|
10 §§ για την τρέχουσα γερμανόφωνη ποίηση |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
1. Η σύγχρονη γερμανόφωνη ποίηση δεν διαφέρει στα ουσιώδη της από όποια άλλη συγκαιρινή της στην Ευρώπη. Οι εκπρόσωποί της κατά κανόνα κινούνται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μετανεωτερικής πολυφωνίας. Οι άμεσες καταβολές τους ανατρέχουν στο πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα, εποχή της μεγάλης ακμής του μοντερνισμού. Το ύστερο κύμα του ευρωπαϊκού συμβολισμού, ο εξπρεσσιονισμός και ο ντανταϊσμός της δεκαετίας του 1910, ο νέος ρεαλισμός και η στρατευμένη πολιτική ποίηση, οι υπαρξιακές και γλωσσικές αναζητήσεις των πρώτων ποιητών του Μεταπολέμου, είναι οι κύριες τεχνοτροπικές και θεματικές πηγές απ' όπου αρδεύονται το έργο και η αισθητική τους.
Σε μια ενδιαφέρουσα ψηφοφορία που διοργάνωσε το ποιητικό περιοδικό Das Gedicht μερικά χρόνια πριν, και όπου συμμετείχαν γνωστοί και κατά τεκμήριο ειδήμονες λογοτέχνες και κριτικοί, σημαντικότεροι ποιητές του προηγούμενου αιώνα αναδείχτηκαν κατά σειρά ο Πάουλ Τσελάν, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ο Γκέοργκ Τρακλ. Πρώτος όμως και κορυφαίος ανάμεσά τους, με διαφορά, ο Γκόττφρηντ Μπενν. Την οχτάδα συμπλήρωναν η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο Γκύντερ Άιχ και ο Ερνστ Γιαντλ. Για τον δηλωμένο σκοπό της, την αποτίμηση της σπουδαιότητας των ποιητών του 20ού αιώνα, η σχηματική αυτή κατάταξη, μικρή μόνο σημασία μπορεί να έχει. Όμως, για το πώς κρίνεται σήμερα η προσφορά των ποιητών αυτών, και για το πόση επιρροή ασκεί καθένας από αυτούς στους τωρινούς ομοτέχνους του, η έρευνα είναι ασφαλώς και εύστοχη και διαφωτιστική.
2. Όπως κάθε άλλο γέννημα του μετανεωτερισμού, η γερμανική ποίηση των τελευταίων δύο δεκαετιών είναι κατά βάση ποίηση επιγονική. Το πλέον κοινόχρηστο εκφραστικό της μέσο είναι το κατ' εξοχήν εκφραστικό μέσο του ποιητικού μοντερνισμού, ο ελεύθερος στίχος – σε όλη του την γκάμα, από τον έρρυθμο, σχεδόν μουσικό βηματισμό ώς την επιδεικτική πεζολογία. Παράλληλα με τον ελεύθερο στίχο, καλλιεργούνται ευρέως η ποιητική πρόζα, η poesie en prose όπως την πρωτοεισήγαγαν οι Γάλλοι μεταρομαντικοί, αλλά και οι αυστηρές στιχουργικές μορφές, οι κληρονομημένες από την προνεωτερική παράδοση. Αυτές οι τελευταίες, επίσης σε όλο τους το φάσμα, από τον τυπικό ιαμβικό ενδεκασύλλαβο του σιλλερικού δράματος λ.χ. ώς τον ομηρικό δακτυλικό εξάμετρο, όπως τον εκγερμάνισε στα τέλη του 18ου αιώνα ο Γιόχανν Χάινριχ Φοςς, μεταφραστής των επών.
Ας σημειωθεί πάντως ότι, σε αντίθεση προς ό,τι συνέβη στην Ελλάδα, στη γερμανόφωνη μοντέρνα ποίηση οι έμμετρες και ομοιοκατάληκτες μορφές δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ εντελώς. Μεγάλο και σημαντικό τμήμα αυτής της τελευταίας είναι γραμμένο ακριβώς κατά τα πρότυπά τους.
3. Δίπλα σ' αυτούς τους αμιγώς κειμενικούς, όπως θα τους αποκαλούσα, εκφραστικούς τρόπους, τον ελεύθερο στίχο, το πεζό ποίημα, το μέτρο και τη ρίμα, μνεία πρέπει να γίνει οπωσδήποτε και σ' όλες εκείνες τις μεικτές μορφές που αποπειρώνται να συνδέσουν την ποίηση με άλλες τέχνες, αποδίδοντας υβριδικά αποτελέσματα. Τα ποιήματα-κολλάζ που γράφει η Χέρτα Μύλλερ, λ.χ., η Ρουμανογερμανίδα συγγραφέας που μόλις πρόσφατα τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, είναι ένας τέτοιος συνδυασμός, εν προκειμένω ζωγραφικής και ποίησης, που ανακαλεί τα calligrammes ενός Απολλιναίρ, αλλά και τα αρχαία τεχνοπαίγνια.
Οι μεικτές μορφές στη γερμανική ποίηση άνθισαν κυρίως στον Μεταπόλεμο, στους κόλπους της λεγόμενης συγκεκριμένης –οπτικής και ακουστικής– ποίησης, έχουν όμως τις ρίζες τους στο ντανταϊστικό κίνημα της δεκαετίας του 1910. Το σημερινό κύμα των ανοιχτών ποιητικών διαγωνισμών (poetry slam), όπου ο ποιητής-περφόρμερ διεκδικεί την προσοχή του κοινού τόσο διά του λόγου όσο και με την σκηνική του παρουσία, μολονότι πρωτοξεκίνησε στη Βόρεια Αμερική, κάθε άλλο παρά ασύμβατο είναι με την παράδοση των δρωμένων που διοργάνωναν οι πρώτοι ντανταϊστές της Ζυρίχης στο θρυλικό Cabaret Voltaire. Στις μεικτές μορφές πρέπει να συμπεριλάβουμε ίσως και την νεόκοπη διασταύρωση της βιντεοτέχνης και του ποιητικού λόγου (video-poetry), που επίσης γνωρίζει κάποια διάδοση τελευταία. Στο Βερολίνο διοργανώνεται και σχετικό ετήσιο διεθνές φεστιβάλ.
Από την άλλη πλευρά, η παμπάλαια σύζευξη του λόγου και του μέλους, που παίρνει κατά κανόνα τη μορφή του τραγουδιού, του αρχαιότερου και δημοφιλέστερου λογοτεχνικού είδους που επινόησε ο άνθρωπος, μάλλον υποχωρεί τα τελευταία χρόνια στον γερμανόφωνο κόσμο. Το φαινόμενο φαίνεται ότι έχει να κάνει με την επέλαση της αγγλόστιχης τραγουδοποιίας, και την συνακόλουθη σίγηση της όντως γερμανίδας φωνής. Ακόμη και ο Βολφ Μπήρμανν, θρυλικός βάρδος-τραγουδοποιός που οι στίχοι του δεν λείπουν από καμμιά ανθολογία, μοιάζει ν' ανήκει πια στο παρελθόν, αφού βαδίζει από καιρό στα εβδομήντα.
4. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη σχέση αυτής της ποίησης προς το κοινό, και με τη θέση της ανάμεσα στα λοιπά είδη της λογοτεχνίας, και εδώ η γερμανική περίπτωση συνιστά μια υποπερίπτωση του ευρωπαϊκού γενικού κανόνα. Παρατηρείται δηλαδή και εδώ τις τελευταίες δεκαετίες μια διαρκής υποχώρηση του ενδιαφέροντος της εκδοτικής βιομηχανίας και των μέσων ενημέρωσης γι' αυτήν, πορεία αντιστρόφως ανάλογη προς εκείνη που διέγραψε το μυθιστόρημα την ίδια αυτή περίοδο. Μολονότι ο τίτλος του ποιητή κρατάει ακόμη μέρος του παλαιού κλέους του στις γερμανόφωνες χώρες –ας μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία ως πρόσφατα ακόμη κατανοούσε τον εαυτό της ως χώρα των Στοχαστών και των Ποιητών–, στην πράξη οι ποιητές αγνοούνται από τον μεγάλο τύπο και διαδραματίζουν ρόλο περιφερειακό στην κεντρική λογοτεχνική σκηνή, στην καλύτερη περίπτωση, φτωχού συγγενούς.
Παρ' όλα αυτά, δημοφιλείς ή και διάσημοι ποιητές δεν έπαψαν να υπάρχουν: από τους ευκλεείς γέροντες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, τον Χάνς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, τον Γκύντερ Γκραςς και τον Πέτερ Ρύμκορφ, ώς τους μεταγενέστερους και πολυδιαβασμένους Σάρα Κίρς, Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ και Ούλλα Χαν, και ώς τον σαρανταεφτάχρονο σήμερα Ντουρς Γκρύνμπαϊν, που έλαβε το Βραβείο Μπύχνερ, την υψηλότερη διάκριση των γερμανικών γραμμάτων, το 1995, όταν ήταν 33 μόλις ετών.
Κατά κάποιο τρόπο, που αξίζει να μελετηθεί, η γερμανική ποίηση, παρότι αποκλεισμένη από τους μηχανισμούς προβολής του μεγάλου τύπου, των βιβλιοπωλικών αλυσίδων και της εκδοτικής βιομηχανίας, έχει κατορθώσει σ' ένα βαθμό να διατηρήσει την επαφή της με το κοινό. Έτσι οι δημόσιες απαγγελίες και αναγνώσεις, συχνά έναντι αντιτίμου, γνωρίζουν αξιοσημείωτη προσέλευση. Το διεθνές ποιητικό φεστιβάλ του Βερολίνου συγκεντρώνει κάθε χρονιά χιλιάδες θεατές στις ανοιχτές του εκδηλώσεις, τα ποιητικά φόρα, οι ανθολογίες και οι σχετικοί ιστότοποι στο Διαδίκτυο ανθούν, ενώ για τις ζωντανές ποιητικές παραστάσεις που γίνονται όλο και περισσότερο δημοφιλείς, ιδίως μεταξύ των νέων, κάναμε ήδη λόγο. Αν προστεθούν σ' αυτά, τα ειδικά ποιητικά περιοδικά, οι μικροί αλλά και οι μεγάλοι παραδοσιακοί εκδοτικοί οίκοι που προωθούν την ποίηση, οι θεσμοί των πολυάριθμων βραβείων, υποτροφιών και διαγωνισμών που τη στηρίζουν συστηματικά, και τα μελετητήρια και εργαστήρια που τη θεραπεύουν, αποκομίζει κανείς μια εικόνα ασφαλώς πολύ πιο διαφορισμένη – και αισιόδοξη.
5. Θεματογραφικά, η σύγχρονη γερμανική ποίηση είναι όπως ήδη προείπαμε, πολυσχιδής, κάποτε μάλιστα ανταποκρίνεται στην κατάσταση που αποπειράται να περιγράψει ο όρος μετανεωτερικό χάος. Ωστόσο, σε σχέση με τους Έλληνες ποιητές των ημερών μας, οι Γερμανοί, Αυστριακοί και Ελβετοί συνάδελφοί τους παραχωρούν ενδεχομένως περισσότερο χώρο στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Είτε λόγω των γεγονότων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που εξακολουθούν ώς σήμερα να σφραγίζουν τον βιωματικό κόσμο των παλαιότερων ιδίως ποιητών, είτε λόγω της περιπέτειας της γερμανικής διαίρεσης, που η ψυχική της υπέρβαση εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο, είτε τέλος λόγω του υπερβάλλοντος, κάποτε και ιστριονικού μοραλισμού που παραδοσιακά διαποτίζει τον δημόσιο λόγο στη Γερμανία, η κοινωνική και πολιτική προβληματική είναι αδιαλείπτως παρούσα.
Ιδιαίτερα αγαπητή είναι τα τελευταία χρόνια η λεγόμενη κωμική ποίηση, της οποίας τμήμα μόνο αποτελεί η σατιρική, και στην οποία η γερμανική λογοτεχνία έχει να επιδείξει μακρά παράδοση, άγνωστη συνήθως στο εξωτερικό. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιβίωση νησίδων τοπικού, διαλεκτικού, αργκοτικού ή και αναχρονισμένου λόγου μέσα στο πέλαγος μιας όλο και περισσότερο ισόπεδης αστικής κοινής, της οποίας τα στερεότυπα διαμορφώνει πλέον όχι το εκπαιδευτικό σύστημα και ο σοβαρός τύπος, αλλά κατακόρως η τηλεόραση, ο καταναλωτισμός και η διαφήμιση.
6. Η παρούσα εκλογή δεν είναι ανθολογία ποιητών, αλλά ανθολογία ποιημάτων. Η σύγχρονη γερμανόφωνη ποίηση, αυτή των τελευταίων δύο δεκαετιών, πόρρω απέχει από το να έχει διαμορφώσει έναν δεσμευτικό κανόνα ονομάτων. Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα ή στην υπόλοιπη Ευρώπη, πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες ποιητές διεκδικούν και εδώ μερίδιο στην προσοχή και το ενδιαφέρον ενός κοινού, που μοιάζει να αμηχανεί όλο και περισσότερο εμπρός στην υπερπροσφορά, και μιας κριτικής που αδυνατεί κάποτε να προβεί και στις στοιχειωδέστερες διακρίσεις.
Αν η προσωποκεντρική ανθολογία, η ανθολογία δηλαδή που θέτει στο επίκεντρό της τις προσωπικότητες των ποιητών, ήταν η προσφορότερη μορφή ανθολόγησης σε εποχές όπου οι ιεραρχίες εξακολουθούσαν να διατηρούν το ρυθμιστικό τους ρόλο, σήμερα, όπου ιεραρχίες τέτοιες δεν υφίστανται και όπου ακόμη και η έννοια του μείζονος αμφισβητείται εν ονόματι του δημοκρατικού εξισωτισμού, η ανθολογία ποιημάτων φαίνεται προσφυέστερη επιλογή. Ούτως ή άλλως, τα ονόματα των περισσότερων ποιητών που μεταφράζονται εδώ, ελάχιστα ή και τίποτα λένε στον μέσο, ακόμη και στον κάπως ενημερωμένο Έλληνα αναγνώστη.
Αυτό βεβαίως εξαλείφει από το ακουστικό μας πεδίο μέρος του βαθύτερου τόνου που συνέχει τις επιμέρους φωνές, αφού τις παρουσιάζει αποσπασματικές και ανολοκλήρωτες. Σε αντιστάθμιση ωστόσο, επιτρέπει μια διαπίστωση. Κατά τρόπο ειρωνικό, σε μια εποχή όπου όλοι προσπαθούν να ξεχωρίσουν επανεπινοώντας διαρκώς τον εαυτό τους και εξατομικεύοντας σε βαθμό ακραίο τα εκφραστικά τους μέσα, οι προσωπικότητες φαίνεται να εκλείπουν και να απορροφώνται από τη μάζα. Το ποίημα της εποχής μας έχει πάψει πλέον να είναι προσωπικό, γίνεται συλλογικό, ψηφίδα σ' ένα τεράστιο παζλ που σχηματίζουμε όλοι μας καθ' εκάστην.
Αν πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί ανθολογικό πρότυπο εδώ, αυτό δεν θα είναι ο λιτός Κανόνας των ευάριθμων αρχαίων Λυρικών, αλλά μάλλον η πληθωρική, άνιση και σε τελική ανάλυση απρόσωπη Παλατινή Ανθολογία.
7. Σταχυολογούνται 70 συνολικά ποιήματα, όλα σχεδόν της περιόδου 1989-2009. Συμπεριελήφθησαν παρατύπως και δύο ή τρία ελαφρώς παλαιότερα, επειδή κρίθηκε ότι συμπληρώνουν την γενική εικόνα. Διευκρινίζω ότι το έτος 1989 δεν πρέπει να εκληφθεί εδώ ως γραμματολογική τομή, αλλά ως ιστορική καμπή που επηρεάζει ασφαλώς και τα συμβαίνοντα στον αμιγώς λογοτεχνικό χώρο. Γραμματολογικές τομές, ανάλογες μ' εκείνες του μοντερνιστικού Μεσοπολέμου, είναι όπως είπαμε μάταιο να αναζητηθούν σε μια λογοτεχνία που έχει ως βασικό της γνώρισμα, τεχνοτροπικό και θεματικό, τη συνέχεια. Η ευρεσιτεχνία της διαίρεσης της ποιητικής ύλης σε διακριτές τάχατες Γενεές, που αναφύονται με μαθηματική ακρίβεια ανά δεκαετία, στον γερμανόφωνο κόσμο δεν συνηθίζεται.
Τα ποιήματα μοιράστηκαν ισόποσα, ανά δέκα, σε επτά κατηγορίες, που η τιτλοθεσία τους μαρτυρεί μέσες άκρες το περιεχόμενό τους: Στοιχεία Βιογραφίας· Στο Μουσείο της Ιστορίας· Επιθυμίες· Πένθη· Ήρωες & Μύθοι· Ματιές στον ποιητικό καθρέφτη· Άγγελοι, ζώα, μηχανές. Στο εσωτερικό των κατηγοριών αυτών, η σειρά των ποιημάτων έγινε προσπάθεια να ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε το ένα να σχολιάζει, να προεκτείνει ή και να ανατρέπει το άλλο. Διευκρινιστικές σημειώσεις, ιστορικές και πραγματολογικές, παρατέθηκαν αμέσως κάτω από τα ποιήματα, όπου αυτό κρίθηκε αναγκαίο για τον προσανατολισμό του Έλληνα αναγνώστη.
8. Τα κριτήρια της ανθολόγησης ήταν ποικίλα. Φυσικά, η σημασία και το αξιανάγνωστο των ποιημάτων. Πολλά από αυτά έχουν κατ' επανάληψη φιλοξενηθεί σε γερμανικές ανθολογίες, ώστε μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά. Άλλα ανταποκρίνονται περισσότερο στις δικές μου, ενίοτε έκκεντρες, προσωπικές προτιμήσεις. Σε όλων την συμπερίληψη ρόλο έπαιξε το ευμετάφραστο και το προσιτό του πράγματος. Ποιήματα εξαίρετα, που απαιτούσαν όμως από τον μεταφραστή είτε να τα επανεφεύρει γλωσσικά εκ των βάθρων, είτε να τα υπομνηματίσει φορτικά ώσπου να γίνουν κατανοητά, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων αποκλείστηκαν. Ποιήματα αμετάδοτων οπτικών ή ακουστικών μορφών, έτσι κι αλλιώς.
Παρ' όλα αυτά, στα 70 ποιήματα της παρούσας εκλογής, ο Έλληνας αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα βρει, έστω και εξ όνυχος ανθολογούμενους, με ένα μόνο ποίημά τους, τους περισσότερους ονομαστούς σύγχρονους γερμανόφωνους ποιητές.
9. Ανθολογούνται εν όλω 43 ποιητές και ποιήτριες. Από αυτούς οι περισσότεροι, 33 τον αριθμό, είναι άντρες και οι λιγότερες, 10, γυναίκες. Σε ό,τι αφορά την γεωπολιτική τους κατανομή, η πλειοψηφία, 30, είναι Γερμανοί πολίτες, μοιρασμένοι μεταξύ τους σε 17 πρώην Δυτικούς και 13 πρώην Ανατολικούς. Έξι είναι Αυστριακοί ή αυστριακών καταβολών, δύο Ελβετοί και άλλοι πέντε προέρχονται από τη γερμανόφωνη Διασπορά και τις "χαμένες πατρίδες" της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης: Σιλεσία, Πομμερανία, Ανατολική Πρωσσία. Εννοείται ότι στις ομάδες αυτές προκύπτουν αλληλεπικαλύψεις: ήδη οι πρώην Ανατολικογερμανοί που χρειάστηκε να μετοικήσουν με τη θέλησή τους ή μη στην πάλαι ποτέ Δυτική Γερμανία, συνιστούν από μόνοι τους ιδιαίτερη κατηγορία. Τέτοιους είδους ζητήματα διευκρινίζονται συνήθως από τα συνοπτικά βιογραφικά των ποιητών που παραθέτουμε.
Ηλικιακά, οι 43 του ανθολογικού δείγματος εξαντλούν σχεδόν το φάσμα των ενεργών σήμερα ποιητών, από αυτούς που γεννήθηκαν τη δεκαετία του '20 έως εκείνους που γεννήθηκαν τη δεκαετία του '80. Ωστόσο δεν ισοκατανέμονται. Υπεραντιπροσωπεύονται όσοι ποιητές γεννήθηκαν τη δεκαετία του '20 (9) και του '30 (11) – σημείο ίσως της ιδιαίτερης ζωτικότητας που είχαν να επιδείξουν τα γερμανικά γράμματα κατά την αμέσως μετά τον Πόλεμο περίοδο. Οι γεννημένοι τις δεκαετίες του '40, του '50 και του '60, ανθολογούνται με 8, 5 και 7 ποιητές αντίστοιχα. Ένας ανθολογούμενος γεννήθηκε την δεκαετία του '70, και δύο την δεκαετία του '80. Εξυπακούεται, ότι γι' αυτές τις ηλικίες, των ποιητών κάτω των 35 ετών δηλαδή, κάθε επιλογή είναι παρακινδυνευμένη.
Τόσο ο γηραιότερος όσο και ο νεώτερος των ανθολογούμενων είναι γυναίκες: 58 χρόνια χωρίζουν την Φρηντερίκε Μαϋραίκερ (ε.γ. 1924) από την Ανν Κόττεν (ε.γ. 1982). Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, τον Νοέμβριο του 2009, οι 35 από τους ανθολογούμενους ήταν εν ζωή. Οχτώ από αυτούς είχαν πεθάνει.
10. Το να μεταφράζεις έναν ποιητή, είναι σαν να προσπαθείς να μάθεις ένα όργανο. Με καιρό και με κόπο, κάποια στιγμή φτάνεις σ' ένα επίπεδο δεξιοτεχνίας. Το να μεταφράζεις περισσότερους τους ενός, αλλά συγγενείς εκφραστικά αναμεταξύ τους, είναι σαν να φιλοδοξείς να παίξεις μια ολόκληρη οικογένεια οργάνων – δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Το να μεταφράζεις καμιά σαρανταριά ποιητές τόσο αποκλίνοντες και διαφορετικούς, είναι σαν να βάλθηκες να υποκαταστήσεις μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα: πράγμα –δε θέλει ρώτημα– διόλου συνετό.
Στο τόλμημα με ενθάρρυνε, ακόμη μια φορά, μια ρήση του Παλαμά. Μεταφερμένη στα καθ' ημάς, θα έλεγε: ο μεταφραστής δεν είναι ένας άνθρωπος, αλλά πολλοί. Και είναι αυτή η πολλότητα του μεταφραστικού Εγώ, που του επιτρέπει να αναδέχεται τις ξένες φωνές και να τις αναπαράγει μέσω της δικής του, με τον ίδιο τρόπο που ένας ηθοποιός καλείται επί σκηνής να υπηρετήσει διαμετρικά αντίθετους ρόλους.
Εννοείται βέβαια κι εδώ, ότι για την ποιότητα και την πειστικότητα της μεταφραστικής αυτής παράστασης τον λόγο τον τελικό τον έχει ο αναγνώστης.
Πρώτη δημοσίευση:
"ΚΑΙ ΤΩΡΑ – ΒΑΘΙΑ ΕΙΣΠΝΟΗ" Γερμανόφωνη Ποίηση μετά την Πτώση του Τείχους (1989-2009) Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση, σημειώσεις: Κώστας Κουτσουρέλης περ. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 48, Ιούνιος 2010
[ 28. 11. 2010 ] |
|
|
|