Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 


 Δοκίμια & άρθρα

Δυστοπία, δυσθυμία, αγορά
ΟΙ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ









Γραμμένα την τριετία 1907-1909, μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πολιτικής αποσύνθεσης αλλά και της αναρρίπισης των εθνικών ελπίδων, τα Σατιρικά γυμνάσματα του Κωστή Παλαμά είναι ίσως η βιαιότερη επίθεση που έχει ποτέ επιχειρηθεί κατά της νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Σ' αυτά τα σαράντα τέσσερα ποιήματα, που χωρίζονται σε δύο σειρές, ο Παλαμάς φέρνει στο φως όλες τις ανοιχτές πληγές του δημόσιου βίου της χώρας, κατακεραυνώνει την αρχαιολαγνεία και την καπηλεία του παρελθόντος, εκθέτει τον πολιτικαντισμό και την φαυλοκρατία, την δοκησισοφία και τον σχολαστικισμό, τον ενδημικό ραγιαδισμό και τη χρόνια τραπεζορρητορεία.

Στα Γυμνάσματα, η εκφραστική γλώσσα του Παλαμά παίρνει συχνά την απλούστερη των μορφών, εκείνη του καταλόγου. Τίτλοι, ιδιότητες και χαρακτηρισμοί παρατίθενται σε ραγδαία διαδοχή:

Οι κηφήνες, οι βάτραχοι κι οι ακρίδες...
Τρανοί πολιτικοί, γραμματισμένοι
στις αφρόντιστες μέσα εφημερίδες:

ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι.


Τα επίθετα συχνά απαλείφονται, ακόμη και τα ρήματα διαγράφονται ενίοτε σχεδόν ολοκληρωτικά. Τη θέση τους παίρνουν, σε πανηγυρική παράταξη, τα ουσιαστικά:

Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,

κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,

ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!


Δεκαεπτά ουσιαστικά σ' επτά μόλις στίχους· αλλού, οκτώ ουσιαστικά χωρούν σ' ένα τρίστιχο:

Ζαγάρια και τσακάλια και κοκκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι


Η Ελλάδα των Σατιρικών γυμνασμάτων είναι μια δυστοπία χωρίς προηγούμενο. Και επιπλέον, μια αυθυπαίτια Κόλαση, γέννημα της συλλογικής αναξιότητας των κατοίκων της να της προσδώσουν νόημα, αξιοπρέπεια και προορισμό.

Πρόγονους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,
όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,
όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,

όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,
του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,
τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,

Όμηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,
καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,
Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.

Όλα φκιάστα γκιουβέτσι και σαλάτα,
νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,
και τα βιολιά, και ρίξου τους και φά' τα.

Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.


Μολονότι κατεδαφιστικός στην κριτική του, ο Παλαμάς, δεν λαϊκίζει. Έτσι δεν επείγεται ν' αποδώσει την ευθύνη σε μια μόνο μερίδα των συγχρόνων του, τις πολιτικές ή οικονομικές ελίτ λ.χ. Ούτε την ανάγει ανακουφιστικά σε εξωγενείς παράγοντες και δοσμένες συνθήκες. Την υπαιτιότητα για το γενικό τέλμα την θεωρεί εξίσου διαχεόμενη και γενική, και ως τέτοια την μυκτηρίζει.

Σκύλος κοκκαλογλύφτης φέρνει γύρα
Κρακ! Τακ! της γειτονιάς τους τενεκέδες.
Ο ποσαπαίρνης με το θεσιθήρα

για την πατρίς καυγά στους καφενέδες.
Οι γάτοι λιγεροί στα κεραμίδια
Ταιριάζουν ερωτόπαθους γιαρέδες.

Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τα ίδια.
Τα θέατρα, τις ταβέρνες, τα πορνεία,
φάμπρικες, μπάνκες, σπίτια, αποκαΐδια,

τ' ανταμώνει αττικώτατη αρμονία.



* * *



Αυτή η όψη της νεοελληνικής πραγματικότητας δεν απαντά πρώτη φορά στα Σατιρικά γυμνάσματα. Και σε άλλα κείμενά του, προγενέστερα, ο Παλαμάς θα σχολιάσει με ανάλογα καυστικό τρόπο τον κοινωνικό και εθνικό του περίγυρο. Ήδη στα 1882, ο εικοσιτριάχρονος δημοσιογράφος είχε δείξει ότι η επικαιρική του γραφίδα μπορούσε να συγκρατεί το ουσιώδες. Τα "ρεπορτάζ" του της εποχής, δημοσιευμένα υπό ποικίλα ψευδώνυμα και σε ποικίλα φύλλα, πόρρω απέχουν από τις συμβάσεις του είδους. Γραμμένα με τρόπο και ύφος προσωπικό, συγκροτούν μια πινακοθήκη αντιηρώων ανεξίτηλη, αφού και σήμερα, εκατό χρόνια μετά, αναγνωρίζουμε σ' αυτήν κομμάτια του οικείου περιβάλλοντός μας.

Πόσο γνωστή δεν μας είναι λ.χ. η φυσιογνωμία εκείνου του ανώνυμου περιπατητή της Πλατείας Συντάγματος:

Είναι ηλίθιος, ο ατυχής. Νέος ακόμη, και συγχρόνως, όχι πλέον νέος· το πρόσωπόν του κατακίτρινον και ισχνόν· ουδέ τον ελάχιστον σπινθήρα νοημοσύνης διατηρούσιν οι οφθαλμοί του, εσβεσμένοι, ως αι θερμάστραι τον Ιούλιον· το βάδισμά του ενέχει την ερρυθμίαν της ηλιθιότητος. Αλλά τι είναι εκείνο όπερ ακτινοβολεί εν μέσω του στήθους του; Δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν να το υπολάβω ως τον χρυσούν σταυρόν του Σωτήρος...


Ή το διαχρονικό προσωπείο της πόζας που κρύβεται πίσω από την καιρική ενδυμασία:

Ο κ. Υπουργός των Στρατιωτικών εν τω οχήματι μετά του Υπασπιστού του. Μ' αρέσει, πολύ μ' αρέσει η μαύρη εκείνη βελάδα έχουσα θεράποντα τον χρυσοποίκιλτον χιτώνα, το ξίφος συγκρατούν τα τρελλά κροταλίσματα προ των ερρύθμων κινήσεων της ράβδου· η μορφή κηδεμονευομένη υπό της ουσίας.


Η δημοσιοσχεσίτικη πολυκινησία:

Και ιδέτε τον πώς προστρέχει από του ενός εις τον άλλον διάδρομον, πώς εισέρχεται παντού, όπου δει θύραν, και τώρα χαιρετά προστατευτικότατα γνώριμον, και τώρα προσποιείται ότι δεν είδε άλλον και συνοφρυούται προ των κλητήρων και μειδιά προ των βουλευτών και συχνά-πυκνά διευθετεί τον λαιμοδέτην του ωσεί αείποτε ευρισκόμενος προ αοράτου καθρέπτου. Και είναι τρισευδαίμων, διότι την ευτυχίαν του δεν ρυπαίνει η ελαχίστη κηλίς πραγματικότητος.

Κι ακόμη, το παγιότερο των ηθών μας:

Το μέγα όνειρον και εκείνων τους οποίους θεωρούσι γραμματισμένους και των μη τοιούτων είναι η υπαλληλία. Ο επιστήμων θεωρεί ταύτην ως το μόνον φυσικόν και αξιοπρεπές τέρμα των προσπαθειών του. Σκέψις άλλη πέραν της υπαλληλίας δύναται να τω προξενήσει ερύθημα…

Τα στιγμιότυπα που καταγράφει ο νεαρός συντάκτης είναι εξίσου ζωντανά και ανάγλυφα είτε αναμεταδίδονται απευθείας από το επίσημο Βουλευτήριο των Ελλήνων:

Βουλευτάς σπρώχνω και βλέπω και ακούω και οσφραίνομαι και γεύομαι και χωνεύω εις παντοίας φυσιογνωμίας ανθρώπων και μη ανθρώπων, ευβούλων, αβούλων, κακοβούλων, εις μούτρα νοικοκυραίων και λωποδυτών, εις όψεις διπλωματών και χασάπηδων, εις φωτεινάς φαλάκρας και μυρωμένους βοστρύχους, εις μουστάκια και αλεξήλια, εις σοβαρούς χαιρετισμούς, εις φιλικάς διαχύσεις, εις ηπειρώτας και νησιώτας, εις πατριώτας και ρουσφετιώτας, στρατηγούς και στρατιώτας…

Είτε από τον μικρόκοσμο ενός μαγειρείου:

Ψητά, κολυμβώντα αναιδώς εντός σάλτσας από ξύγγι, πωλουμένης ακριβά ως βούτυρον. Τα αυτά αλληλοδιαδόχως προσφερόμενα σήμερον ως βραστόν, αύριον ως εντράδα, μεθαύριον ως ντολμάς. Και καθίστανται ούτω οι ξενοδόχοι μεγάλοι ευεργέται των φαρμακείων.

Συχνά πρόκειται για εκτενείς, παρατακτικές περιγραφές. Κάποτε όμως το σκώμμα του συγγραφέα παγώνει αιφνίδια σ' ένα αιχμηρό απόφθεγμα, μια ακαριαία φράση:

Γνωρίζω τινάς, οίτινες έδειξαν τα πυγμαία αυτών αναστήματα, και εφάνησαν ανδριάντες.


* * *



Η Ελλάδα του Παλαμά δεν εξαντλείται στη δυστοπία των Σατιρικών γυμνασμάτων. Δεν εξαντλείται καν στην πολύτοπη χώρα του Δωδεκάλογου ή τη νοσταλγική ευτοπία της Φλογέρας του βασιλιά. Η Ελλάδα στο έργο του συχνά αναδύεται από ή αναχωνεύεται σε ένα άλλο σύμβολο, γενικότερο και καθολικότερο, το σύμβολο της πατρίδας. Αυτό πάλι, αναλόγως συμφραζομένων, διαθέτει τόσο ποθεινές πλευρές όσο και τις πλέον απορριπτέες.

Ως έννοια, η πατρίδα του Παλαμά είναι ταυτοχρόνως στενότερη και ευρύτερη της Ελλάδας. Στενότερη, διότι μπορεί να αναφέρεται στη μικρή τοπική ή βιωματική εστία του καθενός, τον τόπο καταγωγής και ανατροφής του, τον οικείο περίγυρο, το προσωπικό του ενδιαίτημα. Ευρύτερη πάλι, διότι, ως υπαρξιακό μέγεθος υπερβαίνει όλους τους τοπικούς και εθνικούς προσδιορισμούς, υψώνεται σε Μοίρα και άφευκτο πεπρωμένο.

Στα σονέτα των «Πατρίδων», έργο του 1895 που θα περιληφθεί αργότερα στην Ασάλευτη ζωή (1904), ο ποιητής μας οδηγεί μέσα απ' τους διαδοχικούς αναβαθμούς μιας τέτοιας νοερής κλίμακας. Ξεκινάει από την γενέτειρα Πάτρα, περνάει από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του, το Μεσολόγγι, την Αθήνα, και μέσω μιας βιωματικής διαστολής διαμεσολαβημένης από την δύναμη της φαντασίας, ανέρχεται στο μυστήριο του σύμπαντος και των άστρων, προτού καταλήξει στα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία, μετωνυμία του μυστηρίου του κόσμου, αλλά και της τελικής κατίσχυσης του θανάτου. Τελική, οριστική, μόνη πατρίδα στα μάτια του, γίνεται εντέλει ο θάνατος. Για να παραφράσω την Κική Δημουλά, στον Παλαμά ζωή είναι η εφηβεία του θανάτου.

Πολύ μακριά από φολκλορισμούς και λοιπές γραφικότητες, η πατρίδα καταλήγει έτσι άχθος, δυσθυμία αξεδιάλυτη. Στην «Αγορά» (1896), πατρίδα πλέον δεν είναι μόνο το αίσθημα της οικειότητας, αλλά συγχρόνως και το αίσθημα της ξενότητας. Ακριβέστερα, η πατρίδα επειδή μας είναι οικεία, μας είναι και ξένη. Καθένας μας διακατέχεται από έναν ανυπέρβλητο, αγεφύρωτο διχασμό. Από τη μια μεριά, ποθεί τη στάση και την ασφάλεια, τη μονιμότητα και τη θαλπωρή του οικείου του περίγυρου. Από την άλλη, ποθεί την κίνηση και τον κίνδυνο, την έξαψη που υπόσχεται το άγνωστο, τους νέους τόπους, τις καινούργιες εμπειρίες.

Πάντα διψάς –όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά– το βλογημένο σπίτι,
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το 'χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κ' είναι μεστή η ζωή του μ' όλο τον πλανήτη·

Μόνιμα διχασμένος ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο πόλους, την κίνηση και τη στάση, ο άνθρωπος μένει να διψά. Οι ίδιοι οι πόθοι του τον διαψεύδουν και τον απαρνούνται· το αίσθημα της έλλειψης και της στέρησης βαραίνει πάντοτε περισσότερο από την όποια κτήση και κατοχή:

και το καράβι και το σπίτι σού είπαν : «Όχι !

Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π' όλο και νέα ψυχή τής βάνει
κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·


– μοίρα του διψασμένου εντέλει είναι να μην μπορεί να σταθεί πουθενά· να μη μπορεί να πιαστεί από την αλληλεγγύη κανενός:

μόνο τ' αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τούς δικούς σου.

Προέκταση επικυρωτική και καταργητική μαζί του κύκλου των «Πατρίδων», το ποίημα αυτό είναι ένα οριακό σημείο στο έργο του πρώιμου Παλαμά. Ένα σπάνιο ρίγος το διαπερνά. Κι ακόμη μια αίσθηση μόνωσης τέτοιας που μάταια θα αναζητήσουμε αλλού το όμοιό της. Φαίνεται ότι στην ιστορία μιας λογοτεχνίας, μες στη δουλειά του ίδιου δημιουργού, υπάρχουν έργα τόσο ριζικά, τόσο ακραία, που προορίζονται εξ αρχής να μείνουν αταίριαστα. Η «Αγορά» του Κωστή Παλαμά, κορυφαία στιγμή δική του, κορυφαίο σονέττο της γλώσσας μας, είναι ένα τέτοιο.



  Πρώτη δημοσίευση:
   περ. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 49, Δεκέμβριος 2010



  Βλ. ακόμη για τον Κ. Παλαμά

   Παλαμάς αναθεωρημένος και διαρκής
   Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του
   Μικρή εκλογή από το ποιητικό του έργο
  



[ 28. 7. 2011 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης