Ε Κ Κ Λ Η Σ Ι Α Σ Μ Ο Σ
Έχοντας πρώτα βεβαιωθεί, ούτε ψυχή, Αφήνω πίσω μου την πόρτα να βροντήσει. Ακόμη ένας ναός: πέτρα, στασίδια και χαλιά, Συνόψεις· σκόρπια λουλούδια από την Κυριακή, Τώρα πια σ' αποσύνθεση· στην άκρη του ιερού Μπρούτζινα κι άλλα σκεύη· αυλοί οργάνου στη γωνιά· Και μια σιωπή, βαριά, υγρή απ' τη μούχλα του καιρού. Τις πιάστρες σκύβω του ποδήλατου να βγάλω: Έτσι αδέξιος κι ασκεπής, τα σέβη μου υποβάλλω. Περνώ πιο μέσα, την κολυμβήθρα ψηλαφώ. Από δω κάτω, η οροφή σχεδόν καινούργια μοιάζει· Να την αναπαλαίωσαν τάχα; το αγνοώ. Στο αναλόγιο ανεβαίνω, διακρίνω Στίχους μακρόσυρτους εκεί, όλο απειλές· με τρόπο άθελα μεγαλόφωνο "τετέλεσται" προφέρω. Ο αντίλαλός μου μια στιγμή καγχάζει. Βγαίνοντας υπογράφω, ένα κέρμα αφήνω, Η στάση σκέφτομαι δεν άξιζε τον κόπο. Την έκανα όμως: την κάνω μάλιστα συχνά, Και πάντα καταλήγω σαστισμένος όπως τώρα Ν' αναρωτιέμαι τι ζητάω εντέλει· ή πάλι, Όταν θα πέσουν οι εκκλησίες σ' αχρησία Τι θ' απογίνουν. Μήπως κλειδώσουν πουθενά Τους κώδικες, τους δίσκους, τ' αρτοφόρια, Κρατήσουν για εκθετήριο καμμία καθεδράλη Και όλα τ' άλλα αφεθούν στ' αγρίμια και τη μπόρα; Να φέρνουν, θα νομίζουμε τότε, κακοτυχία; Ή μήπως κάτι αλλόκοτες γυναίκες κάθε βράδυ Θα φέρνουν το παιδί τους για ν' αγγίξει Μια κάποια πέτρα· ή για να βρει βοτάνια· ή για να δει Πώς περπατάει ένας νεκρός μες στο σκοτάδι; Ένα όποιο δέος όσο νά 'ναι θα σωθεί Σαν γρίφος, σαν παιχνίδι, θα χρεώνεται στην τύχη· Μα η δεισιδαιμονία, όπως η πίστη, θα πεθάνει, Και τι θα μείνει όταν κι η απιστία θα λήξει; Οι βάτοι, η χλόη, οι πλάκες, ο ουρανός, οι τοίχοι,
Μια σκιά, κάθε βδομάδα πιο θαμπή, ολοένα Ένας σκοπός πιο σκοτεινός. Αναρωτιέμαι ποιος Θα είν' ο έσχατος που θά 'ρθει να τρυπώσει Εδώ προϊδεασμένος; Μήπως κανείς σχολαστικός Χαρτογιακάς που ξέρει τι θα πει "υπερώον"; Κανείς ερειπιοπότης ίσως, παλαβός γι' αρχαία, Ή χριστουγεννομανής που πάει να μαστουρώσει Με μυροδόχες και μ' αυλούς και μίτρες αρχιερέα; Ή μήπως θα είναι κάποιος σαν εμένα, Bαριεστημένος κι αδαής, εν γνώσει ωστόσο Ότι ο πηλός του πνεύματος τρίφτηκε κι έμεινε άμμος; Και που αν θα κάνει απ' τα προάστια δρόμο τόσο, Είναι επειδή για αιώνες έζησαν εδώ αρμονικά Όσα έκτοτε τελούν σε χωρισμό γέννηση, γάμος, Ο θάνατος, οι σκέψεις μας γι' αυτά για όσα ειδικά Χτίστηκε αυτό το κέλυφος; Γιατί ιδέα δεν έχω τι αξίζει ο επιπλωμένος τούτος στάβλος, ο σαπρός. Μ' αρέσει όμως να στέκομαι εδώ μέσα σιωπηλός· Είναι ένας οίκος σοβαρός σε τόπο σοβαρό, Η ατμόσφαιρά του συγκαλεί κάθε μας φόβο, Τον κάνει οικείο, με μανδύα μοιραίο τον ντύνει. Κι αυτό είν' αδύνατο, όχι, ν' απαρχαιωθεί· Πάντοτε μ' έκπληξη κανείς θ' αναρριγεί Εμπρός στην πείνα μέσα του πιο σοβαρός να γίνει, Κι εκείνη θα τον οδηγεί πάντα στον τόπο αυτό Που κάποτε, άκουσε να λεν, ανάσταινε σοφούς, Έστω και γιατί μέσα του κρύβει τόσους νεκρούς.
Philip Larkin, Church Going
Σ.τ.Μ.: Πρώτος απέδωσε το ποιήμα στα ελληνικά ο Αντώνης Ζέρβας. Βλ. Πλανόδιον, τχ. 48, Ιούνιος 2010. Απ' τη μετάφρασή του δανείστηκα τον τίτλο.
Βλ. ακόμη:
ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Εκκλησιασμός ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Εωθινό ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Ακόμη ζωντανός
[ Μεγάλη Τετάρτη, 20. 4. 2011 ]
|