|
| Ποιητικά |
Ο ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ |
από το βιβλίο "Ο Μιχαήλ Άγγελος στη Ρώμη" Περισπωμένη, Αθήνα 2013
Από το 1508 ώς το 1512, ο Μιχαήλ Άγγελος βρίσκεται στη Ρώμη. Ο πάπας Ιούλιος Β' τού έχει αναθέσει να εικονογραφήσει την οροφή στην Καππέλλα Σιστίνα - έργο-σταθμό στην ιστορία της Αναγέννησης. Όμως ο ίδιος ο καλλιτέχνης δυσφορεί. Η πραγματική κλίση του, πιστεύει, είναι η γλυπτική, η ζωγραφική σε τέτοιο ύψος απαιτεί υπεράνθρωπο κόπο, η σωματική του καταπόνηση είναι μεγάλη. Και οι προστριβές με τον ποντίφηκα, μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες του καιρού του, συνεχείς.
Το λιμπρέττο "Ο Μιχαήλ Άγγελος στη Ρώμη", μας αφηγείται τη σχέση αυτών των δύο ανδρών. Στα δρώμενα ενός μονάχα πρωινού, τοποθετημένου στον μακρινό χειμώνα του 1511, καταγράφει τους ψυχικούς αναβαθμούς μιας δύσκολης συνάντησης: από την απόγνωση στην οργή· από τη σύγκρουση στην συνοδοιπορία· από την αρχική παραίτηση στην ύψωση του τέλους, την πλήρωση και την καταλλαγή.
Το έργο σε μουσική σύνθεση και διεύθυνση Φίλιππου Τσαλαχούρη πρωτοπαίχτηκε το διάστημα 1-3 Μαρτίου 2013 στο Μουσείο Μπενάκη. Συντελεστές:
Άγγελος Χονδρογιάννης: Μιχαήλ-Άγγελος Βασίλης Ασημακόπουλος: Πάπας Ιούλιος Β΄ Αντώνης Γκρίτσης: Ουρμπίνο (βοηθός του Μ.Α.) Τάσος Δαρδαγάνης: ιερέας Αλέξανδρος Κλημόπουλος: ψάλτης
Γυναικείο Φωνητικό Σύνολο Δήμου Κορινθίων Opus Femina, Δ/νση Φάλια Παπαγιαννοπούλου Διονύσης Βερβετσιώτης, βιολί – Κάτια Καμίσκαγια, βιολί Γιάννης Αθανασόπουλος, βιόλα – Έλλη Φιλίππου, τσέλο Μαρία Καρυτινού, τσέμπαλο
Σε μορφή ραδιοφωνικού δράματος παρουσιάστηκε επίσης το Πάσχα του 2017 από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Κιννάβαρι, όμπρα, σιέννα... να! Ο ασβέστης θα 'πρεπε κιόλας να 'ναι απλωμένος. Η μέρα είναι υγρή, πάει για βροχή, θ' αργήσει να στεγνώσει. Αλλά το φως δεν συγχωρεί! Πόσο φτωχό είναι αυτές τις ώρες του χειμώνα, στάζει στους τοίχους σαν λερή σταγόνα ιδρώτα γλιστράει στα μάτια και θολώνει κάθε βλέμμα.
Έχω ξεχάσει πια τη λάμψη του μαρμάρου. Κι όμως, γι' αυτήν ήρθα στη Ρώμη από τις όχθες του Άρνου. Ο τάφος του Ποντίφηκα, το έργο, η ανάθεσή μου... Και νά που τώρα βρίσκομαι σ' έν' άλλο τάφο, κι είναι σαν να 'μαι εγώ ο νεκρός. Πόση δουλειά! Ώς την Καρράρα σαν τρελός να τρέχω μέσα στις πέτρες, στις στοές, στα λατομεία, το κάθε μάρμαρο για να διαλέξω ο ίδιος. Και δες με, δες με εδώ! Μια ζαρωμένη αράχνη, βρέξει-χιονίσει μες στην υγρασία, στη σκόνη, που έρπει ανάστροφα και σεργιανάει στους τοίχους!
Ούτε ο καλύτερος τεχνίτης δεν μπορεί τι κρύβει μέσα του το χρώμα να συλλάβει, πόσες το μάρμαρο μορφές μπορεί να λάβει και νους και πνεύμα ποιο το χέρι του οδηγεί.
Ούτε ο καλύτερος ζωγράφος δεν τολμά έργο στ' αλήθεια των χεριών του να ονομάσει τούτο το θαύμα που σκορπίζει φως στην πλάση − ό,τι εκεί μέσα ζει, αυτόν τον ξεπερνά!
|
|
|