|
| Συνεντεύξεις |
Συνέντευξη στην Ελένη Ζάχαρη |
"ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ"
Κύριε Κουτσουρέλη, σας καλωσορίζω στο "Από Καρδιάς" κι εύχομαι να είναι η συζήτησή μας "κηρόθι", όπως θα έλεγε κι ο Όμηρος. Συνήθως με τους καλεσμένους μας ξεκινάμε μιλώντας για τα παιδικά τους χρόνια, τις πρώτες εμπειρίες με την τέχνη ή το αντικείμενό τους. Θα θέλατε να μιλήσουμε γι’ αυτά;
Δεν ξέρω αν θα είχε νόημα. Ο πρωτοπρόσωπος αυτοβιογραφικός λόγος δημιουργεί στους αναγνώστες την πεποίθηση ότι για να καταλάβουν το όποιο έργο αρκεί να ανατρέξουν στις βιωματικές του πηγές. Πρόκειται όμως για ψευδαίσθηση. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Να τραβήξουμε τον αναγνώστη από το συναξάρι της αυτοβιογραφίας, πίσω ξανά, στην ουσία. Και να του δείξουμε ότι δεν χάνει τίποτα που αγνοεί τα πάντα για τη ζωή του Σαίξπηρ ή του Ομήρου, τα κείμενά τους τα ίδια του λένε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει. Κι αν αυτό ισχύει για τον Όμηρο ή τον Σαίξπηρ, πόσω μάλλον για μας…
Όμως σε μια "Από Καρδιάς" συζήτηση, δεν βρίσκετε εύλογο να ενδιαφέρονται οι αναγνώστες να γνωρίσουν τις αφορμές για την, ας πούμε, έναρξη της ποιητικής διαδρομής ή όποιας άλλης του φιλοξενούμενου μας;
Κατανοώ την πρόθεσή σας. Θα σας πρότεινα όμως να ξαναδούμε την έννοια του τίτλου και να την μεταφράσουμε ως εξής: "Από Καρδιάς" όχι πλέον του όποιου συγγραφέα, αλλά από καρδιάς του έργου, των κειμένων των ίδιων. Η καρδιά αυτού του έργου έχει να μας πει κάτι; Χτυπάει, μεταφέρει αίμα; Κι αυτό το αίμα πού διοχετεύεται; Ο αναγνώστης μπορεί να δει στο έργο κάτι που αφορά και τον ίδιο; Διότι αν αυτό δεν ισχύει, τότε όλα τα υπόλοιπα φοβάμαι είναι έωλα.
Θα θέλατε να μας πείτε, κ. Κουτσουρέλη, πότε αφυπνίζεται ο ποιητής μέσα σας;
Ο "ποιητής" αφυπνίζεται κάθε φορά που καθένας από μας σκύβει πάνω από λίγους στίχους, ένα ποίημα, ένα βιβλίο, και έχει την ψυχική και διανοητική δεκτικότητα που απαιτείται για να το απολαύσει. Θα έλεγα ότι η ποίηση είναι αυτή ακριβώς η διεργασία, η διαρκής, η αέναη αφύπνιση του "ποιητικού", της conditio poetica μέσα μας. Όπου "ποιητής", με αυτήν την έννοια, δεν είναι μόνο αυτός που γράφει αλλά κι αυτός που προσλαμβάνει, ο αναγνώστης που διαβάζει, ο ακροατής που παρακολουθεί. Όταν υπάρχει αυτή η δεκτικότητα για την οποία σας μίλησα, συμβαίνει τότε κάτι πολύτιμο όσο και παράδοξο: βγαίνουμε από το εγώ μας, ανακαλύπτουμε μια άλλη διάσταση των πραγμάτων. Όπως θα έλεγε ο Ελύτης, ο κόσμος εμπρός μας "ξανακαινουργιώνεται".
Για να το πω διαφορετικά. Ο τρέχων υποκειμενισμός ισχυρίζεται ότι το ποίημα, η έκφραση, το προσωπικό ύφος πηγάζουν από ένα βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα, από το οποίο και αναβλύζουν αμεσολάβητα όπως λίγο πολύ τα συναισθήματα. Από την πλευρά μου κλίνω προς την αντίθετη αντίληψη. Αυτήν που βρίσκω στον Σολωμό ή στον Έλιοτ, λ.χ., όταν μιλούν για την απόσβεση του Εγώ. Κατά τη γνώμη μου, δεν γράφουμε για να εκφράσουμε τον εαυτό μας. Τέτοιο πράγμα, ένα Εγώ πάγιο και σταθερό δεν υπάρχει. Εκφράζουμε βεβαίως αυτό που είμαστε, αλλά και όλα όσα υπήρξαμε ή μπορεί να γίνουμε. Ακόμη και αυτά που ποτέ δεν θα μπορέσει να ζήσει ή να αισθανθεί, ο ποιητής καλείται να τα εκφράσει, όπως λ.χ. όταν ως άντρας μιλάει διά στόματος μιας γυναίκας ή ανάποδα. Δίπλα στο Εγώ, ή στα Εγώ του, που έλεγε ο Παλαμάς, ο ποιητής εκφράζει το Εσύ, εκφράζει το Εμείς, εκφράζει τον Άλλο. Το ποιητικό Εγώ δεν είναι επομένως το στενό προσωπικό εγώ αλλά ένα εγώ πλατύ και καθολικό, ικανό να χωρέσει όλα τα υπόλοιπα.
Πόσο σας επηρέασαν οι σπουδές που κάνατε στη διαμόρφωση των απόψεών σας;
Είχα την τύχη να σπουδάσω νομικά. Λέω "τύχη" γιατί η μελέτη του Δικαίου με προσγείωσε σ’ ένα έδαφος πολύ πιο σκληρό, πολύ πιο αδρό, που μου επέτρεψε να δω και τη λογοτεχνία με τελείως διαφορετικό βλέμμα. Εξηγούμαι. Ο νομικός στα κείμενά του δεν κρύβεται πίσω από συναισθηματισμούς και περιστροφές, τα κοσμήματα του λόγου τον απωθούν. Προσπαθεί να είναι, όσο γίνεται, αυτό που λένε οι Γερμανοί sachlich, εμπράγματος, αντικειμενικός. Ο Σταντάλ έλεγε ότι πρότυπο του ύφους του είναι ο αστικός κώδικας. Γιατί; Μα επειδή ο ναπολεόντειος αστικός κώδικας του καιρού του υπήρξε ένα κατόρθωμα συμπύκνωσης, σαφήνειας και οικονομίας του λόγου, πολύτιμο ως παράδειγμα για κάθε συγγραφέα.
Όταν σας άκουσα στην εκπομπή "Άξιον εστί" με τον Βασίλη Βασιλικό, – συζητούσατε με αφορμή μάλιστα τη βράβευσή σας για τη μετάφραση του έργου του Novalis "Ύμνοι στη Νύχτα"– δεν σας κρύβω πως θαύμασα το βάθος των γνώσεών σας για τη γερμανική λογοτεχνία. Τι σας έστρεψε σ’ αυτή; Η ενασχόληση με τη μετάφραση; Οι σπουδές στη Γερμανία; Πού βρίσκονται τα ερεθίσματα;
Η σχέση μου με τη γερμανική λογοτεχνία και τη γερμανική σκέψη ξεκινά από την εφηβεία. Δεν νομίζω να υπήρξε συγγραφέας που να με συγκλόνισε περισσότερο από τον Νίτσε εκείνη την εποχή. Γερμανικά όμως έμαθα κατ’ ουσίαν στη χώρα των Γερμανών. Τότε ξεκίνησα να μεταφράζω κιόλας, δραστηριότητα που με ωφέλησε πολλαπλά. Γενικά, το μεταφραστικό πάρε-δώσε σε απαλλάσσει από πολλές αυταπάτες – για τη γλώσσα, την ιστορία, την λογοτεχνική σου παράδοση. Ειδικά η ενασχόληση με τα γερμανικά, σου δίνει το μέτρο της τεράστιας απόστασης –ψυχικής και διανοητικής– που χωρίζει την Ελλάδα από τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη. Αυτή η αίσθηση της ξενότητας, της ετερότητας στην αλλοδαπή, είναι πολύτιμη για όποιον θέλει να δει με νηφάλιο βλέμμα και τη δική του τη χώρα.
Απ’ ό,τι φαίνεται η Γερμανία υπήρξε καθοριστική για τις εξελίξεις της λογοτεχνικής – πνευματικής ζωής σας. Εκεί νομίζω συναντάτε και τον Παναγιώτη Κονδύλη. Ποια είναι η εμπειρία αυτής της συνάντησης;
Δεν συναντήθηκα με τον Παναγιώτη Κονδύλη στη Γερμανία, μολονότι τα βιβλία του τα διάβασα ουσιαστικά εκεί για πρώτη φορά. Είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του, ως μεταφραστής, στη σειρά "Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός" των Εκδόσεων Νεφέλη, της οποίας είχε την επιμέλεια, και να τον συναναστραφώ λίγο αλλά αρκετά για να πάρω μια γεύση του ανθρώπου. Τη γνώμη μου για τη σημασία του έργου του την έχω εκφράσει πολλές φορές στα κείμενα που κατά καιρούς έχω γράψει γι' αυτόν. Θεωρώ ότι ο Κονδύλης είναι ο σημαντικότερος στοχαστής που ανέδειξε ο νέος ελληνισμός καθώς και μία από τις σπουδαιότερες μορφές της ευρωπαϊκής σκέψης του 20ού αιώνα. Προσωπικά επέδρασε πάνω μου βαθύτατα και αυτό δεν αφορά μόνο τα δοκίμιά μου και τα όσα υποστηρίζω εκεί.
Νομίζω πως είναι ώρα να επιστρέψουμε στον ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη. Έχετε δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές από το 2000 ως το 2012 – τις αναφέρω και για τους αναγνώστες: "Ιστορίες του Ύπνου" (2000), "De arte amandi" (2004), "Αέρας αύγουστος" (2012). Διαφοροποιείται και πόσο και ως προς τι ο ποιητής του 2013 από τον ποιητή του 2000;
Αλίμονο αν αυτό δεν συμβαίνει. Ο Γιώργος Σεφέρης μάς δίδαξε ότι ο ποιητής γράφει την ιστορία του σώματός του. Το σώμα μας αλλάζει διαρκώς, αν δεν είσαι ικανός να συλλάβεις τις αλλαγές, προφανώς δεν είσαι σε θέση και να τις εκφράσεις, άρα χάνεις την επαφή με την ίδια την ποίηση. Γιατί το σώμα μας είναι το θέμα μας, κι όταν λέω σώμα εννοώ αυτή την ψυχονοητική ολότητα που περιλαμβάνει τη σκέψη, τη στάση, τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες, τη ματιά μας εντέλει πάνω στα πράγματα, τα οποία με τη σειρά τους διαρκώς μεταλλάσσονται. Με την έννοια αυτή, κρίνω, η απόσταση μεταξύ των βιβλίων μου είναι σημαντική. Ιδίως το τρίτο που είναι και το ωριμότερο, απέχει οφθαλμοφανώς από τα προηγούμενα δύο.
Ποιες είναι οι επιρροές που έχετε ως ποιητής;
Υπάρχουν πολλοί ποιητές και συγγραφείς που ενώ με έχουν επηρεάσει η παρουσία τους δύσκολα ανιχνεύεται στα γραπτά μου, και άλλοι που είναι ίσως περισσότερο ορατοί, αν και στην πραγματικότητα η τριβή μου μαζί τους είναι λιγότερο έντονη. Τι δείχνει αυτό; Δείχνει ότι οι δοσοληψίες μας με τον κόσμο συχνά μας ειρωνεύονται. Συχνά το μυστικό είναι καλά κρυμμένο. Αν και νομίζω πως ο ασκημένος αναγνώστης μπορεί να κάνει συσχετισμούς ουσιώδεις. Σε κάθε περίπτωση, ας μην το ξεχνάμε αυτό, σημαντική επιρροή πάνω μας δεν ασκούν μόνο τα κείμενα που διαβάζουμε. Τα πρόσωπα και τα πράγματα με τα οποία ήρθαμε σε επαφή, οι τόποι και οι εποχές που ζούμε μας επηρεάζουν εξίσου, ίσως και περισσότερο.
Σε ποιους απευθύνεται η ποίησή σας;
Με την τελευταία μου συλλογή προσπαθώ συνειδητά να απευθυνθώ στον κοινό αναγνώστη, τον common reader, με την έννοια που του δίνει η Βιρτζίνια Γουλφ. Σ’ εκείνον τον αναγνώστη δηλαδή ο οποίος δεν ενδιαφέρεται κατ’ ανάγκη για την ποίηση ή τη λογοτεχνία, πολλώ δε μάλλον δεν είναι ομότεχνος ή κριτικός ή εν πάση περιπτώσει επαγγελματίας του χώρου, έχει όμως λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και φιλέρευνη διάθεση. Το ακροατήριο της σημερινής ελληνικής ποίησης δυστυχώς έχει συρρικνωθεί δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες και με την εσωστρέφεια, τον ερμητισμό και την αγοραφοβία που το διακρίνει έχει κάνει τον κοινό αναγνώστη, για τον οποίο μίλησα, να πάρει διαζύγιο από τον ποιητικό λόγο. Αυτόν τον αναγνώστη, οφείλουμε να ξανακερδίσουμε.
"Ντιλετταντισμός", μια στάση απέναντι στην ποίηση που ανθίζει στη Γαλλία και στην Ιταλία κατά τον 19ο αιώνα. Η σχέση του με τη σημερινή εποχή; Όταν γράφετε για τους "ντιλεττάντες" σήμερα στην ποίηση, αυτό εννοείτε;
Όταν μιλάω για ντιλετταντισμό, προφανώς δεν το κάνω με την εύσημη έννοια του όρου. Ειδάλλως θα μιλούσα για ερασιτεχνισμό, λέξη με την οποία, τουλάχιστον ετυμολογικά, καταδεικνύεται ότι ερασιτέχνης είναι ο φιλότεχνος. Ως ντιλετταντισμό εννοώ το κακό χούι του Νεοέλληνα να νομίζει ότι όποιος παίρνει μολύβι και χαρτί στα χέρια του αυτομάτως δικαιούται να τιτλοφορείται ποιητής. Η αλήθεια είναι ότι η ποίηση είναι η φτηνότερη των τεχνών… Με μια μικρή επένδυση και τη συνεργασία ενός εκδότη, με το αζημίωτο πάντα, όλα γίνονται. Την προηγούμενη χρονιά εκδόθηκαν πάνω από 500 ποιητικές συλλογές. Για να σας δώσω ένα νούμερο σχετικό, οι συλλογές που εκδίδονται στις ΗΠΑ, χώρα η οποία έχει τριάντα τόσες φορές τον πληθυσμό της Ελλάδας, δεν ξεπερνούν τις χίλιες.
Αυτός ο εκδοτικός πληθωρισμός σε συνδυασμό με την αδράνεια της κριτικής και το περιρρέον κλίμα των δημόσιων σχέσεων, δημιουργούν μια κατάσταση όπου η ποίηση έχει πάψει πλέον να είναι σοβαρή τέχνη και έχει γίνει κάτι σαν χόμπυ, ένα ατέλειωτο παιχνίδι κοινωνικών συναναστροφών.
Με αφορμή το δοκίμιό σας για τον Κ. Π. Καβάφη και όχι μόνο, μια και συνήθως τα κείμενά σας προκαλούν έντονες κριτικές αντιπαραθέσεις, επιτρέψτε μου μια ερώτηση. Υπάρχει σήμερα κριτικός λόγος στην Ελλάδα;
Για να μην κατηγορηθώ για αχρείαστη ακρότητα, θα σας πω ότι κριτικός λόγος υπάρχει – στο μέτρο που υπάρχει γενικά αξιοκρατία και κριτική ιεράρχηση στη συλλογική μας ζωή. Όπως το κράτος μας αδυνατεί ή αρνείται να αξιολογήσει τους υπαλλήλους του ή οι δάσκαλοί μας τους μαθητές τους, όπως εμείς οι ίδιοι, ως πελάτες ή πολίτες, αγοραστές ή ψηφοφόροι, ανεχόμαστε τόσα και τόσα χωρίς ουσιαστικά να αντιδρούμε, ανάλογα ισχύουν και για τα πράγματα μας τα λογοτεχνικά. Όμως δεν μπορεί να είναι κανείς υπέρμετρα αυστηρός. Γιατί αυτό που συμβαίνει εντός της ελληνικής λογοτεχνίας, συμβαίνει και εκτός.
Αν στραφούμε στον ευρύτερο χώρο της πνευματικής δημιουργίας, θα δούμε αυτό που ονομάζουμε "πνευματικό άνθρωπο"; Κι αν ναι, ποια είναι η σχέση του με την κοινωνία; Με τα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει.
Αν "πνευματικός άνθρωπος" είναι ο ασχολούμενος μόνο με τα του πνεύματος, προφανώς και η σχέση του με την κοινωνία, τον κόσμο γύρω του, δεν θα είναι η καλύτερη δυνατή. Υποθέτω όμως ότι μιλάτε για τους λεγόμενους "διανοούμενους". Το πρόβλημα μ' αυτούς είναι ότι τρέφουν συνήθως μια εντελώς αυτάρεσκη εικόνα του κόσμου. Αντιμετωπίζουν τα πράγματα με αφετηρία τη δική τους στενή προοπτική, απορούν και εξίστανται μάλιστα όταν οι άλλοι δεν συμμερίζονται τη δική τους γνώμη. Ως επίγονοι των παλιών ιερέων αξιώνουν, πολλές φορές με κωμικές χειρονομίες, τον θώκο του ταγού αλλά όταν τους δώσεις να κάνουν κάτι πρακτικό, το συνηθέστερο ναυαγούν. Ο Κονδύλης έλεγε ότι "μόνο οι διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα απ’ όλους τους άλλους". Παρ' όλα αυτά, δεν μπορεί να αγνοεί κανείς ατιμωρητί την επιρροή που ασκούν στη δημόσια σφαίρα.
Πολλές φορές τοποθετείστε δημόσια σχετικά με την πολιτική κατάσταση της χώρας. Ποια είναι η σχέση σας γενικότερα με την πολιτική;
Στενή, υποθέτω. Οι Έλληνες έχουμε άλλωστε παραδοσιακά δεσμούς ασφυκτικού εναγκαλισμού με την πολιτική. Αν και συνήθως ως πολιτική καταλαβαίνουμε το αλισβερίσι με τα κομματικά γραφεία ή την άκρατη πολιτικολογία. Πάντως για έναν συγγραφέα, ειδικά για έναν ποιητή, το πεδίο της πολιτικής είναι προνομιακό. Του επιτρέπει να ασκήσει τη φημολογούμενη ευαισθησία του πάνω στο πιο τραχύ υλικό, να δοκιμάσει το βλέμμα του πάνω σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων σχέσεων, μακριά από τη σφαίρα του ιδεώδους και του ονειρικού. Κατά τη γνώμη μου, όλοι σχεδόν οι σημαίνοντες ποιητές έχουν μια άμεσα πολιτική πλευρά και είναι αυτή μάλιστα που υπογραμμίζει και επιβεβαιώνει τη φιλοδοξία τους ως δημιουργών. Μ’ αυτό δεν θέλω να υποτιμήσω την προσωποκεντρική χαμηλόφωνη έκφραση. Κάθε άλλο. Όμως μια κλίμακα θεματική και εκφραστική που δεν περιλαμβάνει τη δημόσια σφαίρα, αφαιρεί από την ποίηση, δεν προσθέτει.
Παρουσιάζοντας το βιβλίο του Α. Λοβέρδου, επισημάνατε την ανάγκη "εθνικής στρατηγικής" για την έξοδο της χώρας από την Κρίση. Αναφέρατε μάλιστα και τη ρήση του Π. Κονδύλη πως "οι λαοί χάνουν την ικανότητα της στρατηγικής σκέψης όταν ακριβώς τη χρειάζονται περισσότερο". Σε ποια κατάσταση βρίσκεται η χώρα σήμερα και ποιες προοπτικές έχει, κι αν έχει με τις παρούσες συνθήκες, για έξοδο από την Κρίση;
Διανύουμε ήδη την πέμπτη χρονιά της κρίσης, με μία έννοια όμως δεν έχουμε ξεκολλήσει ακόμα από την αφετηρία. Δεν έχουμε ακόμα αποκτήσει την αναγκαία αυτογνωσία ώστε να θέσουμε με ευθύτητα στον εαυτό μας το ερώτημα "τι μέλλει γενέσθαι" αν θέλουμε κάποια στιγμή να βγούμε απ’ το τέλμα. Είμαστε ακόμα παραδομένοι στη μοιρολατρία, που εξωτερικά κρύβεται πίσω από τη μάσκα της οργής και του ανατρεπτικού δήθεν λόγου. Όμως πρακτικούς τρόπους, ρεαλιστική διέξοδο ουδείς υποδεικνύει. Κι ενώ όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να τρέξουμε και βάζουμε τάχα τα δυνατά μας, σαν να μας κρατάει ένα αόρατο χέρι, ιδρωκοπούμε κάνοντας σημειωτόν. Όσο για το "εθνικό σχέδιο"; Πόσοι και πόσοι δεν το επαγγέλθηκαν… Ο Γιάννης Στουρνάρας, υπουργός των Οικονομικών μας, ήταν ειλικρινής όταν δήλωνε πρόσφατα ότι το μόνο υπαρκτό πολιτικό σχέδιο που έχει εκπονηθεί γι’ αυτή τη χώρα είναι δυστυχώς εκείνο των δανειστών μας. Αν το γεγονός μας πληγώνει, αν μάλιστα μας εξοργίζει, όπως λέμε, είναι καιρός να αναρωτηθούμε γιατί.
Ένα από τα κακώς κείμενα της Ελληνικής κοινωνίας είναι πλέον και το θέμα της βίας. Οι φωνές που υψώνονται για την κατάργησή της στράφηκαν ωστόσο εναντίον του Εθνικού Ύμνου και του Διονυσίου Σολωμού, όπως και εναντίον της ιστορίας άλλες φορές. Μπορεί τελικά να απαξιώνεται η λογοτεχνία κάθε στιγμή και το αίτημα για την απάλειψη ή και την κατάργηση εν τέλει της βίας, να αφορά παντού;
Ο Σολωμός κατηγορήθηκε ότι εξυμνεί τη σφαγή των Τούρκων κατοίκων της Τριπολιτσάς μετά την Άλωση της πόλης. Πράγματι, ο ποιητής εξυμνεί τη σφαγή. Όποιος όμως έχει διαβάσει εκείνες τις περίφημες στροφές του "Ύμνου εις την Ελευθερία", καταλαβαίνει γιατί. Και δεν χρειάζεται καν να διαβάσουμε τον Σολωμό. Αρκούν οι σκηνές της αριστείας του Αχιλλέα ή του Διομήδη στην Ιλιάδα, για να διαπιστώσουμε πόσο αναφαίρετο θέμα είναι για τη λογοτεχνία η βαναυσουργία μιας σφαγής. Αρκεί ένας Σαίξπηρ ή οι σκηνές των μεγάλων Τραγικών… Σε πείσμα των ηθικολόγων και των καθωσπρεπιστών, μέλημα της μεγάλης λογοτεχνίας δεν είναι να δείξει τον άνθρωπο καλύτερο απ’ αυτό που πραγματικά είναι. Σκοπός της είναι να δείξει τον άνθρωπο όπως όντως είναι.
Αντίστοιχα, όπως η μεγάλη λογοτεχνία συλλαμβάνει τον άνθρωπο σ’ όλες του τις εκδοχές, ποταπές και υπέροχες, υψηλές και χθαμαλές, χωρίς να τον κρίνει με τη μεζούρα της ηθικολογίας, έτσι και η ιστορία, γι’ αυτόν που θέλει να την διαβάσει στ' αλήθεια, μας δείχνει τον άνθρωπο με το πραγματικό του πρόσωπο. Και αυτό δεν έχει μόνο φωτεινή πλευρά. Η απόπειρα να λογοκρίνουμε επομένως τον Σολωμό, γιατί περί αυτού πρόκειται ουσιαστικά, δεν χειραφετεί τον άνθρωπο αλλά τον εγκλωβίζει στην ψευδαίσθηση του εαυτού του. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους εκτοξεύουν γενικές και αόριστες αρές κατά της βίας, του πολέμου, του ρατσισμού κ.ο.κ. Νομίζουν ότι εξαλείφοντας τις λέξεις θα εξαλείψουν και τα φαινόμενα που τις νοηματοδοτούν. Δεν αμφισβητώ τα κίνητρά τους που είναι συχνά ευγενή. Όμως ο Όμηρος και ο Σολωμός ξέρουν καλύτερα.
Για το τέλος, κύριε Κουτσουρέλη, θέλησα να αφήσω κάτι μάλλον ευχάριστο και αισιόδοξο. Τόσο για εσάς όσο και για το χώρο της λογοτεχνίας αλλά και των ελληνικών γραμμάτων, θα έλεγα. Την έκδοση του "Νέου Πλανόδιου"…
Ο Γιάννης Πατίλης, εκδότης του "Πλανοδίου", μετά από είκοσι έξι χρόνια ευδόκιμης διαδρομής, αποφάσισε πέρυσι να διακόψει την έκδοση του περιοδικού. Μια παρέα νεώτερων συνεργατών του κρίναμε ότι η παράδοση που εκείνος εγκαινίασε, δίνοντας βήμα στην ελεύθερη κριτική, τον αδέσμευτο λόγο, τη σοβαρή λογοτεχνία, πρέπει με κάποιον τρόπο να διασωθεί. Με τη δική του ενθάρρυνση, αποφασίσαμε λοιπόν να επιχειρήσουμε τη μεταβίωση του εγχειρήματος, μ' ένα καινούργιο περιοδικό υπό τη δική μου διεύθυνση. Αυτό θα έχει τον τίτλο "Νέο Πλανόδιον" ώστε να δηλωθεί η οφειλή και η συνέχεια. Τη στιγμή που μιλάμε είμαστε στην προετοιμασία του πρώτου τεύχους που θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο.
Λόγων Παίγνια, τχ. 28, Νοέμβριος 2013
[ 24. 12. 2013 ] |
|
|