορυφαία αντιδραστική πράξη τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, ο οποίος με τρόπο δήθεν "επιστημονικό" προσπάθησε να αποδείξει ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλούνται Ελληνες, γιατί δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την έννοια και με τη λέξη Ελλάδα, μιας και στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από μια πανσπερμία φυλών (Βλάχων, Αλβανών, Σλάβων, Τούρκων και Γύφτων).

Και όπως ίσως έχετε προσέξει, όλοι οι ξένοι λαοί έδωσαν στη χώρα μας κάθε είδους όνομα πλην του ονόματος "Ελλάς - Ελλάδα": Grece, Greece, Greco, Griechenland κ.λπ. Και φυσικά στην ουσία η διεθνής ιντελιγκέντσια δεν μας θεωρεί Ελληνες αλλά Γραικούς (ίσως και... γραικύλους). Πάλι καλά οι Τούρκοι που μας αποκαλούν "Γιουνάν", δηλαδή Ιωνες. Για τους "πολιτισμένους" της Δύσης θα μας ταίριαζε περισσότερο ένα όνομα όπως λ.χ. Βλαχότουρκοι ή Γυφτόβλαχοι. Νομίζω με τη λέξη "Γυφτοβλαχία" θα ήταν ικανοποιημένοι. Και όχι μόνο οι διανοούμενοι (ιντελιγκέντσηδες) του εξωτερικού, αλλά και του... εσωτερικού. Δηλαδή οι οπαδοί της Σχολής της Αλλης Οχθης, οι οποίοι χωρίς να το ομολογούν (ίσως και δίχως να το ξέρουν) ακολουθούν κατά γράμμα τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, που στην ουσία θέλει να κρατήσει το κέντρο της ελληνικής κλασικής σκέψης, φιλοσοφίας και τέχνης εκτός Ελλάδας και κατά προτίμηση στις πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου από τις οποίες υποτίθεται ότι εκπορεύεται αποκλειστικά η σύγχρονη σκέψη, φιλοσοφία και τέχνη, που έχει τις ρίζες της και στην κλασική Ελλάδα. Ετσι οποιοσδήποτε τολμά να ισχυριστεί ότι ως Νεοέλλην πιστεύει ότι έχει και αυτός το ίδιο δικαίωμα, είναι βλάσφημος, αρχαιόπληκτος και αντιδραστικός. Οπως ασφαλώς ήταν και οι Φιλικοί, οι Επαναστάτες του '21, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο 'Αγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Εγγονόπουλος, μεταξύ άλλων.

Ομως, αυτή η διαφορά στη χώρα μας έλαβε και μιαν άλλη διάσταση, που διαίρεσε τον λαό μας όχι μόνο κάθετα (κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες και κόμματα), αλλά και οριζόντια. Δηλαδή, σε αυτό που θεωρείται Λαϊκό και σε αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως "διανοουμενίστικο". Και, φυσικά, η αληθινή διανόηση ταιριάζει με το λαϊκό, ενώ ο διανοουμενισμός δεν είναι μόνο εχθρός του λαϊκού, αλλά η καρικατούρα της διανόησης. Και για να περιοριστώ στη νεότερη Ελλάδα, όλα όσα υπήρξαν αληθινά, θετικά, γόνιμα και προοδευτικά, υπήρξαν κατ' αρχήν λαϊκά. Δηλαδή πατούσαν γερά πάνω στο χώμα του λαού, της πραγματικότητας αλλά και της παράδοσης που μας πηγαίνει πολύ μακριά, στο βάθος του χρόνου, με τα οχήματα της δημοτικής ποίησης και μουσικής, της δημοκρατικής παράδοσης με κέντρο το κύτταρο της ελλαδικής κοινότητας, του βυζαντινού μέλους και της ελληνικής γραμματείας και κυρίως της γλώσσας. "Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική", θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης. Ετσι οι Φιλικοί και οι Αγωνιστές του '21 ήταν λαϊκοί. Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε λαϊκός. Οπως λαϊκοί υπήρξαν όλοι οι σπουδαίοι πρωτεργάτες σε όλους τους κλάδους της ζωής, της τέχνης και της διανόησης που συνέβαλαν ώστε να προχωρήσει η χώρα μας μπροστά.

Αυτή η οριζόντια διαίρεση δεν μπορούσε να αφήσει απ' έξω τον ελληνικό "προοδευτικό χώρο". Που μεγαλούργησε όταν ήταν πράγματι λαϊκός, όταν δηλαδή εξέφραζε σωστά τον ελληνικό λαό (στους καιρούς της εθνικής αντίστασης και των δημοκρατικών αγώνων). Και στη συνέχεια περιθωριοποιήθηκε όταν τον κατέκτησε ο διανοουμενισμός, που ουσιαστικά σημαίνει άρνηση του ίδιου του εαυτού του.

Ηταν λοιπόν επόμενο στον διανοουμενίστικο "προοδευτικό χώρο", άρα "ψευτο-προοδευτικό" χώρο πλέον, να ανθίσουν αυτά τα πικρά λουλούδια της άρνησης της πεμπτουσίας αυτού που ήταν και είναι η Ελλάδα του χθες, του σήμερα και του αύριο.

Ας μην ψάχνουν, λοιπόν, οι ευαίσθητοι πολίτες να βρουν την αιτία της σημερινής εθνικής παράλυσης σε δευτερεύουσες σχέσεις, πρόσωπα και καταστάσεις. Η πραγματική αιτία είναι ότι ενώ με το λαϊκό στοιχείο και με τη λαϊκή ιδιότητα έγινε ό,τι τέλος πάντων θετικό έγινε σ' αυτόν τον τόπο από το 1821 έως σήμερα, γιατί απλούστατα όλοι οι μεγάλοι μας ήρωες, ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες, πολιτικοί, υπήρξαν "λαϊκοί" ανεξάρτητα από τις λογής λογής κάθετες διαιρέσεις, εδώ και καιρό το λαϊκό, που στη χώρα μας ταυτίζεται με το ελληνικό, νικήθηκε κατά κράτος σε όλους τους τομείς της εθνικής μας ζωής. Εδώ και καιρό κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά η άρνηση, τρομοκρατώντας και ξεγελώντας τους πολλούς και αφελείς, κρυμμένη πίσω από τον ψεύτικο μανδύα μιας δήθεν προοδευτικότητας, που έχει στην πραγματικότητα τόση σχέση με την πρόοδο όση μια γάτα με ένα λιοντάρι.

εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18 Μαρτίου 2007





* * *


Μάνος Στεφανίδης

ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ

[…] Προσωπικά αν μ' ενοχλεί κάτι στα σχολικά βιβλία, εν γένει, δεν είναι η υποχθόνια "ενδοτικότητά" τους, αλλά μάλλον ο μαζικός τους χαρακτήρας και η έλλειψη ιδιαίτερου ύφους. Ποιος όμως είπε ότι η επιστήμη πρέπει να διατυπώνεται επίπεδα και χωρίς εσωτερικό κραδασμό;

Θα προσδοκούσα λοιπόν από τους συγγραφείς να προσεγγίσουν τα παιδιά πιο συναισθηματικά· να τα εμπνεύσουν και να τα συγκινήσουν. Διάβολε! Πρόκειται για την Ιστορία μας και για την αλήθεια της, η οποία συχνά καθιστά ακόμη και τον μύθο κρουστή πραγματικότητα. Φέρ' ειπείν γύρω από το, ιστορικά εσφαλμένο, "Κρυφό Σχολειό", έχει αναπτυχθεί ένας κύκλος πραγματολογικών γεγονότων, ο πίνακας του Γύζη, το ποίημα του Πολέμη, τα οποία συγκροτούν αφεαυτών πλέον "ιστορία".

Εστω κι αν η αφετηρία τους είναι ένα παραμύθι. Γιατί, μερικές φορές, τα παραμύθια είναι πιο ψυχωφελή για τις ζωές των εθνών από τις γραμμικές ανορεξικές αφηγήσεις.

Ο Κουρμπέ έλεγε: "Δείξε μου έναν άγγελο και θα τον ζωγραφίσω!". Μα η βυζαντινή τέχνη είναι γεμάτη αγγέλους!

Θα 'θελα επίσης το παιδί να δακρύζει διαβάζοντας τη θυσία του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και των μικρών μαθητών που μόλις χθες σύρονταν στις αγχόνες. Οχι για να μισήσει τους Αγγλους, αλλά για να απεχθάνεται το φασισμό και τη βία, για να σιχαίνεται το ρατσισμό και την καταπίεση και ν' αναγνωρίζει ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται. Ενα βιβλίο που επίσης να το κάνει περήφανο, όπως κάνουν περήφανα τ' Αμερικανάκια τα κατορθώματα του Ουάσιγκτον ή τα Γαλλάκια του Λαφαγιέτ ή του Ντε Γκολ. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε αντιπαιδαγωγικό, ούτε αντεπιστημονικό.

Ιστορία και μύθος λοιπόν. Και βέβαια οι απροκατάληπτες ερμηνείες αμφοτέρων. Ενα ύστατο παράδειγμα: "Η Κοιμωμένη" του Χαλεπά είναι το πιο κοσμαγάπητο έργο της νεοελληνικής τέχνης. Ενα γλυπτό με το οποίο χιλιάδες πονεμένοι έχουν ταυτιστεί. Η δημοφιλία του αυτή έπλεξε ένα σωρό μύθους, που έστω κι αν εκφράζουν ένα μη πραγματικό γεγονός, ερμηνεύουν όμως μια εποχή και αποκαλύπτουν τους τρόπους πρόσληψης του έργου από το ευρύ κοινό. Φέρ' ειπείν λένε ότι ο Χαλεπάς τρελάθηκε, όταν είδε πως τα απλωμένα πόδια της Σοφίας Αφεντάκη περίσσευαν από το κρεβάτι. Στην πραγματικότητα η "Κοιμωμένη" -κατ' ουσίαν η "Ψυχορραγούσα"- βαριανασαίνει σ' ένα υπερυψωμένο ανάκλιντρο. Οποιος όμως ιστορικός τέχνης δεν λάβει υπ' όψη του κι αυτή τη μυθική ερμηνεία, θα έχει απολέσει τη σχέση του έργου με τον αποδέκτη του. Ο,τι δηλαδή, υφ' όρους, συγκροτεί ατόφια την ποίηση και ολοκληρώνει κάθε αριστούργημα.

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17 Φεβρουαρίου 2007


* * *


Δημήτρης Α. Kαπράνος

ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΙ

Είμαι κι εγώ ένας από τους άτυχους, πεπλανημένους, που διδάχθηκαν λάθος την Ιστορία, που έμειναν "τυφλοί" μέχρι να τους ανοίξουν τα μάτια οι σημερινοί "ιστορικοί". Ενας από τους μαθητές, μετέπειτα φοιτητές, επιστήμονες και εν τέλει κατηρτισμένους επαγγελματίες, οι οποίοι έμαθαν "στραβά" μερικά πολύ σημαντικά πράγματα και διεμόρφωσαν χαρακτήρα και συνείδηση στρεβλή, "πολιτικώς μη ορθή", όπως θα έλεγαν οι σημερινοί εκφραστές της "ιστορικής αλήθειας". Ενα από τα παιδιά, που μεγάλωσε ακούγοντας "παραμύθια" στα σκαλοπάτια των "προσφυγικών" της οδού Βιθυνίας, στην Κοκκινιά, όπου η θεία Ελένη, η "Χατζη-Ελέγκω", μας έλεγε -ψευδώς, υποθέτω- για την καταστροφή της Σμύρνης, για ομαδικούς βιασμούς συμμαθητριών της, για εν ψυχρώ δολοφονίες του ανδρικού πληθυσμού, για σφαγές νηπίων από τους ατάκτους "τσέτες".

Ενα από τα παιδιά που άκουγαν τη γιαγιά του Μάρκου του Πύρδα να εξιστορεί πνιγμούς αμάχων μέσα στο λιμάνι, φλόγες που τύλιξαν το Κορδελιό, μαχαιριές στους καρπούς των χεριών όσων προσπαθούσαν να πιαστούν από τα συμμαχικά πλοία. Και πότε μας τα 'λεγαν αυτά; Τέλη του '50, δηλαδή σε πολύ μικρό διάστημα από την ώρα που τα έζησαν, που τα βίωσαν. Προφανώς, είμαι βέβαιος, ψέματα και υποκρισίες ήταν όλες εκείνες οι "Εορτές μνήμης", που οργάνωναν κάθε χρόνο οι σύλλογοι Μικρασιατών στη Νίκαια. Ψέματα άκουγα στη Νησιακή Στέγη, στην Ενωση Σμυρναίων, στην Ενωση Πισιδίων, για να μην αναφέρω και τα αισχρά ψεύδη που μας διηγούντο οι Πόντιοι και που ακούγαμε στις δικές τους "Εορτές Μνήμης", στην Ποντιακή Στέγη.

Χωρίς αμφιβολία, ψέματα μας έλεγε κι ο πατέρας μας, που μας μιλούσε για τις δοκιμασίες της χώρας, για τον άτυχο πόλεμο του '97, για το πώς μεγάλωσε η Ελλάδα, αλλά και για τον όρο "Μικρασιατική Καταστροφή", που δεν ήταν παρά, ως φαίνεται πλέον, "μια διπλωματική ήττα". Ψεύτικες και οι αφηγήσεις για το Αλβανικό Μέτωπο, όπου πολέμησε ο ίδιος, ψεύτικα και τα παράσημά του - βαριά κληρονομιά. Ψεύτικες και οι ιστορίες στον μπερντέ του Χαρίδημου, Επταλόφου και Σμύρνης, για τον Αθανάσιο Διάκο και τον Κατσαντώνη! Κι ακόμη μεγαλύτερο ψέμα τα περί Μεγαλέξανδρου, που είχε το θράσος να αποκαλείται "Ελλην και Μακεδών"! Και τώρα, τι γίνεται; Δεν θα πρέπει, ως πολιτικώς ορθοί, να ζητήσουμε συγγνώμη από τους συγγενείς του Δράμαλη, του Ομέρ Βρυώνη, του Ιμπραήμ, του Χουρσίτ πασά, του Κιουταχή; Πώς, με τι μάτια, θα κοιτάζουμε εκείνους που μας "απώθησαν" και μας έσπρωξαν στον "συνωστισμό" του Quai της Σμύρνης; Μήπως θα πρέπει να τους γυρίσουμε και τα έσοδα από τις πωλήσεις της "Μικράς Ασίας"; Από πού κι ώς πού, Πυθαγόρα, έγραψες "η Σμύρνη, μάνα, καίγεται"; Πώς παραποίησες την ιστορία και παρουσίασες τον "συνωστισμό" ως καταστροφή και φωτιά; Κι από πού κι ως πού, αείμνηστε Καλδάρα, έβαλες τον Φυσούν να αφηγηθεί τα δεινά της Προσφυγιάς αφού επρόκειτο για μια απλή "μετοίκηση";

Μήπως, όμως, κακώς τα βάζουμε με τους συντάκτες του επιμάχου πονήματος; Μήπως τελικώς δεν είναι τίποτε τυχαίο σ' αυτή τη χώρα; Μήπως αγάλι αγάλι φροντίσαμε όλοι να "ξεμπερδεύουμε" με την Ιστορία; Μήπως οι αναφορές σε πραγματικά γεγονότα έκαναν -και κάνουν- κάπου ζημιά; Είναι τυχαίο το ότι οι δήμοι, στις σημάνσεις των οδών, αναφέρουν, αορίστως, "Μ. Καραολή - Α. Δημητρίου" τους δρόμους εκείνους που έχουν τα ονόματα των ηρώων της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου; Μήπως "φροντίζουμε" να ξεχαστεί η Ιστορία; Οι συντάκτες του βιβλίου της ΣΤ΄ Δημοτικού δεν προέκυψαν, βεβαίως, ξαφνικά ούτε είναι φερέφωνα ή "βαλτοί". Γέννημα του συστήματος είναι, αποτέλεσμα της παρεχομένης παιδείας και διδασκαλίας. Οταν, στις εθνικές επετείους (ψεύτικες κι αυτές;) τα κανάλια παρουσιάζουν την εικόνα της άγνοιας των νέων γύρω από το "τι εορτάζουμε" κι εμείς απλώς "γελάμε με τα χάλια μας", είναι βέβαιο ότι η Ιστορία θα ξαναγραφεί, θα ξανασβηστεί και θα ματαξαναγραφεί. Δεν είναι τυχαίες, ας πούμε, οι συχνές τηλε - αναφορές σε "δημοκρατία της βορείου Κύπρου" ή σε "βόρειο Ιράκ". Τα πράγματα αλλάζουν πλέον με άλλο τρόπο και όχι με τα όπλα. Η "ενημέρωση", η "διδασκαλία", η συνεχής προβολή και παρουσίαση, δημιουργούν "τετελεσμένα" χωρίς να χρειάζεται η επίκληση του "Αττίλα".

Αρκεί, βεβαίως, να υπάρχει πρόσφορο έδαφος και προθυμία για "συνεργασία". Κι από τέτοια, άλλο τίποτε σε μια χώρα που διεφθάρη τόσο γρήγορα όσο καμία άλλη. Τα "πακέτα" και οι "επιδοτήσεις" έφεραν τα "νέα τζάκια" και οδήγησαν τους αγρότες στα καφενεία και τον τζόγο. Η λέξη "μεροκάματο" (η αμοιβή για τον κάματο της ημέρας) καταργήθηκε. Η "κονόμα" και η "κομπίνα", λέξεις συνώνυμες της παραβατικότητας, σήμερα είναι στόχοι ζωής! Η χώρα οδηγήθηκε με δανεικά αλλά όχι αγύριστα- σε χοάνη πρόσκαιρου ευδαιμονισμού και σαν τη "Ρόζα τη ναζιάρα" μοστραρίσθηκε για "Ευρωπαία", τρομάρα της! Γινήκαμε "Ευρώπη" με τα λεφτά των εταίρων, που έγιναν τζάκια από μάρμαρο Διονύσου και "μεζονέτες" στα βόρεια. Αφήσαμε τον Ματσάγγο και τον Καρέλια, τα "Εθνος εξαιρετικά" και τα "Αντινικότ 22" και μάθαμε τα "Μάρλμπορο", τα "Ρόθμανς" και τις "Κοχίμπες". Κι όταν μπεις σ' αυτό το "τριπάκι", όταν σε πνίξουν τα τραπεζικά, τα καταναλωτικά και οι "κάρτες", όταν αλλάζεις αυτοκίνητο κάθε τρεις και μία, τότε δεν σε νοιάζει ποιοι και πώς γράφουν την Ιστορία σου, γιατί, απλούστατα, "τη γράφεις" κι εσύ!

Ολα τα άλλα, περι "εθνικισμού" και "εξαλλοτήτων" είναι λόγια χωρίς νόημα. Ουδείς επιθυμεί να συντηρείται η ένταση με τους γείτονες, ουδείς επιθυμεί επιστροφή στο παρελθόν. Η απόσταση από το σημείο αυτό μέχρι το "θάψιμο" των γεγονότων είναι χαώδης. Η προσπάθεια, όμως, να εξευμενίσουμε κάποιους ή να φανούμε αρεστοί σε κάποιους άλλους δεν θα πρέπει να οδηγεί σε επικύψεις ή στρουθοκαμηλισμούς. Αλλο να παραδέχεσαι λάθη και ακρότητες τις οποίες, πιθανότατα, διέπραξε και η δική σου πλευρά στο παρελθόν, και άλλο να τα σπρώχνεις όλα κάτω από το χαλί και να αποφαίνεσαι ότι η σφαγή της Σμύρνης ήταν "συνωστισμός" ή η προέλαση στο Αλβανικό Μέτωπο και η απελευθέρωση (για τέταρτη φορά) της Βορείου Ηπείρου ήταν "απώθηση των ιταλικών δυνάμεων". Ποιος "απώθησε" ποιους, όταν οι ίδιοι οι Ιταλοί στρατηγοί έχουν περιγράψει λεπτομερώς την ελληνική προέλαση και τη δεινή ήττα των "σιδηρών μεραρχιών" του Μουσολίνι; Θα πείτε, "μα, υπάρχει και ψηφιακός δίσκος στο βιβλίο της Ιστορίας, όπου μπορεί ο μαθητής να βρει "εκτεταμένα" τα γεγονότα". Ο λαός λέει "φέξε μου και γλίστρησα". Κι από "γλιστρήματα", εσχάτως, άλλο τίποτε!

Ουδείς θα είχε αντίρρηση για τη νηφάλια, ήρεμη και μέσα από τομές και μελέτες συγγραφή της σύγχρονης Ιστορίας της χώρας. Αλλά το να σύρεσαι από το ένα άκρο στο άλλο είναι λάθος. Οταν αναφέρεσαι σε "κλέφτες" με "μικρό κάπα", τότε κάπου υπάρχει πρόβλημα. Θα περνάς από τα Δερβενάκια, θα σταματάς στο Κομπότι, θα περνάς από το Πέτα και τα Δολιανά και τι θα κάνεις; Θα σιχτιρίζεις τον δάσκαλό σου; Θα αμφισβητείς τον Μακρυγιάννη; Τι θα λες στα παιδιά και στα εγγόνια σου; Και καλά εμείς, οι παλιότεροι. Οι σημερινοί, τα παιδιά του υπολογιστή και της εικονικής πραγματικότητας, τι θα αποκομίσουν; Τον "Αλέξανδρο" του Στόουν και τους "Τριακόσιους" δίκην "καρτούν"; Ας προσέξουμε λιγάκι. Η απόσταση από την αλήθεια στην υπερβολή είναι ελάχιστη.

εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11 Mαρτίου 2007


* * *


Στάθης (Σταυρόπουλος)

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ για το περιώνυμο (και καθόλου περίφημο) βιβλίο της Ιστορίας για τη ΣΤ' Δημοτικού, όχι τόσον για το ίδιο το εγχειρίδιο καθ' εαυτό, όσον για το ευρύτερο πολιτικό τοπίο που αναδύθηκε γύρω του. Εν πρώτοις για το ίδιο το βιβλίο και τα λίγα που απομένουν, τουλάχιστον στην αφεντιά μου, να έχει να πει για αυτό. Πρόκειται για ένα βιβλίο με ύφος ξηρό, καθόλου γλαφυρό, αντιπαιδαγωγικό για τις ηλικίες που απευθύνεται, που δεν θα βοηθήσει τα παιδιά να προσεγγίσουν με ενδιαφέρον και περιέργεια την Ιστορία - εκτός κι αν το υπερφαλαγγίσουν οι δάσκαλοι στην τάξη. Ενα βιβλίο με προδιαγραφές και δομή ύλης σε πανεπιστημιακό επίπεδο, από το οποίον τα παιδιά θα συγκρατήσουν ουδέν.

Βεβαίως είναι απολύτως προδιαγεγραμμένος ο κίνδυνος αν τυχόν αυτό το βιβλίο διορθωθεί ή αποσυρθεί, ένα άλλο χειρότερο, να το διαδεχθεί. Εχει μακράν παράδοση σε κάτι τέτοια το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Πολλά κενοφανή τού φαίνονται καινοφανή (διαθεματικολιστικώς) αλλά και οι περισσότεροι από τους συνήθεις συγγραφείς του (όσον κι αυτοί που τους ελέγχουν) το ίδιο... διαθεματικά μπορούν να είναι ολιστικώς εκσυγχρονιστές απ' το ένα τους πλευρό κι ολιστικώς μεταρρυθμιστές σεμνά και ταπεινά απ' το άλλο. Ούτε καν με τα δύο πόδια σε δύο βάρκες, αλλά με τα τσαρούχια στον νταβλά με τα κουλούρια.

Το βιβλίο υφίσταται το ίδιο την ιδεολογική μονομέρεια που το συνέθεσε. Επί παραδείγματι: το Ολοκαύτωμα παρουσιάζεται ως μια τραγωδία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μάλιστα ανάλογη εκείνης των βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ομως το Ολοκαύτωμα δεν ήταν μια απλή τραγωδία. Ηταν το τερατώδες κι άνευ προηγουμένου έγκλημα του φασισμού. Για μιαν ακόμη φορά η απροσδιοριστία και το "στρογγύλεμα" (όπως με τα της Μικρασιατικής Καταστροφής) οδηγούν στην αφασία, στη λήθη, στην αδυναμία άντλησης συμπερασμάτων, στην αναίρεση του ορθολογισμού, της σχέσης αιτίας - αιτιατού. Σε μια μεταφυσική ηθικολογία. Το πρωτοφανές πολιτικό έγκλημα καθαιρείται σε μια ακόμα ανθρώπινη τραγωδία. Προσέτι η εξομοίωση του Ολοκαυτώματος με τη Χιροσίμα, υπό τον ίδιο παρονομαστή της ανθρωπιστικής τραγωδίας, οδηγεί στην τέλεια σύγχυση. Αλλες πολιτικές δυνάμεις οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα κι άλλες επέλεξαν (με εξαιρετικά διαφορετικές προθέσεις και στόχους) τη χρήση των ατομικών βομβών.

Το πρόβλημα του βιβλίου είναι δομικό. Ακόμα και καλές προθέσεις καταντούν αφελείς, ενώ η πολιτική ορθότης και η μεταμοντερνική ευκολία το καθιστούν παιδαγωγικά άχρηστο και ιδεολογικά χρήσιμο. Χρήσιμο όμως σε ποιους; Κι εδώ μπαίνουμε στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο που αφορά και σε αυτό το βιβλίο.Υπήρξε η προσπάθεια ο άπας αντίλογος σε αυτήν τη διδακτική λογική να εντοπισθεί σε εθνικιστικά αντανακλαστικά και πατριδοκαπηλικές συμπεριφορές. Παρ' ότι επισημάνθηκε στους υπέρμαχους του βιβλίου ότι οι ενστάσεις εναντίον του είναι απ' όλο το πολιτικό φάσμα, επέμειναν (πλην "Αυγής") στον μονόλογό τους σε βαθμό πλέον συκοφαντικό μετ' επιγνώσεως. Μόνον τα κλισέ περί φαιοκόκκινου μετώπου δεν ανεσύρθησαν για να εξηγηθεί το τσουβάλιασμα όσων αντιλέγουν.

Αλλά, αν οι ρετσινιές για μας (συνηθισμένους άλλωστε στα χιόνια των αφορισμών περί αντισημιτισμού, εθνικισμού και περονόσπορου) υπήρξαν "αναγκαίες", είναι και ικανές να συμπεριλάβουν την αντίδραση σε αυτό το βιβλίο και του ΑΚΕΛ; Είναι μήπως "επίγονος του Σάββα Κωνσταντόπουλου" ο 'Αντρος Κυπριανού εκπρόσωπος Τύπου του ΑΚΕΛ, καθώς και συμπασοάπασα η Κυπριακή Βουλή, όλα τα κόμματα, που ζητούν την απόσυρση προς διόρθωσιν του βιβλίου; (Με αυτό δεν απαντώ στις απρέπειες των "Ιών". Ειλικρινώς με αυτούς τους συναδέλφους δεν υπάρχει –για μένα– κανένα περιθώριο διαλόγου πλέον).

Και στο κάτω-κάτω, για να αντιστρέψουμε και λίγο την κλεψύδρα: γιατί τέτοιο πάθος και κόψιμο από τόσους πολλούς εκσυγχρονιστές για ένα βιβλίο που εισηγείται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο τής κατά τα άλλα δεξιάς κυβέρνησής μας; Κατηγορηθήκαμε ότι ο αντίλογός μας στο βιβλίο συνιστά απόπειρα... λογοκρισίας του Υπουργείου (!!!). Απαντήσαμε ότι δεν είναι δυνατόν, είναι ανακόλουθο, είναι παράλογο να λογοκρίνουμε την... εξουσία! Ποσώς! Μας ξαναείπαν λογοκριτές! Λέγε-λέγε-λέγε, κάτι θα μείνει.

Αλλά ακόμα κι αν μπορούσαμε να πετύχουμε το απόλυτο absurdum και απολύτως ακατόρθωτο να λογοκρίνουμε δηλαδή το... Υπουργείο, γιατί τέτοιο πάθος και κόψιμο των εκσυγχρονιστών να μην κάνουμε τέτοιο κατόρθωμα; Ε; Γιατί; Πολλά έχουν πάρει εργολαβία τελευταίως οι εκσυγχρονιστές για λογαριασμό της δεξιάς, απ' το άσυλο έως το βιβλίο. Παράξενο, αν και οι θέσεις των δύο μεγάλων κομμάτων διαφέρουν ελάχιστα, να μη διαφέρουν καθόλου τα παπαγαλάκια τους.

Τέλος. Για να επιχειρηματολογήσουμε καταφύγαμε στα βιβλία, "κατεβάσαμε" συγγραφείς, έργα, "σχολές", θεωρίες, ρεύματα, ιστορικά προηγούμενα. Ανταπάντηση; ποσώς! Πάλι ρετσέτες, κλισέ, χαρακτηρισμοί, επανάληψη χαρακτηρισμών, δίκες προθέσεων. Ποιος Χωνιάτης και ποιος Παπανούτσος; λέγε-λέγε-λέγε θα βγάλουμε "εθνικιστή" και τον Παλαμά. Ομως σε αυτό το εξωφρενικό και συκοφαντικό "λέγε-λέγε-λέγε κάτι θα μείνει", στο εξής θα αντιλέγουμε και δεν θα μείνει τίποτα. Μόνον το όνομα του όποιου συκοφάντη.

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23 Φεβρουαρίου 2007


* * *


Βασίλης Καραποστόλης

ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ

Είναι φυσικό στις μικρές ηλικίες ν' αντιστοιχούν άγουρα αισθήματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αισθήματα ή ότι καλύτερα να μην υπήρχαν.

Ιδού το κύριο πρόβλημα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Το ανοίγει κανείς και τον χτυπάει αμέσως εκείνο το ψυχρό ρεύμα που έρχεται συνήθως από ληξιαρχικά έγγραφα. Διαπιστώνονται γεγονότα, επισημαίνονται συνέπειες. Όλα είναι σαν απόσταγμα που ο δωδεκάχρονος θα πρέπει να πιει γουλιά γουλιά για να τονώσει τη σκέψη του απέναντι στα μικρόβια, απέναντι στις ίδιες του τις συγκινήσεις.

Αλλά για ποιον πραγματικά είναι περισσότερο μπελάς οι συγκινήσεις, για τους δασκάλους ή για τα παιδιά; Προφανώς οι συγγραφείς αυτών των κειμένων μεταφέρουν τις δικές τους προκαταλήψεις πάνω στους μαθητές. Προεξοφλούν ότι αν οι τελευταίοι διαβάσουν π.χ. για μια "σφοδρή σύγκρουση" θα γίνουν πολεμόχαροι ή στην καλύτερη περίπτωση εριστικοί. Πράγμα που, ασφαλώς, καθ' εαυτό είναι κακό. Ποιος είπε, όμως, ότι μ' αυτόν τον τρόπο και μόνο συνδέονται τα αισθήματα με τις πράξεις; Εξίσου καλά θα μπορούσε η γραμμή να χαραχθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Να αντιληφθεί ο δωδεκάχρονος, μαθαίνοντας για μια σύγκρουση, τι σημαίνει ν' αγωνίζεται κανείς για κάποιον σκοπό.

Έτσι το ζήτημα της αισθηματικής αγωγής των παιδιών παραμένει πάντα ανοικτό και προηγείται κάθε διδακτικής μεθόδου. Όποιος προσπαθεί να διδάξει την ανεκτικότητα προς τους άλλους αφηρημένα, σαν να πρόκειται για κάποιο αξίωμα της λογικής, μοιραία θα συναντήσει την αντίδραση της μικρής ηλικίας. Να πλησιάσουν κάποια ζωντανή μορφή θέλουν πάντα οι ασχημάτιστες συνειδήσεις. Με κάποιους να συνδεθούν, να τους συνεπάρουν και να τους αμφισβητήσουν, ενδεχομένως, κατόπιν. Κάποτε αυτό λεγόταν παρουσίαση προτύπων ή παραδειγμάτων. Σήμερα οι σύγχρονες "δομικές" αντιλήψεις το έχουν εξορίσει από τα σχολεία, από φόβο μήπως τα "πρόσωπα" εξάψουν τα πάθη.

Οπότε επιλέγεται μέσα στα βιβλία η απουσία αντί της παρουσίας, τα γεγονότα αντί για τα κίνητρα, οι "συνθήκες" αντί για τις πράξεις. Μπροστά στα μάτια των παιδιών ο κόσμος εμφανίζεται ως τετελεσμένος. Όσα έγιναν, έγιναν, και στον μαθητή δεν απομένει παρά να πληροφορηθεί γι' αυτά, κρατώντας βέβαια την ψυχραιμία του. Για φανταστείτε, λοιπόν, αυτά τα φλεγματικά παιδιά της ΣΤ' Δημοτικού να διαβάζουν πως οι Έλληνες "απομάκρυναν" τους Ιταλούς το 1940. Από αυτού του είδους την επινοημένη ψυχραιμία δύο μόνο είναι τα δυνατά παράγωγα. Είτε θ' ακολουθήσει η έκρηξη (και τότε τα παιδιά θα περάσουν στην αντίπερα όχθη του εθνικιστικού φανατισμού) είτε θα παραδοθούν στη γενική αθυμία. Δεν ξέρει κανείς ποια είναι η χειρότερη κατάληξη.

Από αντίδραση δηλαδή να γίνουν τα ανήλικα τυφλά από πάθος ή αντίθετα, να σηκώνουν απλώς τους ώμους τους με ό,τι συμβαίνει γύρω τους.

Με άλλα λόγια, είτε το θέλει η κοινωνία είτε όχι καλείται ν' απαντήσει στο ερώτημα των παιδιών: "Σαν ποιους θέλετε να γίνουμε;". Αναγκαστικά στην Εκπαίδευση τόσο ο δάσκαλος όσο και ο μαθητής περνούν μέσα από την πύρινη ζώνη αυτών των ταυτίσεων. Αν θέλεις να διδάξεις την ανοχή, πρέπει να δείξεις ανθρώπους που δοκιμάστηκαν πάνω σ' αυτό το ζήτημα, που αμφέβαλαν, υπέφεραν, λύγισαν και τελικά ανορθώθηκαν. Αν θέλεις ν' αναπτύξεις την κριτική σκέψη δεν έχεις παρά να βάλεις αντί για το "απομάκρυναν" τους Ιταλούς μια λέξη που να αναλογεί στην ένταση εκείνης της εποχής. Κάθε άλλη λέξη (αναχαίτισαν, απέκρουσαν, απώθησαν) θα μπορούσε να αποδώσει την αλήθεια αυτής της έντασης, εκτός από τη λέξη την οποία διάλεξαν τελικά να βάλουν! Είναι φανερό ότι η μέθοδος της τεχνητής απονεύρωσης προσέφερε στους συγγραφείς του βιβλίου κάποια εξασφάλιση. Πράγματι, δεν είναι υποχρεωμένοι να εξηγήσουν ότι είναι δυνατόν να μάχεται κανείς σθεναρά, χωρίς να είναι απαραίτητα μισαλλόδοξος ή βάρβαρος. Στο τέλος, όμως, το πρόβλημα θα εμφανισθεί ξανά.

Όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις ενός τέτοιου εγχειριδίου - και δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε γι' αυτό - παρακάμπτοντας το πιο πάνω σημείο οδηγούν στο αντίθετο άκρο. Ήδη το βλέπουμε. Με πόση λαχτάρα καταφεύγουν αρκετοί νέοι –που θα γίνονται όλο και περισσότεροι– σ' εκείνον τον παλιό μύθο της βίας-μαμμής ή οποία, ωστόσο, δεν γεννά πια την Ιστορία, αλλά μόνο το Συμβάν, το παταγώδες, καπνογόνο Συμβάν. Δράση, λοιπόν, για τη δράση. Είναι γιατί δεν προτείνονται πια αντι-πρότυπα, αντι-μύθοι. Η Εκπαίδευση αποχώρησε από την περιοχή των αισθημάτων για να καλλιεργήσει έναν νου που η κριτική του δεν βρίσκει τον λόγο να ασκηθεί. Να κρίνει τι και στο όνομα τίνος ο μαθητής; Αφού δειλιάζουμε να συζητήσουμε μαζί του τι σημαίνει πατρίδα, αγάπη για την πατρίδα ή ακόμη θυσία για κάτι (για οτιδήποτε) τότε η κοίτη του ποταμού θα στρίψει προς την άλλη μεριά. Και οι δάσκαλοι θα μείνουν με την απορία γιατί δεν πέτυχε η συνταγή: "Πώς να φτιάχνετε στα γρήγορα ένα κοσμοπολίτικο παιδί".

εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 16 Μαρτίου 2007


* * *


Γιώργος Μαργαρίτης

Η "ΙΜΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΙΚΗ" ΜΕΘΟΔΟΣ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Η ΕΥΤΕΛΕΙΑ
ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ

Δεν θα θεωρούσα αναγκαίο να γράψω αυτές τις γραμμές αν το άρθρο του φίλου Στρατή Μπουρνάζου ("Πατρίς - Θρησκεία - Ιστορία") στην ΑΥΓΗ της προηγούμενης Κυριακής δεν αναφερόταν σε ένα "εμείς" του οποίου ίσως με θεωρεί μέλος. Όχι επειδή προσδιορίζει ότι το "εμείς" στο οποίο αναφέρεται περιλαμβάνει τους αριστερούς αλλά και τους κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους αλλά επειδή, σε άλλα σημεία το "εμείς" ευθέως συμπεριλαμβάνει ιστορικούς –τους 503 που υπόγραψαν το κείμενο υπεράσπισης του βιβλίου ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού και άλλους–, τους αναγνώστες της ΑΥΓΗΣ, όλους ίσως τους δημοκρατικούς πολίτες. Παρόλο που πολλοί θα είχαν αντίρρηση ως προς αυτό θεωρώ ότι μερικές από τις παραπάνω ενότητες ατόμων και ιδιοτήτων αυτονόητα με περιλαμβάνουν – οπωσδήποτε αυτή των αναγνωστών της ΑΥΓΗΣ. Επιπλέον, καθώς συμβαίνει να διδάσκω είκοσι δύο χρόνια ιστορία σε ελληνικό πανεπιστήμιο και να έχω γράψει αρκετά εκπαιδευτικά εγχειρίδια και σχολικά βιβλία, ίσως μερικοί να θεωρήσουν ότι έχω πρόσθετους λόγους να ανήκω σε αυτό το "εμείς". Τέλος έχω και μία κόρη δώδεκα χρόνων, την οποία δικαίως κατατάσσω σε εκείνο τον κύκλο των "λαϊκών" οι οποίοι δικαιούνται να έχουν γνώμη για το βιβλίο το οποίο υφίστανται. Με άλλα λόγια από πολλές πλευρές φαίνεται να ανήκω σε αυτό το "εμείς" που, όπως λέει ο φίλτατος Στρατής, οφείλει ως "πρώτο και μείζον καθήκον σε αυτή τη συγκυρία" να υπερασπιστεί αυτό το βιβλίο.

Ε, λοιπόν, εγώ δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να το υπερασπιστώ! Και επιτρέψτε μου να εξηγήσω το γιατί μιλώντας σε πρώτο ενικό, λέγοντας το τι εγώ πιστεύω, μη βλέποντας λόγο να κρύψω τις απόψεις μου κάτω από ένα αόριστο εμείς.

Η άρνησή μου να "υπερασπιστώ" το βιβλίο αυτό δεν οφείλεται μόνο στα μικρά ή μεγάλα του "σφάλματα". Ο φίλτατος Στρατής Μπουρνάζος μου αποδίδει την επισήμανση ενός από αυτά, αλιεύοντας προφανώς από σχετική ομιλία μου σε εκπαιδευτικούς στη Θεσσαλονίκη, παρανοώντας όμως πλήρως το πνεύμα της επισήμανσης. Οι συγγραφείς του βιβλίου, χρησιμοποιώντας έναν πίνακα για τις απώλειες στον Β' παγκόσμιο πόλεμο επιδεικνύουν αφέλεια σε πολλαπλά επίπεδα. Το πρώτο και απλούστερο είναι η οφθαλμοφανής διόγκωση των στρατιωτικών απωλειών της Ελλάδας –σε ογδόντα εννέα χιλιάδες τους ανεβάζει έναντι του ορθού των δεκαπέντε περίπου χιλιάδων νεκρών (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κρήτης και της Μέσης Ανατολής)– την οποία οι συγγραφείς αποδεικνύονται ανίκανοι να επισημάνουν και να διορθώσουν. Το δεύτερο και σπουδαιότερο είναι ότι χρησιμοποιούν στοιχεία του 'Aγγλου ιστορικού Νταίηβις ο οποίος ανήκει στον κύκλο των πλέον διάσημων αναθεωρητών της ιστορίας του Β' παγκοσμίου πολέμου και επιμένει ότι οι ηγέτες της δύσης έχασαν σε αυτόν μία μοναδική ευκαιρία να τελειώσουν μία για πάντα με τον κομμουνισμό που κατ' αυτόν είναι η πλέον εγκληματική "παρένθεση" στην ιστορία του 20ου αιώνα, ίσως και της ανθρωπότητας (σε 54.000.000 ανεβάζει τα θύματα του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση ανάμεσα στα 1918 και στα 1950, εκτός από τα 28.000.000 νεκρών της ίδιας χώρας στον Β' παγκόσμιο πόλεμο. Φυσικά δεν τον απασχολεί το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτυπώνονται στους δείκτες δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας. Η απώλεια του 1/3 του πληθυσμού της μάλλον θα φαινόταν στους δείκτες αυτούς όπως αποτυπώθηκαν οι απώλειες του Β' παγκόσμιου πολέμου. Για τέτοια ποιότητα μιλάμε!). Για να αποδείξει δε ο Νταίηβις τη θέση του ότι οι Σοβιετικοί δεν συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια των συμμάχων στο βαθμό που τους αποδίδεται, "αναστατώνει" με βάση τις φαντασιώσεις του τον αριθμό των θυμάτων σε κάθε κράτος. Το γεγονός ότι αυτόν τον πίνακα βρήκαν να ενσωματώσουν στο σχολικό βιβλίο οι συγγραφείς του δεν αποτελεί "σφαλματάκι". Μάλλον για απόδειξη επικίνδυνης "προχειρότητας" πρόκειται.

Ευτυχώς βρισκόμαστε στην Ελλάδα όπου η άγνοια και η εκπορευόμενη αφέλεια θεωρούνται φυσιολογικές καταστάσεις. Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κάτι τέτοιο θα έκρυβε κινδύνους για τους συγγραφείς. Επειδή μάλλον δεν κατάλαβαν τίποτε σχετικά ας εξηγήσω και πάλι. Στη σελίδα 109 αναφέρεται ότι "...η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και το ολοκαύτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου". Η εξομοίωση του Ολοκαυτώματος με τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (περίεργο πως ξέχασαν τη Δρέσδη) εχθρικών πόλεων αποτελεί σαφέστατη "άρνηση" της ιδιαιτερότητας της βιομηχανίας θανάτου που έστησε ο ναζισμός επί των θεμελίων της ρατσιστικής και θανατηφόρας ιδεολογίας του. Με κάτι τέτοια αποκτήσαμε την εξαιρετική τιμή ως χώρα και ως εκπαιδευτικό σύστημα να είμαστε η μοναδική περίπτωση σε ολόκληρη την ήπειρο όπου δίνονται στα παιδιά και ενσωματώνονται στη διδακτέα ύλη οι απόψεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Δεν βαριέσαι, τραγική στιγμή ήταν...!!!

Καθώς η Ευρώπη είναι ακόμα πολύ ευαίσθητη σε αυτά, στις περισσότερες των χωρών της δύσης στην οποία θέλουμε να μοιάσουμε θα είχε επέμβει ο Εισαγγελέας και οι συγγραφείς του βιβλίου θα κινδύνευαν να κάνουν παρέα στο κύριο Ίρβινγκ. Στη χώρα μας, παρόμοιες ευαισθησίες προφανώς δεν υπάρχουν. Δεν θα 'πρεπε όμως να ζητάμε από την αριστερά αλλά και από την ακαδημαϊκή κοινότητα των ιστορικών να έχει τέτοιου είδους ανακλαστικά; Για "λαθάκια" πρόκειται ή για συγκροτημένη αντίληψη περί της πολιτικής και της επιστήμης;

Αυτή η έλλειψη στοιχειωδών ανακλαστικών, αγαπητέ Στρατή, είναι η ευτέλεια της αριστεράς αλλά και του ακαδημαϊκού χώρου των ιστορικών. Προσωπικά δεν περιμένω πολλά όταν, για παράδειγμα, στους περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμους (πρακτικά συνεδρίου) που επιμελήθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, όπου και παρελαύνουν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί, το περί Β' παγκοσμίου πολέμου, κατοχής και Αντίστασης εδάφιο εκπροσωπείται από τον κύριο Καλύβα. Κάπου όμως, αναρωτιέμαι, δεν θα 'πρεπε να σταματήσει αυτή η ολισθηρή κατηφόρα;

Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να επεκταθώ στο περιεχόμενο του σχολικού αυτού βιβλίου. Το να το επικρίνει κανείς είναι σαν να "κλέβει εκκλησία". Εξίσου σημαντικό όμως είναι το σύστημα διδασκαλίας που προάγει, σημείο στο οποίο συναντιέται με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια της πρόσφατης "μεταρρυθμιστικής" επέλασης –στο όνομα της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων– στο χώρο της μάθησης. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως την εισβολή του ιμπρεσιονισμού στην ιστορία και τη σχολική διδασκαλία της.

Από το βιβλίο αυτό απουσιάζει ολότελα η αφήγηση. Η ύλη είναι κατατεμαχισμένη σε πολλές μικρές ενότητες ενίοτε αποσυνδεμένες η μία από την άλλη, "θεματικές" όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται εικαστικό υλικό και είδη "ασκήσεων" που μάλλον καλούν τον διδασκόμενο –και τη διδασκομένη, για να μην κατηγορηθώ ότι αγνοώ την υπέρ των γυναικών αναγκαία ποσόστωση– να ανακαλύψει μόνος του την ιστορία. Ο ασυνάρτητος και σποραδικός τρόπος με τον οποίο δίνονται οι γνώσεις, σε συνδυασμό με την απουσία ενιαίας αφήγησης στερούν τον διδασκόμενο (-η) από τη δυνατότητα να ταξινομήσει τα γεγονότα, να τα ιεραρχήσει και να τα συσχετίσει και μέσα από αυτό να ανακαλύψει τη σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό απαγορεύεται στην ουσία η ανάπτυξη συγκροτημένης κριτικής σκέψης παρά της περί του εναντίου βεβαιώσεις. Το βιβλίο, όπως και όλα τα όμοιά του της "μεταρρυθμισμένης" παιδαγωγικής, αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στη θεμελίωση γνώσεων.

Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά επιτείνουν την απορρύθμιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας του βιβλίου. Πρώτο, οι χρονικές παλινδρομήσεις στην παράθεση των ενοτήτων (πόσες φορές δεν ξαναρχίζει η ελληνική επανάσταση) ακυρώνουν την πρώτη σταθερά που πρέπει να δώσει στα παιδιά η διδασκαλία της ιστορίας, το πρώτο και βασικό από τα συστήματα ταξινόμησης που η τελευταία διαθέτει: αναφέρομαι στον ιστορικό χρόνο, στην αλληλοδιαδοχή –άρα και στην αλληλεξάρτηση– των γεγονότων και στην αντίληψη της διάρκειας (το "υποδεκάμετρο" στο κάτω μέρος των σελίδων ασκήσεων, συνήθως προσθέτει σύγχυση διαψεύδοντας συχνά τα όσα αναφέρει το προηγηθέν κείμενο). Δεύτερο, το έκδηλο άγχος των συγγραφέων για την ανάδειξη του "πολιτικά ορθού", άγχος το οποίο μάλλον ευθύνεται για τον "συνωστισμό" της Σμύρνης και για τη μεθοδική απαλοιφή ή στρέβλωση όλων σχεδόν των "επικίνδυνων" –για "υποκίνηση" και "αναβίωση παθών" όπως λέγανε παλιά– γεγονότων.

Μα αυτό ακριβώς είναι η ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για την πολυκύμαντη παρουσία τους, για το μόχθο τους για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αδικίες που δημιούργησαν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Από όλο αυτό το συναρπαστικό "παραμύθι", η μεταρρυθμιστική "πολιτικά ορθή" απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα. Δεν ξέρω αν "εμείς" αγωνιζόμαστε για τούτη την αποστειρωμένη ιστορία. Θα μου επιτρέψετε όμως εγώ να μην το βλέπω έτσι.

Υπάρχει φυσικά και η επίθεση που δέχεται το βιβλίο από τους συγκεκριμένους κύκλους διαφόρων αποχρώσεων και αρμοδιοτήτων, της Εκκλησίας κυρίως και της νοσταλγίας του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Προφανώς ομιλούν συγκεκριμένα και για αυτές τις συγκεκριμένες τους απόψεις πρέπει να τους κατακρίνουμε και να τους πολεμούμε. Αν έχω καταλάβει καλά όμως το ύψιστο των αιτημάτων τους είναι η ανάθεση της διδασκαλίας της ιστορίας –και όχι μόνο– στην Εκκλησία και στους πέριξ από αυτήν κύκλους. Όντως, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για κάτι τέτοιο: η οθωμανική περίοδος! Στα σοβαρά πιστεύει κανείς ότι σήμερα εκκρεμεί τέτοιος κίνδυνος; Μήπως η επίκληση των βαρβάρων είναι απλά ένα βολικό πρόσχημα για να ανοίγουμε "ευκαιρίες", για να συνδιαλεγόμαστε με τους εκάστοτε κρατούντες και να συνδιαχειριζόμαστε την μεθοδευμένη απορρύθμιση της εκπαίδευσης και της γνώσης;

Στο ανοικτό, πολύπλευρο και στρατηγικό μέτωπο της εκπαίδευσης θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να κάνουμε τις επιλογές μας. Όχι, δεν αναφέρομαι στο "εμείς" – για μένα και για την κόρη μου μιλάω...

εφ. Η ΑΥΓΗ, 18 Μαρτίου 2007


* * *


Στέφανος Κωνσταντινίδης

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η συζήτηση για την ιστορία που άνοιξε ξανά με αφορμή το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού δεν είναι βέβαια ούτε νέα, ούτε και αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.Τα τελευταία χρόνια το θέμα της αναθεώρησης πτυχών της νεοελληνικής Ιστορίας μπήκε επιτακτικά και είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής οπτικής γωνίας που έχουμε για τα ιστορικά φαινόμενα είτε από επιστημολογικής και μεθοδολογικής σκοπιάς, είτε από την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Οι νέες αναζητήσεις στο χώρο αυτό είχαν αρχίσει πολύ πριν και στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι φυσιολογικό η κάθε εποχή να βλέπει την ιστορία από μια δική της οπτική γωνία. Αυτό δεν αφορά μόνο τη σύγχρονη ιστορία αλλά ακόμη και την αρχαία αν αναλογιστούμε για παράδειγμα τις διαφορετικές ερμηνείες των ιστορικών σε διαφορετικές εποχές.

Όσο και να φαίνεται παράξενο η κάθε εποχή αντιμετωπίζει και ερμηνεύει τα ιστορικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της δικής της πραγματικότητας. Η διαφορετική ερμηνεία δεν εξυπακούει βέβαια και παραχάραξη των γεγονότων. Στον ελληνικό χώρο επιβλήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το λεγόμενο "παπαρρηγοπούλειο" παράδειγμα ερμηνείας των ιστορικών φαινομένων όχι μόνο της νεοελληνικής περιόδου αλλά και της αρχαίας και της μεσαιωνικής. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος με το έργο του διέγραψε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε για πολλές δεκαετίες η ελληνική ιστορική επιστήμη. Πρόκειται για την αντίληψη της συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας με ιδεολογικό στόχο τη δημιουργία εθνικής συνείδησης ώς του αναγκαίου υποβάθρου του εθνικού κράτους. Η πρώτη αμφισβήτηση του "παπαρρηγοπούλειου" παραδείγματος προήλθε από τη μαρξιστική και μαρξίζουσα ιστοριογραφία. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η εθνική ιδεολογία που εισήγαγε η ιστορία του Παπαρρηγόπουλου δεν ήταν εσωστρεφής και δεν απέκλειε του εθνικού κορμού "μειονοτικά" στοιχεία.

Η εθνική εσωστρέφεια συναντάται στην ελληνική ιστορία κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και αποτελεί στην ουσία στρέβλωση της αντίληψης του Παπαρρηγόπουλου. Παρά την ήττα της στον εμφύλιο πόλεμο η ελληνική Aριστερά επέβαλε στην ουσία τη δική της ανάγνωση όχι μόνο του εμφυλίου πολέμου, αλλά και της ίδιας της ιστορικής πορείας του ελληνισμού από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Η μαρξιστική και μαρξίζουσα αυτή ερμηνεία της ιστορίας θέτει το θέμα της συνέχειας του ελληνισμού με καθαρά πολιτιστικούς όρους όπως φαίνεται για παράδειγμα στο έργο του Νίκου Σβορώνου ο οποίος βλέπει περισσότερο τον ελληνισμό από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας ως φορέα και ως έκφραση πολιτισμού, παρά ως αμιγή εθνολογική ομάδα. Μετά τη μεταπολίτευση το 1974 επιβάλλεται σταθερά μια προοδευτική ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας επηρεασμένη τόσο από τη μαρξιστική μεθοδολογία όσο και από μια αποκαθαρμένη φιλελεύθερη αντίληψη και ερμηνεία της.

Με την κατάρρευση όμως της Σοβιετικής Ένωσης και του υπαρκτού σοσιαλισμού εμφανίζεται και στην Ελλάδα η μεταμοντέρνα αναθεωρητική αντίληψη της ιστορίας η οποία, παρά την κάποια θετική προσφορά της, εισάγει νέα ιδεολογήματα, εν πολλοίς απότοκα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ούτως ή άλλως και στα προηγούμενα παραδείγματα η ιστορία είναι ιδεολογικοποιημένη. Η σημερινή όμως ιδεολογικοποίηση παρουσιάζεται με μανδύα "επιστημοσύνης" ως η αποϊδεολογικοποίηση δήθεν της ιστορίας από την "εθνικιστική" ιδεολογία. Στην πραγματικότητα η μεταμοντέρνα αυτή νεοφιλελεύθερη αντίληψη μάχεται περισσότερο την αριστερή προοδευτική ιδεολογία στο χώρο τόσον της ιστορίας όσον και των κοινωνικών επιστημών γενικότερα. Διότι ο κάθε επιστήμονας που σέβεται τον εαυτό του γνωρίζει σήμερα ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η ιδεολογία υπεισέρχεται και στο χώρο της επιστήμης χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει πως η ιδεολογία από μόνη της παράγει επιστήμη. Γι' αυτό και στο χώρο ειδικά της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών δεν μπορεί να υπάρξει μία και μοναδική αλήθεια. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο επιδιώκουν απλώς να επιβάλουν τη δική τους μονοδιάστατη ερμηνεία των γεγονότων. Εκεί όμως που τα ιδεολογήματα των μεταμοντέρνων νεοφιλελεύθερων ιστορικών γίνονται επικίνδυνα είναι όταν αποδομούν ακόμη και τον επιστημονικό λόγο που μας κληροδότησε ο διαφωτισμός ανάγοντας σε φονταμενταλισμό έναν εννοιολογικό σχετικισμό και έναν προκρούστειο αρνητισμό για κάθε τι το εθνικό με την έννοια που του αποδίδει ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.

Οι ιστορικοί που σέβονται τον εαυτό τους γνωρίζουν ότι η Ιστορία είναι συνυφασμένη με τις ιδεολογικές διεργασίες τής κάθε εποχής και με την έννοια αυτή παράγει και ιδεολογία. Η ιδεολογία όμως από μόνη της δεν παράγει Ιστορία. Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται "νοητικές κατηγορίες" αποκομμένες από τα πραγματολογικά στοιχεία, τότε η Ιστορία τοποθετείται στην κλίνη του Προκρούστη, αποκόπτεται από την κοινωνία και καταντά ένα είδος "θεωριολαγνείας". Διότι οι νοητικές κατηγορίες βοηθούν να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα αλλά δεν τα υποκαθιστούν. Στους μεταμοντέρνους ιστορικούς, που εμφανίζονται κυρίως στη δεκαετία του '90, υπάρχει η τάση σχετικοποίησης των ιστορικών γεγονότων, αμφισβήτηση της ορθολογικής σκέψης που μας κληροδότησε ο διαφωτισμός και παρουσίαση μιας Ιστορίας σύμφωνης με το πολιτικώς ορθόν. Η προσπάθεια είναι να γίνει η Ιστορία αγωγή του πολίτη αλλά από την αντίθετη σκοπιά της μέχρι σήμερα χρήσης της για "εθνική" διαπαιδαγώγηση.

Η Ιστορία όπως παρουσιάζεται από τους μεταμοντέρνους ιστορικούς είναι μια αγωγή του πολίτη που ακολουθεί τις νοητικές κατηγορίες της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης. (Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι προσπάθειες αυτού του είδους χρηματοδοτούνται από ιδρύματα όπως αυτό του Τζωρτζ Σόρος, τα οποία χρηματοδοτούν επίσης τις διάφορες "πορτοκαλί επαναστάσεις" της Ουάσιγκτον.) Το ιστορικό της αφήγημα διασπάται σε πολλές επιμέρους μικρές ιστορίες σε βάρος του πολιτικού αφηγήματος που αποτελούσε άλλοτε τον κορμό της Ιστορίας. Βεβαίως η πολιτική αφήγηση της Ιστορίας όπως παρουσιάζεται από το Θουκυδίδη στην αρχαιότητα αποκλείει σημαντικά επιμέρους στοιχεία, τα οποία όμως συναντούμε στην ιστορική αφήγηση του Ηρόδοτου.

Στα νεότερα χρόνια ο μαρξισμός και η περίφημη σχολή των Annales εισάγουν δίπλα στην πολιτική αφήγηση και την κοινωνική ιστορία. Εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πολυδιάσπαση της ιστορικής αφήγησης σε μικροϊστορίες όπως αυτό γίνεται από τους μεταμοντέρνους. Η έλλειψη κεντρικού πολιτικού ιστορικού αφηγήματος επιτρέπει την εισαγωγή της επιλεκτικής μνήμης και την παράκαμψη πραγματολογικών στοιχείων όταν έρχονται σε αντίθεση με την πολιτικώς ορθή χρήση της Ιστορίας. Αυτή η αποδομημένη Ιστορία προσπαθεί να νομιμοποιηθεί χρησιμοποιώντας ως προπέτασμα καπνού έναν "αντεθνικιστικό" λόγο. Ο οποίος "αντεθνικιστικός" λόγος (συνάμα και "εκσυγχρονιστικός") δεν διστάζει να βάζει στην ίδια σακούλα τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με το ΚΚΕ!

Η Ιστορία δεν μπορεί βεβαίως να είναι μόνο πολιτικό αφήγημα. Σ'αυτό το αφήγημα θα πρέπει να ενσωματωθούν και οι διάφορες κοινωνικές συνισταμένες, καθώς και οικονομικά και πολιτιστικά δεδομένα. Με άλλα λόγια το ιστορικό αφήγημα πρέπει να έχει μια διαλεκτική σχέση με την κοινωνία ως συνολική αντίληψή της, όχι όμως ως αποδομημένο σε παράλληλες μικροϊστορίες. Η αναθεωρητική σκοπιά των μεταμοντέρνων ιστορικών τούς οδηγεί στην απόρριψη της εθνολογικής συνέχειας του ελληνισμού όπως αυτή παρουσιάζεται από τη ρομαντική ιστοριογραφία αλλά και στην απόρριψη της πολιτιστικής συνέχειάς του όπως υποστηρίζεται από ένα τμήμα της μαρξιστικής και της κριτικής φιλελεύθερης ιστοριογραφίας. Η άποψη άλλωστε αυτή των μεταμοντέρνων οδήγησε σε έντονες αντιπαραθέσεις όταν πριν δύο χρόνια κυκλοφόρησε το δοκίμιο του μαρξιστή ιστορικού Νίκου Σβορώνου "Το Ελληνικό Έθνος. Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού", ο οποίος υποστηρίζει την αδιάλειπτη πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας και ταυτόχρονα εκφράζει την άποψη της γέννησης του ελληνικού έθνους κατά το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της διαμόρφωσής του στην οθωμανική περίοδο. Μια θέση που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη των μεταμοντέρνων, ότι το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα και κατά κάποιους δημιούργημα του ελληνικού κράτους.

Για τα κυπριακά δεδομένα αυτή η μεταμοντέρνα αντίληψη της Ιστορίας οδηγεί σε παραχαράξεις που στηρίζονται σε προϋπάρχοντα ιδεολογήματα. Για παράδειγμα το πραξικόπημα δεν έγινε από την χούντα αλλά από τον Νίκο Σαμψών, η ΕΟΚΑ του '55 δεν διαχωρίζεται από την ΕΟΚΑ Β΄, εξ ου και ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρουσιάζεται ως μέλος της ΕΟΚΑ Β΄, η κρατική βία της τουρκικής εισβολής εξισώνεται με ανεύθυνες πράξεις ή έστω και με εγκλήματα μεμονωμένων ατόμων και ομάδων από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων και ούτω καθεξής. Υιοθετείται βεβαίως από αρκετούς και η αποικιοκρατική βρετανική προπαγάνδα της "ελληνοποίησης" των Κυπρίων από το ελληνοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα και άλλα παρόμοια ιδεολογήματα βρετανικής αποικιοκρατικής κοπής. Υπάρχει εδώ διαζύγιο με την κριτική σκέψη του διαφωτισμού σε μια προσπάθεια συγκρότησης μιας νέας κυρίαρχης ιδεολογίας από τη σκοπιά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

εφ. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, 4 και 11 Μαρτίου 2007


* * *


Xρήστος Γιανναράς

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ θα πρέπει, λογικά, να κρίνεται από τους "μετ' επιστήμης" γνώστες της Ιστορίας. Αν το βιβλίο είναι σχολικό, θα πρέπει (λογικά και πάλι) να κριθεί και από τους εμπείρους της παιδαγωγικής τέχνης. Να κριθεί επίσης από τους επιφορτισμένους με την κοινωνική ευθύνη της στοχοθεσίας του εκπαιδευτικού προγράμματος – τους εκλεγμένους από τον λαό για να υπουργούν τις επιδιώξεις του στο μέλλον. "Ενας λαός γράφει την Ιστορία του, όχι για να αφηγηθεί όσα του συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά πρωτίστως για να σφυρηλατήσει την αυτογνωσία και την ηθική ταυτότητα που του χρειάζονται για να χτίσει το μέλλον του", λέει ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ, φιλόσοφος του νεοπραγματισμού της Αριστεράς στις ΗΠΑ.

Κάθε πολίτης μπορεί και οφείλει να κρίνει πότε γίνονται σεβαστά τα τρία αυτά ορθολογικά κριτήρια κρίσης ενός σχολικού εγχειριδίου Ιστορίας. Κάθε μέσης έστω νοημοσύνης πολίτης αντιλαμβάνεται ότι και τα τρία αυτά κριτήρια ακυρώνονται, περιφρονούνται, αγνοούνται, όταν ένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας γράφεται (ομολογημένα και με καύχηση) "κατ' επιταγήν". Δηλαδή, με συμμόρφωση των συγγραφέων σε εντολές αλλοδαπών Διευθυντηρίων, "ξένων κέντρων λήψης αποφάσεων".

Οι έξωθεν εντολές ορίζουν τους στόχους που πρέπει να υπηρετήσει η συγγραφή του σχολικού εγχειριδίου Ιστορίας: Πρέπει να "καθαρθεί" ο λαός μας από ιστορικές μνήμες διεγερτικές ίσως αισθημάτων αντιπάθειας για λαούς γειτονικούς (ή όποιους άλλους), που σήμερα είναι εταίροι της χώρας μας σε στρατιωτικούς και οικονομικούς συνασπισμούς. Να σταματήσει η από γενιά σε γενιά μεταβίβαση πληροφορίας και εμπειρίας που διαιωνίζουν την ιστορική μνήμη του λαού, δηλαδή την αυτεπίγνωση, την ταυτότητα, τη συνοχή του. Κυρίως να εξαρθρωθεί και να απαλειφθεί από τη λαϊκή συνείδηση η συνέχεια των θρύλων, των επώνυμων εικόνων και συμβόλων, που επιτρέπουν στον λαό να σώζει αίσθηση ευγένειας της καταγωγής του, αρχοντιάς ανυπότακτης στην ισοπέδωση της καταναλωτικής μονοτροπίας. Να τσακιστεί η όποια αντίσταση (έστω αντανακλαστική) στην "παγκοσμιοποίηση" της αγοράς και των συμφερόντων.

Το ανυπόφορο (άκρως επώδυνο) είναι ότι αυτή την αηδιαστική "λάντζα" της κατά παραγγελίαν συγγραφής σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας την αναλαμβάνει, με πάθος και μένος, η γνωστή συντεχνία συμφερόντων που αυτοαποκαλείται "αριστερή" διανόηση. Ισως επειδή έχει κεκτημένους εθισμούς από μακρά θητεία στην προκρούστεια μέθοδο να προσαρμόζει την Ιστορία στα δόγματα της μαρξιστικής θρησκοληψίας. Ισως επειδή έχει και εθισμούς σε ανόσιους γάμους: Να παντρεύει, λ.χ., τον Μαρξισμό με τον Διαφωτισμό (τη μήτρα του καπιταλισμού) ή τον Κοραϊσμό (το θεωρητικό θεμέλιο του μεταπρατισμού, της απαξίωσης του λαϊκού μας πολιτισμού) με το "κίνημα" υποτίθεται της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, όπως αυτοορίζεται η Αριστερά. Με τέτοιους εθισμούς στρατεύεται σήμερα η "αριστερή" διανόηση στους στόχους της "Νέας Τάξης", στη στρατηγική της "παγκοσμιοποίησης".

Χάρη στον ρόλο Κίρκης που έπαιξε το ΠΑΣΟΚ για την Αριστερά, νοθεύτηκαν χωρίς αναστολές τα κίνητρα για την αριστερή στράτευση. Ειδικά στο πεδίο της "διανόησης", η Αριστερά μεταλλάχθηκε απροκάλυπτα σε συντεχνία αλληλοϋποστήριξης συμφερόντων και προώθησης μετριοτήτων (με αντίτιμο την ειλωτεία, την υποταγή στην "παραταξιακή πειθαρχία"). Η συντεχνία δυναστεύει ασφυκτικά και τον χώρο της ιστοριογραφίας. Εκεί, για να υπηρετηθεί το δόγμα ότι "η οικονομία κινεί την Ιστορία", ταυτίζεται η επιστημονική εγκυρότητα με την ανάλυση λογαριασμών από μικρεμπορικά τεφτέρια και η "έρευνα" εκτιμάται μόνο αν καταλήγει σε πειθαρχημένους λιβανωτούς για τον υπεράνω κριτικής σωτήρα της ανθρωπότητας: τον Διαφωτισμό.

Και επαίρεται σήμερα αυτή η δογματική μονοτροπία, η στράτευση στον αυτευνουχισμό, ότι "εκσυγχρονίζει" τη διδασκαλία της Ιστορίας, την απαλλάσσει "από μύθους και στερεότυπα", ότι "οι κατακτήσεις της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας περνάνε τώρα το κατώφλι της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης"! Πώς; Μα με τις ιδεολογικές μπροσούρες που κατ' εντολήν της "Νέας Τάξης" λανσάρει η "αριστερή" συντεχνία σαν σχολικά εγχειρίδια […]

εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18 Μαρτίου 2007


[ 19. 3. 2007 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης