|
| Δοκίμια & άρθρα |
"Αυτό που δεν ανθεί. Αυτό ζούμε." |
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ
1. Όταν ένας συγγραφέας έχει στ' αλήθεια κάτι να πει, τρόποι να τον διαβάσει κανείς υπάρχουν πάντοτε κάμποσοι. Αναλόγως οπτικής γωνίας ή αφετηρίας γραμμής, το βλέμμα ή τα πόδια του αναγνώστη μπορούν να χαράξουν κάθε φορά εναλλακτικές διαδρομές στην ενδοχώρα του έργου του. Ενίοτε, τέτοιες περιηγήσεις αντικατοπτρίζουν τις συλλογικές αναζητήσεις μιας εποχής, δημιουργούν συρμό, τα μονοπάτια που διανοίγονται γίνονται πολυσύχναστα. Άλλοτε πάλι πρόκειται για πορείες μονήρεις, για περιπλανήσεις μιας κάπως ξεκομμένης από το γενικό ευαισθησίας. Και αυτές είναι όμως γοητευτικές, συχνά και εξωτικές, και περιπετειώδεις. Αλλά για τους λίγους, εκείνους που ξέρουν να ιχνηλατούν τα ξένα βήματα στο πατημένο χορτάρι. Από τις δυνατές διαδρομές στο ποιητικό έργο του Γιάννη Πατίλη, θα δοκιμάσω ν' ακολουθήσω εδώ τρεις, που ανήκουν νομίζω στις πιο χαρακτηριστικές. Έτσι θα αναφερθώ διαδοχικά στον Πατίλη ως ποιητή της εντελούς μορφής, ως ποιητή της κλίμακας του μικρού, και ως ποιητή του δημόσιου χώρου. Όπως είναι επόμενο, τα μονοπάτια αυτά συχνά τέμνονται, κάποτε και συμπίπτουν. Ακόμη όμως και στις διασταυρώσεις τους, ακόμη και στο κοινό τους ξετύλιγμα, νομίζω θα φανεί, διατηρούν την αυτοτέλειά τους.
Αφορμή για όλα αυτά, προφανής, το τελευταίο βιβλίο του Πατίλη, η Αποδρομή του αλκοόλ, όγδοη στη σειρά συλλογή του από το 1970 όταν είδε το φως της δημοσιότητας η πρώτη του: Ο Μικρός και το Θηρίο. Ενδιαμέσως, ο ποιητής θα παρουσιάσει άλλα έξι βιβλία, όλα πλην ενός μέχρι το 1989, τα οποία μαζί με το πρώτο του είναι συγκεντρωμένα πλέον στον συγκεντρωτικό τόμο Ταξίδια στην ίδια πόλη (1993, ανατύπωση 2000). Ακολουθεί εικοσαετής παύση έως το 2009 όταν τυπώνεται η Ακτή Καλλιμασιώτη. Η διακοπή αυτή είναι ενδιαφέρουσα, από μόνη της δε επιζητεί ερμηνεία. Δεν θα την αποπειραθώ εδώ. Εκδοτικά πάντως, σημειώνω ότι συμπίπτει κατά μεγάλο βαθμό με τη δραστηριότητα του Πατίλη στο Πλανόδιον, το λογοτεχνικό περιοδικό που επί τριάντα σχεδόν χρόνια εξέδιδε και διηύθυνε. Διευκρινίζω ωστόσο ότι σ' αυτό καθαυτό το ποιητικό του έργο η εν λόγω διακοπή δεν συνιστά τομή. Παρά τους μετατονισμούς και τις φυσικές προσαρμογές μέσα στον χρόνο, το έργο αυτό διακρίνεται από αξιοσημείωτη συνοχή και ενότητα. Μπορούμε ίσως μετά το 2009 να μιλάμε για τη δεύτερη περίοδο της ποίησης του Πατίλη, όμως η ουσία δεν αλλάζει: η φυσιογνωμία αυτής της ποίησης παραμένει εν πολλοίς ενιαία.
2. Θα ξεκινήσω δογματίζοντας. Ο Πατίλης είναι άριστος γνώστης του ποιητικού know-how, πραγματικός δεξιοτέχνης του στίχου. Η παρατήρηση αυτή σηκώνει εξήγηση διότι δεν είναι αυτονόητη. Τι σημαίνει δεξιοτέχνης του στίχου όταν αυτός ο στίχος είναι ελεύθερος, όπως σ' όλα σχεδόν τα ποιήματα του Πατίλη; Μπορεί να μετρηθεί με κριτήρια εξωτερικά, αντικειμενικά, αντικειμενικότερα έστω; Μπορεί καν να αποσπαστεί η μορφή του στίχου από το περιεχόμενό του ώστε να αποδωθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τουτέστιν στο καθένα από τα δύο στοιχεία της κρατυλικής ενότητας το μερίδιο στην επιτυχία ή την αποτυχία του ποιήματος, που του αντιστοιχεί;
Στο ερώτημα αυτό, οι εννιά στους δέκα από τους ομότεχνους του Πατίλη και τους κριτικούς μας θα απαντούσαν, έχω την βεβαιότητα, "όχι". Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος, ευγενούς φύσεως: πολλοί σήμερα έχουν την τάση να συγχέουν το ρυθμιστικό ιδεώδες της ταύτισης της μορφής και του περιεχομένου με το ίδιο το ποιητικό αποτέλεσμα. Έτσι, αδυνατούν να δουν ότι ανήκει στη φύση του ιδεώδους να μένει ανέφικτο. Ακόμη και στις κορυφαίες της στιγμές η κατορθωμένη ποίηση το ιδεώδες αυτό μόνο να το προσεγγίσει μπορεί. Και είναι ακριβώς αυτή η απόσταση, του ιδανικού από την πραγματικότητα, της μορφής από το περιεχόμενο, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε το ένα από το άλλο όταν προσπαθούμε να κρίνουμε συνολικά ένα ποίημα.
Ο δεύτερος λόγος είναι πολύ πεζότερος και έχει να κάνει μ' ένα από τα πιο παρασιωπημένα κουσούρια των ποιητών της εποχής μας, την τεχνική τους κατάρτιση. Όταν ο 27χρονος Πατίλης γράφει λ.χ. "Πως σύννεφό ησουν που ξεκίνησες", κρατώντας το ρήμα ατόνιστο και αναβιβάζοντας την οξεία του στην αμέσως προηγούμενη λέξη, αποτελεί ήδη μια αξιοσημείωτη εξαίρεση μεταξύ των συνομηλίκων του. Κι αυτό γιατί δείχνει ότι κατέχει και χειρίζεται δημιουργικά μια αιωνόβια στιχουργική παράδοση που από την κρητική ποίηση μας φέρνει στον 20ό αιώνα και που με τη σειρά της πατάει στη βαθειά γνώση των φωνητικών νόμων της γλώσσας μας, των κανόνων και των εξαιρέσεών τους.
Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα, με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα
γράφει ο Σολωμός.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω, σα νά ηταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
γράφει ο Παλαμάς.
Και ο μεν Πατίλης αυτή την παράδοση, πάει να πει αυτή την εκφραστική δυνατότητα, και τη γνωρίζει και την αξιοποιεί. Ο μέσος του αναγνώστης όμως –αλίμονο, ο μέσος ποιητής σήμερα– δεν είναι σε θέση καν να την αναγνωρίσει όταν τη βλέπει στο χαρτί. Το πιο πιθανό, να την εκλάβει για τυπογραφικό σφάλμα.
Πιάστηκα από το πιο εξωτερικό παράδειγμα ασφαλώς. Όμως επειδή θέλω να δείξω ό,τι θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Ότι δηλαδή χωρίς τη μορφική κριτική, την κριτική που επικεντρώνεται στη χρήση, προσωδιακή, γλωσσική κλπ., του ποιητικού λόγου, κάθε αποτίμηση ενός απαιτητικού έργου όπως αυτό του Πατίλη, μένει μετέωρη. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς μας λέει ένας συγγραφέας, πρέπει πρώτα να δούμε πώς μας το λέει. Μόνο έτσι μπορούμε να ξεχωρίσουμε το τι ίσως θέλησε από το τι εντέλει μπορεί.
Ισχυρίστηκα ότι ο Πατίλης είναι δεξιοτέχνης του στίχου. Δεν θα σταθώ στα ελάχιστα δείγματα αυστηρής γραφής που περιέχουν οι συλλογές του, αρκετά όμως για να πιστοποιήσουν την άνεσή του στις παραδοσιακές μορφές. Αντιστρέφοντας τη ρήση του Νάσου Βαγενά, θα έλεγα ότι ο ελεύθερος στίχος του είναι ένας στίχος που εμπεριέχει την εμπειρία του έμμετρου στίχου και την επεκτείνει. Μεταξύ μας όμως, αυτός δεν είναι και ο ορισμός του ελεύθερου στίχου κατ' εξοχήν;
Ο στίχος του Πατίλη είναι από τη φύση του ευκίνητος και πολύμορφος. Το πράγμα φαίνεται και σε μικρό δείγμα. Ας πάρουμε λ.χ. τα 29 ποιήματα της Αποδρομής. Τι βλέπουμε, τι ακριβώς ακούμε στις σελίδες τους; Πρώτα απ’ όλα, ακούμε έναν γενικό τόνο οικείο, γεμάτο αποστροφές της καθημερινής ομιλίας, ένα τρόπο ομιλίας κουβεντιαστό. Το parlando του Πατίλη είναι ταχύ και νευρώδες, δεν μοιάζει με τον πολυσύλλαβο και μακρόσυρτο κουβεντιαστό τόνο του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη, για να μνημονεύσω τους τρεις σημαντικότερους ίσως εκπροσώπους του είδους. Και ο Πατίλης χρησιμοποιεί συχνά το δεύτερο πρόσωπο, είτε ως λεκτική χειρονομία προς έναν σκηνικό ή ρητορικό συνομιλητή είτε ως μονολογική αποστροφή εις εαυτόν:
Κάτι έχει αλλάξει στης ζωής μας το ρυθμό που παίρνει χρόνια να τ’ αντιληφθείς (Αποδρομή του Αλκοόλ, σ. 29)
Σε βρήκα μέσα στο χαμό με δανεικό παλτό κοιμόσουνα (ό.π., σ. 20)
Μαζί σου η μέρα είχε και νύχτα το γέλιο κλάμα το αδιέξοδο γινόταν δρόμος ξαφνικά (ό.π., σ. 40)
Κοίταξε γύρω σου και πίσω σου και δες (ό.π., σ. 52)
Κι εσύ ψυχή μου άπειρο μέρος του παντός τ' απείρου (ό.π., σ. 63)
Σε μερική αντίθεση προς τα παλιότερα ποιήματά του, στις δύο τελευταίες συλλογές του Πατίλη υπάρχει ένας ευδιάκριτος ιαμβικός βηματισμός. Κάποτε είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς αν έχουμε να κάνουμε καν με ελεύθερο στίχο ή με blanc verse, με ανομοιοκατάληκτο δηλαδή πλην όμως έμμετρο στίχο. Διαβάζω από την Ακτή Καλλιμασιώτη το ποίημα που επιγράφεται "Φωτογραφία του τέλους":
Εδώ φωτογραφία είναι του τέλους η θάλασσα γαληνεμένη ο ήλιος δύει χρυσίζουν τα νερά λόφοι χαριτωμένοι κι αυτός ας πούμε εσύ να τα μαζεύεις τα σύνεργα της γραφικότητας και πάλι στο δρόμο πίσω σπίτι φιλαράκια ουζάκια στην αυλή ψάρια στη θράκα του δειλινού τραβώντας την αυλαία παρατυχών Τραπεζικός και Ποιητής
Πλην της σκιάς σου αυτής που πάει στα σίγουρα με το κεφάλι προς τα κάτω σαν κάτι εκεί να ξέχασε να πάρει ή κάποιος να της νεύει απ’ το σκοτάδι από αυτούς που δεν σηκώνουνε κουβέντα μια προσημείωση κρυφή για τα ως άνω και να μη μένει αφωτογράφιστο και τ’ Άλλο κάτι η Μαύρη Θάλασσα των Στεναγμών και προπαντός ο Εύξεινος ο Πόνος (σ. 42)
Συχνοί είναι στον Πατίλη οι κατάλογοι, η παρατακτική απαρίθμηση γεγονότων και πράξεων, η σύνταξη με ασύνδετο σχήμα. Στο ποίημα "Παρθενοπίπης" της Αποδρομής, π.χ., βρίσκουμε μια μικρή ανθολογία της ελληνικής οφθαλμολαγνικής λογοτεχνίας, από τον Όμηρο και τον Διγενή ώς τον Παπαδιαμάντη και τον Ελύτη. Στο ποίημα "Κάτω από συνηθισμένες συνθήκες", μια σειρά τίτλων, ονομάτων και φράσεων που περιέχουν όλες τη λέξη "κάτω", από το Κάτω από το Ηφαίστειο του Λόουρυ ώς το Κάτω Νευροκόπι. Στα "Παραλειπόμενα παράστασης ενός Απριλίου του 1963" ο Πατίλης, σαν τον Βαλτινό κι αυτός, μας κομίζει, κυριολεκτικώς καταλογάδην, στοιχεία για τη δεκαετία του ’60:
των Ανακτόρων η συνεννόησις με τους Αμερικάνους το 3-0 της ΑΕΚ επί του Απόλλωνος Καλαμαριάς η έκθεση στο "Εντευκτήριο Πνευματικής Συνεργασίας"... (Αποδρομή του Αλκοόλ, σ. 19)
Άλλος τρόπος του Πατίλη σ’ αυτό βιβλίο είναι η ωδή. Ονομάζω ωδή εκείνη τη μορφή ποιήματος που αποτελείται από δύο ή περισσότερες ισόστιχες, συνήθως πολύστιχες στροφές και έχει μια κάποια εκφραστική συνάφεια με ό,τι ιστορικά η αρχαιότητα μας παρέδωσε ως ωδή. Η "Φωτογραφία του τέλους" λ.χ. είναι μια τέτοια ωδή αφού αποτελείται από δύο συμμετρικές εννιάστιχες στροφές. Ωδή είναι το πρώτο πρώτο ποίημα της Αποδρομής ήδη από τον υπότιτλό του: "Calibri. Ωδή σε μια γραμματοσειρά". Ωδή είναι το ποίημα "Αυτό το άνθος" που φέρνει μάλιστα και οπτικά στον νου την παλιά ωδή με τους συντετμημένους ακροτελεύτιους στίχους εκάστης στροφής. Ωδές τέλος είναι τα ποιήματα "Πέρασμα των γερανών" και "Του Μόμμιου η Σχολή".
Σ’ αυτά πρέπει ενδεχομένως να προστεθούν τα ποιήματα "Τειχοσκοπία" και "Αβατάρα". Το πρώτο είναι το μόνο ποίημα της Αποδρομής που έχει και κανονική ομοιοκαταληξία:
λάινον χιτώνα
Στης μαιζονέτας του την πέτρινη θαμμένος κουστουμιά για όσα κακά στον εαυτό του έχει κάνει η αντίμαχή του μοίρα τού προκάνει βάσανο και γλυκειά παρηγοριά
ωραίας γειτόνισσας να βλέπει τον χορό όταν τα ρούχα στη βεράντα της απλώνει ή όταν σκύβει να τινάξει το σεντόνι της ομορφιάς της σπέρνοντας εικόνες στο κενό (Αποδρομή του Αλκοόλ, σ. 35)
Γενικά, το 1/5 των ποιημάτων αυτής της συλλογής είναι σε κανονική στροφική δομή, πράγμα που ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. Σημειώνω ότι ο κύριος εκπρόσωπος στην ποίησή μας αυτής της καινότροπης νεωτερικής ωδής είναι ο Νίκος Φωκάς, απώτερο πρότυπο του οποίου στάθηκε ο Λάρκιν.
Ειδολογικά, η Αποδρομή περιέχει ακόμη δραματικούς μονολόγους, όπως τον "Μάκη Ψωμιάδη σε καφετέρια στα Σκόπια" με πρωτοπρόσωπο αφηγητή τον ίδιο τον Μπιγκ Μακ, φαιδρή όσο και αντιπροσωπευτική φιγούρα του δημόσιου βίου μας των τελευταίων δεκαετιών. Στο είδος του δραματικού μονολόγου ο Πατίλης έχει προϋπηρεσία. Στην Ακτή Καλλιμασιώτη, στο ποίημα "Βενζινάδικο στη Λήμνο" αυτός που μονολογεί είναι ο Φιλοκτήτης ή μάλλον ο ηθοποιός που τον υποδύεται. Στο βιβλίο Γραφέως κάτοπτρο, είκοσι χρόνια πριν, ο ποιητής ανεβάζει στο χάρτινο σανίδι του τον Διονύσιο Σολωμό, εν προκειμένω έναν συγκαιρινό μας συντοπίτη, συνονόματο και συνεπώνυμο τού μεγάλου Ζακύνθιου που απασχόλησε φευγαλέα τον τύπο και τη δικαιοσύνη καθώς διακινούσε ναρκωτικά περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Πως θα δικάσετε έναν Διονύσιο Σολωμό μη σας τρομάζει Πρόκειται για απλή συνωνυμία Τα ονόματα έχουν τόση εξουσία Εσείς το ξέρετε καλύτερα καθό αρμόδιος (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 260)
Το ποίημα επιγράφεται "Η τελευταία φορά. Απολογία Διονυσίου Σολωμού ενώπιον εισαγγελέως" και δεν ανήκει στα χαρακτηριστικότερα του Πατίλη. Θέλω να σταθώ όμως σ' αυτό επειδή εικονογραφεί πειστικά μερικά από τα όσα προσπάθησα να δείξω. Το parlando πρώτα πρώτα, αυτόν τον κουβεντιαστό τόνο δηλαδή, την παρατακτική ασύνδετη σύνταξη, τέλος τον έξοχο συνδυασμό ελεύθερου και έμμετρου στίχου, παλαιάς και τρέχουσας γλώσσας, ποιητικού και προφορικού λόγου που αναχωνεύονται σχεδόν ανεπαίσθητα ο ένας μέσα στον άλλο. Στο επίπεδο του περιεχομένου, η σύμμειξη των τρόπων αντανακλά την τελική ώσμωση των δύο Σολωμών μέσα στο ποίημα.
Μόνο το στήθος ζούσε ακόμη κάτω από τη στάχτη Ένα κρυφό μυστήριο που αρνιόταν να πεθάνει κι οδηγούσε Εδώ που τώρα λάμπαν άλλοι ουρανοί Με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου να σβήνω Όταν δεν έχω τίποτα για να 'χω και να δίνω Σε μέρες που 'χαν σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα Και μου ανάβαν την ψυχή και μού 'σβηναν το χώμα Τον ύπνο μου ευωδιάζοντας μες στο ξερό χορτάρι Που με τον άσπρο του καπνό νιο ουρανό σε κάνει Κι ανοίγει μου στα αυτιά αυτιά και μέσ' στα μάτια μάτια Να ακούω χρώματα λαμπρά ήχους μαλαματένιους Πάνω στα πέλαα να πατώ χωρίς να τα σουφρώνω Σε βράχια πάνω να πετώ χωρίς να τα ματώνω
Ας ήτανε το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χα
Κι ούτε έχω γράψει άλλους στίχους ούτε πια Θα ξαναγράψω
3. Το επόμενο μορφικό στοιχείο που θα ήθελα να επισημάνω στον Πατίλη είναι το επιγραμματικό ύφος. Η κοφτή, ουσιαστικά αυτοτελής φράση είναι πιστεύω διαχρονικά το διακριτότερο γνώρισμα της γραφής του. Συνδέεται δε ευθέως με το ύφος του το γλωσσικό, την ειρωνεία του ιδίως ως πυκνωτή του νοήματος, άρα και με τη θεματική του. Ώστε δεν πρέπει να ειδωθεί με μορφικά απλώς κριτήρια. Είναι αυτό το γνώρισμα που έχω κατ' αρχάς υπόψη μου όταν αποκαλώ τον Πατίλη ποιητή της κλίμακας του μικρού. Θα επιχειρήσω να δείξω γιατί νομίζω ότι με το στοιχείο αυτό εισδύουμε στον πυρήνα της ποιητικής του. Διαβάζω χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις:
Τα συντριβάνια είναι μια πρόκληση μια προδιάθεση να σκέφτεσαι λοξά! (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 13)
Βγήκαν πάλι οι εφημερίδες τα μικρά χαριτωμένα βούκινα του πρωινού (ό.π., σ. 22)
Πέρασε μια γυναίκα ωραία σαν άσεμνο δημοσίευμα (ό.π., σ. 23)
Αυτό που δεν ανθεί. Αυτό ζούμε. (ό.π., σ. 33)
Τα χέρια μας μιλήσανε με όλους τους συμπλεκτικούς συνδέσμους. (ό.π., σ. 39)
και το μαχαίρι που μού ’ριξαν ξέχασα αν ήταν για ψωμί ή για φόνο (ό.π., σ. 48)
Στρώνει τσιμέντο εκεί που θα ’θελε το πέλμα μου να θυμηθεί το χώμα (ό.π., σ. 49)
Η ζωή κυλάει σαν τανκ με το καλοραμένο της κουστούμι (ό.π., σ. 59)
Αυτή η επανάσταση δε θα ’ναι σαν τις άλλες. Θα λυπηθεί τους ανθρώπους. (ό.π., σ. 71)
Ιδανικό του τόπου μου τα ξένα (ό.π., σ. 72)
Στα ηφαίστεια το μέλλον των βουνών (ό.π., σ. 73)
– Το γραφείο του κυρίου Διευθυντού;… – Όπως έρπετε δεξιά, κύριε… (ό.π., σ. 74)
Πρόκειται για στίχους διαλεγμένους επίτηδες από τις δύο πρώτες συλλογές του Πατίλη και μόνον, του 1970 και του 1973 αντίστοιχα. Με την εξαίρεση των τεσσάρων τελευταίων παραδειγμάτων, που έχουν και τυπική αυτοτέλεια, τα υπόλοιπα οκτώ είναι στην κυριολεξία αποσπάσματα, τμήματα δηλαδή εκτενέστερων ποιημάτων, από τα οποία όμως εξέχουν τόσο πολύ που ενίοτε τα αδικούν με τη δύναμη της παρουσίας τους.
Τώρα, αν ως σύγχρονη επιγραμματική γραφή μπορεί να θεωρηθεί ο ακαριαίος, άλλοτε γνωμικός και άλλοτε εκφραστικός, άλλοτε αποφθεγματικός και άλλοτε ειρωνικός στίχος, ο Πατίλης συγκαταλέγεται ασφαλώς στους κορυφαίους επιγραμματοποιούς μας. Σ' αυτού του είδους τον στίχο βρίσκει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει με τον καλύτερο τρόπο την ποιητική του νοημοσύνη, τη λεκτική ευθυβολία, τον νηφάλιο γέλωτα, τη σαρκαστική –ενίοτε και αυτοσαρκαστική– αποστροφή, την απομυθευτική ματιά, ακόμα και μια κάποια ευτραπελία.
Τέτοια "επιγράμματα" ο Πατίλης έχει πάμπολλα, αρχής γενομένης από αυτά που σκορπίζει, όπως είπαμε, μέσα στα ποιήματά του. Διαβάζω δειγματοληπτικά τρία ακόμη, από τα μεταγενέστερα:
Κι ο εαυτός σου να σε συγκινεί δεν είναι λίγο (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 206)
Οι γέροι έχουν ένα βαθύ κρεβάτι μες στο στόμα τους (Ακτή Καλλιμασιώτη, σ. 13)
Έπος ασήμαντο ασήμαντης στιγμής πώς κάηκε ενός λεπτού μια Τροία (Αποδρομή του αλκοόλ, σ. 34)
Εξίσου πολλά είναι και τα αυτοτελή επιγραμματοειδή ποιήματά του. Από τις αποφθεγματικές "Λεπτομέρειες" του 1973 ώς τις δημοτικοφανείς "Παραλλαγές" του 1977, από το "Εφημερείον" και τα χάικου των "Εικόνων από μια νέα" του 1989 ώς τα "Εφτά απαράγραπτα δικαιώματα" του 2009. Δύο ολόκληρες ποιητικές συλλογές του Πατίλη, τα Κέρματα (1982) και το Ζεστό μεσημέρι (1984) αποτελούνται κατά βάση από τέτοια σύντομα, επιγραμματικού τύπου ποιήματα. Τέλος, τέτοια είναι ορισμένα από τα πιο ωραία, τα πιο μεστά του ποιήματα διαχρονικά. Ποιήματα όπως το "Μανχάτταν", το "Δικαίωμα στη σιωπή", η "Κάθαρση", η "Ποιητική θεωρία" κ.ά.
Γίνεται νομίζω προφανές ότι η κλίμακα του μικρού στον Πατίλη δεν είναι απλώς μια κλίμακα εκφραστική, έχει να κάνει με την ίδια τη ματιά του ποιητή πάνω στα πράγματα. Ότι μάλιστα ξεφεύγει από τα όρια της στενά λογοτεχνικής του φυσιογνωμίας και διέπει την ίδια την πνευματική του συγκρότηση. Η πολυετής αφοσίωσή του στον λεγόμενο μικρό τύπο, τον οποίο υπηρέτησε τόσο ως εκδότης όσο και ως μελετητής, το ενδιαφέρον του για τη μικρή λογοτεχνική φόρμα που εκτός από το ποίημα περιέλαβε εσχάτως και το μικροδιήγημα (σας παραπέμπω στις Ιστορίες Μπονζάι, το ιστολόγιο που συνεπιμελείται με την Ηρώ Νικοπούλου), η τοποθέτησή του απέναντι σε ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος διαπνέεται ακριβώς απ' αυτήν την "αισθητική του μικρού", όπως μας ειδοποιεί ήδη από τον υπότιτλό του το ιστολόγιο του ποιητή που προανέφερα.
Αλλά και από την ηθική και την πολιτική του μικρού, θα πρόσθετα. Ήδη ο τίτλος της πρώτης πρώτης συλλογής του Πατίλη, πίσω στα 1970, Ο Μικρός και το Θηρίο, μας μεταδίδει, θα έλεγε κανείς προγραμματικά, μια ορισμένη αντίληψη. Ο Πατίλης βλέπει τον κόσμο από τα κάτω, από την προοπτική του ευάλωτου:
Άμα μου ρίξεις ένα δόρυ θα καρφωθεί απάνω μου
Όλη η δύναμή μου είν' αυτό: να μ η μου ρίξεις. (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 53)
από την προοπτική του κυνηγημένου:
Η ρέγγα τυλιγμένη στην παλιά εφημερίδα. Όλο τον χρόνο τρεφόταν με πλαγκτόν την κυνηγούσαν Νορβηγοί, Αμερικάνοι, Ρώσοι και Δανοί. Ο άνθρωπος που τη βαστά κρεμιέται στο λεωφορείο· από μια τρίχα κρεμιέται στη ζωή του. Μία ζωή κι αυτός κυνηγημένος. (ό.π., σ. 161)
από την προοπτική του ερωτευμένου:
Όχι τα μεγάλα φετίχ. Σοσιαλισμός, Επανάσταση, Ελευθερία. Τίποτα που να γράφεται με κεφαλαίο. Μου φτάνει Ένα στήθος μικρό. (ό.π., σ. 199)
4. Μένει να πω δυο λόγια για τον Πατίλη ως ποιητή του δημόσιου χώρου. Ήδη το τελευταίο αυτό ποίημά του που παρέθεσα αποτελεί μια πρόσφορη εισαγωγή. Διότι και στην πολιτική ποίησή του ο Πατίλης μένει πιστός στην κλίμακα του μικρού. Και μάλιστα, χωρίς ποσώς να συγχέει αυτή τη κλίμακα με τα ιδεολογήματα περί μικρού, τα οποία πατούν ακριβώς στη χειραγώγηση του μικρού και του ευάλωτου και δεν είναι εντέλει παρά διαφορετικές εκδοχές του μεγάλου, ενίοτε του υπέρογκου και του τερατώδους.
Άκρως συνοπτικά: ο Πατίλης είναι από τους πλέον εναργείς, προορατικούς και συνεπείς πολιτικούς ποιητές μας. Ανήκει σ' εκείνους τους ελάχιστους που διέκριναν με σαφήνεια την κουφότητα των μεταπολιτευτικών μύθων: το παραμύθιασμα της "θριαμβεύουσας ευημερίας" (η φράση δική του), τον επιπόλαιο και μιμητικό εξευρωπαϊσμό μας που στήνει
Επενδύσεις ερήμων σε όραμα μπλε μπλαν ρουζ (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 107)
την ολοκληρωτική αποξένωση απ' ό,τι οικειότερο και δικό
Έλληνα συ μέσα στη χώρα σου πιο ξένε κι από τους έρημους Πακιστανούς των Ναυπηγείων (ό.π., σ. 107)
τον "Βόθρο της νίκης" (έτσι τιτλοφορούνται τρία ποιήματά του του 1977) των συνθημάτων και του λαϊκισμού:
Ήξε γαρ ήμαρ να γίνει εις έκαστος ευρω πέος. Να δικαιωθούν οι χαριτολόγοι και οι σαρκαστές. Ήρθε η ώρα τους να φάνε οι νεοκαντιανοί τούς μαρξιστές να τους ρουφήξουν το κόκκινο μελάνι απ' τα μπικ τους νά 'βγει στον άμβωνα ο αγνωστικιστής κι ο αρλούμπας (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 103)
Ο πολιτικός Πατίλης δεν φοβάται το περιστασιακό, επικαιρικό στοιχείο. Και δεν διστάζει να το αναμείξει με μυθικές και κλασσικές αναφορές. Στα ποιήματά του παρελαύνουν σε διαρκή και απρόσμενη διαδοχή δημόσια πρόσωπα και τηλεοπτικές περσόνες, ήρωες της αρχαιότητας και της νεοελληνικής ατσιδοσύνης, εξωτικά τοπωνύμια και συνοικίες της Αττικής. Ωστόσο, όλα συντίθενται με τον τρόπο του ιστορικού παζλ· ο αναγνώστης που θα μπει στον κόπο να συσχετίσει τα κομμάτια του αναμεταξύ τους, τοποθετώντας το καθένα τους στη θέση του, θα έχει στο τέλος την εικόνα ολόκληρη.
Στα βιβλία των δεκαετιών του 1970 και του 1980, ο Πατίλης περιγράφει μια Ελλάδα που τη ζήσαμε αλλά μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να τη βλέπουμε στ' αλήθεια – με τους παραμορφωτικούς έστω φακούς της ανάγκης. Στην Αποδρομή του αλκοόλ, ήδη από τον τίτλο της συλλογής, καταπιάνεται με τον πικρό απολογισμό της εθνικής μας μέθης.
Ελλάδα Hellas της Νέας Εποχής μια φαντασίωσις ήσουν νεωτερική που σε ξεγέννησαν για δοκιμή τρεις ναυαρχίδες (Αποδρομή του αλκοόλ, σ. 21)
Και δυο σελίδες παρακάτω, στο ποίημα "Τίτλοι τέλους", απαριθμεί με τον δικό του τρόπο, τον τρόπο του καταλόγου, τους συντελεστές του νεοελληνικού κωμικοτραγικού δράματος που πλησιάζει προς τη λήξη του.
Τίτλος: Ελλάς Παραγωγή: Ιστορία Σενάριο: Ζαμπέλιος Κοραής Παπαρρηγόπουλος Κορδάτος Σκηνοθεσία (πολλοί)
Ειδικά για τους "Τίτλους τέλους" η ευχή θα 'ταν να μη βρεθεί ποτέ να πει κανείς για τον Πατίλη ό,τι ο ίδιος γράφει, σε άλλα εντελώς συμφραζόμενα, για τον Κάλβο…
τί τίτλος σύγχρονος θεέ μου τι απελπιστικά (…) προφητικός
5. Δεν θα επιμείνω περισσότερο. Μίλησα για τον Γιάννη Πατίλη ως ποιητή της εντελούς μορφής, ως ποιητή της κλίμακας του μικρού και ως ποιητή του δημόσιου χώρου. Δεν είπα λέξη ή υπαινίχθηκα ελάχιστα για τον ερωτικό Πατίλη, για τον Πατίλη ποιητή του πόνου, της νεότητας και του γήρατος, για την αρχαιογνωσία του και τη διαρκή συνομιλία του με τις παλαιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας και γλώσσας. Δεν είπα τίποτα για τον σχετισμό του με τη λοιπή ελληνική ποίηση του καιρού μας. Αυτά συνιστούν διαδρομές για άλλη ευκαιρία.
Θα κλείσω παραθέτοντας δύο ποιήματα, ένα παλιό και ένα πρόσφατο, που τα θεωρώ από τα πλέον βαθυνόητα που έχει γράψει. Το πρώτο φέρει τον τίτλο "Θεός αναίτιο ξυπνητήρι", περιέχει τη θεολογία του ποιητή και δημοσιεύτηκε το μακρινό 1977, στη συλλογή Υπέρ των καρπών:
Αντηχείς, Κύριε, αναίτιο ξυπνητήρι στην ατέλειωτη νύχτα του σώματός μου. Έλεγα πως θα ζήσω για πάντα το σκοτάδι της πέτρας τον ύπνο του πουλιού που ολοένα ταξιδεύει καθώς το νεύρο του νερού μέσα στο βράχο.
Η νύχτα η θάλασσα ο άνεμος η άμμος οι σιωπηλές σφαίρες στα βρόχια των γαλαξιών. Όλη η φύση πετά με τον αυτόματο πιλότο. Και μόνο εμάς συντρίβουν τα σφυριά του λόγου σου. (Ταξίδια στην ίδια πόλη, σ. 114)
Το δεύτερο είναι από την περσινή Αποδρομή του αλκοόλ και επιγράφεται "Ψωμί της κάθε μέρας". Σε οχτώ όλους κι όλους στίχους περιέχει θα έλεγε κανείς όχι μονάχα την ποιητική του Πατίλη αλλά και τη βιοθεωρία του ολόκληρη.
Μνήμη σημαίνει να ξεχνάς τους ορισμούς λέξη σημαίνει πλέξη με το άλεκτο βλέπω σημαίνει λείπω απ' τ' ορατό
Απείραχτο άσε το Κεφάλαιο του Κόσμου και ζήσε από τους τόκους
Μέσα στο σάλο των γνωστών πραγμάτων γίνε εσύ και πάλι το Σημείο Μηδέν και βγάλε το ψωμί της κάθε μέρας (Αποδρομή του αλκοόλ, σ. 12)
Κείμενο ομιλίας, ξανακοιταγμένο, που δόθηκε στις 14 Μαΐου 2013 σε εκδήλωση του Κύκλου Ποιητών στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
Πρώτη δημοσίευση: The Athens Review of Books, τχ. 41, Ιούνιος 2013
[ 10. 3. 2014 ] |
|
|