Ε Ω Θ Ι Ν Ο
Όλη τη μέρα στη δουλειά, τα βράδια πίνω. Ξυπνώ στις τέσσερις μες στ' άηχο σκοτάδι. Κοιτώ τα στόρια αντίκρυ μου προσμένοντας το φως. Ώς τότε αυτόν που είναι πάντα εκεί διακρίνω : μια μέρα ακόμη πιο κοντά, κι άοκνο, τον Άδη κάθε μου σκέψη ν' ακυρώνει έξω απ' το πώς το πού, το πότε θα πεθάνω και εγώ. Στείρα απορία. Όμως του φόβου αυτού η αγχόνη, πως θα πεθάνεις, θα σε βρουν νεκρό, πάντοτε αστράφτει τρομερή και καθηλώνει.
Σβήνει ο νους στη λάμψη της. Όχι από τύψεις —για ό,τι δεν έζησες, για όσα χρωστάς, για τ' άπρακτα, τα πεταμένα χρόνια— ούτε επειδή καιρό σου πήρε για ν' αρθείς σ' αυτά τα ύψη, τη λαθεμένη για να δεις, αν ίσως, διαδρομή. Αλλά γι' αυτό τ' ανέκκλητο, το τέλειο πουθενά, τον όλεθρο τον βέβαιο όπου τραβάς και όπου για πάντα θα χαθείς. Παύοντας πια να είσαι εδώ, ή όπου αλλού. Και είναι αυτή η πιο μεγάλη αλήθεια, η πιο τρομακτική.
Είναι ένα ξέχωρο είδος φόβου, ειδικό, κανένα τέχνασμα φτηνό δεν το εξαλείφει. Το ξεφτισμένο το μπροκάρ των θρησκειών που υποκρίνονται πως ες αεί θα ζούμε, οι σοφιστείες πως δεν γίνεται έλλογο ον να τρέμει ό,τι να νιώσει δεν μπορεί, οι τυφλές να δουν ότι φοβόμαστε αυτό ακριβώς : πως οι αισθήσεις μας δεν θα 'ναι ζωντανές πως πια δεν θα σκεφτόμαστε, δεν θα ποθούμε, πως απ' τη νάρκωση κανείς δεν ανανήφει.
Κι έτσι στου βλέμματος κολλάει την άκρη, ένα μικρό στίγμα θολό, ένα ρίγος διαρκές που συγκρατεί και καταπνίγει τις ορμές. Πολλά άγχη διαψεύδονται ίσως, μα όχι αυτό, πάντα επιστρέφει, πάντοτε ξεσπάει σε λάβρο τρόμο όταν ξεμένουμε χωρίς παρέα ή ποτό. Δεν ωφελεί ευψυχία εδώ : τον άλλο απλώς να μην τρομάξεις βοηθάει. Γενναίος τον τάφο δεν τον γλίτωσε κανείς. Ίδιος ο θάνατος με σθένος ή με δάκρυ.
Αργά το φως στάζει στα έπιπλα μορφή. Βαρύ προβάλλει ό,τι γνωρίζουμε καλά, ό,τι πάντα γνωρίζαμε : πως δεν υπάρχει διαφυγή ή διαλλαγή εδώ. Ένας θα βγει χαμένος. Στο μεταξύ μες στα κλειστά γραφεία σαλεύουν πανέτοιμα τ' ακουστικά, ο κόσμος όλος βγαίνει απ' τη νάρκη, απαθής, συγκεχυμένος. Απών ο ήλιος, μι' άσπρη λάσπη ο ουράνιος θόλος. Έφτασε η ώρα πάλι για δουλειά. Οι ταχυδρόμοι, σαν γιατροί, περιοδεύουν.
Πρώτη δημοσίευση:
– ΤΕΦΛΟΝ, τχ. 1, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2009
Βλ. ακόμη:
– ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Εκκλησιασμός – ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Εωθινό – ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Ακόμη ζωντανός
[ 21. 9. 2009 ] |