ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ
ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Θα ξεκινήσω από τα αυτονόητα. Η γερμανόφωνη ποίηση του 20ού (μ’ ένα κάποιο ρίσκο θα προσέθετα τώρα πια σ’ αυτήν κι εκείνη του τωρινού, νεαρού ακόμη, 21ου αιώνα), ενδιαφέρει για τη λογοτεχνική της σημασία. Κι αυτή η σημασία είναι τόση, ώστε μας επιτρέπει να μιλάμε για μια από τις κορυφαίες ποιητικές παραδόσεις του καιρού μας.
Παραταύτα, εικόνα γενική αυτής της ποίησης, συστηματική, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ώς τις μέρες μας δεν έχει σχηματίσει. Ορισμένα ονόματά της μας είναι βεβαίως γνωστά, κάποτε σε βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Γκέοργκ Τρακλ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πάουλ Τσελάν – ο κατάλογος σταματάει εδώ. Κάποιοι άλλοι της εκπρόσωποι, από τον Στέφαν Γκεόργκε ώς την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, μας έχουν επίσης συστηθεί αρμοδίως, είναι όμως ζήτημα τι ακριβώς συγκρατήσαμε από αυτούς. Κατά τα λοιπά, που είναι πάμπολλα, ακόμη και κειμένα θεμελιώδη είναι στη γλώσσα μας ακόμη αφανή, αφού παραμένουν αμετάφραστα. Εξίσου απουσιάζουν οι εκτενείς ανθολογίες, που θα αναπλήρωναν τέτοιες ελλείψεις. Η ογκώδης εκείνη του Δικταίου μετράει τριάντα και περισσότερα έτη ζωής. Ακόμη και η μικρή επιλογή του Αντώνη Τριφύλλη πρωτοπαρουσιάστηκε δεκαετίες ολόκληρες πριν.
Χειρότερη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά τον λόγο περί ποιήσεως που αρθρώθηκε στις γερμανόφωνες χώρες τον καιρό που μας απασχολεί, δοκίμια και κείμενα θεωρητικά δεν διαθέτουμε παρά ελάχιστα στα ελληνικά. Στο απουσιολόγιο προσθέστε και τα κείμενα της δευτερεύουσας βιβλιογραφίας, τα σχολιαστικά, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα είδος εισαγωγής ή αν θέλετε προπομπού στην αγεωγράφητη ενδοχώρα.
Πού οφείλεται η μεταφραστική μας υστέρηση; Πρόκειται μόνο για εκδοτική σύμπτωση, για δική μας προσληπτική ολιγωρία; Προτού αρχίσουμε ν’ αναζητούμε μονήρες συμπέρασμα, ας πω ήδη εξ αρχής ότι οι λόγοι είναι πολλοί. Θα σας απαριθμήσω μερικούς.
Ο πρώτος λόγος είναι γλωσσικός. Έως τον Μεταπόλεμο τουλάχιστον, ο κύριος πόρος που συνέδεε την ελληνική λογοτεχνία με τη σύγχρονή της ευρωπαϊκή ήταν τα γαλλικά. Σταδιακά μετά το 1950, τέτοιος πόρος γίνονται τα αγγλικά, σήμερα πλέον τα αμερικανικής κοπής. Από μεταφραστικής πλευράς, το αποτέλεσμα αυτού του γλωσσικού προσανατολισμού είναι ότι ακόμη και ελάσσονες Γάλλοι ή Αγγλοαμερικανοί ποιητές της περιόδου που μας αφορά, μεταφράζονται και διαδίδονται στη γλώσσα μας συχνότερα και ευκολότερα από τους Γερμανούς ομοτέχνους τους, ακόμη και τους μείζονες, της ίδιας περιόδου. Η περίπτωση του Γκόττφρηντ Μπεν είναι εδώ η πιο χαρακτηριστική. Ο κορυφαίος, για πολλούς, Γερμανός ποιητής του 20ού αιώνα, μας είναι, ακόμη και κατ’ όνομα, ελάχιστα γνωστός. Το ίδιο συμβαίνει με την λαμπρή πλειάδα των συνοδοιπόρων του, που εκδηλώθηκαν τη δεκαετία του 1910 με το κίνημα του εξπρεσσιονισμού. Ακόμη και ένα ευρωπαϊκής περιωπής κίνημα όπως ο ντανταϊσμός, έχει φτάσει στ’ αφτιά μας διά της τεθλασμένης, μέσω της γαλλικής γλώσσας δηλαδή. Πολλοί αγνοούν ότι το νταντά είναι γέννημα πρωτίστως της γερμανόφωνης λογοτεχνίας.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ποιητική μορφή. Μεγάλο μέρος της γερμανικής νεωτερικής ποίησης, και τονίζω αυτό το νεωτερικής, γράφτηκε και γράφεται έως σήμερα σε παραδοσιακές, αυστηρές μορφές. Ο ελεύθερος στίχος, μολονότι κυρίαρχος, δεν μονοπώλησε ποτέ εντελώς το τεχνοτροπικό προσκήνιο. Από την άλλη, εδώ σ’ εμάς, η μονοκαλλιέργεια του ελεύθερου στίχου άρχισε να υποχωρεί σχετικά προσφάτως. Μεταφραστικά, η τεχνοτροπική αυτή μονομέρεια σήμαινε ότι ένα μεγάλο και κρίσιμο τμήμα της γερμανόφωνης ποίησης του 20ού αιώνα δεν γινόταν να μεταφραστεί επαρκώς στα ελληνικά, ήδη λόγω της έλλειψης των τεχνικών εφοδίων που θα επέτρεπαν στους έλληνες μεταφραστές της να την προσεγγίσουν. Όσο για τις απόπειρες που έγιναν ή γίνονται ακόμη και σήμερα να μεταγλωττιστούν οι έμμετρες και ομοιοκατάληκτες φόρμες σε ελεύθερο στίχο, τις περισσότερες φορές, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, απέδωσαν πολύ φτωχά, ενίοτε και εντελώς απαράδεκτα αποτελέσματα.
Δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και για πολλές από τις ελληνικές μεταφράσεις ποιημάτων το πρωτότυπο των οποίων γράφτηκε απευθείας σε ελεύθερο στίχο. Όπως έδειξε ο Νάσος Βαγενάς παλαιότερα, καθώς “οι ποιητές και οι μεταφραστές του ελεύθερου στίχου δεν είναι ασκημένοι στο να γράφουν έμμετρο στίχο… αδυνατούν ή δυσκολεύονται να προσδιορίσουν κατά τη μετάφραση την εσωτερικότερη προσωδιακή τάξη των ξένων ποιημάτων”. Όμως, “δεν μπορεί κανείς να γράψει καλόν ελεύθερο στίχο, αν δεν είναι σε θέση να γράψει καλόν έμμετρο”. Η υπερβολική προσκόλληση στο γράμμα, η ατολμία, η απροθυμία των μεταφραστών να αναλάβουν το όποιο ρίσκο, είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από αποδόσεις άγευστες, μηχανικές, χωρίς δική τους λογοτεχνική αξία.
Για μορφικούς λόγους, δύσκολη είναι και η απόδοση στα ελληνικά εκείνων των Γερμανών ποιητών που καταφεύγουν στα μέσα της οπτικής ή ακουστικής ποίησης. Τα ποιήματα της Χέρτα Μύλλερ, λ.χ., της τιμημένης εσχάτως με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, είναι μια τέτοια περίπτωση. Γραμμένα σε μορφή ταυτοχρόνως καταλογάδην και ομοιοκατάληκτη, παραπέμπουν επιπλέον στην παράδοση του εικαστικού κολλάζ, ξεπερνούν επομένως κατά πολύ τις δυνατότητες του αποκλειστικώς γλωσσικού μεταφραστή.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με κάποιες ιδιάζουσες θεματικές πλευρές της γερμανικής λογοτεχνικής παράδοσης. Δεν ξέρω πόσο γνωστό είναι λ.χ. ότι από τον καιρό του Ζαν Πάουλ τουλάχιστον, οι κωμικοί, σατιρικοί ή και απλώς ευθυμογράφοι συγγραφείς συνιστούν εξέχον ρεύμα στο εσωτερικό των γερμανικών γραμμάτων. Αυτό δυναμώνει τον 20ό αιώνα και στην ποίηση, πέραν του Μπρεχτ, τα σατιρικά του οποίου μας είναι κάμποσο γνωστά, θα δώσει μια σειρά από ιδιαίτερα δημοφιλή ονόματα: Κρίστιαν Μόργκενστερν, Έριχ Καίστνερ, Γιόαχιμ Ρίνγκελνατς, Ερνστ Γιαντλ, Πέτερ Ρύμκορφ, Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ είναι μερικά μόνο από αυτά.
Τώρα, γνωρίζουμε όλοι πόσο δύσκολη είναι η μετάφραση του χιούμορ, της σάτιρας, του κωμικού στοιχείου γενικά. Κάθε λαός έχει συνήθως μια εντελώς δική του αίσθηση αυτών των πραγμάτων και κάθε γλώσσα τα εντελώς δικά της μέσα να τα αποδίδει. Ώστε δεν είναι τυχαίο, ίσως μάλιστα να είναι και μοιραίο, ότι όλοι αυτοί οι σημαντικοί συγγραφείς μάς είναι, ακόμη και ως ονόματα, ολότελα άγνωστοι. Ας αναλογιστούμε μόνο τις τύχες του Αριστοφάνη στο εξωτερικό.
Ο τέταρτος λόγος είναι ιστορικός. Η γερμανική λογοτεχνία παρακολουθεί από κοντά, δεν γινόταν αλλιώς, τις ταραχώδεις, δραματικές, συχνά τραγικές τροπές της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας. Είτε εξαιτίας αυτών των τελευταίων λοιπόν, είτε εξαιτίας του υπερβάλλοντος, κάποτε και φορτικού μοραλισμού που διαποτίζει μεταπολεμικά τον δημόσιο λόγο στη Γερμανία, η κοινωνική και πολιτική προβληματική είναι και στην ποίηση αδιαλείπτως παρούσα. Το αίσθημα της αμφιθυμίας, κάποτε και της έντονης δυσφορίας με την οποία οι συγκαιρινοί μας Γερμανοί ποιητές αντιμετώπισαν ένα γεγονός όπως η επανένωση των δύο γερμανικών κρατών, συχνά ξενίζει τον αλλοδαπό αναγνώστη αφού προϋποθέτει από μέρους του ένα απόθεμα ιστορικής πείρας, που φυσικά δεν διαθέτει. Επόμενο είναι λοιπόν, το έργο τους, μ’ όλη την αναντίρρητη ποιότητά του, να φαντάζει στα μάτια τού αναγνώστη αυτού δυσπρόσιτο.
Ο πέμπτος και τελευταίος για σήμερα λόγος αφορά την εντελώς πρόσφατη γερμανική ποίηση, ας πούμε των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών, και τον εμφανή κατακερματισμό της. Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα ή την υπόλοιπη Ευρώπη, πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες ποιητές διεκδικούν και εδώ μερίδιο στην προσοχή και το ενδιαφέρον ενός κοινού, που μοιάζει να αμηχανεί όλο και περισσότερο εμπρός στην υπερπροσφορά, και μιας κριτικής, που αδυνατεί κάποτε να προβεί και στις στοιχειωδέστερες διακρίσεις.
Απέναντι σ’ αυτήν την υπερπροσφορά, ακόμη και ο Γερμανός πεπειραμένος αναγνώστης είναι αδύναμος, πόσο μάλλον ο ξενόγλωσσος μεταφραστής. Μας λείπουν εδώ οι ήρωες, οι μεγάλες μορφές που θα λειτουργούσαν ως μαγνήτης ή κοινά σημεία αναφοράς. Μας λείπει ακόμη ένας μέσες-άκρες δεσμευτικός κατάλογος ονομάτων, ικανός να προσανατολίσει τις επιλογές μας. Με δυο λόγια, μας λείπει ένας κανόνας. Αντ’ αυτού, καλούμαστε να τα βγάλουμε πέρα μ’ ένα υλικό τόσο ρευστό, άνισο και πολύμορφο, που αχρηστεύει σχεδόν εξαρχής κάθε απόπειρά μας να το δαμάσουμε, ταξινομώντας το λ.χ. σε κλειστές κατηγορίες. Αν πρέπει να βρω ένα γραμματολογικό ανάλογο, ο νους μου θα πήγαινε στην Παλατινή Ανθολογία. Μια ανθολογία δηλαδή τόσο εκτεταμένη, χαλαρή στα κριτήριά της και ανοιχτή που δύσκολα θα την επέλεγε κανείς οικειοθελώς ως προτυπό του.
Σας μίλησα για τις δυσκολίες, για τα προσκόμματα που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ εμάς, τους Έλληνες αναγνώστες, και τους Γερμανούς ποιητές του τελευταίου αιώνα. Ωστόσο, θα ήταν παράλειψή μου αν δεν έλεγα ότι τα τελευταία χρόνια και η ποσότητα και η ποιότητα των ποιητικών μεταφράσεων από τα γερμανικά έχει πάρει την ανιούσα. Μερίδιο σ’ αυτή τη θετική εξέλιξη έχουν νέοι και παλαιότεροι μεταφραστές, αναφέρω εδώ την Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ, τον Γιώργο Κεντρωτή, τον Σπύρο Μοσκόβου, τον Αθανάσιο Λάμπρου, τη Στέλλα Νικολούδη, τον Αλέξανδρο Ίσαρη, τον Γιώργο Βαρθαλίτη, την Ιωάννα Αβραμίδου, τον Γιάννη Καλιφατίδη, τον Σωτήρη Σελαβή, τη Μαρία Τοπάλη, τον Γιώργο Κεντρωτή, τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο. Κάποιες από τις μεταφράσεις τους έχουν δει το φως της δημοσιότητας σε περιοδικά. Άλλες εκδόθηκαν αυτοτελώς. Όλες μαζί πάντως μας δίνουν το δικαίωμα να μιλάμε για αξιοσημείωτη πρόοδο στα μεταφραστικά μας πράγματα και να αναμένουμε μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα συνέχεια.
Ομιλία στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου, 5.12.2009
Πρώτη δημοσίευση: περ. Νέα Ευθύνη, τχ. 7, Σεπτ.-Οκτ. 2011
Βλ. ακόμη: «Γερμανόφωνη ποίηση μετά την πτώση του Τείχους, 1989-2009», Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση, σημειώσεις: Κώστας Κουτσουρέλης, Πλανόδιον, τχ. 48, Ιούνιος 2010
[ 25. 4. 2012 ]