από το φυλλάδιο "Περί Πάτρης" ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2019
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Δ έ η σ ι ς
Διάβολε, ὄχι, ὄχι πάλι ἐδῶ: στὸ λίκνο τῆς ἀμάραντης σοφίας, στὰ χείλη τὰ παχιά της Ἀττικῆς, μὲς στὸ βαθὺ τὸ ντεκολτὲ τῆς ἀηδίας.
Διάβολε, ὄχι, ὄχι ἐδῶ: στὰ λόγια τὰ διάτορα, στὰ κλέη ἐνὸς θανάτου γύψινου ὅπου ἄδουμε διαρκῶς, ὄχι στοῦ ἥλιου τὰ ἐγερτήρια ἐλέη, ὄχι στὰ ἐρείπια τῶν συντηρητῶν.
Διάβολε, ὄχι, ὄχι ἐδῶ: σὲ μιᾶς τραυλῆς καμπάνας τὴν ἀπόχη, σ’ αὐτὸ τὸ Πάσχα τὸ νεκρὸ τῶν λουλουδιῶν, ὄχι στὰ Ναὶ καὶ στὰ μεγάλα τὰ Ὄχι, ὄχι στὰ ὁράματα τῶν ἀνθυπαρχηγῶν.
Διάβολε, ὄχι, ὄχι ἐδῶ: σ’ αὐτὴ τὴ δίνη τοῦ νταλκᾶ ὅπου θηρεύει θύματα ἡ θλίψη τῶν μικρῶν ὠρῶν, ὄχι στὸν φοίνικα τὸν μαῦρο ποὺ χορεύει πάνω ἀπ’ τὸ στάγδην ποτιζόμενο γκαζόν.
Διάβολε, ὄχι, ὄχι ἐδῶ: μέσα στῆς στάχτης τὸ γυμνὸ τὸ καλοκαίρι μ’ ἄδειο ποτήρι παρὰ θίν’ ἀλός, ὄχι στῆς νύχτας τ’ ἀνοιγμένα σκέλη, ὄχι στοὺς στίχους τῶν δεινῶν διαφημιστῶν.
Ὄχι στοῦ λίπους τὶς σταγόνες ποὺ γυαλίζουν στὰ ὠχρὰ ρουθούνια τῶν ρεπόρτερ τῆς σειρᾶς, ὄχι στὸν πίθηκο τῆς μέσα μας ὀθόνης, ὄχι στὴ δόξα τῆς σφιχτῆς μας τῆς γροθιᾶς.
Ὄχι στοῦ ἴλιγγου τὴ ξοδεμένη δόση, νόθα ἡρωίνη στὸ μενοὺ τῶν ἐραστῶν, ὄχι στὸ χάδι ποὺ μετράει τὴν πτώση, ὄχι στὴ γλώσσα τὴ σαχλὴ τῶν τραπεζῶν.
Ὄχι στὸν Ἅδη αὐτὸν ποὺ πάντοτε μᾶς νεύει μέσα ἀπ’ τοῦ βάλτου τὰ στεκάμενα νερά.
Ὄχι στοῦ χρόνου τὸ μαχαίρι ποὺ σαλεύει μπρὸς στῆς ἀσφάλτου τὴν κοιλιὰ ποὺ μᾶς ξερνᾶ.
Διάβολε, ὄχι – ὄχι πάλι ἐδῶ.
~ . ~
ΚΡΑΙΠΑΛΗ
Ζοῦσε ποὺ λὲς στὴ χώρα μιὰ Κραιπάλη ποὺ ὡσὰν αὐτὴ δὲν εἶχε ἄλλη μεγάλη. Δευτέρα ὣς Πέφτη, Παρασκή, Σαββάτο, ρουφοξερνοῦσε, τά ’κάνε ἄνω κάτω σὲ μπὰρ καὶ κέντρα ἡ κουζουλὴ ἡ Κραιπάλη.
Κεῖ δὰ μι’ αὐγή, τὴν ἀπαντᾶ ἡ Λιτότης, μι’ ἀσούσουμη, μιὰ γρὰ ξενέρω πρώτης. «Τί ’ν’ το ποὺ φτιάνεις ἐδεπά, βλαμμένη, δὲν τὸ κατές, μωρή, πὼς σ’ ἀποθαίνει;» ἡ ξενερώστρα τὴ ρωτᾶ ἡ Λιτότης.
«Ἂ, μὴ μᾶς-ε βουρλίζεις !» κάνει ὁ μπάρμαν. «Εἶναι κισμέτι μας, γραφτὸ καὶ κάρμα, Δευτέρα ὣς Πέφτη, Παρασκή, Σαββάτο, ὅλα νὰ τὰ σουρώνουμε ἄσπρο πάτο !» Λέει της κι «ἐβίβα !» τῆς-ε κάνει ὁ μπάρμαν.
~ . ~
Η ΒΙΛΑΝΕΛΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
Εἶναι στ’ ἀλήθεια θλιβερὸ μιὰ χώρα νὰ πεθαίνει, νὰ τό ’χουν ὅλοι βέβαιο κι αὐτὴ νὰ τ’ ἀγνοεῖ, νὰ μὴν σκαμπάζει τίποτε, νὰ μὴν καταλαβαίνει.
Νὰ λέει ὅτι κοιτάει μακριὰ καὶ νά ’ναι τυφλωμένη, νὰ ἠχεῖ στ’ αὐτιά της θούριος τοῦ ρόγχου ἡ βοή, στ’ ἀλήθεια εἶναι θλιβερὸ μιὰ χώρα νὰ πεθαίνει.
Νὰ βλέπει ἀντίκρυ της τὸ φῶς ἀργὰ νὰ ξεθυμαίνει κι ἐκείνη νὰ φαντάζεται πὼς ἦρθε τὸ πρωί, τὸν ζόφο ποὺ τὴν ἔζωσε νὰ μὴν καταλαβαίνει.
Νὰ βλέπει στὴν παλάμη της, αὐτὴ τὴν ἁπλωμένη, τάχα τὸ πάθος, τῆς γροθιᾶς τὴν ἀνυπακοή, μὲ οἶστρο νὰ παραληρεῖ καὶ ὅμως νὰ πεθαίνει.
Νὰ αἰσθάνεται ὅτι ἐγείρεται πάνω ἀπ’ τὴν Οἰκουμένη κι ὅμως νὰ ἕρπει καταγῆς, στοῦ βούρκου τὴ ζωή, ἀνίδεη νὰ κατρακυλᾶ, νὰ μὴν καταλαβαίνει.
Νὰ γλείφει ἐκεῖνα ποὺ ξερνᾶ, τὴν μπόχα νὰ βυζαίνει, νὰ αἱμορραγεῖ ἀκατάσχετα καὶ νὰ πυορροεῖ – στ’ ἀλήθεια εἶναι θλιβερὸ μιὰ χώρα νὰ πεθαίνει. Κι ἀπ’ ὅλα τὸ πιὸ θλιβερό: νὰ μὴν καταλαβαίνει.
|