|
Λογοτεχνία και χυδαίος βιογραφισμός [ β' ] |
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΝΑΣΟ ΒΑΓΕΝΑ
ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ TOY "Λογοτεχνία και βιογραφισμός" στο προηγούμενο τεύχος του ΠΟΛΙΤΗ (αριθ. 152, Φεβρουάριος 2007), ο Νάσος Βαγενάς συζητά τις θέσεις που ανέπτυξα σε ομόθεμο κείμενό μου, δημοσιευμένο στο περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ. [1] Ο Βαγενάς συμφωνεί κατ' αρχήν με την περιγραφή του χυδαίου βιογραφισμού όπως την αποπειράθηκα εκεί. Διαφωνεί όμως πλήρως με την υπαγωγή του βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη Αμίλητα, βαθιά νερά στην κατηγορία αυτή και μου την καταλογίζει ως λάθος. Είμαι και εγώ της γνώμης ότι το θέμα μας με δυο λόγια: οι σχέσεις λογοτεχνίας και ηθικής είναι μείζον. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας για να συνεχίσω αυτόν τον διάλογο.
Ξεκινώ από δύο σημεία, επί των οποίων φοβούμαι ότι αν δεν συμφωνήσουμε προκαταρκτικά, κάθε απόπειρα συζήτησης κινδυνεύει να καταλήξει είτε σε αμοιβαία παρανόηση είτε σε ασύμπτωτους μονολόγους. Το πρώτο είναι ότι στο ζήτημα που μας ενδιαφέρει εδώ, δεν έχει καμμία σημασία αν το βιβλίο που συζητούμε έχει ή δεν έχει λογοτεχνική αξία. Εδώ δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι ο Βαγενάς συναινεί επί της αρχής. Όπως σημειώνει:
"Στο ερώτημα το οποίο ο Κ.Κ. δεν θέτει αλλά, έμμεσα, υποβάλλει αν ένα μυθιστόρημα του χυδαίου βιογραφισμού μπορεί να είναι σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο, ο Κ.Κ. πιστεύω ότι θα απαντούσε και ορθώς θετικά. Όμως στο ερώτημα αν ο συγγραφέας ενός αριστουργηματικού (ή και μέτριου ή και κακού) μυθιστορήματος χυδαίου βιογραφισμού είχε το ηθικό δικαίωμα να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα, η απάντηση του Κ.Κ. είναι όχι. Είναι η διατύπωση και υποβολή αυτών των ερωτημάτων από τον Κ.Κ. εκείνο που καθιστά, παρά το λάθος του, το δοκίμιό του καίριο, και μάλιστα σε μιαν εποχή που στον τόπο μας ερωτήματα σαν κι αυτά θεωρούνται ξεπερασμένα..."
Καμμία σημασία ωστόσο δεν έχει και το αν το συγκεκριμένο βιβλίο ανταποκρίνεται ή όχι στην "αλήθεια", αν δηλαδή τα αναγραφόμενα σε αυτό έχουν ή δεν έχουν πραγματική βάση. Εδώ διαβλέπω την πιθανή ένσταση. Σπεύδω λοιπόν να διευκρινίσω. Η "αλήθεια", ιστορική, επιστημονική ή άλλη, κατ' αρχήν αποτελεί ασφαλώς αξία. Δεν συνιστά ωστόσο αυταξία, πολλώ δε μάλλον αυτοσκοπό. Ως αξία προστατευόμενη, ως έννομο δηλαδή αγαθό, το δικαίωμα στην "αλήθεια" ασκείται στο μέτρο που δεν θίγονται άλλα σταθμιστικώς σημαντικότερα έννομα αγαθά. Παράδειγμα: η δημοσίευση προϊόντων υποκλοπής ή ηλεκτρονικής παρακολούθησης απαγορεύεται διότι θίγει το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής· η ελευθερία του Τύπου περιστέλλεται όπου συγκρούεται με την προστασία του απορρήτου ή με τις ανάγκες της κρατικής ασφάλειας· η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας αίρεται όταν οδηγεί στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως λ.χ. στις γενετικές έρευνες για την κλωνοποίηση, κ.ο.κ. Όλα τα δικαιώματα, ακόμη και αυτό το δικαίωμα της ζωής, ασκούνται με περιορισμούς. Η ρήση "μερικές αλήθειες δεν λέγονται", δεν είναι μόνο γέννημα της κοινής λογικής, αλλά και νομικός και ηθικός κανόνας θεμελιώδης.
Ώστε όπως δεν απασχολεί το ερώτημα αν το βιβλίο της κ. Γαλανάκη είναι καλό, μέτριο ή κακό, έτσι δεν απασχολεί κατ' αρχήν και το αν αναπαράγει "πιστά" ή μη την πραγματικότητα. [2] Και ο κίτρινος τύπος, οι κάθε λογής paparazzi και τα παράθυρα της trash tv, κομμάτια της πραγματικότητας φέρνουν ενίοτε στο φως. Αυτό όμως δεν αναιρεί σε τίποτα την χυδαιότητα του τρόπου με τον οποίο εκθέτουν και διαχειρίζονται το "υλικό" τους την ζωή δηλαδή και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που έχουν την ατυχία να κινούν το ενδιαφέρον τους. Με αυτή την έννοια, το μόνο ερώτημα είναι εν προκειμένω αν η Γαλανάκη είχε το δικαίωμα να γράψει το "μυθιστορηματικό χρονικό" της με τον τρόπο που το έγραψε. Περιλαμβάνοντας δηλαδή σε αυτό τα όσα περιέλαβε, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει την ρητή συναίνεση ή την σιωπηρή έστω ανοχή της ακούσιας, όπως την αποκάλεσα, πρωταγωνίστριάς του, και χωρίς να λάβει σοβαρά υπ' όψιν της τις ευαισθησίες και τις επιθυμίες της. Η εκτίμηση αν τα Αμίλητα, βαθιά νερά είναι ή δεν είναι έργο χυδαίου βιογραφισμού εξαρτάται αποκλειστικά από την απάντηση που θα δώσουμε στο παραπάνω ερώτημα.
Ο Βαγενάς κομίζει στη συζήτηση πολλά επιχειρήματα, αρκετά μάλιστα καθαρά νομικής φύσεως. Για λόγους ακριβολογίας θα μιμηθώ εδώ το παράδειγμά του. 'Αλλωστε, για να παραλλάξω μια δική του διατύπωση, και οι νομικές διατάξεις κωδικοποιήσεις ηθικών επιχειρημάτων είναι. Όπως κατήγγειλε η κ. Πετρακογιώργη, η Ρέα Γαλανάκη:
"ουδέποτε ζήτησε την άδειά μου για να δημοσιεύσει προσωπικά μου δεδομένα, ούτε βεβαίως με ενημέρωσε ότι επρόκειτο να το κάνει χωρίς αυτήν." [3]
Την καταγγελία αυτή η κ. Γαλανάκη δεν την αντέκρουσε, αντιθέτως με την απάντησή της εμμέσως την επιβεβαιώνει:
"Ερευνώντας, άλλωστε, το θέμα, ένα ιστορικό γεγονός πάρα πολύ μεγάλης δημοσιότητας στην εποχή του, απευθύνθηκα και στις δύο οικογένειες, όπως αναλυτικά περιγράφω στις πηγές μου (σελ. 427-433 στο Επίμετρο του βιβλίου μου). Ειδοποιός ίσως διαφορά είναι ότι πρώτη φορά έρχονται στη δημοσιότητα στοιχεία από το Αρχείο του Κώστα Κεφαλογιάννη, αρχείο που μου εμπιστεύτηκε ο πρωτότοκος γιος του Βασίλης, δικηγόρος στο Ηράκλειο, για να μελετήσω και να διαχειριστώ εν λευκώ." [4]
Αφήνω προσώρας κατά μέρος αυτό το "για να διαχειριστώ εν λευκώ", φράση ασφαλώς χαρακτηριστική για την αντίληψη περί ανθρώπινης αξιοπρέπειας που την υποβαστάζει. Όπως είναι γνωστό, τα προσωπικά δεδομένα της κ. Πετρακογιώργη που για "πρώτη φορά" είδαν το φως της δημοσιότητας, στην απτότερή τους μορφή αποτελούνται από αποσπάσματα επιστολών της τελευταίας προς τον απαγωγέα της. Τώρα, σε αντίθεση με τα όσα εικάζει ο Βαγενάς, το νομικό καθεστώς που διέπει την δημοσίευση των επιστολών είναι σαφές. Ως κινητό πράγμα οι τελευταίες ανήκουν μεν στον παραλήπτη τους (ή στους κληρονομικούς διαδόχους του), και συνεπώς μπορεί να τις μεταβιβάσει και να τις διαθέσει κατά το δοκούν. Το περιεχόμενό τους όμως ανήκει αποκλειστικά στον συντάκτη τους, ο οποίος διατηρεί και τα πνευματικά δικαιώματα. 'Αρα δεν είναι δυνατή η δημοσίευσή τους χωρίς άδεια του ιδίου ή των κληρονόμων του αν δεν παρέλθουν εβδομήντα χρόνια από τον θάνατό του. Όταν λοιπόν η Γαλανάκη ισχυρίζεται ότι έλαβε "εν λευκώ" άδεια από τον σημερινό κάτοχο του αρχείου Κεφαλογιάννη, ο ισχυρισμός της είναι παντελώς ανακριβής. Και τούτο για τον απλούστατο λόγο ότι ο τελευταίος θα ήταν αδύνατο να της μεταβιβάσει δικαίωμα που δεν διαθέτει.
Αντί πολλών άλλων, παραθέτω την γνώμη της Διονυσίας Καλλινίκου, καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην διευθύντριας του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας:
"Η βιβλιοθήκη ή το αρχείο που είναι κάτοχοι χειρογράφων έχουν μόνο την κυριότητα πάνω στον υλικό φορέα, εκτός αν τους έχει μεταβιβασθεί το σχετικό δικαίωμα από το δικαιούχο
Δικαιούχος του δικαιώματος αυτού είναι ο συντάκτης τους, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να περιορισθεί από το δικαίωμα προσωπικότητας του αποδέκτη. Κατά συνέπεια οι βιβλιοθήκες ή τα αρχεία που είναι κάτοχοι επιστολών δεν μπορούν να προβούν σε δημοσίευση ή σε πράξεις εκμετάλλευσης, εκτός αν υπάρχει γραπτή συμφωνία με το δικαιούχο." [5]
Ώστε όχι μόνο ο αποστολέας, ακόμη και ο παραλήπτης μιας επιστολής μπορεί νομίμως να εμποδίσει την δημοσίευσή της, στο μέτρο που το περιεχόμενό της θίγει την προσωπικότητά του. Μόνος δε αρμόδιος να κρίνει αν η προσωπικότητά του θίγεται από την δημοσίευση είναι εν προκειμένω ο ίδιος. Θέλω να επιμείνω στο σημείο αυτό, διότι ο Βαγενάς φαίνεται να πιστεύει ότι υπάρχει μια αντικειμενική, υπερατομική νομική έννοια της προσωπικότητας, βάσει της οποίας ένας τρίτος μπορεί να κρίνει με ασφάλεια ποιες δημοσιεύσεις ιδιωτικών εγγράφων επιτρέπονται και ποιες όχι. Όμως στοιχείο συστατικό του δικαιώματος της προσωπικότητας, άρα και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή το οποίο απορρέει από εκείνο, είναι ακριβώς η ελευθερία του φορέα του να αποφασίσει ο ίδιος πώς θα το ασκήσει. Εν προκειμένω, σε ποιες δραστηριότητές του θα δώσει χαρακτήρα δημόσιο και ποιες θα κρατήσει ιδιωτικές. Δεν έχει καμμία απολύτως σημασία αν στα μάτια του ειδικευμένου μελετητή ή του απλού φιλοπερίεργου αναγνώστη η δημοσίευση ενός εγγράφου κρίνεται ολότελα αβλαβής, ή "τιμητική" ή "ιστορικώς βαρύνουσα" ή ό,τι άλλο. Αν ο συντάκτης του την θεωρεί ηθικά προσβλητική, τότε είναι.
Στην αμερικανική νομολογία είναι πασίγνωστη η περίπτωση του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, συγγραφέα του Φύλακα στη σίκαλη, ο οποίος προσέφυγε στην Δικαιοσύνη κατά του βιογράφου του Ίαν Χάμιλτον. "Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο τελευταίος δεν μπορούσε να δημοσιοποιήσει τις ιδιωτικές επιστολές που ο πρώτος του είχε στείλει. 'Το γράμμα ανήκει στον παραλήπτη, αλλά οι λέξεις στον αποστολέα', αποφάνθηκε". [6] Στην πρόσφατη δικαστική διαμάχη για την ταινία του Νικ Κασσαβέτη Alpha Dog, η οποία βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά μιας δολοφονίας που καταθορύβησε προ ετών την κοινή γνώμη των ΗΠΑ, το δικαστήριο αποφάσισε να επιτρέψει τελικά την προβολή της, επικαλούμενο δύο κυρίως λόγους: πρώτον, ότι το σενάριο δεν περιλαμβάνει απόρρητα προσωπικά δεδομένα του δράστη Νίκολας Μάρκοβιτς, αλλά αρκείται στα όσα από τον Τύπο ή τα πρακτικά της δίκης ήταν ήδη γνωστά, και, δεύτερον, ότι στην ταινία δεν γίνεται αναφορά στα πραγματικά ονόματα των πρωταγωνιστών. [7]
Ακόμη οφθαλμοφανέστερη είναι η συνάφεια της υπόθεσης που συζητούμε εδώ με την πρόσφατη περίπτωση της δημοσίευσης από την εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung περικοπών από δύο παλαιότερες επιστολές του συγγραφέα Γκύντερ Γκρας προς τον πολιτικό Καρλ Σίλλερ, τότε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας. Με τις επιστολές του αυτές των ετών 1969 και 1970, ο Γκρας παρότρυνε τον Σίλλερ να παραδεχθεί δημόσια το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν του. Οι επιστολές απέκτησαν αναπάντεχη επικαιρότητα το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Γκρας ομολόγησε για πρώτη φορά ότι και ο ίδιος ως έφηβος υπήρξε για μικρό διάστημα μέλος των Waffen-SS. Η ομολογία θεωρήθηκε απαράδεκτα καθυστερημένη για έναν συγγραφέα που επί σειρά δεκαετιών υπήρξε φλογερός κήρυκας της ηθικής κάθαρσης της μεταπολεμικής Γερμανίας από τα απομεινάρια του χιτλερισμού. Με την δημοσίευση των επιστολών του Γκρας προς τον Σίλλερ, η FAZ θέλησε να ασκήσει κριτική σ' αυτήν ακριβώς την ασυνέπειά του. Παρά ταύτα, ο συγγραφέας προσέφυγε στο Πρωτοδικείο του Βερολίνου και εξασφάλισε την απαγόρευση κάθε περαιτέρω δημοσίευσής τους. Όπως αποφάνθηκαν οι δικαστές, "η προστασία της προσωπικότητας και της πνευματικής ιδιοκτησίας του επιστολογράφου βαρύνουν στην προκείμενη περίπτωση περισσότερο από τους λόγους που επικαλείται η εφημερίδα για την δημοσίευσή τους". [8]
Σε μια εξίσου πολύκροτη υπόθεση σύγκρουσης μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων της ιστορικής έρευνας, ο πρώην καγκελλάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ ζήτησε και πέτυχε να μην επιτραπεί η ελεύθερη πρόσβαση του κοινού και των ερευνητών στο τμήμα εκείνο των αρχείων της ανατολικογερμανικής Κρατικής Ασφάλειας (της διαβόητης Στάζι) που περιλαμβάνει προσωπικά του δεδομένα. Όπως έκρινε το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Λιψίας (2004), ακόμη και δημόσια έγγραφα (όπως λ.χ. διπλωματικά μνημόνια και υπηρεσιακές εκθέσεις) που απόκεινται σε κρατικά αρχεία, δεν μπορούν να δημοσιευθούν χωρίς την συναίνεση του άμεσα ενδιαφερόμενου. Και αυτό παρά το τεράστιο πολιτικό και ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν. [9]
Συναφής είναι τέλος και η, επίσης πρόσφατη, υπόθεση της χωρίς άδεια δημοσίευσης των επιστολών του Οδυσσέα Ελύτη προς τον Στρατή Ελευθεριάδη Τεριάντ από την Νομαρχία Λέσβου. Ως γνωστόν, η κληρονόμος του Ελύτη, πιστή στη βούληση του ίδιου του ποιητή, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και ζήτησε την απόσυρση του βιβλίου. Μολονότι για λόγους καθαρά τυπικούς η αίτησή της απορρίφθηκε, η αυθαίρετη αυτή έκδοση προκάλεσε την δριμύτατη αντίδραση σειράς ολόκληρης από προσωπικότητες του δημόσιου βίου. Ανάμεσά τους άνθρωποι όπως οι
"Μίκης Θεοδωράκης, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Κική Δημουλά, Νίκος Κούνδουρος, Νίκος Θέμελης, Γιώργος Κουρουπός, Γιάννης Μόραλης, Στέλιος Ράμφος, Μένης Κουμανταρέας, Γιώργος Βέλτσος, Γιάννης Σακελλαράκης, Χρήστος Γιανναράς, Μιχάλης Κοπιδάκης, Κώστας Ζουράρις, Γιάννης Κοντός, Απόστολος Δοξιάδης, Νίκος Δήμου, Γιάννης Βαρβέρης, Ευγένιος Αρανίτσης, η βουλευτής Επικρατείας Χρυσή Καρύδη. Επίσης, οι δικηγόροι Αλέξανδρος Λυκουρέζος, Γιώργος Στεφανάκης, Χρήστος Ζουράρις, όπως και οι εκδότες Θανάσης Καστανιώτης (Καστανιώτης), Κάτια Λεμπέση (Κέδρος), Εύα Καραϊτίδη (Εστία), Κατερίνα Καρύδη (Ίκαρος), Σταύρος Πετσόπουλος ('Αγρα), Σάμης Γαβριηλίδης (Γαβριηλίδης), Θανάσης Χαρμάνης (Ύψιλον)." [10]
Η περίπτωση δύο εξ αυτών, του κ. Θανάση Καστανιώτη και του κ. Γιάννη Σακελλαράκη, παρουσιάζει νομίζω ξεχωριστό ενδιαφέρον. Και τούτο διότι οι ίδιοι άνθρωποι που φέρονται να καταδικάζουν την αυθαίρετη δημοσίευση των επιστολών Ελύτη, όταν πρόκειται για το βιβλίο της Γαλανάκη, που ανήκει στην αυτή κατηγορία, πράττουν τα διαμετρικώς αντίθετα. Έτσι ο μεν πρώτος είναι ως γνωστόν ο εκδότης του, ο δε δεύτερος το εγκωμίασε με θερμότατα λόγια σε σχετική εκδήλωση στην Αθήνα. Δεν θέλω να κρίνω εδώ τον κ. Καστανιώτη ούτε τον κ. Σακελλαράκη, το πιθανότερο είναι να μην έχουν καν επίγνωση της αντίφασής τους αυτής. Ωστόσο, το ότι η προσβολή κατά του ονόματος ενός Ελύτη συγκινεί και ευαισθητοποιεί, ενώ το αναλογικά πολύ επαχθέστερο κρούσμα της προσβολής των δικαιωμάτων ενός απλού πολίτη δεν προκάλεσε καμμιά ιδιαίτερη διαμαρτυρία από τις τάξεις των ανθρώπων των γραμμάτων και των διανοουμένων (αντίθετα, ορισμένοι έσπευσαν να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στη Γαλανάκη), δείχνει νομίζω με τον κατηγορηματικότερο τρόπο το αυτονόητο: ότι στην έριδα μεταξύ της Τασούλας και της μυθιστοριογράφου, εν ολίγοις μεταξύ ενός απλού ιδιώτη και μιας λογοτεχνικής διασημότητας, η ασύγκριτα ασθενέστερη πλευρά είναι εκείνη της κ. Πετρακογιώργη.
Και μόνο αυτή η διαπίστωση αρκεί να δείξει γιατί τα Αμίλητα, βαθιά νερά δεν μπορούν να περιληφθούν στην κατηγορία των έργων της κριτικής λογοτεχνίας, των έργων δηλαδή που χρησιμοποιούν τον "σωστό βιογραφισμό" ως όργανο ελέγχου της πολιτικής ή άλλης εξουσίας. Όπως έγραφα και στην προηγούμενη παρέμβασή μου: "Η κριτική λογοτεχνία βάλλει εξ ορισμού κατά ισχυρών".
* * *
ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΣΩ ΕΝ ΤΑΧΕΙ δύο ακόμη σημεία, τα οποία θίγει ο Βαγενάς και που αν μείνουν αναπάντητα μπορεί να προκαλέσουν την εντύπωση ότι στην προκείμενη περίπτωση θα ήταν δυνατή η μερική έστω άρση του κανόνα που προδιέγραψα πιο πάνω, ότι δηλαδή στις συγκρούσεις μεταξύ της ελευθερίας του λόγου από τη μια μεριά, και του δικαιώματος της προσωπικότητας από την άλλη, αυτό το τελευταίο υπερισχύει ενώ η ελευθερία του λόγου υποχωρεί.
Το πρώτο από αυτά είναι το επιχείρημα της άμυνας υπέρ τρίτου. Σύμφωνα με αυτό, τα προσωπικά δεδομένα της Τασούλας Πετρακογιώργη δημοσιεύθηκαν για να αποκατασταθεί έστω και μετά θάνατον η τιμή του Κ. Κεφαλογιάννη από το στίγμα του ακούσιου απαγωγέα που εφ' όρου ζωής έφερε. Η περίπτωση της άμυνας υπέρ τρίτου προβλέπεται πράγματι στην ελληνική έννομη τάξη, αν και στο ποινικό δίκαιο, σε συμφραζόμενα δηλαδή εντελώς διαφορετικά από αυτά που συζητούμε εδώ. Ακόμη και στο ποινικό δίκαιο όμως, άμυνα υπέρ τρίτου δεν νοείται όταν α) ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος και άλλως πως αποτρέψιμος, β) ο παθών είναι σε θέση από μόνος του να αμυνθεί και γ) ο ίδιος δεν επιθυμεί να τον υπερασπίσουν. Στην περίπτωσή μας ο Κώστας Κεφαλογιάννης επί δεκαετίες ολόκληρες είχε την ευχέρεια να δημοσιεύσει τις επιστολές αυτές και παρ' όλ' αυτά δεν το έκανε. Είτε επειδή αδιαφόρησε, είτε επειδή έκρινε ότι δεν είχε τίποτε να κερδίσει, είτε επειδή θέλησε να προλάβει τυχόν αντιδράσεις, προτίμησε τη σιωπή.
Τώρα, όποιοι και αν ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Κεφαλογιάννη σε αυτή του την απόφαση, το βέβαιο είναι ότι εκ των υστέρων εκθέτουν βαρύτατα την κ. Γαλανάκη και της αφαιρούν κάθε δικαίωμα να παρουσιάζει τον εαυτό της ως προστάτιδα της μνήμης του. Αν μάλιστα υποθέσουμε ότι ο Κεφαλογιάννης έπραξε όπως έπραξε για να προλάβει τυχόν αντιδράσεις, ή και από πνεύμα "ιπποτισμού", όπως νομίζει ο Βαγενάς, η αυθαιρεσία της Γαλανάκη να τις δημοσιεύσει γίνεται διπλή, αφού συνιστά ασέβεια όχι μόνο προς το πρόσωπο της κ. Πετρακογιώργη αλλά και προς το πρόσωπο εκείνου. Κι αυτό, γιατί οι συνθήκες που υπαγόρευσαν την σιωπή του Κεφαλογιάννη, ισχύουν στο ακέραιο και σήμερα. Και η Τασούλα είναι εν ζωή, και η υπόθεση εξακολουθεί να διχάζει τη μνήμη και τα πνεύματα. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι για το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής κοινής γνώμης τα παλαιά εκείνα συμβάντα έχουν τυλιχτεί την αχλύ του θρύλου, για πολλούς εξακολουθούν να παραμένουν οδυνηρά, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις στην Κρήτη.
Ένα δεύτερο επιχείρημα περιστρέφεται παραδόξως γύρω από την συμπεριφορά της ίδιας της Τασούλας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι αφού εκείνη επέλεξε να μιλήσει κάποτε για την περιπέτειά της, τότε έχουν και όλοι οι άλλοι το δικαίωμα να το κάνουν ελεύθερα. Ο συλλογισμός αυτός είναι προβληματικός και στα δύο του σκέλη. Όπως κάθε ένας από εμάς, η κ. Πετρακογιώργη έχει και έννομο συμφέρον και αναφαίρετο ηθικό δικαίωμα να τοποθετείται δημοσίως σε ζητήματα που την αφορούν. Και αυτό ακριβώς το ηθικό της δικαίωμα άσκησε με παραδειγματική συνέπεια και αξιοπρέπεια όλα αυτά τα χρόνια, από τον Ιανουάριο του 1952 και εντεύθεν. Το ότι η ίδια, προκειμένου να υπερασπίσει την υπόθεσή της, αποφάσισε να μιλήσει στον Τύπο και στην τηλεόραση, δεν νομιμοποιεί κανέναν τρίτο να παραβιάζει την ιδιωτική της σφαίρα, να δημοσιεύει προσωπικά της έγγραφα, να αντιποιείται το όνομά της και να μετατρέπει χωρίς την συναίνεσή της την ζωή της σε "μυθιστόρημα". [11] Λυπάμαι που θα το επαναλάβω εδώ, αλλά τέτοιου είδους επιχειρήματα χρησιμοποιούνται κατά κόρον και στις δίκες των βιαστών. Επιχειρείται δηλαδή από την πλευρά του εκάστοτε θύτη να παρουσιαστεί το θύμα του ως ελαφράς ηθικής, ώστε να απενοχοποιηθεί ο ίδιος.
Κλείνω αυτήν την αναφορά στο νομικό σκέλος της υπόθεσης, σχολιάζοντας μια εύλογη απορία του Βαγενά, διατυπωμένη και από άλλους. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί η θιγόμενη δεν άσκησε τα δικαιώματά της, προσφεύγοντας στην ελληνική δικαιοσύνη; Μήπως έχουμε να κάνουμε με ανακολουθία; Υπάρχει πράγματι μια ανακολουθία στο σημείο αυτό, όμως δεν βαρύνει την κ. Πετρακογιώργη. Αποτελεσματική δικαστική προστασία θα σήμαινε εν προκειμένω ένα και μόνο πράγμα: την ταχεία απόσυρση του βιβλίου από την κυκλοφορία, στην παρούσα του τουλάχιστον μορφή. Όμως τέτοια νομική δυνατότητα δεν υπάρχει. Σύμφωνα με το άρθρο 14 § 3 του Συντάγματος, κατάσχεση εντύπου είναι δυνατή μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις: λόγω προσβολής θρησκεύματος, λόγω προσβολής του Προέδρου της Δημοκρατίας, για την προστασία στρατιωτικών απορρήτων, του πολιτεύματος και της ακεραιότητας της χώρας, και τέλος για την προστασία του κοινού από άσεμνα δημοσιεύματα. Το βιβλίο της Γαλανάκη δεν εμπίπτει σε καμμία από αυτές τις περιπτώσεις. Συνεπώς μια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εκ μέρους της κ. Πετρακογιώργη είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα απορριπτόταν ως νόμω αβάσιμη, όπως ακριβώς συνέβη και με την αίτηση της κ. Ηλιοπούλου κατά της Νομαρχίας Λέσβου για την δημοσίευση των επιστολών του Ελύτη.
Η μόνη δικαστική οδός για την κ. Πετρακογιώργη θα ήταν είτε να ζητήσει ευθέως την ποινική δίωξη της μυθιστοριογράφου, είτε να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, ζητώντας λ.χ. να της επιδικαστεί χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η θιγόμενη, άνθρωπος προβεβηκυίας ηλικίας, θα έπρεπε να εμπλακεί σε μια πολυετή και επώδυνη δικαστική διαμάχη, κατά την διάρκεια της οποίας το βιβλίο της κ. Γαλανάκη θα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ανενόχλητα και η συγγραφέας του να απολαμβάνει ακόμη εντονότερα τα φώτα της δημοσιότητας, περιβεβλημένη μάλιστα με το επωφελές για την ίδια φωτοστέφανο της "διωκόμενης".
Η πραγματικότητα δυστυχώς είναι αυτή. Αν μια αυστηρή οπωσδήποτε, αλλά πάντως εξώδικη αντίδραση της κ. Πετρακογιώργη, άρκεσε για να την καταστήσει στόχο του εύκολου και απαξιωτικού λόγου της συγγραφέως και των υποστηρικτών της, [12] μπορεί κανείς να εικάσει σε τι πραγματικό διασυρμό θα εκτίθετο έως ότου η υπόθεσή της τελεσιδικήσει. Δυστυχώς, και εδώ ισχύει το πικρό μάθημα των βιασμών. Ακόμη και μετά τη δικαίωση, το στίγμα εξακολουθεί να σπιλώνει περισσότερο το θύμα παρά τον δράστη. Όπως τις περισσότερες φορές που ένας ανίσχυρος προσπαθεί να προστατευθεί από την αυθαιρεσία ενός ισχυρού, έτσι κι εδώ η δικαστική οδός δεν είναι παρά δώρον άδωρον.
Με τα γραφόμενά της η κ. Πετρακογιώργη πείθει ότι στάθμισε νηφάλια και υπεύθυνα όλα τα ενδεχόμενα. Ότι δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να προσφύγει στην Δικαιοσύνη αν η προσβολή της προσωπικότητάς της κλιμακωθεί, τεκμαίρεται από την έμμεση πλην σαφή προειδοποίησή της προς την συγγραφέα να μην παραχωρήσει το πόνημά της σε περαιτέρω εκμετάλλευση, λ.χ. κινηματογραφική ή τηλεοπτική. Και με αυτήν την αίρεση, περιορίστηκε στην γνωστή δημόσια καταγγελία της. Θυμίζω ότι και ο Οδυσσέας Ελύτης, όταν βρέθηκε σε ανάλογη θέση, έπραξε το ίδιο. [13]
* * *
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΔΕΝ ΙΣΧΥΑΝ όλα τα παραπάνω, ο βιογραφισμός της Γαλανάκη θα παρέμενε χυδαίος. Όταν κανείς αναφέρεται σε υποθέσεις που αναμοχλεύουν παλαιά πάθη και των οποίων οι πρωταγωνιστές ζουν, ακόμη και όταν δεν υπέχει τυπική υποχρέωση, ακόμη και όταν δεν είναι αναγκασμένος από τον νόμο δηλαδή, οφείλει προληπτικά να λαμβάνει υπ' όψιν του τις συνέπειες των λόγων του. Όπως έγραφα στο ξεκίνημα αυτής της διαμάχης, "η υποχρέωση αυτή δεν προκύπτει από κανέναν βαρύγδουπο κώδικα δεοντολογίας, αλλά από τους κανόνες της κοινής λογικής και της στοιχειώδους διακριτικότητας. Οι κανόνες αυτοί επιτάσσουν να μην πληγώνουμε και να μην προσβάλλουμε τους άλλους, αν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Και σε πείσμα όσων νομίζουν μερικοί, οι λογοτεχνικές, επαγγελματικές ή άλλες φιλοδοξίες δεν είναι τέτοιος". [14]
Ιδού φερ' ειπείν τι γράφει ο Μιχάλης Κοπιδάκης για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τον υπομνηματισμό της Αλληλογραφίας του Γιώργου και της Μαρώς Σεφέρη: "επειδή ένιοι από τους δευτεραγωνιστές της cause celebre ζούσαν τότε ακόμη, θα απέφευγα να αναρριπίσω τα ζώπυρα, πείσματα και γινάτια, που υποβόσκουν σε γεροντικές ψυχές." [15] Για παρόμοιους λόγους, πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες, τα απομνημονεύματα, οι ημερολογιακές εγγραφές και οι ιδιωτικές επιστολές που, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, είδαν και βλέπουν το φως της δημοσιότητας με προληπτικές περικοπές και αποσιωπήσεις. Πλήθος συγγραφείς, καλλιτέχνες και πολιτικοί κατέλιπαν το προσωπικό τους αρχείο με την παραγγελία να μην δημοσιευθεί παρά μετά την παρέλευση αρκετών δεκαετιών από τον θάνατό τους, ακριβώς επειδή εκτίμησαν ότι το περιεχόμενό του ήταν πιθανό να προκαλέσει αντιδράσεις. Μάλιστα, ο άγραφος αυτός κανόνας της διακριτικότητας είναι τόσο δεσμευτικός ώστε οι πρακτικές του συνέπειες να είναι κάποτε μοιραίες ακόμη και εκεί όπου από νομικής πλευράς τα πράγματα δεν είναι εντελώς σαφή. Πρόσφατο παράδειγμα, η έριδα της Νοτιοαφρικανής συγγραφέως Ναντίν Γκόρντιμερ και του βιογράφου της Ρόναλντ Σ. Ρόμπερτς. Αντιγράφω από τους New York Times της 31ης Δεκεμβρίου 2006:
"Μολονότι η βιβλιογραφία είχε συμφωνηθεί αρχικά να εκδοθεί από τους Farrar, Straus & Giroux στις ΗΠΑ και τον Bloomsbury στην Βρετανία, και οι δύο οίκοι εκδότες και της Γκόρντιμερ αρνήθηκαν να την δημοσιεύσουν αφότου η Γκόρντιμερ εξέφρασε αντιρρήσεις για το χειρόγραφο και κατηγόρησε τον Ρόμπερτς ότι πρόδωσε την εμπιστοσύνη της."
Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο στην Γερμανία, ο εκδοτικός οίκος Rowohlt υποχρεώθηκε να απαλείψει από την αυτοβιογραφία του ιστορικού Γιόαχιμ Φεστ ένα χωρίο όπου ο συγγραφέας καταφερόταν δυσφημιστικά κατά του φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας σημειωτέον δε, χωρίς να τον κατονομάζει. Παλαιότερα, οι κληρονόμοι του Τ.Σ. Έλιοτ απαγόρευσαν στον βιογράφο Πήτερ Ακρόυντ κάθε παράθεμα από τα κείμενα του ποιητή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποχρεωθεί να παραφράζει συστηματικά τις πηγές του.
Κανείς δεν θα αρνηθεί ότι το βιβλίο της Γαλανάκη έχει κατά το κρισιμότερο τμήμα του χαρακτήρα βιογραφικό, και ότι συνεπώς η δεοντολογία συγγραφής των βιογραφιών ισχύει και γι' αυτό απολύτως. Πράγμα που σημαίνει ότι στο μέτρο κατά το οποίο ζητείται η συμβολή του βιογραφούμενου, ο τελευταίος έχει κάθε δικαίωμα να γνωρίζει εγκαίρως και την μορφή που ο συγγραφέας προτίθεται να δώσει στο κείμενό του (το αν θα είναι μυθιστόρημα, δημοσιογραφική έρευνα ή ιστορικό έργο λ.χ.), αλλά και το τι ακριβώς έχει σκοπό να περιλάβει σ' αυτό. Και τούτο όχι βεβαίως για να τον λογοκρίνει, δικαίωμα τέτοιο δεν έχει. Αλλά για να σταθμίσει με ακρίβεια τα δεδομένα προτού αποφασίσει αν θα εμπιστευθεί τον βιογράφο, προσφέροντάς του την αρωγή του, ή όχι, διαχωρίζοντας με σαφήνεια και εκ προοιμίου την θέση του. Όταν μάλιστα τα αναγραφόμενα στο βιβλίο είναι άκρως διαφιλονικούμενα, όπως εδώ, η δυνατότητα του βιογραφούμενου να διαχωρίσει εγκαίρως τη θέση του έχει και την έννοια της προστασίας του αναγνώστη. Ο τελευταίος δικαιούται να γνωρίζει ότι η αξιοπιστία του βιογράφου αμφισβητείται.
Είναι νομίζω προφανές ότι η κ. Γαλανάκη επεχείρησε να έχει και την πίττα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Πάει να πει, και την βοήθεια της οικογένειας της Τασούλας να εξασφαλίσει, και σε τίποτα να μην δεσμευθεί. Μάλιστα, όπως κατήγγειλε η κ. Αριστέα Πλεύρη, ανιψιά της Τασούλας Πετρακογιώργη, έφτασε στο σημείο να παρασιωπήσει τις πραγματικές της προθέσεις:
"ρητά και επανειλημμένα, επί δύο περίπου συναπτά έτη, η συγγραφεύς διαβεβαίωνε κατηγορηματικά όλα τα μέλη της οικογένειας Πετρακογιώργη με τα οποία συνομίλησε (μερικά μάλιστα συνδεόμενα μαζί της με παλαιότατους φιλικούς δεσμούς), ότι προτίθεται να γράψει ένα
"μυθιστόρημα, εμπνεόμενη απλώς από την ιστορία της απαγωγής", χωρίς "επ' ουδενί να χρησιμοποιήσει τα ονόματα των πραγματικών ηρώων". Έτσι δυστυχώς, και με τις επίμονες δικές μας παραινέσεις προς τη θεία μας να την εμπιστευθεί, εξασφάλισε την πολυπόθητη γι' αυτήν συνάντηση μαζί της, και την εικονική "συναίνεσή" της (όπως άλλωστε και τη δική μου) στο περιεχόμενο του βιβλίου. Σημειωτέον, ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής η κα Πετρακογιώργη ζήτησε και έλαβε τρεις ή τέσσερις φορές από τη συγγραφέα τη ρητή διαβεβαίωση ότι η υπόσχεση αυτή θα τηρηθεί. Και αυτό όχι από υποκρισία, όπως θέλει να υπαινίσσεται η κα Γαλανάκη, αλλά για να προφυλαχθεί από αυτό ακριβώς που συνέβη από μια εκτρωματική, μυθιστορηματική εκδοχή της τραγικής της ιστορίας. Επίσης, γιατί ήξερε πολύ καλά το διαφορετικό βάρος και τη δημοσιότητα που έχει το έργο μιας γνωστής συγγραφέως, από μια απλή, δημοσιογραφική παρουσίαση των γεγονότων, μέσω των δημοσιευμάτων της εποχής.
Σημειωτέον ακόμη ότι, προκειμένου να εξασφαλίσει την άδεια χρήσεως του αρχείου του Κώστα Κεφαλογιάννη, την ίδια περίοδο που υποσχόταν όλα τα παραπάνω, η συγγραφεύς δεσμευόταν παράλληλα στην οικογένεια του τελευταίου για το ακριβώς αντίθετο: Ότι θα χρησιμοποιήσει τα πραγματικά ονόματα! [
] Σήμερα γνωρίζω πως οι διαβεβαιώσεις της κας Γαλανάκη, προς εμένα την ίδια προσωπικά, ακόμη και τις παραμονές (!!!) της κυκλοφορίας του βιβλίου της, ότι τήρησε την υπόσχεση που έδωσε, αποσκοπούσαν στο να αποφύγει τυχόν προσπάθεια να εμποδιστεί εκ των προτέρων η κυκλοφορία του με ασφαλιστικά μέτρα. Οι νομικοί αντιλαμβάνονται το μέγεθος και τη σημασία της διαφοράς." [16]
Η καταγγελία αυτή, για την ακρίβεια της οποίας η κ. Πλεύρη επικαλείται και μάρτυρες, πείθει ότι η επιλογή της συγγραφέως να δημοσιεύσει το βιβλίο της με τη μορφή που το έκανε, δεν οφείλεται σε συγγνωστή ενδεχομένως αμέλεια (σε μια μορφή νομικής πλάνης λ.χ. ως προς το επιτρεπτό της κοινοποίησης του ενός ή του άλλου εγγράφου) ούτε καν σε βαριά ή και ασύγγνωστη ακόμη επιπολαιότητα απέναντι σε ανθρώπους των οποίων την συνεργασία η ίδια επεζήτησε, αλλά σε συνειδητό και ενεπίγνωστο υπολογισμό. Η κ. Γαλανάκη γνώριζε ότι το βιβλίο της θα προκαλούσε την σφοδρή αντίδραση της Τασούλας και της οικογένειάς της, και γι' αυτό προτίμησε να τους θέσει προ τετελεσμένων. Πικρό να το διαπιστώνουμε, όμως "τέτοιος ανάκουστος βανδαλισμός επέρασε εις τον φιλολογικόν μας κόσμον ατιμώρητος" (Ι. Πολυλάς, Προλεγόμενα).
* * *
Ο ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ ομογνωμονεί μαζί μου σ' ένα τουλάχιστον: στο ότι ο λογοτέχνης, ο άνθρωπος των γραμμάτων, ο διανοούμενος δεν δρα στο κοινωνικό κενό, στο ότι φέρει ευθύνη για τα γραφόμενά του και οφείλει να σέβεται ή έστω να μη θίγει αχρείαστα τους συνανθρώπους του. Δυστυχώς, την θέση αυτή η κ. Γαλανάκη δεν την συμμερίζεται. Είτε επειδή πράγματι ενστερνίζεται τα μετανεωτερικά θεωρήματα που πρεσβεύουν το ανεύθυνο του συγγραφέα, είτε επειδή δεν έχει αναλογιστεί τις συνέπειες της στάσης της, είτε απλώς επειδή έτσι την συμφέρει, η τελευταία πιστεύει σοβαρά ότι αφού είναι λογοτέχνις, έχει το δικαίωμα να πράττει όπως της αρέσει και να μην δίνει λογαριασμό σε κανένα. Την πεποίθησή της αυτή την διακήρυξε απροκάλυπτα στην απάντησή της προς την Τασούλα Πετρακογιώργη. Εκεί γράφει επί λέξει:
"Η τέχνη είναι ελευθερία. Απόλυτη, απεριόριστη ελευθερία και συνεπώς δεν επιδέχεται περιορισμούς."
Και παρακάτω:
"Η δικαίωση του συγγραφέα είναι να θεωρηθεί το πόνημά του έργο τέχνης, ανεξαρτήτως των αντιρρήσεων και των αντιδράσεων που είναι κατανοητές και αναπόφευκτες."
Ας προσέξει ο αναγνώστης την επανάληψη: "απεριόριστη ελευθερία", η οποία "δεν επιδέχεται περιορισμούς". Ας προσέξει ακόμη αυτό το, μεγαλόψυχο δήθεν, "ανεξαρτήτως των αντιρρήσεων και των αντιδράσεων που είναι κατανοητές". Και ας αντιπαραβάλλει τις δυο αυτές φράσεις με το χωρίο του Βαγενά που παρέθεσα στην αρχή. Με άλλα, ειλικρινέστερα λόγια: Fiat liber, et pereat mundus. Αν ο χυδαίος βιογραφισμός έχει έναν ορισμό, σ' αυτό το "απεριόριστη", σ' αυτό το "ανεξαρτήτως" ασφαλώς θα εμφωλεύει.
Πρώτη δημοσίευση: περ. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, τχ. 153, Μάρτιος 2007
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 "Λογοτεχνία και χυδαίος βιογραφισμός", περ. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 41, Δεκέμβριος 2006.
2 Ως γνωστόν, τα καθέκαστα γύρω από την απαγωγή της Τασούλας, παραμένουν εδώ και εξήντα σχεδόν χρόνια άκρως αμφιλεγόμενα. Ο Βαγενάς δέχεται ως μόνη ακριβή και τεκμηριωμένη την εκδοχή της Γαλανάκη, που δεν είναι παρά η εκδοχή της πλευράς του απαγωγέα Κώστα Κεφαλογιάννη ή Κουντόκωστα κατά βάσιν. Πολλές άλλες πηγές και μαρτυρίες, σύγχρονες ή μεταγενέστερες των γεγονότων, θεωρούν την εν λόγω εκδοχή ολότελα στρεβλή και παραποιημένη. Ο αναγνώστης που θα μπει στον κόπο να ανατρέξει στην αρθρογραφία του ημερήσιου τύπου της εποχής (βλ. πρόχειρα τις εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ που είναι διαθέσιμες πλέον και σε ψηφιακή μορφή, καθώς επίσης τα πρωτοσέλιδα της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ), αν ξεκινήσει με δεδομένο ότι τα συμπεράσματα της Γαλανάκη δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, θα βρεθεί προ εκπλήξεως. Και μόνο τα απανωτά χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου μετά την φυγή της Τασούλας από το σπίτι των Κεφαλογιάννηδων (εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 8/9/10 και 11 Ιανουαρίου 1952) δείχνουν ότι τα περί "νέας Ιουλιέτας ή Αρετούσας" είχαν ήδη τότε δεχθεί δριμύτατη κριτική. Για να συμπληρωθεί η εικόνα η σχετική με τον τρόπο εργασίας της Γαλανάκη, θυμίζω την τοποθέτηση της κ. Πετρακογιώργη (εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27.3.2006):
"τα όσα καταγράφει η κ. Γαλανάκη ως προερχόμενα από μένα, έχουν περικοπεί, λογοκριθεί, ερμηνευτεί και διαστρεβλωθεί, έτσι ώστε να ενισχύσουν τα συμπεράσματα στα οποία για δικούς της (εξαιρετικά διαφανείς) λόγους ήθελε να καταλήξει. Για τον ίδιο σκοπό προφανώς αποσιώπησε άλλες πληροφορίες και μαρτυρίες και χρησιμοποίησε επιλεκτικά πάμπολλα από τα στοιχεία που αναφέρει, "ερμήνευοντάς" τα πάντοτε όπως η ίδια προτιμούσε."
3 εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27.3.2006.
4 εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 28.3.2006.
5 Αρχεία, βιβλιοθήκες και πνευματική ιδιοκτησία [4.11.2005]. Ανάλογα ισχύουν και στο εξωτερικό. Το άνοιγμα Αρχείων όπως του Foreign Office, λ.χ., ή του Βατικανού, δεν αφορά ποτέ το σύνολο των φυλασσόμενων σ' αυτά εγγράφων (συχνά ακόμη και όσα δημοσιεύονται είναι σε καίρια σημεία τους λογοκριμένα) και πάντως δεν περιλαμβάνει ιδιωτικής φύσεως ντοκουμέντα, υποκείμενα στην πνευματική ιδιοκτησία τρίτων.
6 Πάσχος Μανδραβέλης, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25.11.2006.
7 "Cassavetes said the events portrayed in Alpha Dog are 95 percent accurate, with information primarily drawn from firsthand accounts of the Markowitz crime or directly from court records. The names of main characters in the film, as well as dates and locations, have been changed for legal reasons", www.eonline.com [10.1.2007]. Η υποχρέωση παράλειψης των πραγματικών ονομάτων ανθρώπων και τόπων είναι γενικός κανόνας. Τα nonfiction novels, που μνημονεύει ο Βαγενάς, δεν αποτελούν εξαίρεση, στο μέτρο που και εδώ ακόμη ο συγγραφέας χρειάζεται την σιωπηρή τουλάχιστον συναίνεση ή ανοχή των πρωταγωνιστών του. Πάντως, όπως φάνηκε και από το σκάνδαλο που ξέσπασε τελευταία με το βιβλίο Α Million Little Pieces του Τζαίημς Φρέυ (2003), το υβριδικό αυτό είδος είναι από ηθικής πλευράς άκρως αμφιλεγόμενο. Ακόμη και στην περίπτωση του πολλαπλού φόνου τον οποίο αναπλάθει ο Τρούμαν Καπότε στο κλασσικό In Cold Blood (1965), υπήρξε ρητή, αν και μόνον εξώδικη, διαμαρτυρία συγγενούς των θυμάτων, ενώ και η αντικειμενικότητα του συγγραφέα έχει επανειλημμένως αμφισβητηθεί. Βλ. πρόχειρα στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια, λήμματα "James Frey", "Truman Capote", "In Cold Blood", "Creative nonfiction".
8 εφ. DER TAGESSPIEGEL, 23.1.2007.
9 Βλ. την γερμανόφωνη έκδοση της Βικιπαίδειας, λήμμα "Fall Kohl".
10 εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23.11.2006.
11 Υπογραμμίζω το "χωρίς την συναίνεσή της", για να δηλώσω το αυτονόητο. Ότι δηλαδή η κ. Πετρακογιώργη, εφόσον και όποτε το θελήσει, έχει κάθε δικαίωμα να παραχωρήσει σε ανθρώπους της επιλογής της πληροφορίες και προσωπικά της έγγραφα προκειμένου αυτοί να γράψουν ένα βιβλίο με θέμα τη ζωή της. Η περίπτωση του βιβλίου του Τ. Κοντογιαννίδη, που μνημονεύει ο Βαγενάς, δεν είναι τέτοια. Αν η οικογένεια Πετρακογιώργη δεν αντέδρασε σ' αυτό επισήμως, είναι διότι προφανώς, και πολύ εύλογα, έλαβε υπ' όψιν της την περιορισμένη σχετικά κυκλοφορία και προβολή του. Ας προστεθεί δε ότι ο Κοντογιαννίδης ούτε για εκούσια απαγωγή κάνει λόγο, ούτε προσωπικά δεδομένα της Τασούλας δημοσιεύει, ούτε βεβαίως αποκαλεί το έργο του "μυθιστορηματικό" χρονικό.
12 Εξυπακούεται ότι δεν εννοώ εδώ τον Βαγενά. Ο τελευταίος είναι ο μόνος υποστηρικτής της Γαλανάκη που θέλησε να τεκμηριώσει τη γνώμη του με τρόπο αναλυτικό και όχι σοφιστικό ή αφοριστικό. Γι' αυτό και ο διάλογος μαζί του έχει νόημα, ενώ με όλους τους άλλους όχι.
13 Αναφέρομαι στην αυθαίρετη δημοσίευση από τον Γ. Κεχαγιόγλου του λεγόμενου "Υπομνήματος" του Ελύτη για το 'Αξιον Εστί, περ. ΠΟΙΗΣΗ, τχ. 5, 'Ανοιξη 1995, που προκάλεσε την διαμαρτυρία του ποιητή. Σε ό,τι αφορά την υπόθεση των επιστολών προς Τεριάντ, ελπίζω και εύχομαι η κ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου να διεκδικήσει μέχρι τέλους ότι ο ίδιος ο Ελύτης, αλλά και η Τασούλα Πετρακογιώργη στην δική της περίπτωση, δεν μπόρεσε να επιβάλει. Μόνο η παραδειγματική δικαστική αποδοκιμασία ενός τέτοιου κρούσματος μπορεί να χρησιμεύσει στο μέλλον ως δεδικασμένο αποτρεπτικό για αυτού του είδους τις πρακτικές.
14 εφ. Η ΑΥΓΗ, 2.4.2006. Βλ. αναδημοσίευση εδώ.
15 Σεφέρης και Μαρώ, Αλληλογραφία, Α' (1936-1940), φιλολογική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Ίκαρος, β' έκδοση, Αθήνα 2005, σ. 15.
16 Εφ. ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ Ηρακλείου, 30.5.2006.
Βλ. ακόμη :
Λογοτεχνία και χυδαίος βιογραφισμός Η υπόθεση Γαλανάκη
[ 15. 7. 2007 ] |
|
|
|