ἀπὸ τὸν μονόλογο "Ἴκαρος" ἰδιωτικὴ ἔκδοση, Ἀθήνα 2017
Δὲν ξέρω πῶς ξεκίνησα νὰ πέφτω, πῶς ἄρχισε ὅλο αὐτὸ δὲν τὸ θυμᾶμαι, τὴ μιὰ στιγμὴ ἀνέβαινα, τὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ νιώσω ἔκπληξη ἢ τρόμο, χωρὶς κἂν ταραχὴ ἢ ἀνησυχία, βρέθηκα νὰ γλιστρῶ πρὸς τὸ κενό.
Ὅτι ἀνέβαινα ψηλὰ τὸ ξέρω, γι᾿ αὐτό, ἂ ναί, εἶμαι βέβαιος . . . Ἀκόμη τὰ μάγουλά μου συγκρατοῦν τὴ θέρμη, τὴν κάψα τοῦ ἥλιου ἐκεῖ ψηλὰ στὰ νέφη, τῆς αὔρας τὰ θροΐσματα στὶς κνῆμες, στὰ χέρια καὶ στὸ μέτωπο. Ὁ ἀέρας ἐπάνω ἐκεῖ λὲς πὼς δὲν ἔχει σῶμα, ὅσο ἀνεβαίνεις τόσο πιὸ ἀραιώνει, διαστέλλεται, φουσκώνει τὰ πνευμόνια, σὲ πνίγει μὲ μιὰ ἀνάλαφρη εὐφορία, στάζει στὶς φλέβες σου ἀλκοόλ, μιὰ μέθη, σὲ πείθει πώς, ἀλήθεια, ἔχεις φτερά . . .
|