Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Για τον Μαβίλη
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΟΝΕΤΤΟ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ







Καλή παράδοση το θέλει στις επετείους να ανοίγουν τα ερωτήματα. Εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Λορέντζου Μαβίλη και με το '12, το αφιερωμένο στη μνήμη του, ακόμη νωπό, τι πιο φυσικό από το να ρωτήσουμε κι εμείς: γιατί; Γιατί τιμούμε, γιατί θυμόμαστε τον Κερκυραίο ποιητή σήμερα; Τι είναι αυτό που έχει, αν έχει, ακόμη να μας πει;

Από τις απαντήσεις που κυκλοφορούνται ανάμεσά μας, όσες επιπολάζουν στις σκονισμένες μας γραμματολογίες ή διαδίδονται από αδράνεια ή κεκτημένη ταχύτητα, καμμιά δεν είναι τόσο προφανής όσο νομίζουμε. Το αντίθετο, πολύ συχνά είναι εσφαλμένες.

Έτσι λ.χ. δεν ισχύει διόλου ο ισχυρισμός ότι ο Μαβίλης είναι ο θεμελιωτής της σονεττογραφίας στην Ελλάδα. Αιώνες πριν, στα φραγκοκρατούμενα νησιά, προ παντός στην Κύπρο, ο πετραρχισμός και η καλλιέργεια αυτής της δύστροπης δεκατετράστιχης μορφής είχε δώσει στη γλώσσα μας άρτια, ενίοτε και λαμπρά αποτελέσματα. Σονέττα αξιόλογα θα βρούμε στην αυγή του 18ου αιώνα, στα "Άνθη Ευλαβείας" πιο συγκεκριμένα (1708). Σονέττα θα γράψουν ο Σολωμός, στα ιταλικά εκείνος, και οι ποιητές του κύκλου του, κάποτε υπέροχα, ο Πολυλάς ("Ερασιτέχνης"), ο Μαρκοράς ("Δύο") κ.ά. Σονέττα βρίσκουμε στους καθαρολόγους και τους ρομαντικούς - ο Μαβίλης και τα καλύτερα δικά του έπονται.

Εξίσου λίγο αληθεύει ο ισχυρισμός ότι ο Μαβίλης είναι ο κορυφαίος σονεττογράφος μας. Με κάθε βεβαιότητα, αυτός είναι ο Κωστής Παλαμάς. Ανάμεσα στα τόσα και τόσα δεκατετράστιχα του Παλαμά βρίσκει κανείς τον τελειότερο κύκλο, την αρτιότερη σύνθεση του είδους που διαθέτουμε: τις "Πατρίδες" (1895). Βρίσκει κανείς το πιο πολυστρώματο στοχαστικά σονέττο της γλώσσας μας, την ύψιστη "Αγορά" (1896). Βρίσκει τέλος, όψιμες κορυφές μιας τόσο μύχιας και προσωπικής γλώσσας (τους στίχους για την "καημένη θεια Βγενούλα", λ.χ.) που η άψογη μα κάπως μακρινή και ατσαλάκωτη τέχνη του Μαβίλη δεν τις ανέβηκε ποτέ. Αλλά και ο Παλαμάς να έλειπε, θα υπήρχε πάντα πιο πάνω απ' τον ποιητή της Κέρκυρας ένας Σικελιανός ("Σπάρτη", "Στον Ακροκόρινθο", "Ατζεσιβάνο"), ένας Βάρναλης ("Ορέστης"), ένας Πορφύρας ("Το στερνό παραμύθι"), ένας Καρυωτάκης ("Είμαστε", "Δημόσιοι υπάλληλοι").

Τέλος, ο Μαβίλης, κι ας λένε, δεν είναι τώρα πια ούτε ο αντιπροσωπευτικότερος σονεττογράφος μας. Ναι, είναι αλήθεια ότι ταύτισε τον εαυτό του με το είδος. Όμως η γνώμη ότι η εποχή του, έστω η εποχή του Παλαμά και των διαδόχων του, είναι η σημαντικότερη περίοδος της σονεττογραφίας μας, η εποχή μάλιστα όπου η μορφή του ελληνικού σονέττου φτάνει στην οριστική του τελείωση, για να παραχωρήσει κατόπιν τη θέση της σ' άλλες τεχνοτροπίες και άλλες μορφές, η γνώμη αυτή δεν ευσταθεί.

Για όσους παρακολουθούν από κοντά τα πράγματα και δεν φοβούνται τις συγκρίσεις, η σημαντικότερη εποχή της σονεττογραφίας μας είναι η σημερινή. Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1980, όταν πρωτοξεκινά η στροφή προς τις έμμετρες, αυστηρές μορφές, ο αριθμός των ποιητών που καλλιεργούν το είδος με αξιώσεις τις μέρες μας είναι μεγαλύτερος από εκείνον κάθε άλλης εποχής. Ποιητές όπως ο Διονύσης Καψάλης και ο Νάσος Βαγενάς, ο Μάρκος Μέσκος και ο Τάσος Κόρφης, ο Χρήστος Μπράβος και ο Μιχάλης Γκανάς, ο Ηλίας Λάγιος, ο Γιώργος Κοροπούλης, ο Γιώργος Κεντρωτής και ο Νίκος Παπαδόπουλος, η Άντεια Φραντζή και η Αγαθή Δημητρούκα, ο Βασίλης Λαλιώτης, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, αλλά και ακόμα νεώτεροι, ο Καπάνταης, ο Βαρθαλίτης, η Κολοτούρου, ο Σολδάτος, ο Ελευθεράκης, ο Βολκώφ, ο Ψαρράς, πλούτισαν και πλουτίζουν συνεχώς τα τελευταία χρόνια τη σονεττογραφία μας. Πατώντας απ' τη μια μεριά στην εμπειρία του ελεύθερου στίχου και της νεωτερικής ποίησης, κι απ' την άλλη σε μια πλατειά ελληνική, απαλλαγμένη οριστικά απ' τον στενό κορσέ της καθαρολόγας δημοτικής, που μέσα της και οι παλιοί ασφυκτιούσαν, ανανέωσαν δραστικά το ελληνικό σονέττο, το άπλωσαν σε νέα θέματα και νέα μέσα. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί από αυτούς δημοσιεύουν απ' ευθείας στο Διαδίκτυο. Εντυπωσιακά βελτιωμένες παρουσιάζονται και οι μεταφράσεις από την ευρωπαϊκή και αμερικανική σονετογραφία, κλασσική και σύγχρονη.

Ακόμη και με τα αυστηρότερα κριτήρια, ποιήματα όπως το "Υστερόγραφο" του Κοροπούλη, το "Σονέτο του σκοτεινού θανάτου" του Μπράβου, η "Φωνή από τα υπόγεια δώματα" του Λάγιου, συλλογές ολόκληρες όπως οι "Μέρες αργίας" και το '"Εδώ κι εκεί" του Καψάλη, η "Νήσος των Μακάρων" του Βαγενά στέκουν στο ίδιο ύψος με τα καλύτερα δείγματα της παραδεδομένης σονεττογραφίας μας. Συνολικά δε, το υπερβαίνουν.

Ώστε ο Μαβίλης δεν μπορεί να είναι πια ο αντιπροσωπευτικότερος σονεττογράφος μας γιατί η εποχή του δεν είναι πλέον αυτό που ήταν: το μόνο μέτρο σύγκρισης, το οριστικό σημείο αναφοράς. Για την ακρίβεια, αν καν διαβάζουμε σήμερα τον Μαβίλη, αν μπορούμε να τον διαβάσουμε ως ποιητή ζωντανό και όχι ως απολίθωμα μιας νεκρωμένης περιόδου, έκθεμα μουσειακό, το οφείλουμε ακριβώς σ' αυτό το κύμα των νεώτερων που με το έργο τους μας εξοικείωσαν εκ νέου με τη σονεττική μορφή και παρείχαν στον τωρινό αναγνώστη τα εφόδια, τις προσλαμβάνουσες δηλαδή παραστάσεις ώστε να εκτιμήσει γιατί εντέλει η τέχνη του Μαβίλη έχει σημασία, σε τι συνίσταται ακριβώς το επίτευγμά του.

Χάρη σ' αυτούς, μπορούμε σήμερα να δούμε τι υπήρξε στ' αλήθεια: ένας δημιουργός με ακοίμητη καλλιτεχνική συνείδηση, με πάθος για την καλλιέργεια της μορφής, με επίγνωση της ευθύνης. Επί δύο και τρεις δεκαετίες, ο Μαβίλης δουλεύει και ξαναδουλεύει το ίδιο πάντα μικρό σώμα ποιημάτων, με σκοπό τον μόνο σκοπό της τέχνης: την τελείωση. Με την υπομονή του ανθρώπου που δεν αφήνεται να τον παρασύρει η κακιά σειρήνα της δημοσιότητας, που δεν κολακεύει το κοινό, κι ας τον θαυμάζει, που έχει γνώση των ορίων του, αγωνίζεται να φτάσει τα όρια αυτά - και το κατορθώνει. Για πόσους άλλους από τους ποιητές μας, και τους πιο μεγάλους ακόμη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εξαντλούν τις δυνατότητές τους;

Αυτή είναι λοιπόν η μεγάλη αξία που έχει για μας ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης - και όχι άλλη. Μέσα στην προχειρότητα και τον ερασιτεχνισμό, μέσα στον ακατάσχετο πληθωρισμό που κατατρώει το πρόσωπο της ελληνικής ποίησης σήμερα, μέσα στον διαρκή συμφυρμό του καλού με το άθλιο, το παράδειγμά του μάς δείχνει το δρόμο. Και μόνο γι' αυτό τού αξίζει τιμή και μια θέση ψηλά - στο βάθρο των Δασκάλων.

Πρώτη δημοσίευση:
Αυγή της Κυριακής, 13. 1. 2013


[ 2. 7. 2013 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης