|
| Συνεντεύξεις |
Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη |
ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΠΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ
Π.Κ.: Ένα βραβείο για τη μετάφρασή σας του Νοβάλις, ένας "Αέρας αύγουστος" και μια κρίση ανάμεσά μας. Είναι καλή εποχή αυτή για τους ποιητές;
Κ.Κ.: Απ' ό,τι φαίνεται. Περισσότερο ίσως από τ' άλλα λογοτεχνικά είδη, η ποίηση δεν εξαρτάται από τις τάσεις του συρμού, από την πρόσκαιρη επικαιρότητα. Στις πυκνές στιγμές της ιστορίας, είναι λογικό να ανακάμπτει. Π.Κ.: Ο ποιητής όμως δεν επηρεάζεται από την επικαιρότητα;
Κ.Κ.: Και επηρεάζεται και οφείλει να επηρεάζεται. Ο λόγος του όμως δεν επιτρέπεται να είναι παροδικός και φευγαλέος. Το ποιήμα δεν συγχωρεί τη ρηχότητα. Τα επικαιρικά στοιχεία πρέπει να αποκτούν βαθύτερη διάσταση.
Π.Κ.: Αναφέρθηκα στην επικαιρότητα γιατί ο "Αέρας αύγουστος", η τελευταία σας ποιητική συλλογή, με την οποία επανήλθατε μετά από χρόνια στην ποίηση, αναδεικνύει έναν διαφορετικό Κουτσουρέλη, καθώς απομακρύνεται από το ιδιωτικό και ανασύρει την έννοια του δημόσιου.
Κ.Κ.: Προβληματίστηκα καιρό, γι' αυτό και τούτο το βιβλίο απέχει μια οκταετία από το προηγούμενο. Έβρισκα ότι η ελληνική ποίηση σήμερα είναι υπερβολικά εγωκεντρική και ιδιωτεύουσα. Ότι όλα τ' άλλα τα προσπερνάει ή δεν έχει τα εκφραστικά μέσα για να τα αποτυπώσει. Όμως αυτά ακριβώς ήθελα εγώ να περιγράψω, την κορδωμένη μεταολυμπιακή Ελλάδα λ.χ., τη λάμψη της επιφάνειας, τον τουριστικό τρόπο της ζωής μας. Κι ακόμα, τα μεγάλα συμβάντα που μας συγκλόνισαν τα τελευταία χρόνια, τις πυρκαγιές του 2007, τον Δεκέμβρη του 2008, τον Μάιο του 2010. Αναρωτιόμουν πώς μπορεί κανείς να εντάξει στον λόγο του τέτοια γυμνά εξωτερικά γεγονότα. Το βιβλίο είναι η απάντηση που κατάφερα να δώσω.
Π.Κ.: Γι' αυτό στον τίτλο του, αντί για τη ραστώνη του μήνα Αύγουστου, παραπέμπετε στην έννοια του επιθέτου "αύγουστος".
Κ.Κ.: Αύγουστος στα λατινικά σημαίνει ιερός, σεπτός, μεγαλειώδης. Στο βιβλίο η λέξη δηλώνει τη διπλή, ιάνεια όψη που έχει στα μάτια μου το ελληνικό καλοκαίρι: της απόλυτης ωραιότητας από τη μια και της καταστροφής, της ολέθριας Δίκης, από την άλλη. Το εκτυφλωτικό θέαμα της λαίλαπας που κατέκαψε τη χώρα το καλοκαίρι του 2007 υπήρξε η μήτρα των εικόνων που διατρέχουν όλο το ποίημα.
Π.Κ.: Όποιος αέρας φυσήξει, λοιπόν, μας παρασύρει;
Κ.Κ.: Ας μη γελιόμαστε, η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα την επαύριο της Ύβρεως. Ανάμεσα στο 2004 και το τώρα υπάρχει αιτιώδης συνάφεια. Το 2007, το 2008 πρωτοαισθανθήκαμε ό,τι διαπιστώνουμε έκτοτε συνεχώς, ότι δηλαδή είμαστε αβοήθητοι, ότι η μοίρα μας είναι στα χέρια άλλων, της τύχης, των δυνάμεων της φύσης, των ξένων δανειστών μας. Ωστόσο όλα αυτά ήταν προβλέψιμα. Ο λογαριασμός βαραίνει εμάς τους ίδιους. Σαράντα χρόνια τώρα φτιάξαμε μια κοινωνία παρασιτική, απαξιώσαμε συστηματικά τη δημιουργική εργασία. Το τερατώδες δημόσιο χρέος μας έχει το ανάλογό του σε όλους τους τομείς του κοινωνικού μας βίου. Και πνευματικά, και γλωσσικά, και ηθικά ακόμα, είμαστε μια χώρα βαθιά ελλειμματική, μια χώρα που πιθηκίζει και τρώει από τα έτοιμα.
Π.Κ.: Οι ποιητές, οι πνευματικοί άνθρωποι πώς στέκονται αυτή την περίοδο;
Κ.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι δυσκολεύονται. Οι πιο πολλοί, προσανατολισμένοι όπως είναι στη στενή ιδιωτικότητα και την ερμητική γλώσσα, αδυνατούν να προσλάβουν τις νέες ανάγκες.
Π.Κ.: Βλέπετε να εκφράζονται αυτές οι ανάγκες στο ελληνικό πολιτιστικό τοπίο;
Κ.Κ.: Υπάρχουν άνθρωποι σε όλες τις τέχνες που είδαν την κρίση ως γόνιμη πρόκληση. Είναι λίγοι ακόμη, όμως τα επόμενα χρόνια η φωνή τους θα ακούγεται όλο και πιο καθαρά. Από την άλλη, όταν βλέπω το Εθνικό μας Θέατρο να διερωτάται στο πρόγραμμά του διά στόματος Πολέμη "Τι είναι η πατρίδα μας" και ύστερα ν' ανεβάζει τις παραστάσεις που ανεβάζει, προβληματίζομαι. Πολλή επίφαση, πολύς εύκολος εντυπωσιασμός, μια σκηνοθετική πολυτέλεια γνωστή μας από τα προηγούμενα χρόνια. Αντίθετα σε μικρές σκηνές παίζονται έργα ολόφρεσκα που μας αφορούν όλους.
Π.Κ.: Μιας και ήρθε στην κουβέντα, αλήθεια για σας "τι είναι η πατρίδα μας";
Κ.Κ.: Στον "Αέρα αύγουστο" επαναλαμβάνω αυτούσια την απάντηση του ίδιου του Πολέμη: "Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα". Και η επιτυχία και ο θρίαμβος, και η σήψη και η παρακμή, λοιπόν... Πριν όμως και από την απάντηση, το σημαντικό είναι να διατηρήσουμε το ερώτημα ζωντανό. Ζωντανή είναι η σχέση που διαρκώς αλλάζει και μεταβάλλεται, που δεν είναι δεδομένη. Η σχέση μας με την ελληνική φύση, την ελληνική ιστορία, την ελληνική γλώσσα είναι τέτοια. Κάθε γενιά καλείται να την αναπροσδιορίσει.
Π.Κ.: Κι όμως φτάσαμε σε σημείο ακόμα και να ντρεπόμαστε να χρησιμοποιούμε κάποιες λέξεις όπως "πατρίδα". Και ξαφνικά τις συναντήσαμε σε στόματα ανάρμοστα, στη Χρυσή Αυγή...
Κ.Κ.: Η μεταπολιτευτική Ελλάδα ξιπάστηκε ότι ξεπέρασε πια τον επαρχιωτισμό της, το βαλκανικό της παρελθόν, ότι είχε πλήρως εξευρωπαϊστεί. Νόμισε ότι μπήκε στον αυτόματο πιλότο. Γιατί να ενδιαφερθεί λοιπόν για τις πατρίδες και τα σύνολα; Το μέλλον έμοιαζε εύκολο. Τώρα που τα πράγματα άλλαξαν και αναζητούμε εναγώνια στήριγμα στον διπλανό μας, στη χαμένη συλλογικότητα, ανακαλύπτουμε ξανά τις φθαρμένες λέξεις. Τι ειρωνεία όμως να μιλούν για έθνος και πατριωτισμό οι ίδιοι εκείνοι γραφικοί κοσμοπολίτες της πολιτικής που μας φέραν ώς εδώ. Και τι τραγωδία οι ίδιες λέξεις να καταρρακώνονται στο στόμα των φορέων της πιο χυδαίας φασίζουσας βίας. Όμως έτσι είναι οι λέξεις, σαρκαστικές. Όταν τις περιφρονούμε, εκδικούνται.
Π.Κ.: Υπ' αυτές τις συνθήκες και με την απειλή των λέξεων παρούσα, ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης μπορεί να περιορίζεται μόνο στο έργο του;
Κ.Κ.: Υπάρχουν σπουδαίοι ποιητές, σημαντικοί καλλιτέχνες που στο έργο τους είναι εσωστρεφείς. Αυτό πρέπει να το σεβαστούμε. Ωστόσο, όταν βλέπει κανείς πόσο λίγο αντίκτυπο έχουν τα δημόσια πράγματα στην ποίηση που συνολικά γράφεται σήμερα, όταν βλέπει πόσο λίγη πραγματικότητα περισώζεται στις πεντακόσιες τόσες ποιητικές συλλογές που εκδίδονται κάθε χρόνο, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί. Μια τέχνη που αποκλείει τη δημόσια σφαίρα δεν μπορεί να αξιώνει να είναι τέχνη καθολική. Αντικειμενικά η σημασία της συρρικνώνεται. Η ελληνική ποίηση στις μεγάλες της στιγμές ήταν ταυτόχρονα τέχνη του Εγώ και του Εμείς. Μ' αυτή την παράδοση καλούμαστε τώρα να ανασυνδεθούμε. Αλλά και έξω από το έργο του ο ποιητής έχει δημόσιο λόγο, είναι διανοούμενος με την αρχική έννοια του όρου: διανοείται, στοχάζεται και εξωτερικεύει όσα οι γύρω του διαισθάνονται ίσως, αλλά δεν είναι πάντα σε θέση να διατυπώσουν με ακρίβεια.
Π.Κ.: Σαν να μου λέτε δηλαδή ότι ο ποιητής της σήμερον πρέπει να τολμήσει να γράψει για τον αναγνώστη κι όχι για τον εαυτό του, ότι δεν είναι ντροπή, διάολε, να μιλήσει ο ποιητής για τη φτώχεια, για την ανεργία...
Κ.Κ.: ...για την αποτυχία, την απόγνωση, τα συλλογικά και ατομικά αδιέξοδα. Τι πιο φυσικό; Η ποιητική ευαισθησία πρέπει να συνδέει, όχι ν' αποκόπτει από τον άλλο. Η αντίληψη ότι ο ποιητής είναι ένα παραφουσκωμένο Εγώ που δεν ξέρει παρά να μονολογεί είναι αφόρητα ναρκισσιστική. Από τον Σολωμό ώς τον Ελύτη, όλοι οι μεγάλοι μας ποιητές ήταν πάντα οι πιο ικανοί καταγραφείς των εθνικών και των κοινωνικών κραδασμών. Το νήμα χάθηκε την τελευταία τριακονταετία και ήρθε η ώρα να το ξαναπιάσουμε. Δεν είναι μόνο η ματιά μας που πρέπει να διευρυνθεί, πρέπει και τα εκφραστικά μας μέσα να αλλάξουν. Είναι καιρός η ποίηση να γίνει αμεσότερη, ευθύτερη, σαφέστερη, να ανοιχτούμε ξανά στο ευρύ ακροατήριο. Ο έπαινος της συντεχνίας δεν μπορεί να είναι πια η μόνη μας φιλοδοξία, ο μόνος μας σκοπός.
Αυγή, Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012 [ 24. 12. 2012 ]
|
|
|