|
Εννέα νότες για μια μετάφραση |
1.
ΤHN ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ πρωτοξεκίνησα να τη μεταφράζω το καλοκαίρι του 1994 στη Μάλαγα. Έκανα τότε εξάσκηση στη γλώσσα, σε μια απ' αυτές τις Escuelas για αλλοδαπούς, που τραβούν τους θερινούς μήνες φοιτητές απ' όλη την Ευρώπη. Άκουγε στ' όνομα "Pablo Picasso". To σπίτι που γεννήθηκε ο ζωγράφος ήταν στη γωνία, Plaza de la Merced, πενήντα μέτρα παρακάτω. Τώρα είναι μουσείο.
2.
ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ οι περισσότεροι ήταν Βορειοευρωπαίοι. Μιλούσαμε αναμεταξύ μας μια φαιδρή εσπεράντο: τουριστικά αγγλικά, ετοιμόρροπα γερμανικά, αρχάρια καστιλλιάνικα. Με τη Σιμόνε, τη Μέρσι, τον Χανς-Πέτερ εξερευνούσαμε τα Σαββατοκύριακα την ανδαλουσιανή ενδοχώρα, ακολουθώντας νοερά τα βήματα του Φεδερίκο. Σεβίλλη ("una torre llena de arqueros finos"), Κόρδοβα ("lejana y sola"), Γρανάδα ("que suspira por el mar"), Φουέντε Βακέρος, Ρόνδα. Στη Μάλαγα είχα πιάσει δωμάτιο στην πάνω πόλη, σ' ένα διαμέρισμα μαζί με άλλους σπουδαστές, μια Φινλανδή, μια Γερμανίδα, έναν Εγγλέζο. Έχω ξεχάσει τ' όνομά τους.
3.
ΓΥΡΙΣΑ ΣΤΗΝ Κολωνία με μια αγκαλιά βιβλία, κάμποσους δίσκους μουσικής φλαμένκο και τη μετάφραση μισοαρχινισμένη. Ήταν η ρηνανική μου δεκαετία. Το πρώτο χέρι το τέλειωσα τον ίδιο εκείνο Οκτώβρη, στη μοναξιά της Luxemburger Strasse, στον έβδομο όροφο ενός ουρανοξύστη που φιλοξενούσε ανάμεσα στ' άλλα και τη φοιτητική εστία όπου έμενα. Η βροχή δεν σταματούσε λεπτό. Με διασκέδαζε η αντίθεση. Στη σκυφτή μου οθόνη με χαιρετούσε κάθε πρωί ασπρόμαυρος ένας μεξικάνικος ήλιος. Έξω, "en los balcones verdes de la lluvia", κρατούσε τον ρυθμό ο τευτονικός υετός. Τα νομικά πρέπει να τα είχα ήδη τότε ξεγράψει.
4.
ΟΠΩΣ ΟΙ περισσότεροι, το ποίημα το γνώρισα απ' τη μετάφραση του Μακρή. Από τη συγκεντρωτική έκδοση των Γραπτών του, όσων περισώθηκαν, που έβγαλε ο Επαμεινώνδας Γονατάς, στα 1985 στην "Εστία". Μου εντυπώθηκε αμέσως η λεκτική ευεξία του Πας, η εικονοφορία των στίχων, το στοχαστικό υπόβαθρο. Η ανάγνωση ωστόσο της μετάφρασης μου άφηνε κενά. Έλειπε, έβρισκα, το σχήμα της οργάνωσης, η γεωμέτρηση της μορφής, που θα 'λεγε ο Ελύτης. Και η τριβή μου μ' αυτά τα πράγματα με είχε πείσει ότι ένα ποίημα 600 σχεδόν στίχων χωρίς μια τέτοια εξωτερική αρχιτεκτονική, χωρίς έναν ορατό σκελετό, δύσκολα ήταν νοητό. Η υποψία μου έμελλε να επιβεβαιωθεί μερικά χρόνια αργότερα, στη Βόννη. Εκεί, σ' ένα καλάθι παλαιοβιβλιοπώλη, πέτυχα τη γερμανική μετάφραση του Fritz Vogelgsang. Είχε αντικριστά τυπωμένους τους ενδεκασύλλαβους του ισπανικού.
5.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ πίστεψα εντελώς στο τροπάρι της ταύτισης, της –ιδεατής, έστω– ώσμωσης μορφής και περιεχομένου. Αν ίσχυε, η ίδια η μετάφραση θα ήταν αδύνατη. Γιατί μετάφραση σημαίνει ακριβώς αυτό, την απέκδυση της μορφής και την ανασύστασή της με άλλα μέσα, αλλού. Μια πράξη μετενσάρκωσης, όπως έχουν πει. Εδώ και πεντακόσια χρόνια μεταφράζουμε εργωδώς από τα αρχαία και τα λατινικά, ωστόσο αδυνατούμε καν να εικάσουμε πώς ακουγόταν ένα ποίημα της Σαπφώς ή του Κάτουλλου στον καιρό του. Ας λένε οι μετρικοί κι οι φιλόλογοι. Η προσωδία του Αισχύλου μάς είναι τόσο άγνωστη όσο η μουσική των χορικών του. Οι λέξεις του φτάνουν στ' αυτιά μας αμίλητες.
Παρ' όλ' αυτά, αν η μοντέρνα λογοτεχνία έχει πράγματι να επιδείξει ένα έργο όπου φόρμα και θεματική έρχονται να συμπέσουν περίπου απόλυτα, αυτό πρέπει να είναι η Ηλιόπετρα. Δεν είναι μόνο τα όσα λέει ο ίδιος ο Πας για την παρορμητική κανονικότητα των στίχων. Είναι πάνω απ' όλα η άκρα αυστηρότητα των μεγάλων φυσικών παραβολών που διέπουν το ποίημα, και που αναζητούν το αντίστοιχό τους στο κέλυφος της μορφής. Οι τροχιές και οι σύνοδοι των πλανητών, το κυκλικό τραγούδι των τεσσάρων εποχών, το αείρροο κατέβασμα των ποταμών, το διαρκές παιχνίδι των κατοπτρισμών και των αντανακλάσεων του φωτός, η σκυθρωπή σκιά των λαβυρίνθων: όλα παραπέμπουν σε μια ενδιάθετη φυσική τάξη. Και πού αλλού παρά στην παραδοσιακή μετρική, σ' αυτήν την άτεγκτη γεωμετρία της γλώσσας, μπορεί κανείς να βρει το ποιητικό σύστοιχο μιας τέτοιας κοσμικής ευταξίας; Οι ενδεκασύλλαβοι της Ηλιόπετρας είναι το περιεχόμενό της. Δίχως αυτούς, το ποίημα θα ήταν άλλο.
6.
Ο ΤΙΤΛΟΣ με προβλημάτισε. Απ' την αρχή είχα επιλέξει το μονόλεκτο. Ηλιόπετρα, όχι Πέτρα του ήλιου, όπως το ήθελε ο Μακρής, και αργότερα ο Δενέγρης. Αργότερα είδα ότι και ο Ματθαίου, στο κομμάτι που μετέφρασε, συμφωνούσε μαζί μου. Το ισπανικό "Piedra del sol" είναι μια ονομασία δημώδης, μια ζωντανή αποτύπωση του λαϊκού θαυμασμού, πάει να πει της απορίας αλλά και του δέους που πρέπει να προξένησε στους κατοίκους της Τενοτστιτλάν, της σημερινής Πόλης του Μεξικού, πίσω στα 1790, η αναπάντεχη ανάδυση από τη γη αυτού του μυστηριώδους, του τερατώδους για τα ευρωπαϊκά μέτρα, ιεροτελεστικού βωμού των Αζτέκων. Ο Πας, όταν το δανείστηκε για το ποίημα του, το έκανε "Piedra de sol", παρέλειψε διακριτικά ένα λάμδα. Κράτησε όμως ατόφυα τη λαϊκή, τη θρυλική αχλύ που περιβάλλει αυτό το πέτρινο ανάγλυφο και τ' όνομά του. Τα ίδια αυτά πράγματα προσπαθεί να περισώσει στα ελληνικά το σύνθετο "Ηλιόπετρα". Πρόσφατα έμαθα ότι η λέξη υπάρχει πράγματι, απαντάει ως τοπωνύμιο στο βόρειο άκρο του γλωσσικού μας άτλαντα, τη Θράκη.
7.
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΩΡΑ ότι το στέγνωμα της σημερινής γλώσσας, και δεν εννοώ μόνο στην ποίηση, δεν δηλώνεται πουθενά εναργέστερα απ' ό,τι στη συστηματική, ιδεοληπτική σχεδόν αποφυγή των συνθέτων, είτε είναι λαϊκών (ιδίως) είτε λόγιων την καταγωγή. "Αιματοτσακισμένα", μ' αυτήν τη λέξη ήθελε να τελειώσει ο Σολωμός τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Για τα "καθιστόζωα" μιλούσε ώς χθες ακόμη ο Καρούζος και η κοφτερή γλωσσική του διάνοια. Κι όμως την "Ηλιόπετρα", ως λέξη, κάποιος μου την αποκάλεσε "παλαμική". Η παρεξήγηση που βλέπει στα σύνθετα ένα κακό χούι των δημοτικιστών, κι όχι εκείνον τον ζηλευτό μηχανισμό που διαθέτει διαχρονικά η γλώσσα για να οικονομεί τις έννοιες, κρατάει ήδη από τη Γενιά του '30. Ο Έντμουντ Κήλυ μιλάει κάπου για το πόσο αποδοκίμαζε ο Σεφέρης τις "φτιαχτές" λέξεις του Παλαμά, όπως το "περδικόστηθη", από τον Δωδεκάλογο:
Περδικόστηθη Τσιγγάνα, ω μαγεύτρα, που μιλείς τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα γλώσσα προσταγής
Σε πολλά ο Παλαμάς υπερέβαλε βέβαια. Ωστόσο, ειδικά η λέξη περδικόστηθη είναι λαϊκή, πάει να πει όλως διόλου φυσική και αβίαστη, αφού απαντά για παράδειγμα σε κυκλαδίτικα τραγούδια. Φαίνεται ότι ήδη στους καιρούς του Σεφέρη είχε γίνει δύσκολο να συλλάβει κανείς τί λεπτή παρατήρηση, πόση εκφραστική τόλμη, αλλά και πόσο υπόκωφο ερωτισμό κρύβει μέσα του αυτό το δημώδες επίθετο. Και πόση πρόδρομη νεωτερικότητα, θα πρόσθετα, που θα ενθουσίαζε έναν Λόρκα, αλλά και τον Ανδρέα Εμπειρίκο: μια γυναίκα με στήθος πουλιού. Ο ίδιος ο Σεφέρης στον "Βασιλιά της Ασίνης" παρομοιάζει τη θάλασσα με στήθος σκοτωμένου παγωνιού. Αλλά είναι ίσως λογικό, οι λέξεις αχρηστεύονται μαζί με τα βιώματα που τις έθρεψαν. Κι όταν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις καν το πουλί, είναι βέβαιο ότι δεν θα προβάλεις ποτέ πάνω του νοερά το αγέρωχο στήθος μιας γυναίκας. Ό,τι αδυνατούμε να καταλάβουμε, μας μοιάζει παράταιρο, τεχνητό.
8.
Η ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ είναι μια μεγάλη κυκλική φράση, γράφει ο Πας. Αρχίζει και τελειώνει με τους ίδιους στίχους. Σαν το ποτάμι, η ροή της δεν στερεύει. Επιστρέφει μάλιστα στις πηγές της, πάντα ανακυκλούμενη. Ο χρόνος της επίσης. Τίποτα δεν είναι πιο ξένο στο ποίημα από τον ευθύ, γραμμικό χρόνο που κατατείνει με μαθηματική βεβαιότητα προς ορισμένο σημείο, τον χρόνο των σημιτικών λαών, τον χρόνο του χριστιανισμού, του μαρξισμού ή του φιλελεύθερου αστισμού. Στον Πας ο χρόνος είναι κυκλικός, όπως στους αρχαίους Έλληνες, στους Ινδοευρωπαίους, στους Αμερινδούς. Συντέλεια και Λύτρωση, Πρόοδος και Επανάσταση, Τέλος της Ιστορίας ή Αθανασία, όλα αυτά τα τεχνάσματα της Δυτικής συνείδησης τού είναι εντελώς ξένα. Άκρα ασυμφιλίωτα δεν υπάρχουν, ο έρωτας και ο θάνατος εφάπτονται, η Κόλαση και ο Παράδεισος επίσης, όλοι οι αιώνες χωρούν σε μια στιγμή, οι δαίμονες έχουν το δίσημο πρόσωπο του Ιανού, όχι το ακίνητο, πεισματικά αναλλοίωτο προσωπείο του Ιεχωβά. Ο χρόνος είναι ένα ουροβόρο φίδι, ρουφάει και ξερνάει τον εαυτό του κάθε στιγμή.
Η ίδια η Ιστορία, με όλα τα άγη της, είναι μια πρόσκαιρη γκριμάτσα, μια πινελιά σ' έναν νερένιο καθρέφτη, προορισμένη αμέσως να σβηστεί. Το καταθλιπτικό της βάρος αίρεται εμπρός στο αποκαλυπτικό βίωμα της στιγμής. Όλοι, οι ηγήτορες και οι ουραγοί, οι τροπαιοφόροι και οι βαστάζοι της, σαρώνονται κάθε φορά που δύο εραστές βρίσκονται ο ένας με τον άλλο:
όνοι παιδαγωγοί κι εθνοπατέρες, κροκόδειλοι που κάνουν τον σωτήρα, ο Ηγέτης, το τσακάλι, ο εργολάβος του μέλλοντος, το ένστολο γουρούνι, ο υιός ο εκλεκτός της Εκκλησίας που πλένει μ' αγιασμό τα ωχρά του δόντια κι ακούει μαθήματα αγγλικών κατ' οίκον ή και δημοκρατίας, αθέατοι τοίχοι και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν τον άνθρωπο απ' τους άλλους τους ανθρώπους, τον άνθρωπο απ' τον ίδιο, καταρρέουν σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας
Ο Ελύτης το λέει αλλιώς, κι όμως ταυτόσημα:
Άλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα Ωφελεί εάν έπεται. Ομως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό Σημαίνει – που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει.
Η "πραγματικότητα", η Ιστορία… Ξόανα που πάνω τους κολλάει και λιγδιάζει ο χρόνος. Η ποίηση όμως κείται πέραν, ριζώνει και βλασταίνει αλλού.
9.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΕΡΙΚΟΙ στίχοι που και σήμερα ακόμη όταν τους διαβάζω, δεκαπέντε σχεδόν χρόνια αφότου πρωτοδοκίμασα να τους φέρω στα ελληνικά, αναρριγώ. Δίκαιο είναι λοιπόν να τελειώνω μ' αυτούς. Βρίσκονται κάπου στα μισά της διαδρομής του ποιήματος. Μιλούν για τη ματιά του παρελθόντος, το βλέμμα αυτών που πέρασαν κι όμως μένουν για πάντα να μας κοιτούν θαμμένοι, λες μέσα από τα βάθη του πηγαδιού:
θαμμένα βλέμματα σ' ένα πηγάδι, ματιές που ήδη απ' την αρχή μάς βλέπουν
Τίποτα δεν τελειώνει στ' αλήθεια. Τίποτα δεν εκκινεί εκ του μηδενός. Τα πάντα ενυπάρχουν στα πάντα από μιας αρχής. Στο μέγα κοσμικό δράμα είμαστε πάντα επί σκηνής αλλά και στις κερκίδες, υποκριτές ομού και θεατές, παρατηρούμενοι και παρατηρητές. Ώς κι η διαδοχή των γενεών είναι εντέλει μία αξεδιάλυτη συνύπαρξη, μια νοητή ταυτοχρονία:
βλέμμα παιδιού μάνας γριάς που βλέπει στον πρώτο της τον γιο τον νέο γονιό της, βλέμμα μητέρας της μοναχοκόρης που βλέπει στον πατέρα της τον γιο της
Ο κόσμος είναι ένα πηγάδι, λέει ο Πας. Στη σκοτεινή επιφάνειά του, άλλοι διαβάζουν τον δόλο της φθοράς· άλλοι, τον μόνο, τον αληθινό τρόπο του υπάρχειν:
βλέμματα που μας βλέπουν απ' τα βάθη του βίου αυτού, παγίδες του θανάτου – ή νά 'ναι αλλιώς: σ' αυτά τα μάτια η πτώση νά 'ναι στη γνήσια τη ζωή η επάνοδος;
Το απόσπασμα κλείνει με ερωτηματικό. Ας αρκεστούμε σ' αυτό. Η ύψωση και ο καταποντισμός, ο πηγαιμός και η επανάκαμψη έχουν νόημα μόνο όπου ο δρόμος τραβάει ευθεία. Ο δρόμος της Ηλιόπετρας όμως, ο κύκλιος δρόμος, δεν ξέρει αφετηρία ή τερματισμό. Δεν έχει καν κατεύθυνση δοσμένη, για να στραφούμε προς αυτήν. Μπορούμε πάντα να τον περπατήσουμε. Όμως το πού θα οδηγηθούν τα βήματά μας, είναι δικός μας τελικά λογαριασμός.
Οκτάβιο Πας, Ηλιόπετρα, Μετάφραση-Επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης, Δίγλωσση Έκδοση, Μαΐστρος, Αθήνα 2007
Πρώτη δημοσίευση: δικτυακό περ. ΠΟΙΕΙΝ, 17 Απριλίου 2008
Βλ. ακόμη: — Οκτάβιο Πας, ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ — Πέρε Ζιμφερρέρ, Η ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ ΤΟΥ Ο. ΠΑΣ
[ 23. 5. 2008 ] |
|
|
|