Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 


 Συνεντεύξεις

«Πώς ήταν κάποτε η Ελλάδα»

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ ΚΑΙ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ ΑΝΑΤΕΜΝΟΥΝ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’30





Του Ηλία Μαγκλίνη


Την οδό Κριεζώτου 3 είχαμε ορίσει ως σημείο συνάντησης με τους συγγραφείς Αντώνη Ζέρβα και Κώστα Κουτσουρέλη. Μπροστά στην είσοδο της Πινακοθήκης Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του Μουσείου Μπενάκη, που μόλις είχε ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό. Προτού μπούμε μέσα, από την Πανεπιστημίου ακούσαμε κόρνες και ιαχές: μικρή ομάδα μοτοσικλετιστών με νεοναζιστικού τύπου συνθήματα. Ειρωνεία: μπαίναμε και οι τρεις σε ένα γνήσιο αθηναϊκό αρχοντικό του Μεσοπολέμου, στο σπίτι-μουσείο μιας εξέχουσας μορφής της Γενιάς του ’30, και λίγα μέτρα μακριά μας θορυβούσαν μεταλλαγμένα κατάλοιπα της πιο σκοτεινής, καταστροφικής πτυχής του Μεσοπολέμου.

Ωστόσο, με το που περάσαμε στην πρώτη αίθουσα, στο ισόγειο, όπου εκτίθεται ένα αστικό σαλόνι, από την πατρική κατοικία της Λίτσας Παπασπύρου στο Παρίσι, αφήνουμε τη μαυρίλα πίσω μας. Κι όσο ανεβαίνουμε τους ορόφους, με αποκορύφωμα τις βιβλιοθήκες και το ατελιέ του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη και διανοουμένου, το αίσθημα της ευφορίας γίνεται ακόμα πιο έντονο. Ο Κώστας Κουτσουρέλης (το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του οποίου, Αέρας Αύγουστος, από τις εκδόσεις Περισπωμένη, κυκλοφόρησε φέτος), προβαίνει αμέσως σε πικρές συγκρίσεις με το σήμερα, νιώθοντας ότι όπως και τότε, που η Ελλάδα βίωσε μια εθνική καταστροφή, κάτι ανάλογο βλέπει ως πολύ πιθανή εξέλιξη και σήμερα.


Η διάρκεια του ελληνισμού

Ο Αντώνης Ζέρβας (το δικό του βιβλίο, κείμενα που ακροβατούν ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο με τον τίτλο Καυσοκαλύβης, θα κυκλοφορήσει άμεσα από τις εκδόσεις Ίνδικτος) διαφωνεί με αυτή τη διαπίστωση. Πρόκειται για δύο φίλους που πολύ συχνά συμφωνούν διαφωνώντας - και το αντίστροφο. «Η Γενιά του ’30», λέει ο Αντώνης Ζέρβας, «είναι η σημαντικότερη έκφραση της ιδέας ότι η Ελλάδα είναι μια μεγάλη διάρκεια, ο ελληνικός κόσμος γενικά. Με τη Γενιά του ’30 αντιλαμβανόμαστε, για πρώτη φορά ίσως, ότι το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος μπορεί και να ήταν ένα ιστορικό λάθος. Από αυτή την άποψη, τότε τέθηκαν όλα εκείνα τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κοντά ίσως σε αυτή την ιδέα περί εθνικής καταστροφής, που λέει ο Κώστας, είναι ίσως η πρώτη γενιά που αντιλαμβάνεται ότι, ακριβώς λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και της εκπτώσεως της Μεγάλης Ιδέας, το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, έτσι όπως σχηματίστηκε, μπορεί να είναι και ένα ιστορικό λάθος, διότι ο ελληνισμός είναι μια μεγάλη διάρκεια. Ο ελληνισμός δεν είναι συνάρτηση του ελληνικού κράτους αλλά έχει πολλές μορφές. Αναζητεί να επιβιώσει μέσα στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης ενότητας την οποία σήμερα συμβολίζει η Ευρώπη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να απεμπολήσουμε το εθνικό κράτος, αλλά είναι η στιγμή να σκεφθούμε τώρα όλα αυτά τα πράγματα. Μας τη δίνει η κρίση αυτή την ευκαιρία. Η Ελλάδα εκτός Ευρώπης είναι ένα ιστορικό κεφάλαιο. Εντός Ευρώπης όμως είναι μια συνεχής ψευδαίσθηση. Ολα τα γραπτά της Γενιάς του ’30 είναι σα να προφητεύουν αυτό που ζούμε σήμερα. Αναζητούσε μιαν αρχετυπική αντίληψη του ελληνισμού. Την Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη, ως κάτι αυθεντικό όμως».

Η ιστορία μιας αποτυχίας

Καθώς κινούμαστε μέσα στο εσωτερικό ενός κτιρίου, στο οποίο ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας έζησε σχεδόν μισό αιώνα (το 1989 ολόκληρο το κτίριο κληροδοτήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη από τον καλλιτέχνη, μαζί με το περιεχόμενο του εργαστηρίου και της κατοικίας του), ερχόμαστε σε επαφή με την Ελλάδα μιας άλλης εποχής. «Ο Ελύτης έλεγε ότι το ελληνικό κράτος απέτυχε», σχολιάζει ο Κώστας Κουτσουρέλης. «Η Γενιά του ’30 και αυτό το μουσείο είναι η ιστορία μιας αποτυχίας. Διότι σήμερα δεν είμαστε οι κληρονόμοι της Γενιάς του ’30. Τα διάφορα λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά ρεύματα αποτυγχάνουν και κάθε φορά κάποιος πιάνει πάλι το νήμα από την αρχή. Δεν υπάρχει συνέχεια όμως έτσι. Τώρα, στεκόμαστε στα ερείπια της Γενιάς του ’30 και προσπαθούμε να ψηλαφήσουμε τα δικά της βήματα. Βήματα που έχουν γίνει και εμείς καλούμαστε να τα επαναλάβουμε. Μόνο που τώρα το πλανητικό πεδίο έχει αλλάξει και δεν ξέρουμε ποια θα είναι η πορεία της Δύσης που τόσο είχε επηρεάσει εκείνη τη γενιά».


Καμία σχέση με τη διανόηση

Στο σαλόνι του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, ο Αντ. Ζέρβας αναζητεί την περίφημη Ύδρα του, ενώ μπροστά στη βιβλιοθήκη του με το γυμνό γκρι τσιμέντο και την ωραία πολυθρόνα με το υποπόδιο και το ενσωματωμένο αναλόγιο ανάγνωσης, απλώς σωπαίνουμε. «Εχεις την αίσθηση ότι θα βγει ο ιδιοκτήτης και θα σε πετάξει έξω», παρατηρεί ο Κ. Κουτσουρέλης. «Είσαι σαν εισβολέας. Μοιάζει πάντως σα να ήξερε ότι κάποτε αυτό το σπίτι θα γίνει μουσείο. Έμεινε σαράντα χρόνια εδώ. Ισως να το ήξερε από την αρχή, να το σχεδίαζε για μουσείο. Είναι εκπρόσωπος της πλέον καταρτισμένης γενιάς που ανέδειξε η νεότερη Ελλάδα. Πρόφτασε να δημιουργήσει και μέσα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Έδρεψε τους καρπούς του Βενιζέλου, του εκσυγχρονισμού του, της ωρίμανσης. Αυτό ανακόπτεται σιγά σιγά μεταπολεμικά, με την ανάδυση του κόσμου των διανοουμένων της Αριστεράς. Είναι η περίοδος που η αστική τάξη χάνει τους δικούς της διανοουμένους. Εκεί επικρατεί το ουτοπικό, μαρξιστικό όραμα μιας άλλης, καλύτερης κοινωνίας και μαζί με αυτό σβήνουν οι δυνατότητες ενός εσωτερικού διαλόγου. Οι αστοί διαλέγονται μεταξύ τους, οι Έλληνες αριστεροί πολύ σπάνια. Η Μεταπολίτευση μάς κληροδότησε αυτού του είδους την κατάρα. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν αστικά, υποτίθεται, κόμματα στην Ελλάδα που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τη διανόηση, με την τέχνη, τόσο που είναι παρωδία να βλέπει κανείς τον Αντώνη Σαμαρά να επικαλείται τον Ελύτη. Το δε ΠΑΣΟΚ ουδέποτε είχε σχέση με διανοουμένους, απλώς δανείστηκε μερικούς από τον κόσμο της ανανεωτικής Αριστεράς. Οι σημαντικοί αριστεροί διανοούμενοι έφυγαν στο εξωτερικό, με το Ματαρόα, το 1945. Οπότε, πώς καλύφθηκε το κενό; Με μιμήσεις. Τη δεκαετία του ’70 όλοι οι Ελληνες διανοούμενοι ήταν μεταμαρξιστές. Αλτουσέρ, Πουλαντζάς κ.τ.λ. Τη δεκαετία του ’80 άρχισαν να στρουκτουραλίζουν. Φουκώ κ.τ.λ., και μετά το 1989 έγιναν ξαφνικά φιλελεύθεροι, οπαδοί της πολυπολιτισμικότητας και ενός ανοιχτού, αμερικανικού κόσμου».


«Αξίζω;»

Πέφτουμε πάνω σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία: ο Γκίκας, «σαν Ιταλός ευγενής», όπως λέει ο Αντ. Ζέρβας, με έναν πολύ νεανικό, αποφασιστικό Κατσίμπαλη και έναν εξίσου αριστοκρατικό Άγγελο Κατακουζηνό στο πλάι του. «Πώς ήταν κάποτε η Ελλάδα», λέει με έκδηλο θαυμασμό ο Αντ. Ζέρβας. «Αυτό νομίζαμε ότι θα ζήσουμε όταν ήμαστε μικροί. Ότι θα είμαστε συνέχεια αυτού του πράγματος».

Κοιτώντας σε μιαν άλλη φωτογραφία τον Νίκο Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Καρύδη και τον Πατσιφά, θυμάμαι ότι τους εκπροσώπους της γενιάς αυτής τους έχουν χαρακτηρίσει "αυστηρούς". «Απλώς δεν κολάκευαν τους νέους», λέει ο Αντ. Ζέρβας. «Ήταν η γενιά της αξιοπρέπειας. Η επιτυχία δεν ήταν ένα πράγμα που το αρπάζεις. Ακόμη κι αν σου δινόταν η ευκαιρία να επιτύχεις, μέσα σου είχες ένα βάρος. Έλεγες: αξίζω;»

Καθώς κοιτάζουμε έργα του Σικελιώτη, ο Αντ. Ζέρβας θυμάται πώς πίνακές του γίνονταν ημερολόγια από την Εθνική Τράπεζα. «Μετά κόβαμε τις σελίδες και τις κορνιζάραμε», λέει.

«Τελικώς, η γενιά της Μεταπολίτευσης γαλουχήθηκε με το αντίθετο της Γενιάς του ’30: με τη μη μαθητεία», υπογραμμίζει ο Κ. Κουτσουρέλης. «Για τη Γενιά του ’30, η μαθητεία, ο εσωτερικός διάλογος με δημιουργούς απ’ το παρελθόν, ήταν κανόνας. Η Μεταπολίτευση βρίσκεται στον αντίποδα της Γενιάς του ’30. Η μεταπολυτεχνική περίοδος, μετά το 1981, ήταν η γενιά του ξοδέματος. Το μόνο που μας δίδαξε η Μεταπολίτευση είναι μια χυδαία εκδοχή της δυτικής αυτοπραγμάτωσης, δηλαδή, να εκφράσεις τον εαυτό σου». Στο ατελιέ του ζωγράφου, η ατμόσφαιρα είναι περίπου υποβλητική. Δεν θέλεις να βγεις από κει μέσα. «Η Γενιά του ’30 είχε τεράστια αυτοπεποίθηση και το βλέπεις στον χώρο αυτό του Γκίκα. Πίστευαν στον εαυτό τους, πολύ μεγάλη υπόθεση. Εμείς σήμερα είμαστε στο χώμα».





Η Ευρώπη των Βρυξελλών

Ο Αντ. Ζέρβας ακούγεται κάπως πιο αισιόδοξος, «πυροβολώντας» με έναν αφορισμό: «Η ανησυχία δεν είναι για το μέλλον αλλά για το παρελθόν». Λίγο αργότερα κάνει λόγο για τη διαφορά ανάμεσα σε έναν «ήπιο εκσυγχρονισμό» της Ελλάδας και έναν «καλπάζοντα» στη Δύση. «Στον ήπιο εκσυγχρονισμό η γενιά του ’30 είδε τη διάρκεια της αυθεντικότητας. Γι’ αυτό έχεις έναν Φίλιπ Σέραρντ να κατεβαίνει από την Αγγλία για να ζήσει στην Ελλάδα».

Με εντυπωσιάζουν οι συλλογισμοί του και ο ενθουσιασμός του, αλλά τον ακούω μάλλον δύσπιστα. Τον ρωτώ αν στη στάση αυτή εκείνης της γενιάς δεν υπήρξε τελικώς μια αποτυχία. Σχεδόν με προλαβαίνει: «Και βέβαια απέτυχε πλήρως το όραμά τους, το αίτημά τους. Υπάρχει όμως κάτι σημαντικό εδώ: είναι άλλο το ευρωπαϊκό πνεύμα και άλλο η Ευρώπη των Βρυξελλών. Η δεύτερη έχει μεγάλη ισχύ αλλά δεν έχει τον Χάμπερμας, δεν έχει τον κόσμο των ιδεών μαζί της. Δεν είναι η Ευρώπη των Βρυξελλών που οραματιζόταν η δική μας Γενιά του ’30».

Εδώ παρεμβαίνει ο Κ. Κουτσουρέλης. «Αυτό που λέει ο Αντώνης περί βίαιου και ήπιου εκσυγχρονισμού δείχνει το στίγμα της νεοελληνικής αποτυχίας. Ήπιο εκσυγχρονισμό μπορεί να κάνει μόνον αυτός που ελέγχει τα πράγματα. Αυτός που τον εφευρίσκει. Η Δύση είχε για ένα διάστημα αυτή τη δυνατότητα. Η Ελλάδα ουδέποτε. Όσο και αν προσπάθησε, ο εκσυγχρονισμός της δεν ήταν αρκετά ταχύς για να της εξασφαλίσει έναν συγχρονισμό με το έξω. Οπότε έφτανε σε ένα σημείο, κάτι είχε φτιάξει, αλλά το αναιρούσε και έπρεπε μετά να το ξαναφτιάξει εκ του μηδενός. Αυτή είναι η νεοελληνική τραγωδία. Ο βράχος του Σίσυφου. Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως ό,τι είναι η Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η Ευρώπη σε πλανητικό επίπεδο. Η Δύση βλέπει κάποιους άλλους να την προσπερνούν και αγωνιά να εκσυγχρονιστεί βιαίως, θυσιάζοντας ό,τι αυθεντικότερο έχει. Αυτό κάποτε το έζησαν η Κίνα του Μάο και η Ρωσία των μπολσεβίκων. Τώρα ήρθε η ώρα να το ζήσει και η Δύση. Ευρώπη και Αμερική».


Καθημερινή της Κυριακής, 3 Ιουνίου 2012



[ 29. 6. 2012 ]

 


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης