|
Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ, 1937-2006 |
13.2.1937 - 30.6.2006
Ο Robert Gernhardt γεννήθηκε στο Ταλλίν της Εσθονίας στις 13 Φεβρουαρίου 1937. Από το 1962 εργάστηκε ως καρτουνίστας και κειμενογράφος για λογαριασμό του σατιρικού περιοδικού "Pardon", ενώ το 1979 υπήρξε από τους συνιδρυτές του περιοδικού "Titanic". Έζησε για πολλά χρόνια στην Ιταλία. Το πολύπλευρο έργο του περιλαμβάνει ποιήματα, εικονοποιήματα (μια οργανική σύνθεση στιχουργικής και σχεδίου, δικής του κοπής), πεζογραφήματα, δοκίμια και βιβλία για παιδιά.
Μέγας βιρτουόζος της γλώσσας, ο Γκέρνχαρτ υπήρξε από τους πλέον αγαπητούς συγγραφείς της γενιάς του, και πάντως ο λαοφιλέστερος Γερμανός ποιητής των τελευταίων δεκαετιών. Ιδίως ορισμένα από τα σατιρικά του ποιήματα, με την δροσερή ελαφράδα αλλά και την υποδόρια βαρυθυμία που τα διαποτίζει, έχουν περάσει από καιρό στην συλλογική μνήμη. Ο Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ πέθανε μετά από μακρά ασθένεια το πρωί της Παρασκευής, 30 Ιουνίου 2006, στην Φραγκφούρτη.

Πέντε ποιήματα του Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΤΟΤΕΡΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
Για μένα πάντως τα σονέτα είναι σκατά: φρικτή φόρμα, ανυπόφορη, σωστός κορσές, και μου σηκώνεται η τρίχα, αληθινά, όταν ακούω ότι υπάρχουν ποιητές
που και την σήμερον ακόμη ημέρα ασχολούνται με αυτές τις σαχλαμάρες. Α, δεν χωράει ανοχή εδώ πέρα, οι κάτι τέτοιοι θέλουνε σφαλιάρες
ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι, μπας κι επιτέλους κόψουνε τις πλάκες που μου ανακατεύουν το στομάχι.
Τι επιδιώκουν τελικά οι μαλάκες; Ιδέα δεν έχω, σας το λέω ειλικρινά. Πάντως για μένα τα σονέτα είναι σκατά.
ΝΤΡΟΠΙΑΣΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ότι ο Βολφ Ότι ο Βολφ Μπήρμαν Ότι ο μάγος των λέξεων Βολφ Μπήρμαν Ουδέποτε κατόρθωσε να γράψει Κάτι ικανό να συγκριθεί με ό,τι αυτός ο σπιούνος Με ό,τι αυτός ο αθεόφοβος σπιούνος της Στάζι σημείωσε τη νύχτα εκείνη:
Ο Βολφ Μπήρμαν ετέλεσε με μια κυρία συνουσία. Αργότερα τη ρώτησε μήπως πεινάει. Η κυρία λέει ότι ευχαρίστως θα έπαιρνε ένα κονιάκ. Ακούει στο όνομα Εύα Χάγκεν. Ακολουθεί ησυχία στο οίκημα.
Ότι αυτό δεν είναι κακό Ότι μα τον θεό είναι αρκετά καλό Και, διάολε, ασφαλώς καλύτερο απ' τα "ως άνω" και τα "σχετικά", αυτό σκέφτεται τώρα ο ποιητής και ερυθριά.
ΒΟΛΤΑΡΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ
Εσένα θέλω να υμνήσω Ασχήμια. Έχεις κάτι αξιόπιστο παρ' όλη σου τη γύμνια.
Η ομορφιά παρέρχεται και φθίνει. Μας πιάνει πόνος που τη βλέπουμε να σβήνει.
Όσοι το ωραίο θαυμάζουν, νιώθουν τη φθορά: γρήγορα θά 'ρθει κι η δική του η σειρά.
Το ωραίο στο τέλος πάντα μας στενοχωρεί. Το άσχημο μας χαροποιεί, γιατί διαρκεί.
ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ
Σαν ήρθε η όρεξη, με ξάφνιασε εντελώς. Ήρθε πολύ νωρίς, πολύ αργά, σ' άβολη ώρα. Είχα δουλειά σημαντική να κάνω τώρα γι' αυτό όταν έφτασε, με ξάφνιασε εντελώς.
Ήρθε αναπάντεχα. Με ξάφνιασε εντελώς. Απρόσκλητη όπως πρόβαλε, με τόση βιάση. Ήρθε απ' τη ρέμβη μου μεμιάς να μ' αποσπάσει. Η όρεξη ήρθε και με ξάφνιασε εντελώς.
Η όρεξη ήρθε, όμως μ' έπιασε εξαπίνης. Στην πόρτα στάθηκε· την άφησα να στέκει. Στο τέλος, φεύγοντας, σαν ν' άκουσα που εκλαύτη. Μα διόλου μ' ένοιαξαν οι κλάψες της εκείνης. Μόνο όταν μ' άφησε, βρήκα καιρό για δαύτη.
ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ
Μα τι θέλουν οι κύκνοι λοιπόν να μας πουν; Φεύγουμε, ερχόμαστε κράζουμε, άδουμε τρώμε και πίνουμε, ζούμε και φθίνουμε, φέρνουμε, παίρνουμε, πάμε, πετάμε κι είμαστε πτηνά στ' αλήθεια παράδοξα – να τι θέλουν οι κύκνοι λοιπόν να μας πουν.
[ 6. 8. 2006 ] |
|
|
|