|
Άγγελος Σικελιανός |
ΜΟΡΦΕΣ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Τις πιο πολλές φορές, όταν ακούμε να γίνεται λόγος για εκφραστική οικονομία, ο νους μας κατευθύνεται αθέλητα σε μιας μορφής αποχή. Αποχή από τη ρητορεία, λ.χ., τη μεγαληγορία, το πληθωρικό λεξιλόγιο, τον πεποιημένο λόγο, τον έκθυμο συναισθηματισμό. Το ίδιο αυτόματα, η εκφραστική οικονομία συγχέεται με τη λιτότητα ή, έστω, τη λεκτική αυτοσυγκράτηση, τη «φυσική» φράση, τη θυμική αποστασιοποίηση, ακόμη και μ' έναν –όποιον πάντα– «ρεαλισμό».
Η κατανόηση αυτή της εκφραστικής οικονομίας είναι μονόφθαλμη όσο δεν παίρνει. Μάλιστα, θυμίζει κάπως τα δόγματα των αττικιστών, που προσκολλημένοι όπως ήταν λατρευτικά στο λιτόν ύφος του Λυσία, κατακεραύνωναν πρόθυμα όποιο άλλο ύφος, πλούσιον ή και μέτριον, πήγαινε να τους χαλάσει τη συνταγή. Στη δική μας περίπτωση, η τρέχουσα αντίληψη περί εκφραστικής οικονομίας δεν φανερώνει παρά την εικόνα που βλέπει η λογοτεχνία των αρχών του 21ου αιώνα κάθε φορά που ναρκισσευόμενη αντικρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Τουτέστιν: όχι μια ακόμη εκδοχή του αισθητικώς δυνατού, αλλά ένα ίνδαλμα άξιο μιμήσεως, ένα διαχρονικό και απαρασάλευτο δέον.
Αν θέλαμε να εφαρμόσουμε αναδρομικά τις βουλές της, θα σκοντάφταμε ταχέως σε εμπόδια. Αν φέρ' ειπείν η ρητορικότητα αποτελεί γενικώς κι ανεξαιρέτως κουσούρι, μια εκφραστική συμφόρηση που παραφορτώνει τάχα τα κείμενα κι εξαντλεί τους αγκώνες τους, τότε εκτός νυμφώνος λογοτεχνικού θα κινδύνευαν να μείνουν όχι μόνο κεφάλαια ολόκληρα της παγκόσμιας γραμματείας, από τους Βυζαντινούς υμνογράφους ώς τους Γάλλους τραγικούς, αλλά και πολλά σημαδιακά έργα της τόσο οικείας μας νεωτερικής ποίησης. Από τους φουτουριστές και τους υπερρεαλίζοντες ώς τους κάθε λογής στρατευμένους και τους μπητ, ο υψηλός, κάποτε και ακραία ρητορικός οίστρος έδωσε τόσο εύγευστους καρπούς, που και ο λιτοδίαιτος αναγνώστης δύσκολα θα τους απέκλειε από το εδεσματολόγιό του.
Από την άλλη πλευρά, αν παραδεχτούμε τον συναισθηματισμό παντού και πάντα ως κακόσημη υπερβολή, ως αχρείαστη υπέρβαση δηλαδή της χρυσής δοσολογίας του μέτρου, πώς εξηγούμε το γεγονός ότι αυτός ευδοκιμεί τόσο συχνά, αν όχι κατά βάση, σε έργα συγγραφέων που μόνο για μεγαλόφωνοι και υψιπετείς δεν περνιούνται; Ξέρουμε πόσος άφθονος συναισθηματισμός κελαρύζει στις φλέβες του «ταπεινού ύφους» των ελεγειακών της δεκαετίας του '20, του Καρυωτάκη μη εξαιρουμένου. Ξέρουμε πόσο γλυκερά είναι, δυο αιώνες τώρα, τα ευπώλητα ρομάντζα που αποκαλούμε συνήθως ροζ. Κι όμως, αν τ' αντιπαραβάλλουμε με κορυφαία έργα ομόθεμά τους, με τον Ρωμαίο και Ιουλιέττα ή τον Ερωτόκριτο, λ.χ., θα βρούμε τη γλώσσα τους πράγματι προσγειωμένη, πάει να πει τσιγγούνικη, συμμαζεμένη έως ένδειας και, δίχως άλλο, μέχρι κοπώσεως «ρεαλιστική».
Κανείς σοβαρός αναγνώστης δεν θα 'βρισκε ποτέ τον Σαίξπηρ ή τον Κορνάρο ποιητή συναισθηματικό μόνο και μόνο για το θέμα που επέλεξαν. Και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι η λογοτεχνική τους γλώσσα είναι «λιτή», πάει να πει ταπεινή, ακαλλώπιστη, πενιχρή, εξόν πια και έχει πάρει από την κυριολεξία την άδεια να μεταστρέφει τις έννοιες στο αντίθετό τους. Γεγονός αναντίρρητο μένει ότι όλη σχεδόν η μεγάλη ερωτική λογοτεχνία όλων των εποχών (και όχι βεβαίως μόνον αυτή) εμψυχώνεται από έναν ρητορικό, μεγαλήγορο, υμνητικό, ιδανιστικό τόνο. Και είναι ακριβώς αυτό της το γνώρισμα που την εγκαθιστά στο κατορθωμένο της ύψος. Είναι η ακραία ένταση, η γλωσσική λαμπρότητα, η ιλιγγιώδης κάποτε δαψίλεια των εκφραστικών της μέσων που της προσδίδουν «φυσικότητα», ικανή να καθηλώνει έτσι όπως μόνο τα φυσικά φαινόμενα το μπορούν: διά της γυμνής της παρουσίας και μόνο. Αν όλα αυτά συνιστούν «υπερβολή», τότε δεν μένει επιτέλους παρά να ομολογήσουμε το προφανές: ότι το λογοτεχνικό μεγαλείο εξ ορισμού υπερβάλλει.
Όσο για τον αποτυχημένο συναισθηματισμό, καιρός να παραδεχτούμε ότι είναι τέτοιος, αποτυχημένος και άπνοος δηλαδή, όχι επειδή μας φαίνεται τάχα βαρύγδουπος και πλεοναστικός, αλλά το αντίθετο, επειδή στη ζυγαριά αποδεικνύεται πάντα αχαμνός και λιπόσαρκος. Όχι επειδή τα θέματά του είναι εκ φύσεως ολισθηρά και ακαλαίσθητα, τέτοια θέματα δεν υπάρχουν, αλλά επειδή η συγγραφική βούληση που βάλθηκε να τα περάσει στο χαρτί, αποδείχτηκε τελικά λίγη, αδύναμη πολύ για να το κατορθώσει.
Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να αλιεύσει κάμποσα παραδείγματα συναισθηματισμού, δηλαδή υποτονικής και γι' αυτό αδικαίωτης έκφρασης, στο έργο εκείνου του ποιητή που θεωρείται από πολλούς ο οικονομικότερος της νεώτερης γραμματείας μας, του Κωνσταντίνου Καβάφη. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει ίχνος συναισθηματισμού στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού, και ας τον κατηγορούν τόσο συχνά για ανοικονόμητο. Όχι ότι οι μομφές αυτές είναι παντού και πάντα αθεμελίωτες. Ωστόσο, ένας δημιουργός κρίνεται από τις κορυφώσεις του έργου του, όχι απ΄ τις αστοχίες του. Και είναι ζήτημα αν υπάρχει άλλος σύγχρονος Έλληνας ποιητής που το έργο του να περιλαμβάνει τόσα πολλά επιτεύγματα εκφραστικής οικονομίας, με την έννοια που τη συζητούμε εδώ:
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν εκοίταγε η σελήνη· κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας μες σε διπλή γαλήνη.
Bαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά το θυμωμένο γάλα, κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε στον όχτο οι καλογιάννοι, κι άπλων' απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοΰφαντο κεφαλοπάνι […]
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π' αγανάχτησε στα ορτά τα μονοπάτια, κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας μια σφήνα, μες στα μάτια.
Εκεί τ' αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς γευόμουν απ' το δίσκο, είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού βαθιά στον ουρανίσκο...
«Αυτό που κάνει ένα ποίημα όπως το "Θαλερό" να ξεχωρίζει», παρατηρούσε παλαιότερα ο Ν. Βαγενάς, «είναι η εκφραστική του οικονομία. Παρά το γεγονός ότι έχουμε εδώ ένα πολύ λυρικό συναίσθημα, το συναίσθημα αυτό εκφράζεται με μιαν ακρίβεια που εξουδετερώνει κάθε κίνδυνο ρητορείας».
Αλλά και κάθε κίνδυνο καχεξίας και ποιητικής ατροφίας, ανάγκη να προσθέσουμε. Ένα «πολύ λυρικό συναίσθημα», ένας λυρισμός στον υπερθετικό του βαθμό δηλαδή, δεν μπορεί παρά να αποδοθεί με ανάλογη επίταση των εκφραστικών μέσων. Και η επίταση η εκφραστική στο "Θαλερό" είναι προφανής. Το λεξιλόγιο είναι πληθωρικό, οι προσωποποιίες, οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές απανωτές, τα επίθετα άφθονα και αστραφτερά, η σύνταξη δαιδαλική και πολυεπίπεδη, όλα στο «Θαλερό», από τις εσωτερικές ρίμες ώς τα σημεία της στίξεως, προορίζονται ήδη διά του αριθμού τους να εντυπωθούν. Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης έχει δίκιο. «Η κίνηση του ποιήματος», ασυζήτητα, «είναι σοφή». Όχι όμως τόσο επειδή το «Θαλερό» δεν μπατάρει ριψοκίνδυνα προς τον εκφραστικό πληθωρισμό, όπως το κάνουν άλλα ποιήματα του Σικελιανού. Όσο επειδή παραπλέει αλώβητο εκείνον τον άλλο σκόπελο, τον πιο μεγάλο απ' όλους, που ακούει στο όνομα εκφραστική σπάνη.
Η δυσκολία να αναγνωρίσουμε ως μέγιστο προτέρημα του Σικελιανού ακριβώς την εκφραστική οικονομία των κορυφαίων του ποιημάτων, έχει επομένως να κάνει με την εσφαλμένη και παραπλανητική αντίληψη που διατηρούμε για τούτη την επίδικη έννοια. Οικονομικός, ακριβολόγος, «φυσικός» δεν είναι ο ποιητής που προτιμά το πεζό, καθημερινό λεξιλόγιο και τους χαμηλούς τόνους ή εμφορείται από ένα αίσθημα σκεπτικισμού και ματαιότητας. Αλλά εκείνος του οποίου τα εκφραστικά μέσα στοιχίζονται κατά τον προσφορότερο τρόπο πίσω από την ποιητική ιδέα που αποπειράται να αρθρώσει. Αν η ιδέα αυτή είναι καθημερινή, κοινή, το καθημερινό, κοινό λεξιλόγιο είναι πράγματι το ενδεδειγμένο ώστε να την αποδώσει με την προσήκουσα ακρίβεια. Αν τώρα η συγκίνηση αυτή είναι υψηλή, αν έχει να κάνει δηλαδή με κινήματα της ψυχής εξ ορισμού σπάνια ή και μοναδικά —όπως η έξαρση, ο ενθουσιασμός, η ηθική συνέγερση—, η ποιητική γλώσσα, για να είναι σε θέση να τα αποτυπώσει επαρκώς, οφείλει να αρθεί στο ανάλογο ύψος. Να απεκδυθεί δηλαδή τα κοινά της φορέματα, ακριβώς επειδή είναι κοινά και συνήθη, και να αναζητήσει στο επίπεδο της σύνταξης, του λεξιλογίου και των ρητορικών σχημάτων το σπάνιο και το μοναδικό. Αυτό έκαναν ανέκαθεν οι ποιητές όλων των καιρών:
Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια
Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας
Οι στίχοι αυτοί, από τους γλωσσικά αισθησιακότερους, είναι την ίδια στιγμή και από τους οικονομικότερους. Και τούτο διότι δεν θα μπορούσαν να γραφτούν διαφορετικά, σε ύφος «λιτό» και πεζολογικό, χωρίς να τρωθεί ανεπανόρθωτα η πυκνότητα και η ακρίβειά τους. Τώρα, ένας ποιητικός κόσμος όπως ο σικελιανικός, του οποίου οργανικό στοιχείο είναι η σπάνια έξαρση, ο ενθουσιασμός, ο ιδανισμός, είναι ευνόητο γιατί καταφεύγει κατά κύριο λόγο σε αντίστοιχα μέσα – ύψος μεγαλοφροσύνης απήχημα, έγραφε είκοσι αιώνες πρωτύτερα ο Λογγίνος. Από την άλλη πλευρά, ένας κόσμος βιωματικά κοινότερος, όπως εκείνος του Καβάφη, είναι αναπόφευκτο να κατακτά την ισορροπία του σ' ένα ύφος συνήθως πεζό και χαμηλόφωνο.
Γράφω «συνήθως» και «κατά κύριο λόγο», γιατί ακόμη και στον πιο μονόχνωτο ποιητή βρίσκεται κάποτε και η άλλη πλευρά. Στίχοι καβαφικοί όπως οι ακόλουθοι:
Κι απ' την θαυμάσιαν πανελλήνιαν εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη, ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά, την απαράμιλλη: βγήκαμε εμείς· ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
δεν έχουν τίποτε το συνεσταλμένο. Για τον πανηγυρικό εθνισμό ενός ποιήματος όπως το «Στα 200 π.Χ», ο μεγαλοπρεπής, ο σχεδόν στομφώδης αυτός τόνος είναι ο μόνος κατάλληλος. Κοιταγμένος απ' αυτήν την πλευρά, ο Αλεξανδρινός δεν αποκλίνει από την παράδοση της μεγαλόστομης πατριδολατρίας ενός Σολωμού ή ενός Ρήγα. Ακόμη και αν ενθέτει τις φράσεις αυτές στο στόμα ενός τρίτου, η προσωπική του μετοχή στα λεγόμενα, η ουσιαστική του συναίνεση στο δοξαστικό τους περιεχόμενο, δεν γίνεται να παραγνωριστεί.
Βεβαίως, ο Καβάφης είναι ένας ποιητής specialist, όπως θα τον έλεγε ο A.A. Ρίτσαρντς. Ένας ποιητής δηλαδή που ειδικεύεται σε συγκεκριμένους τρόπους, που το εκφραστικό του φάσμα είναι κατ' ανάγκην στενό. Σε αντίθεση μ' εκείνον, ο Σικελιανός είναι ένας ποιητής καθολικός, στη γλώσσα του Ρίτσαρντς: a universal poet. Όλο του το έργο είναι μια αδιάκοπη αλυσίδα μορφικών και θεματικών αναζητήσεων, μια ραγδαία διαδοχή πρωτεϊκών μεταμορφώσεων. Όσο κι αν τον ταυτίζουν συστηματικά με την υψιφωνία και την μεγαλορρημοσύνη, στην νεοελληνική ποίηση σπάνια θα βρούμε διάθεση μυχιότερη, περισυλλογή βαθύτερη απ' ό,τι στο προοίμιο της «Ιεράς οδού»:
Από τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα έμπαινε ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι π' ολοένα βουλιάζει.
«Θυμούμαι με μεγάλη ευγνωμοσύνη τη δροσερή συγκίνηση που μου είχε δώσει αυτός ο μεστός τόνος κάπως τραυματισμένος στην ευρωστία του», έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης. Πολλά από τα καλύτερα ποιήματα του Σικελιανού, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του, είναι γραμμένα σ' αυτόν, τον τραυματισμένο, τόνο. Νεκρώσιμα εγκώμια όπως «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα»:
Κι όπως κυλά, από τ' άδυτα του αδύτου των ουρανών, μες στη νυχτιά έν' αστέρι, ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι, έτσι απ' τα στήθη πέταξε η πνοή του.
Επιτάφιες σπονδές, σαν τον «Γιάννη Κητς»:
Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός· όμως ποιοι μ' έφεραν σ' εσέ χορταριασμένοι δρόμοι! Τα πύρινα εκατόφυλλα που σόστρωσα στον τάφο σου, κι ανθεί για σένα η Ρώμη,
μου δείχνουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου σαν τα κορμιά που αδρά κι αρματωμένα σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κοιτάς τα ακέρια, κι ως κοιτάς βουλιάζουνε χαμένα…
Κι ακόμη, αναθήματα ποιητικής αλληλεγγύης:
Μη στοχαστείς πως ήρτα αργά κοντά Σου. Είναι κρυφός ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι· και χρόνια τώρα, ανήξερά Σου, είμαι για Σένα ο αδερφός οπού Σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι…
(«Στη Μαρία Πολυδούρη») αδελφικού πένθους:
κι ως σου είδα στη μετάδοση το χείλι να μην τρέμει, σαν την καρδιά σου δέρνανε οι τέσσερις οι ανέμοι
κι ως είδα, ετοιμοθάνατη, την όψη σου να μένει σε τρίσβαθο χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη,
κι ως σταύρωσες τα χέρια σου στα στήθη απάνω μόνη κι ώρα την ώρα ο θάνατος σε σκέπαζε ωσά χιόνι
(Μήτηρ Θεού) παρακλητικής ταπεινοσύνης:
Γυμνή Σου δέεται η ψυχή. Από χαρά, από πόνο γυμνή· από ηδονή γυμνή Σου δέεται η ψυχή, Δημιουργέ, με μόνο την άπλαστη φωνή
(«Προσευχή»)
Οι ελεγειακές στιγμές του Σικελιανού, οι στιγμές δηλαδή όπου, για να θυμηθώ τον Σίλλερ, το Ιδεώδες συγκρούεται με το Πραγματικό, θα μνημειωθούν σε ολόκληρη σειρά από λαμπρά ποιήματα όπου η μεγαλοφροσύνη αφήνει να διαφανεί το πρόσωπο της φθαρτότητας, δίχως ωστόσο ποτέ να της υποταχθεί. Και είναι ακριβώς αυτή η συναισθηματική και ηθική ταλάντωση που συγκινεί και όσους ακόμη αναγνώστες κρατούν αποστάσεις από το υπόλοιπο σικελιανικό έργο: «Πόσο πιο συγκινητικός ακούγεται αυτός ο μεγαληγορικός και ιερατικός τόνος όταν παίρνει κάτι από τη βραχνάδα της ανθρώπινης φωνής, γίνεται εύθραυστος, αδύναμος, ανασφαλής» (Διονύσης Καψάλης).
Αλλά, για να μην αφήσω τον παραλληλισμό ασυμπλήρωτο: Πόσο πιο συνεγερτικός, πόσο αναπάντεχα σφριγηλότερος ακούγεται και ο τόνος ο καβαφικός όταν, στις σπάνιες στιγμές του είναι αλήθεια, παίρνει κάτι από τη σκληράδα της υπερηφάνειας, όταν αφήνει πίσω του το καταμέτρημα του αρνητικού και υψώνεται στον μεγαλόστομο ουρανό της κατάφασης, εκεί όπου κανείς σκεπτικισμός του συρμού, καμμιά εύκολη ειρωνεία δεν μπορεί να τον φτάσει.
Δεν εδευσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ' επήγα. Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα. Κ' ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
Πρώτη δημοσίευση περ. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 45, Δεκέμβριος 2008
[ 2. 1. 2010 ] |
|
|
|