Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 


 Έριδες

"… σκορδαλιάν χωρίς σκόροδον" ( β' )
Ή ΠΩΣ Ο ΡΟΪΔΗΣ, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΚΑΙ Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΕΜΑΘΑΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΝΑ ΟΜΙΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ

Κείμενα των Α. Ζήρα, Φ. Κόντογλου, Σπ. Μοσχονά,
Γ. Κεντρωτή, Δημ. Αρβανιτάκη και Αντ. Κωτίδη


* * *



ΣΥΧΝΑ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΤΙΚΕΣ προσεγγίσεις σε τρέχοντα θέματα, πολιτικά ή πολιτιστικά, με κάνουν να αναρωτιέμαι αν είναι γνησίως αφελείς ή αν προσποιούνται πως είναι. Επί του προκειμένου, την απορία αυτή είχα, διαβάζοντας προ ημερών (ΤΟ ΒΗΜΑ, 30 Απρ. 2006) το άρθρο του Δ. Τζιόβα "Ενδογλωσσικά νεοκλασικά", γραμμένο με αφορμή και προς έπαινον της πρόσφατης εκδοτικής καθέλκυσης της ροϊδικής "Πάπισσας Ιωάννας" και της παπαδιαμαντικής "Φόνισσας" στη σύγχρονη απλοελληνική μας, με δραγουμάνους τον Δημήτρη Καλοκύρη και τον Γιώργο Αριστηνό. Και η μεν αφέλεια δεν είναι κατακριτέα· υπάρχει ως βιολογικό αγαθό και δεν μπορούμε να τη συμμαζέψουμε εύκολα. Με δεδομένο όμως ότι ο Δ. Τζιόβας διδάσκει νεοελληνικά από ετών στο βρετανικό Μπέρμινγκχαμ και ότι η γενικότερη θητεία του δεν μας αφήνει να τον θεωρήσουμε αφελή, τι άλλο μας απομένει από το να θεωρήσουμε ότι σφυρίζει "κλέφτικα", αφού μας παρουσιάζει τα πράγματα εμφανώς μονόπλευρα; Όσοι καλοπροαίρετοι διάβασαν το σχόλιό του της προηγούμενης Κυριακής, θέλω να πιστεύω ότι εντόπισαν, ανάμεσα στα υπερασπιστικά επιχειρήματά του, δύο τουλάχιστον βασικά σημεία που δεν στέκουν με κανέναν τρόπο.




Το πρώτο είναι ότι συνειδητά μπερδεύει τα ασύμβατα, τους κώδικες και τις γλώσσες του θεάτρου και του κινηματογράφου με τους κώδικες και τις γλώσσες της λογοτεχνίας, ανακατεύοντάς τα στη μαρμίτα σύγχρονων κριτικών θεωριών. Λέει χαρακτηριστικά:

"Όσοι κινδυνολογούν για την απόδοση στη νεοελληνική αυτών των κειμένων θα έπρεπε ανάλογα να ανησυχούν και για τις διασκευές λογοτεχνικών κειμένων για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση ή το θέατρο. Και αυτές συνιστούν 'μεταγραφές' σε ένα άλλο εκφραστικό μέσο, που ενίοτε μάλιστα συνεπάγονται και ριζικές τροποποιήσεις στο ύφος, το νόημα και την πλοκή των κειμένων [...] Όπως όμως έχει αποδειχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, η τηλεοπτική ή κινηματογραφική διασκευή ενός λογοτεχνικού κειμένου αντί να οδηγήσει στην υποβάθμιση του πρωτοτύπου, αντίθετα συμβάλλει στην ανάδειξή του και την αύξηση των πωλήσεών του".

Τώρα, σε ποια αναβάθμιση των πρωτοτύπων θα συντελέσει η υποθετική μεταφορά της "Φόνισσας" ή της "Πάπισσας Ιωάννας" στον κινηματογράφο, αυτό μου είναι δύσκολο να το καταλάβω. Όχι μόνο γιατί είναι σπάνιες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις εκείνες που όντως υπήρξε ένας γόνιμος "διάλογος" ανάμεσα στο αρχικό κείμενο και στις μεταφορές του, αλλά και γιατί, κυρίως, η κάθε τέχνη εξακολουθεί να έχει τη δική της λογική και τη δική της γλώσσα. Πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε στην τέχνη του Ροϊδη και του Παπαδιαμάντη, οι οποίοι βέβαια έγραφαν αγνοώντας τα γαργαλιστικά τηλεοπτικά σενάρια και τις γνωστές, "ποιοτικές" διορθωτικές υποδείξεις τους, στις οποίες, εννοείται, στήνει ευήκοον ους σύμπας ο λογοτεχνικός πολτός – ημεδαπός και αλλοδαπός. Το ότι κάθε μεταγλώττιση ή μεταφορά σημαίνει "ριζική τροποποίηση στο ύφος και στο νόημα του αρχικού κειμένου", ούτε λόγος· αλλά η απορία που είχα εξακολουθεί να με κατέχει: με τις προκείμενες "αποδόσεις" στην απλοελληνική μας, θεραπεύεται μια ουσιαστικότερη ανάγκη της παιδείας και της εκπαίδευσης, ή, το πιθανότερο, θεραπεύεται κάποιος ορατός μηχανισμός διαπλεκομένης εκδοτικής κερδοφορίας;

Το δεύτερο επίμαχο σημείο των τοποθετήσεων του Τζιόβα βρίσκεται στο ζήτημα της γλώσσας. Δυστυχώς, μέσα στην ακατανόητη σπουδή του να προσφέρει θεωρητικό στήριγμα στις εν λόγω "αποδόσεις", μπερδεύει και πάλι τα εδώδιμα με τα αποικιακά. Όλος ο κορμός της υπερασπιστικής επιχειρηματολογίας του ακουμπά πάνω στην αυθαίρετη ταύτιση μετάφρασης και ενδογλωσσικής απλούστευσης. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι, και το πιο άσχημο απ' όλα είναι ότι ηθελημένα παρακάμπτει τα δύσκολα –σφυρίζοντας και πάλι "κλέφτικα"– για να εμφανίσει μια λογικοφανή ερμηνεία των διασκευών για τις οποίες και ο λόγος. Γιατί είναι προφανέστερον του προφανούς, ότι άλλο πράγμα είναι η μετάφραση (ή οι επάλληλες μεταφράσεις) από μια γλώσσα σε μια άλλη, άλλο πράγμα η μεταγραφή από μια καλλιτεχνική γλώσσα σε μια άλλη, και άλλο πράγμα η απλούστευση ενός κειμένου που έχει την ίδια καταγωγή και ανήκει στην ίδια γλώσσα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: ας μου εξηγηθεί ο λόγος που οι εσπέριοι "κουτόφραγκοι", μεταμοντέρνοι ή παραδοσιακοί, προσεγγίζουν με ιδιάζουσα προσοχή τα σύγχρονα κλασικά τους έργα. Φερ' ειπείν, δεν θυμάμαι να συνάντησα πουθενά μεταγλωττισμένα τα "'Ασματα του Μαλντορόρ" του Λωτρεαμόν, ή το "Οι δάφνες κόπηκαν" του Εντουάρ Ντιζαρντέν ή τα χρονικά του Σατωμπριάν, παρ' όλο που τα τρέχοντα γαλλικά απέχουν αρκετά από το γλωσσικό αισθητήριο του 18ου και του 19ου αιώνα. Και βεβαίως δεν είχα τη ευλογία να συναντήσω τον Σαίξπηρ ή τον Τζόυς μεταγλωττισμένους, αλλά μόνον επαρκώς σχολιασμένους.

Ας μην κατατριβόμαστε με τα αυτονόητα. Πέρα από τις θεωρητικές εμμονές, οι οποίες δέχονται ως δεδομένο και διηνεκή τον θάνατο του συγγραφέα και οιονεί ασήμαντο το ύφος του, θέσεις που δείχνει να ασπάζεται ένθερμα ο Τζιόβας, το εγχείρημα των μεταγλωττίσεων ένα και μόνο στόχο έχει ως προς την ελληνική λογοτεχνία: την κατάδειξη της ασυνέχειας της γλώσσας της, όπως και της γλώσσας που μιλούμε όλοι μας! 'Αλλης κοπής και παράδοσης η γλώσσα του Εμμανουήλ Ροϊδη και του 'Αγγελου Βλάχου, άλλης κοπής και παράδοσης η γλώσσα του Γιώργου Θεοτοκά και του 'Αγγελου Τερζάκη! 'Αραγε, είναι έτσι τα πράγματα, και παραδεχόμαστε ότι "Το αμάρτημα της μητρός μου" του Βιζυηνού ανήκει στον ίδιο περίπου γλωσσικό κύκλο με τη "Χαριτίνη" του Παναγιώτη Σούτσου ή την "Ορφανή της Χίου" του Πιτζιπίου; Ή, μήπως, για να γυρίσουμε το φύλλο, την αδυναμία των δασκάλων, των φιλολόγων και τις τερατουργίες των εκπαιδευτικών εγχειριδίων που κάνουν τα παιδιά να μην αγαπούν και να νιώθουν ξένα και αλλόγλωσσα αυτά τα "απολύτως σύγχρονα κείμενα", τις φορτώνουμε στη δήθεν ανάγκη γλωσσικού εκσυγχρονισμού τους; Και μια και πήρε μπροστά η σχετική μηχανή, υποστηριζόμενη από ολόκληρο εκδοτικό συγκρότημα, χρειάζονται απαραιτήτως και επειγόντως εκσυγχρονισμό της γλώσσας τους: τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη, η "Υψικάμινος" και ο "Μέγας Ανατολικός" του Εμπειρίκου, η "Κίχλη" του Σεφέρη, σύμπας ο Γιάννης Σκαρίμπας, οι "Δύσκολες νύχτες" της Μέλπως Αξιώτη, και –γιατί όχι;– το "Ντιαλίθ'ιμ Χριστάκη" του Σωτήρη Δημητρίου...


Αλέξης Ζήρας, Μεταγλωττίσεις και απλουστεύσεις,
ή τι ελληνικά μιλούμε, εφ. ΑΥΓΗ, 4. 5. 2006


* * *



ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895-1965) ζήτησε ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945) να μεταφράσει έργα του Παπαδιαμάντη στη δημοτική. H μαρτυρία περιέχεται στη νεκρολογία τού Κόντογλου για τον ακαταπόνητο ιστοριοδίφη και δημοσιεύθηκε στα "Ελεύθερα Γράμματα", το 1945.

Σε μια συνάντησή τους στο φιλολογικό καφενείο του "Ζαχαράτου", ο Βλαχογιάννης επέμενε:

" – Μονάχα εσύ μπορείς να μεταφράσεις Παπαδιαμάντη.

– Ας είσαι καλά, του 'πα, ξέρω πως μ' αγαπάς, μα δεν έχεις δίκιο. Σα να μου λες να πάρω μια βυζαντινή εικόνα, να την ξεσηκώσω και να της δώσω προοπτική, ανατομία, κόκκινα μάγουλα, να τη φτιάξω με λαδομπογιά, μ' έναν λόγο, να την κάνω κοσμικό πνεύμα.

– Κάνε μου μια σελίδα, μου λέγει, και φέρτηνε και θα δεις. Αλλά μην τη μεταφράσεις ξεπίτηδες μπόσικα, να βάλεις όλη τη μαστοριά σου.

Σε λίγες μέρες τού 'δωσα δύο, τρία κομμάτια από τον 'Ρεμβασμό τον Δεκαπενταύγουστο'.

– Να, κοίταξε, του λέω, είναι Παπαδιαμάντης τούτο, έτσι πώγινε;

Σαν το διάβασε, μου 'πε ξαναμμένος:

– Μωρέ τούτο είναι ρωμαίικος, ζωντανός Παπαδιαμάντης, κι ας είναι μισός Κόντογλου. Σε χαλάσανε 'κείνοι οι ρηγανοκαλόγεροι, οι βυζαντινοί, μπούρντισες (έχασες) τη δύναμή σου"
.

Και ο Κόντογλου αναφερόμενος στη συμπεριφορά τού Βλαχογιάννη προς τον Παπαδιαμάντη απάντησε:

" – Μα εσύ είσαι στουρναρόπετρα. Ο φουκαράς, ο Παπαδιαμάντης, τράβηξε από σένα του λιναριού τα πάθη για να τον κάνεις ν' αλλάξει τη γλώσσα του".

Πρώτη φορά ακουγόταν πρόταση για μετάφραση του συγγραφέα της "Φόνισσας" κι αυτή γινόταν από τον Βλαχογιάννη που του συμπαραστάθηκε όσο ζούσε και συνέβαλε στην αναγνώριση και τη διάσωση του έργου του. Αυτά συνέβησαν έναν χρόνο μετά το επιβλητικό αφιέρωμα της "Νέας Εστίας" του 1941, στο οποίο πνευματικοί άνθρωποι από όλους τους χώρους φώτισαν την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη, επαινώντας κυρίως τη βιωματική και παραστατική γλώσσα του.


Γιώργος Zεβελάκης, Xαμένοι στη μετάφραση,
εφ. ΤΑ ΝΕΑ , 17. 6. 2006


* * *



ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ συζητιέται πολύ το ζήτημα της "απόδοσης" κειμένων της καθαρεύουσας σε απλή, σύγχρονη γλώσσα στη δημοτική, θα λέγαμε, αν ο όρος δεν ακουγόταν πια κάπως αναχρονιστικός. Αυτό που δεν έχει συζητηθεί, διότι κανείς δεν μπορούσε να το διανοηθεί, είναι η απόδοση στη δημοτική κειμένων της δημοτικής. Αλλά να που και το αδιανόητο συμβαίνει: πρόσφατα διανεμήθηκε με την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ το αριστούργημα του Διονυσίου Σολωμού "Η γυναίκα της Ζάκυθος" στο πρωτότυπο αλλά και σε "απόδοση στη σύγχρονη νεοελληνική" από τον συγγραφέα 'Αρη Μαραγκόπουλο.

Αν, σύμφωνα με όλες τις περιοδολογήσεις της γλωσσικής μας ιστορίας, θεωρήσουμε ότι ο όρος "σύγχρονη νεοελληνική" περιλαμβάνει τόσο τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή όσο και τη γλώσσα του επίδοξου μεταφραστή του, αντιμετωπίζουμε τότε ένα πρωτοφανές φιλολογικό παράδοξο: πώς είναι δυνατόν η μετάφραση να γίνεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου;

Ας ξεκινήσουμε με το πρακτικό ζήτημα: τι ακριβώς κάνει ο Μαραγκόπουλος όταν "μεταφράζει"; Σε πολλές περιπτώσεις –ευτυχώς– δεν κάνει τίποτα· αφήνει το κείμενο ως έχει. Όταν πάλι αλλάζει το κείμενο, κάνει ένα από τα ακόλουθα: Αποδίδει τους διαλεκτισμούς με όρους μη ιδιωματικούς ("αγκαλά και" > "αν και", "τηχτικό" > "φθίση", "έχθρισσα" > "εχθρός", "ζερβί" > "αριστερό" [αλλά και "ζερβιά" > "δεξιά"!] κ.ο.κ.). Αν ήταν συνεπής προς τη μεταφραστική αυτή πρακτική, ο Μαραγκόπουλος θα έπρεπε να υιοθετήσει τον τίτλο "Η γυναίκα της Ζακύνθου" – αλλά δέχεται τελικά τον τίτλο που πρόλαβε να καθιερωθεί. Αντικαθιστά επίσης πολλές λέξεις με συνώνυμές τους, χωρίς προφανή λόγο ("τάχα" > "άραγε", "να αριθμήσω" > "να μετρήσω", "εχρειαζόντανε" > "χρησίμευαν", "βλάφτω" > "ζημιώνω", "λογισμός" > "στοχασμός" κ.ά.).

Ο Μαραγκόπουλος παραφράζει και αναδιατυπώνει. Συχνά αρκείται ν' αλλάζει τη σειρά των όρων ("σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ" > "σαν θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει"). Πολλές φορές παραλείπει το βιβλικής καταγωγής συνεχιστικό "και", με το οποίο αρχίζει κάθε σχεδόν πρόταση της "Γυναίκας της Ζάκυθος"· γενικότερα, αναβαθμίζει την παράταξη σε υπόταξη. 'Οντας δημοτικότερος του Σολωμού, αναλύει τις μεσοπαθητικές μετοχές σε αναφορικές προτάσεις: "έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού, πατημένο από το πόδι του κλέφτη" > "έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα της ψάθας που την πατάει το πόδι του κλέφτη". Φορτώνει τη φράση με δεικτικά στοιχεία που την προσδένουν στα συμφραζόμενά της· το σολωμικό "Και το μάτι εμποδίστηκε από το λογισμό. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι" μπορεί ν' αποσπαστεί από τα συμφραζόμενά του· αλλά όχι η παράφραση του Μαραγκόπουλου: "Και η ματιά μου θόλωσε από τούτο τον στοχασμό. Αλλά ύστερα ο στοχασμός θόλωσε από τη ματιά μου". Η παράφραση συνδυάζεται άλλοτε με συντακτική ερμηνεία ("Και την άφησε ο νους, αλλά τα πάθη δεν την αφήσανε" > "Αλλά κι αν το μυαλό την εγκατέλειψε, τα πάθη δεν την άφησαν") και άλλοτε με σημασιολογική παρερμηνεία, υπερερμηνεία ή υπεραπλούστευση ("εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου" > "που περνάω τη μοναχική ζωή μου στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου", "κάτι υπόθεσες ψυχικές" > "ζητήματα αγαθοεργίας")· κ.λπ. κ.λπ.

Ο Μαραγκόπουλος δεν μεταφράζει. Παραφράζει. Το λέει με δικά του λόγια. Αλλά παράφραση χωρίς το πρωτότυπο δεν νοείται. Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με όλες αυτές τις "ενδογλωσσικές μεταφράσεις" κειμένων, είτε της καθαρεύουσας είτε της δημοτικής. Όπως εύστοχα έχει γράψει ο 'Αρης Μπερλής: "Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, συντριπτικά καλύτερο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής αναδιατύπωσής του. Το θέμα δεν είναι ότι η μετάφραση δεν απαξιώνει το πρωτότυπο […] Το θέμα είναι ότι το πρωτότυπο απαξιώνει τη μετάφραση" ("Παπίδιον, άλλως παπάκι", εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, "Βιβλιοθήκη", 10. 2. 2006).

Το παράδοξο φαινόμενο της μετάφρασης νεοελληνικών κειμένων στη νεοελληνική πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευτεί σύμφωνα με την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας την αύξηση της εκδοτικής παραγωγής, καθιερώνεται στην ελληνική λογοτεχνία ένα είδος "πρότυπης" (standard) γλώσσας, μία λογοτεχνική κοινή, ένας γλωσσικός μέσος όρος, χωρίς αιχμές, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ιδιωματισμούς και, βέβαια, χωρίς "ακρότητες". Αυτή η ομοιογενοποιημένη γλώσσα χρησιμοποιείται για την παραγωγή "έργων φαστ φουντ", όπως τα αποκαλεί ο Παντελής Μπουκάλας, τα οποία διαγκωνίζονται για να μπουν στις λίστες των "ευπώλητων". Στον χώρο της μετάφρασης, η νέα αυτή λογοτεχνική κοινή λειτουργεί ισοπεδωτικά, αφαιρώντας από τα πρωτότυπα κείμενα όλα τα σημάδια της ιδιωματικότητάς τους. Τα παλιότερα κείμενα πρέπει κι αυτά να περάσουν από το κόσκινο της "ενδογλωσσικής μετάφρασης".

Στη διαμόρφωση των νέων γλωσσικών προτύπων συνεισφέρουν όχι μόνον οι λεγόμενοι "εμπορικοί" συγγραφείς, αλλά και οι εκδότες, οι διορθωτές, οι "επιμελητές" κειμένων, μια ολόκληρη εκδοτική βιομηχανία την οποία υπηρετεί μια νέα ομάδα επαγγελματιών της γραφής. Με την προστιθέμενη αξία της διόρθωσης, η νέα λογοτεχνική γλώσσα χρησιμοποιείται πλέον σαν πληθωριστικό νόμισμα σε μία συνεχώς διευρυνόμενη αγορά. Ο "φιλολογικός κανόνας" δεν διαμορφώνεται ούτε από τη γραμματική ούτε από το τυπικό της γλώσσας ούτε από το σώμα των κειμένων που συναπαρτίζουν τη νεοελληνική γραμματεία, αλλά από την πληθώρα των συχνά ασυνάρτητων διορθωτικών οδηγιών που εμφανίζονται σε "οδηγούς σωστής χρήσης" και προορίζονται για μαζική κατανάλωση. Σ' αυτήν την επίπεδη γλώσσα, σ' αυτήν την ομοιογενοποιημένη λογοτεχνική κοινή μεταφράζει ο Μαραγκόπουλος. 'Οχι για να οικειοποιηθεί τη γλώσσα του Σολωμού, αλλά για να την αποβάλει από τον φιλολογικό του κανόνα.

Ένα τελευταίο σχόλιο: Κατηγορούνται συνήθως για ελιτισμό και χαρακτηρίζονται γλωσσαμύντορες όσοι επιχειρηματολογούν εναντίον της μεταγλώττισης των νεοελληνικών κειμένων, τόσο της καθαρεύουσας όσο –τώρα πια– και της δημοτικής. Απέναντι σ' αυτόν τον υποτιθέμενο ελιτισμό επιστρατεύεται συνήθως ένας ευανάγνωστος λαϊκισμός: δώστε κείμενα στον λαό. Ο Μαραγκόπουλος υιοθετεί τη λογική του μέσου που τον φιλοξενεί και αναλαμβάνει να σώσει τον σημερινό "εικονόπληκτο" αναγνώστη "από τη βαρβαρική επέλαση της μεντιακής εικόνας" – πουλώντας του φτηνά προϊόντα, για την παραγωγή των οποίων έχει απαιτηθεί ελάχιστη εργασία. Ας αναλογιστούμε λοιπόν μήπως στον λαϊκισμό των νέων διαφωτιστών κρύβεται τελικά ένας ακραίος ελιτισμός, σύμφωνα με τον οποίο κάποιοι, λίγοι εγγράμματοι, έχουν τα εφόδια και την ικανότητα να διαχειρίζονται κάθε λογής κείμενα, ενώ οι πολλοί, η πλέμπα, συνηθίζουν να καταναλώνουν τον χυλό που τους προσφέρεται υπό μορφήν ευκατάληπτων "αποδόσεων", έναντι ενός μόλις ευρώ επιπλέον.


Σπύρος Α. Μοσχονάς, "Η γυναίκα της Ζακύνθου";
Ελιτισμός, λαϊκισμός και "ενδογλωσσική μετάφραση"
νεοελληνικών κειμένων, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18. 6. 2006


* * *



ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΑΙ 'Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ

Ο ένας μετέφρασε Ροΐδη,
ο έτερος Παπαδιαμάντη,
κι ο τρίτος τους τον Σολωμό
– όλους τους σε γλώσσα δημοτική.
Από πολλών ετών πια ξέρω ήδη
ότι κι άλλο ένα μας διαμάντι
μέρα-νύχτα μεταφράζει Βιζυηνό
–ομοίως στη γλώσσα τη νεοελληνική–
και ότι τόνε καίει φούργια τόση,
που όπου να 'ν' θα τον εκδώσει.

Έκδοτος εγώ στην κακία, σχεδόν πεντηκοντούτης,
τέσσερεις εχθρούς είχα μόνο στα γράμματα,
κι είχα για τη γούνα ολωνών τους ράμματα…
Πείτε μου, πού ναν το φανταστώ, εντούτοις,
πως αντί τα κείμενά μου να τους σβήσουν,
ασβοί εκείνοι ζέχνοντες σε φιλολογικό πατάρι,
θε να μού 'καναν, του καψερού, τη χάρη
όλοι να παν μαζί, παρέα, ν' αυτοκτονήσουν;…



ΕΥΧΑΙ ΕΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΝ

Αφού εξέμπλεξες με Νιόνιο Σολωμό και με Ροΐδη,
με Βιζυηνό Γεώργιο, ου μην αλλά και μπαρμπ-Αλέκο,
κι αφού τον μεν οίνον έκαμες κρασί, το δε όξος ξύδι,
με θαυμασμό διαβάζω σε τόντις ανυπόκριτο,
και de profundis της καρδίας μου σου εύχομαι:
"'Αιντε, παιδί μου, γύρνα στ' αθηνέικα, που ξέρεις,
Χριστόπουλο και Βηλαρά και, μ' ό,τι άλλο έχουμε,
και του μαστρο-Βιτσέντζου το "Ρωτόκριτο"
– ε, κι ας κάμει κομμάτι υπομονή και ο Σεφέρης,
δεδομένου, μάλιστα, ότι προηγείται το πιλάφι
που θα μας-ε σερβίρεις, σεφ, να φάμε για Καβάφη."


Γιώργος Κεντρωτής,
εφ. ΑΥΓΗ, 25. 6. 2006


* * *



ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ, ότι η πρόσφατη έκδοση της "Γυναίκας της Ζάκυθος", σε "απόδοση στη σύγχρονη νεοελληνική" από τον φίλο 'Αρη Μαραγκόπουλο σηματοδοτεί ένα καινούργιο στάδιο στη διαδικασία "εκσυγχρονισμού" παλαιότερων κειμένων της ελληνικής λογοτεχνικής, και όχι μόνο, παραγωγής. Το ζήτημα μέχρι σήμερα επικεντρωνόταν κυρίως στην αδυναμία του "μέσου αναγνώστη" να προσεγγίσει την καθαρεύουσα και τις "άγνωστες λέξεις" του Ροΐδη ή δεν ξέρω ποιου άλλου. Αν θα θέλαμε λοιπόν να απαντήσουμε (κάπως προκλητικά είν' η αλήθεια) σε αυτούς που βρίσκουν άλλοθι στις "άγνωστες λέξεις" του Ροΐδη, σ' αυτούς που επιχειρούν να κάνουν "προσιτά" αυτά τα κείμενα, θα μπορούσαμε να πούμε: Μεταφράστε τα όλα επιτέλους σε μια ″lingua franca″, να ξεμπερδεύουμε! Αλλά δεν είναι αυτό στο οποίο θέλω να επιμείνω, γιατί τώρα το ζήτημα είναι αλλού. Κι αυτό γιατί, όπως νομίζω, με τη συγκεκριμένη κίνηση, το πολύκροτο ζήτημα των "μεταφράσεων" (μεταφορών, αποδόσεων, εκσυγχρονισμού κ.λπ.) περνάει σε μια άλλη φάση. Τώρα επιχειρείται η "απόδοση στη σύγχρονη νεοελληνική" ενός από τα ιδρυτικά κείμενα της νεοελληνικής γλώσσας. Ο Μαραγκόπουλος είναι σαφής: το δικό του εγχείρημα δεν είναι της ίδιας υφής με τα προηγηθέντα. Το ζήτημα, νομίζω, πέρα από το αν η "απόδοση" του Μαραγκόπουλου είναι πιστή, καλή, λογοτεχνική κ.λπ., είναι αλλού: αν χρειάζεται – και επιπλέον τι σημαίνει, ποιες δυναμικές απελευθερώνει. Ας δούμε.

Ο Μαραγκόπουλος σε μία σαρωτική υποσημείωση (ό.π., σ. 25 σημ. 24· διατηρώ με πλάγια στοιχεία τις δικές του επισημάνσεις), αφού πει ότι "δεν είναι οι τυχόν λιγότερο οικείες ('άγνωστες') λέξεις χάριν των οποίων μεταφράζονται/αποδίδονται τα κείμενα, ούτε η τυχόν ανοίκεια σύνταξή τους", επισημαίνει ότι "η ενδογλωσσική απόδοση των λογοτεχνικών κειμένων είναι ένα γλωσσικό νυστέρι που ελέγχει σε βάθος τη συνολική δύναμη της γλώσσας – κυρίως ως προς μία πτυχή της: τη λογοτεχνικότητά της. Αυτό και μόνον είναι το διακύβευμα". Για να γίνει σαφέστερος (ό.π., σ. 26): "Όποιος μεταφράζει ενδογλωσσικά αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα ότι η παλαιότητα και η συγχρονία, η δημοτική και η καθαρεύουσα, το αμετάφραστο ή μη δοσμένου γλωσσικού ύφους, όλα αυτά τα περί τη γλώσσα θέματα, όταν συζητούμε για τη λογοτεχνικότητα και την ανάγνωσή της στο σήμερα, συνιστούν έλασσον πρόβλημα. Το μείζον πρόβλημα είναι η επικοινωνία του αναγνώστη με όλες τις δυνάμεις, φανερές και κρυφές (κυρίως τις δεύτερες) του λογοτεχνικού κειμένου".

Προφανώς υπάρχει κάτι που μου διαφεύγει εδώ, γιατί δεν καταλαβαίνω πώς ο αναγνώστης θα επιχειρήσει αυτόν τον διάλογο, όταν έχει πλέον στη διάθεσή του κυρίως αυτή τη μορφή των κειμένων, την "εκσυγχρονισμένη". Τι είδους διάλογο με τα κείμενα θα κάμει ο αναγνώστης, όταν εμείς του δυσκολεύουμε την άμεση επαφή με το ίδιο το λεξιλόγιο, με την ίδια τη δομή, με το ίδιο το εννοιολογικό φορτίο και το ιστορικό βάθος της γλώσσας του δημιουργού; Αν το "ξεντερολοϊσμένος" σημαίνει και "κουρελιασμένος", δεν σημαίνει μόνον αυτό! Και εν πάση περιπτώσει, υποθέτω ότι ο Σολωμός ήξερε και αυτή τη λέξη! Γιατί διάλεξε την άλλη όμως; Δεν καταλαβαίνω γιατί ο Ωρίων είναι η Αλετροπόδα. Γιατί, δεν είναι! 'Αμα ήθελε ο Σολωμός θα έγραφε αυτήν τη λέξη. Γιατί δεν αναρωτιόμαστε από ποια μονοπάτια της γλώσσας έρχεται η Αλετροπόδα και από ποια ο Ωρίων και τι σημαίνει να ψηφίζει ο λογοτέχνης υπέρ της μίας και όχι της άλλης; Δεν καταλαβαίνω γιατί η έκφραση "ο οποίος [σ.σ. ο καθρέφτης] εις πολλά μέρη επαράστενε το χρώμα του πέπλου που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμελιά" είναι ταυτόσημη με την "ο οποίος σε πολλά μέρη είχε πάρει το χρώμα του πέπλου που βάζουν όταν κάποιος του σπιτιού έχει αποδημήσει για πάντα". Δεν είναι! Όσο και αν η εξαγόμενη πληροφορία μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η ίδια. Οι λογοτέχνες θα έπρεπε να εξανίστανται με αυτή την απλοποίηση – ή όχι;

Προφανώς υπάρχει κάτι που μου διαφεύγει εδώ, γιατί νομίζω ότι είναι αυτονόητο πως όταν διαβάζουμε, δεν σκεφτόμαστε με τη γλώσσα του Κορνάρου, του Πολυλά, του Ροΐδη, του Σούτσου, του Μιχαήλ Ψελλού, του Παλαμά ή του Αριστοτέλη, όση και να είναι η επάρκειά μας στη γλώσσα. Στη δική μας, στη σημερινή γλώσσα σκεφτόμαστε, αυτό είναι το εργαλείο μας. Αλλά αναμετριόμαστε με τη γλώσσα των κειμένων όταν αυτά είναι παρόντα, ερχόμαστε σε επικοινωνία με το υλικό και με τους τρόπους οργάνωσης της λογοτεχνικότητας των κειμένων, ερχόμαστε σε επικοινωνία με τις μορφές και τα περιεχόμενα της γλώσσας, με τα ιστορικά φορτία που κουβαλάει η γλώσσα και έτσι κατορθώνουμε –σε όποιο βαθμό ο καθένας– να επικοινωνήσουμε με το κείμενο: όταν έχουμε μπροστά μας το κείμενο και όχι μιαν "εικόνα εικόνος" δυνάμενη να πολλαπλασιαστεί στο άπειρο.




Για να το πω αλλιώς: διαβάζοντας, όλοι μεταφράζουμε· διαβάζοντας, όλοι σκηνοθετούμε· διαβάζοντας, όλοι ερμηνεύουμε! Αλλά αυτό τι σημαίνει; Ότι αύριο θα έχουμε είκοσι, τριάντα, σαράντα "εκσυγχρονισμένες" μορφές της "Γυναίκας", τόσες του "Δωδεκάλογου του Γύφτου" κι άλλες τόσες του "Ερωτόκριτου"; Και γιατί όχι και του Σεφέρη και του Μακρυγιάννη και του Κάλβου και του Καβάφη; Και του Ψυχάρη, προφανώς. Και ας μην πει κανείς ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί μπορώ να ρωτήσω: Και γιατί δεν γίνεται; Ποιος μας εμποδίζει; Τώρα που "επήρε το κουπί μας νερό", όπως λεγόταν και λέγεται στο νησί του Σολωμού, για τις περιπτώσεις εκείνες που οι άνθρωποι έχαναν και χάνουν κάθε έννοια του μέτρου...

Ακολουθώντας τούτη τη λογική, μέσα σ' αυτό το δυνατόν να υπάρξει πλήθος "εκδοχών", μπορεί ο αφελής να απορήσει: Ποιος τελικά είναι ο Σολωμός, ποιος είναι ο Παλαμάς, ποιος είναι ο Κορνάρος; Δεν είναι απλό το ερώτημα, γιατί από πίσω του κρυφοκοιτάζει μειδιώντας μια ενδεχόμενη (αλλά, μόνο ενδεχόμενη;) απάντηση: "Δεν υπάρχει ο Σολωμός, δεν υπάρχει ο Παλαμάς, δεν υπάρχει ο Κορνάρος". Εμφανίζοντας το κείμενο στις άπειρες δυνατές "αποδόσεις" του, διαλύουμε το υπαρκτό σώμα του λογοτεχνικού κειμένου μέσα από μία απέραντη διαδοχή αλληλοκοιταζόμενων παραμορφωτικών καθρεφτών: χαμένοι πλέον στο ασύνορο βασίλειο της σχετικοποίησης και του υποκειμενισμού. Και δεν είναι καθόλου απλό το παραπάνω ερώτημα, γιατί στην προαναφερθείσα επισήμανση του Μαραγκόπουλου μου φαίνεται ότι εν τέλει η "λογοτεχνικότητα" και η "ιστορικότητα" των κειμένων έχουν πιάσει τα αντίπαλα μετερίζια και αρχινούν ένα πετροβολητό που δεν ξέρω πόσο είναι στη φύση τους. Γιατί αν θέλουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει ένας Σολωμός, ωστόσο ένας Σολωμός υπήρξε. Και αυτός ο άνθρωπος έγραψε το κείμενο που έγραψε – και όχι άλλο: τόσο απλά! Και αυτός ο άνθρωπος καταγόταν από ένα νησί που μιλούσε μιαν ορισμένη γλώσσα, που έβλεπε έτσι κι όχι αλλιώς τον κόσμο, που ερχόταν από ένα ορισμένο πάντρεμα πολιτισμών, που αγωνιζόταν μέσα από την περιουσία του, μέσα από τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του, που άφηνε πίσω του έναν κόσμο και χάραζε έναν άλλον, που έφτιαχνε το βλέμμα του. Και ο Σολωμός, αν μιλάμε γι' αυτόν, ζήλεψε πολλά στον Δάντη, αλλά ζήλεψε κι αυτό: το χτίσιμο της γλώσσας. Ήταν λοιπόν τόσο ανόητος ο Σολωμός που είπε εκείνο το "πάρεξ ελευθερία και γλώσσα" Τα 'βαζε και τα δύο στο ίδιο ύψος. Και ο Κώστας Βούλγαρης μας εθύμισε ("Αναγνώσεις", 2 Ιουλίου 2006) εκείνη την περίφημη επιστολή του στον Τερτσέτη, όπου ο ίδιος μιλάει καλά γι' αυτά τα ζητήματα.

Μήπως πρέπει λοιπόν να ξαναρωτήσουμε τον Βιτγκενστάιν, αν πράγματι "τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας" Όχι, να μην τον ξαναρωτήσουμε, γιατί έτσι δεν καταλήγουμε πουθενά. Έτσι καταλήγουμε μονάχα στην αέναη, αμήχανη, αδιέξοδη, αλλά μάλλον αυτάρεσκη παροντοποίηση των πάντων και καταργούμε την ιστορικότητα των κειμένων, καταργούμε την ιστορικότητα των ανθρώπων και των δράσεών τους. Ο Σολωμός καταγόταν από έναν κόσμο, από μια "γλώσσα", που δεν ήταν εκείνη του Σούτσου, που δεν ήταν εκείνη του Κορνάρου και που επίσης δεν ήταν εκείνη του Παλαμά. Γιατί ακόμη κι αν λειτουργούσαν μέσα στο ίδιο γλωσσικό ποτάμι, οι τρόποι αντίληψης του κόσμου, έτσι όπως αποτυπώθηκαν στις επιλογές τους και έτσι όπως καθορίστηκαν από την ιστορικότητα (και από την τοπικότητα, μην το λησμονούμε) ήταν διαφορετικοί. Αυτή η διάσταση, αυτές οι δυναμικές, αυτές οι ποικίλες εκδοχές, αυτός ο πλούτος, αυτό που είναι η ιστορία και η λογοτεχνία εν τέλει, καταργούνται με την "εκσυγχρονισμένη" απόδοση των κειμένων, καθώς φέρνουμε τους ανθρώπους του χτες σε ένα χαώδες "σήμερα", να μιλήσουν τη δική μας γλώσσα για να τους καταλάβουμε εμείς. Τι καταργούμε δηλαδή; Καταργούμε τη δική τους απόφαση, τη δική τους επιλογή, το δικό τους ύφος. Γιατί επέλεξαν την τάδε και όχι την δείνα λέξη; Γιατί επέλεξαν τούτη και όχι την άλλη συντακτική δομή; Γιατί μορφοποίησαν τη σκέψη τους μέσα στη συγκεκριμένη μορφή της ίδιας γλώσσας;

Αυτός ο ιμπρεσιονιστικός "εκσυγχρονισμός" των κειμένων, πλέοντας ανάποδα στον Χρόνο, φέρνει όλα τα κείμενα σε ένα εικονικό παρόν και αναγκάζει τους δημιουργούς να "μιλήσουν" τη σημερινή μορφή της γλώσσας: έτσι όμως υπονομεύεται η "προέλευση του έργου τέχνης" και συσκοτίζονται τα πλαίσιά του. Εν τέλει, διαμορφώνεται και επιβάλλεται μια ψευδή αντίληψη της ροής του ιστορικού χρόνου και της ανθρώπινης περιπέτειας.

Με έναν αντίστοιχο τρόπο, στον χώρο της επιστήμης της ιστορίας βλέπουμε να σχετικοποιείται η έννοια του ιστορικού παρελθόντος ή να ξαναγράφεται σήμερα η ιστορία των λαών της Ευρώπης, μετατρεπόμενη σε ιστορία του "ευρωπαϊκού λαού", μέσα από μιαν αντίληψη ανάποδης ανάγνωσης, μέσα από μία προβολή της κατάστασης του σήμερα στο παρελθόν. Κι όπως είναι εκβιασμός και απόλυτη ιδεολογικοποίηση της ιστορίας το να θεωρούμε ότι ολόκληρο το παρελθόν εμπεριείχε τελεολογικά το δικό μας παρόν, άλλο τόσο είναι εκβιασμός να παραβλέπουμε ότι το σύνολο του σώματος της λογοτεχνίας εμπεριέχει διαφορετικές πραγματωμένες δυνατότητες και οπτικές μέσα στην ιστορική διαδρομή, οι οποίες θυσιάζονται ολοκληρωτικά στον βωμό μίας αόριστης "λογοτεχνικότητας". Γιατί αν πούμε ότι εκείνο το "για κάτι υπόθεσες ψυχικές" σημαίνει απλώς "κάτι ζητήματα αγαθοεργίας", δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο κατακεραύνωνε ο Σούτσος τον Σολωμό, ούτε βλέπω τον λόγο για τον οποίο πετροβολιόταν από τους αντιπάλους του ο Παλαμάς, ούτε γιατί χτυπούσε δυνατά τη γροθιά του και την πένα του ο Ψυχάρης. Αν μας γινόταν τουλάχιστον μάθημα η τύχη εκείνης της φαναριώτικης μετάφρασης του "Ερωτόκριτου"...

Εν κατακλείδι. Ο Μαραγκόπουλος (ό.π., σσ. 25-26) μας λέει ότι αυτοί που αντιδρούν στο εγχείρημα είναι όσοι "a priori θεωρούν εαυτούς θεματοφύλακες της ιερότητας αυτών των κειμένων", κι ακόμη ότι εκείνος που διαφωνεί είναι "τυφλωμένος από τον λόγιο φονταμενταλισμό του ή δεν αγαπάει πραγματικά τα κλασικά κείμενα". Αλλά βεβαίως αυτός ο τρόπος αδικεί τη συζήτηση, τη στομώνει και διεκδικεί τον εύκολο έπαινο της κερκίδας. Γιατί επιχειρεί να αναπαραγάγει την εύκολη διάκριση σε σκοταδιστές και μη. Αλλά, όσο κι αν αυτό είναι βολικό, όσο κι αν είναι του συρμού, δεν είναι σίγουρα καθόλου βοηθητικό. Κι αν έχουμε στ' αλήθεια ανάγκη κάτι, είναι να καταλάβουμε τι μας γίνεται. Και να καταλάβουμε σε ποιο σημείο έχει φτάσει το πρόβλημα. Γιατί υπάρχει το πραγματικό πρόβλημα που αναδύεται, όπως ανέφερα, από την εν λόγω "απόδοση". Κι αυτό είναι ότι ξεφύγαμε πια από το ζήτημα του αν πρέπει να "μεταφράζονται" ή όχι τα κείμενα που "δεν καταλαβαίνει ο μέσος αναγνώστης", και φτάσαμε στο σημείο ότι λίγο πολύ "υποχρεούμαστε" να μεταφράζουμε (να αποδίδουμε, να μεταφέρουμε κ.λπ.) στη "σύγχρονη νεοελληνική" όλα τα κλασικά ή όχι κείμενα. Αλλά μου φαίνεται ότι έτσι μπαίνουμε (ή μήπως έχουμε ήδη μπει για τα καλά;) στην παραμυθένια Χώρα της απόλυτης υποκειμενικότητας. Ή κάνω λάθος;


Δημήτρης Αρβανιτάκης, Από ποια γλώσσα
κατάγεται ο Σολωμός ή "Τώρα που επήρε
το κουπί μας νερό...", εφ. ΑΥΓΗ, 16. 7. 2006


* * *



"Εργατικός ως κάμηλος
και γονιμότερος κονίκλου"

ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΑΣΣΙΚΟΙ μεταφράζονται στα ελληνικά. Ήδη έχουμε κείμενα του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη στη γλώσσα μας, την καθομιλουμένη. Εύχομαι σύντομα να ακολουθήσουν και ο Κάλβος και ο Καβάφης για να μη μείνει αμετάφραστη και η ποίηση. Για σκεφθείτε και εκείνο το αντιπαθέστατο "έσυρε μέγα μούγκρος" που γράφει ο Καζαντζάκης για έναν από τους γνωστότερους ήρωές του, ενώ με μια μετάφραση στην καθομιλουμένη, παφ! θα μετατραπεί σε κάτι σαν "πάτησε μια δυνατή φωνή". Προσδοκώ το ίδιο και για τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και τον Ελύτη που μου φαίνονται ύποπτοι ως αποδόσιμοι στην καθομιλουμένη αφού πλήθος στίχοι τους είναι δεκτικοί σε μια, περιορισμένη έστω, ανάταξη.

Ο ενθουσιασμός μου όμως δεν μένει στην τέχνη που εκφράζεται με τη γλώσσα. Σαν το γάλα που φουσκώνει, ξεχειλίζει και προς την τέχνη των εικόνων. Ακόμη πιο επείγουσα χρεία διαμεσολαβητικής επεξεργασίας έχουν κάτι ερμητικοί αφηρημένοι ζωγράφοι τους οποίους μπορούμε να κάνουμε πιο προσιτούς αν έτσι μεταπλάσουμε τις συνθέσεις τους ώστε να είναι κι αυτές στη σημερινή "καθομιλουμένη" των εικόνων. Αλλά, μια που θα βρεθεί ο παπάς, να ξαναδούμε και αρκετούς παραστατικούς με ακατανόητες συσσωρεύσεις θεμάτων και μοτίβων τα οποία χρειάζονται ξεμπέρδεμα.

Στα χρόνια της μέσης εκπαίδευσης τα παιδιά μας έρχονται σε επαφή με όλους τους ανωτέρω αναφερθέντες ονομαστικά στο μάθημα των κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας – αμετάφραστους, έτσι, στο σκληρό και ωμό πρωτότυπο. Αυτό όμως παρουσιάζει μια σοβαρή δυσκολία: τα εξαναγκάζει να εξοικειωθούν με ένα γλωσσικό ιδίωμα το οποίο δεν ακούγεται ποτέ στην τηλεόραση. Και ερωτώ, είναι ή δεν είναι η λογοτεχνία απόλαυση για αυτόν που τη διαβάζει; τι διάολο απόλαυση είναι αυτή που για να τη νιώσουν πρέπει να προσπαθήσουν; Στο κάτω κάτω της γραφής (και της καθομιλουμένης) τα ξένα παιδιά μπορούν να διαβάσουν Καβάφη σε μετάφραση στη δική τους γλώσσα και τα αγγλόφωνα π.χ. να καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα το "ένα σαπφείρινο μαβί" ως "a sapphire blue". Χάθηκε τίποτα να το κάνουμε και εμείς "ένα ζαφειρένιο μπλε"; Γιατί τα παιδιά μας να πρέπει να μάθουν τι εστί κόνικλος προτού αντιληφθούν τον σαρκασμό του Ροΐδη (στον τίτλο αυτού του σημειώματος) για έναν δημοφιλή ζωγράφο της εποχής του που ζωγράφιζε ασταμάτητα για να ανταποκριθεί στη ζήτηση; Ενώ σε μετάφραση δεν θα χρειάζεται πλέον να ανατρέξουν στο πρωτότυπο για να καταλάβουν.

Τα πρωτότυπα κείμενα χρειάζονται για τη μελέτη της λογοτεχνίας ενώ όσοι ελιτίζουν και είναι ακατάδεχτοι απέναντι στις μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας στα ελληνικά, αργά ή γρήγορα θα πεθάνουν από τα γηρατειά, αν όχι από το κακό τους, και τότε στους πάγκους των βιβλιοπωλείων θα κυκλοφορούν πλέον μόνον οι μεταφράσεις: οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.

Τώρα μπορεί κανένας δυσκοίλιος να αντιτάξει ότι η γλώσσα έχει και μια γλώσσα μέσα της που εκφράζεται με εκείνες τις λέξεις –και όχι άλλες– και ότι έτσι μας βάζει μέσα σε έναν άλλο ρυθμό από τον δικό μας, σε άλλο κλίμα από εκείνο της δικής μας καθομιλουμένης. Ότι λέξεις και σύνταξη (με άλλα λόγια μορφή και δομή) του πρωτότυπου δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που χάνεται όταν αντικατασταθεί με την εναλλακτική των λέξεων της μετάφρασης. Ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο γίνεται ένα άλλο κείμενο όταν μεταφράζεται και ότι χάνοντας τις λέξεις του χάνει τη δυνατότητά του να μεταφέρει νοοτροπία, γούστο και την αυθεντικότητα της εποχής, του τόπου, προπάντων εκείνου του 'Αλλου που είναι δικός μας, όπως μας βεβαιώνει η ιστορία. Ότι καμιά ιστορική αφήγηση δεν παρέχει τόσο άμεση και ζωντανή εικόνα του παρελθόντος όσο μια λογοτεχνική, και αυτή το κάνει με τα λόγια του συγγραφέα. Ότι δεν μεταφράζουν οι 'Αγγλοι τον Ντίκενς ή οι Γάλλοι τον Μπαλζάκ στην καθομιλουμένη τους (άλλο καπέλο η βιομηχανία "απλοποιημένων κλασικών" για αλλοδαπούς μαθητές), παρά το γεγονός ότι το γλωσσικό τους ιδίωμα χρειάζεται επίσης καθοδήγηση, μελέτη, σχολείο για να γίνει κατανοητό από τους σημερινούς μαθητές με μητρική γλώσσα τα αγγλικά ή τα γαλλικά.

Πάντοτε όμως υπάρχει ο αντίλογος του απολαμβάνοντος κανονικές κενώσεις, ότι καλύτερα να τους διαβάσουν έτσι παρά να μην τους διαβάσουν καθόλου. Ότι έτσι διατηρείται η επαφή με τους μεγάλους της παράδοσής μας. Ότι καλύτερα να διαβάζεις οτιδήποτε παρά να μη διαβάζεις τίποτε. Ότι όποιος είναι δυσκοίλιος να κάνει κλύσμα. Και τα λοιπά και τα λοιπά, λαμπρά, όπως πάντα, ταιριαγμένα.


Αντώνης Κωτίδης, Μεταφράζονται τα ελληνικά στα... ελληνικά;
εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή, 17. 9. 2006


* * *


[ 10. 8. και 17. 9. 2006 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης