Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Λογοτεχνία και χυδαίος βιογραφισμός
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ AΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ



"ΟΤΑΝ Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ παραβιάζει ωμά την ιδιωτική ζωή κάποιου, η κατακραυγή που ξεσηκώνεται είναι, και ορθώς, γενική. Όταν η παραβίαση δεν προέρχεται από την BILD ή την σκανδαλοθηρική τηλεόραση αλλά από κάποιον επώνυμο συγγραφέα, τότε ακολουθεί θύελλα διαμαρτυριών – κατά του θύματος, επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Μια ολόκληρη στρατιά συναδέλφων κατεβαίνει στην μάχη έτοιμη να ξιφουλκήσει υπέρ της "ελευθερίας της τέχνης".

Το σχόλιο δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο στον ιστότοπο της εφημερίδας του Μονάχου SÜDDEUTSCHE ZEITUNG. Αφορμή του, η "Δήλωση συμπαράστασης" προς τον πεζογράφο Μάξιμ Μπίλλερ εκατό γνωστών Γερμανών συγγραφέων – ανάμεσά τους οι κάτοχοι του βραβείου Νομπέλ, Γκύντερ Γκρας και Ελφρήντε Γέλινεκ. Το μυθιστόρημα του Μπίλλερ Εsra είχε απαγορευθεί προ τριετίας από τα πολιτικά δικαστήρια της χώρας, και η απόφαση τους εκείνη επικυρώθηκε σε τελευταίο βαθμό το 2005 από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης. Η υπόθεση του μυθιστορήματος αφορά στην σχέση ενός συγγραφέα, στο πρόσωπό του οποίου εύκολα αναγνωρίζεται ο ίδιος ο Μπίλλερ, με μια νεαρή γυναίκα τουρκικής καταγωγής, και την μητέρα της. Πρόσωπα υπαρκτά, οι δύο γυναίκες ζήτησαν και πέτυχαν την δικαστική απαγόρευσή του. Τον περασμένο Ιούλιο, νεώτερη δικαστική απόφαση καταδίκασε τον Μπίλλερ να καταβάλει αποζημίωση 100.000 ευρώ στα θύματά του. Αυτή, η νεώτερη, καταδίκη ήταν που προκάλεσε την πρόσφατη δήλωση συμπαράστασης των επώνυμων συναδέλφων του.

Ο Έλληνας αναγνώστης που παρακολούθησε προ μηνών τον θόρυβο που ξεσήκωσε το τελευταίο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει τις ομοιότητες των δύο υποθέσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, "αντικείμενο" ενός βιβλίου γίνεται η πραγματική ζωή ζωντανών ανθρώπων. Και στις δύο περιπτώσεις, ο βίος των ανθρώπων αυτών εκτίθεται κατά τρόπο αφόρητα προσβλητικό και παραμορφωτικό για τους ίδιους. Και στις δύο περιπτώσεις, στους θιγόμενους που ζητούν να αποκατασταθεί η αξιοπρέπειά τους, οι συγγραφείς απαντούν επικαλούμενοι την "απόλυτη" και "ιερή" ελευθερία της τέχνης.

Υπάρχουν όμως και σημεία που διαχωρίζουν σαφώς τις δύο αυτές περιπτώσεις. Έτσι, σε σύγκριση με την Ελληνίδα ομότεχνό του, ο Μπίλλερ στάθηκε μάλλον διακριτικός απέναντι στους ακούσιους ήρωες του, αφού ούτε χρησιμοποιεί τα πραγματικά ονόματά τους, ούτε παρουσιάζει το βιβλίο του ως "χρονικό", ούτε ισχυρίζεται ότι "στάθηκε αντικειμενικός προς τους πάντες". Επίσης, σε αντίθεση προς την Ρ. Γ. που εξασφάλισε εύκολα την περίπου ομόθυμη υποστήριξη της εγχώριας λογοτεχνικής και δημοσιογραφικής συντεχνίας, στην Γερμανία ο Μπίλλερ δέχτηκε και εξακολουθεί να δέχεται σκληρή κριτική. Ακόμη και η δήλωση των "100", λ.χ., έχει να κάνει όχι τόσο με αυτήν καθ' εαυτήν την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου του, όσο με το ύψος της αποζημίωσης την οποία ο συγγραφέας καταδικάστηκε να καταβάλει. Παρά δε τα ηχηρά ονόματα που την συνυπογράφουν, προκάλεσε με τη σειρά της πλήθος επικριτικών σχολίων. Παρέθεσα ήδη ένα από αυτά στην αρχή αυτού του κειμένου. Ιδού και η τοποθέτηση του Ούρλιχ Γκράινερ στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Αμβούργου DIE ZEIT:

"Είναι εντυπωσιακό πόσο πολύ οι διαμαρτυρόμενοι συγγραφείς επέτρεψαν στο επαγγελματικό τους συμφέρον να τους τυφλώσει. Όποιος παρακολουθεί την βιομηχανία των σημερινών ΜΜΕ και τον κερδομανή, αληθινά τερατώδη ηδονοβλεπτισμό της, θα αναγνωρίσει ότι η ιδιωτική σφαίρα είναι ένα από τα περισσότερο απειλούμενα αγαθά της έννομης τάξης μας. Οι συγγραφείς θα όφειλαν να εκτιμήσουν την αυξανόμενη εγρήγορση των δικαστηρίων στο ζήτημα της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, και επιπλέον θα όφειλαν να λάβουν τα μέτρα τους ώστε ειδικά η λογοτεχνία να μην συνεργεί στην προσβολή τους."

Ο Γκράινερ θίγει εδώ το νευραλγικό σημείο της υπόθεσης. Σε περιπτώσεις όπως αυτές που συζητούμε εδώ, το αγαθό που διακυβεύεται δεν είναι βεβαίως η ελευθερία του λόγου. Ο συγγραφέας που αντιποιούμενος το όνομα και την προσωπικότητα των ακούσιων ηρώων του, φτάνει στο σημείο να ερμηνεύει κατά τρόπο ευτελιστικό για τους ίδιους τις πράξεις και τις προθέσεις τους, δεν ασκεί το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, αλλά το καταχράται. Όπως έκριναν και οι Γερμανοί δικαστές: δεν είναι όλα, δεν μπορεί να γίνονται όλα μυθιστορηματικό "υλικό".








ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ τουλάχιστον, λογοτέχνες και διανοούμενοι δεν έχουν πάψει να ισχυρίζονται ότι ο ρόλος τους είναι του ανθρώπου του ξένου, του αντιμέτωπου μάλιστα προς κάθε μορφή εξουσίας. Ισχυρισμός ιστορικά βάσιμος, αν αναλογιστεί κανείς τους ποικίλους καταναγκασμούς που σημάδεψαν την άσκηση του συγγραφικού επιτηδεύματος σε σχεδόν όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Από την δραματική φυγάδευση του νεαρού Σίλλερ προς τον ρηνανικό βορρά στα 1782 ώς το τέλος του Μαντελστάμ στα δεσμωτήρια του σταλινισμού, η κοινωνική ιστορία της τέχνης των τελευταίων αιώνων είναι μια μακρά αλυσίδα αναμετρήσεων, πρώτ' απ' όλα με τις δυνάμεις της πολιτικής ανελευθερίας.

Όμως και όσοι ακόμη συγγραφείς δεν ήρθαν άμεσα αντιμέτωποι με πολιτικές ή άλλες απαγορεύσεις, είχαν τις περισσότερες φορές να αντιπαλέψουν με αντιξοότητες συχνά διόλου ελαφρύτερες. Από το δεύτερο τρίτο του προπερασμένου αιώνα το αργότερο, ένας νέος παράγοντας θα επηρεάσει αποφασιστικά τις τύχες τους: η κεφαλαιοκρατική αγορά. Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρά της, όπου ως αξία λογίζεται αποκλειστικά η αξία του εμπορεύματος, κάθε συγγραφέας θα τεθεί εμπρός στο δίλημμα. Είτε να μετατραπεί και αυτός σε "επιχειρηματία", εμπορευόμενος τον εαυτό του και το έργο του – με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για την ανεξαρτησία του. Είτε να αρνηθεί τους συμβιβασμούς, προκρίνοντας τις περισσότερες φορές μια ζωή στο περιθώριο και την ανέχεια.

Παρά το υψηλό της τίμημα, η φανατική προάσπιση της ανεξαρτησίας του καλλιτέχνη θα κορυφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με το αξίωμα "η τέχνη για την τέχνη", αλλά και με τα κοινωνικά φαινόμενα των "καταραμένων", της μποεμίας, του δανδισμού. Vecchia zimarra, senti : η μεγαλειώδης άρια των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι 'Ιλλικα, από την "Μποέμ" του Πουτσίνι, όπου ο Φιλόσοφος αποχαιρετά το πανωφόρι του προτού το θυσιάσει για χάρη των φίλων του, μας προσφέρει κάτι παραπάνω από μια διαχρονική σπονδή στην συντροφικότητα και την αυταπάρνηση. Εικονογραφεί συνάμα ένα φρόνημα, και μιαν εποχή:


Άκου με, πανωφόρι σεβαστό,
εγώ θα μείνω εδώ, μα εσύ
βαδίζεις τώρα προς ψηλότερη κορφή.
Από καρδιάς σ' ευχαριστώ.
Ποτέ δεν έσκυψες τη ράχη
στον πλούτο εμπρός και στην ισχύ.
Σαν σε σπηλιά ειρηνική
βρίσκαν στις τσέπες σου μονιά
φιλόσοφοι και ποιητές.
Μα πάν οι μέρες πια οι καλές
και πρέπει να σου πω "έχε γεια".
Πιστέ μου φίλε εσύ, έχε γεια…



Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πραγματικότητα είναι ολότελα διαφορετική. Στις χώρες του λεγόμενου πρώτου κόσμου τουλάχιστον, οι συγγραφείς μόνο περιθωριακοί δεν μπορούν να θεωρούνται. Αντιθέτως, σχηματίζουν μια νέα ιδιότυπη κοινωνική ελίτ, με προνόμια πρωτοφανή αν συγκριθούν με τις συνθήκες οποιασδήποτε άλλης εποχής. Έτσι, από τη μια μεριά, και για πρώτη φορά στην ιστορία, τους αναγνωρίζεται απόλυτη ελευθερία του λόγου. Εκκλησία, μοναρχία, ευγενείς, η χρηστοήθεια της παράδοσης, ο πουριτανισμός της μπουρζουαζίας, η ασφυκτική ηθική του επίσημου κράτους και των μικροαστών: καμμία από τις μεγάλες αυθεντίες του παρελθόντος δεν έχει πλέον την δυνατότητα να λογοκρίνει τους συγγραφείς ή να τους υπαγορεύει τη βούλησή της. Η γενική απέχθεια προς την λογοκρισία είναι τόση, ώστε συχνά ακόμη και η υποψία ότι ορισμένοι αποπειρώνται να την επιβάλουν, να οδηγεί συνήθως στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: ήτοι στην διαφήμισή του βαλλόμενου έργου. Δεν είναι λίγοι άλλωστε εκείνοι που το εκμεταλλεύονται αυτό ανάλογα, σκηνοθετώντας με τα βιβλία τους "σκάνδαλα" κατά το δοκούν…

Από την άλλη πλευρά, η ποσοτική διάδοση του βιβλίου και της αναγνωστικής παιδείας, στην οποία οδήγησε μεταπολεμικά η μείωση του αναλφαβητισμού, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η διεύρυνση του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου, επέτρεψε σε πολλούς συγγραφείς μια άνετη και αξιοπρεπή διαβίωση. Δεδομένης της γιγάντωσης της πολιτιστικής βιομηχανίας, ακόμη και όσοι δεν ζουν από τα κείμενά τους, έχουν σήμερα περισσότερες δυνατότητες βιοπορισμού ή έστω ενίσχυσης του εισοδήματός τους από ποτέ. Μόνο στις ΗΠΑ, οι ποιητές που βγάζουν τα προς το ζην διδάσκοντας σε κάποιο πανεπιστήμιο "δημιουργική γραφή", υπολογίζονται σε αρκετές χιλιάδες.

Η μεταβολή των πραγμάτων είναι τέτοια, που στα μάτια των σημερινών συγγραφέων ο βίος των μποέμ έχει καταστεί τόσο αφύσικος ώστε να θεωρείται ύποπτος ή κατασκευασμένος. Κατά ειρωνικό τρόπο, το vivere pericolosamente φαίνεται να αποτελεί πλέον προνόμιο των μικρομεσαίων στρωμάτων ή των νεοπρολετάριων που γεννούν μαζικά η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός. Σε καιρούς γενικευμένης εργασιακής "ευελιξίας", η ζωή μιας πωλήτριας στην Ερμού είναι και φαντάζει πολύ κινδυνωδέστερη από τη ζωή ενός εκκολαπτόμενου μυθιστοριογράφου. Και πάντως, σε αντίθεση με τη δική του, είναι τις περισσότερες φορές αληθινά αδιέξοδη.

J'aurais voulu être un artiste… Pour pouvoir être un anarchiste et vivre comme un millionnaire, θα σχολιάσουν θυμόσοφα τις νέες συνθήκες του καλλιτεχνικώς ζην. Αλλά και η Γαλλίδα κοινωνιολόγος Ναταλί Ενίκ στην πρόσφατη λαμπρή μελέτη της L'Elite artiste (Gallimard 2005) θα ισχυριστεί κάτι παρόμοιο: les artistes sont les nouveaux aristocrates. Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι σαν όλους τους αριστοκράτες διαθέτουν κι εκείνοι αυτονοήτως εξουσία, δημόσιο λόγο, επιρροή. Ίσως αυτή η εξουσία και η επιρροή να μην είναι τόσο σημαντική όσο παλαιότερα, όταν οι απαγορεύσεις μεγέθυναν αυτομάτως την κοινωνική απήχηση κάθε αντιρρητικού, κριτικού λόγου. Ωστόσο παραμένει αξιόλογη. Όταν μάλιστα στρέφεται εναντίον του ανώνυμου, ανυπεράσπιστου πολίτη που δεν έχει τα μέσα να κάνει την φωνή του να ακουστεί, μπορεί να αποδειχθεί εξίσου τυραννική με την εξουσία της τηλεόρασης ή του κίτρινου τύπου. Ή και ακόμη χειρότερη. Γιατί αν οι αυθαιρεσίες των ΜΜΕ τελούν, έστω και δυνητικά, υπό την αίρεση της διάψευσης ή του πραγματολογικού ελέγχου, ο χυδαίος βιογραφισμός της τρέχουσας λογοτεχνίας είναι από τη φύση του αδιάψευστος. Όταν του υποδεικνύονται οι αθλιότητές του, αυτός ξέρει καλά να επικαλείται την ποιητική άδεια.








ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΣΜΟ, χυδαίο μάλιστα. Όμως ο βιογραφισμός, θα ισχυριστούν πολλοί, η ποιητική ιδιοποίηση στοιχείων της ωμής πραγματικότητας, η συγγραφική καταβύθιση στην ζωή υπαρκτών ανθρώπων υπήρξε ανέκαθεν μέσο δραστικό της λογοτεχνίας, συχνά αναντικατάστατο. Σε τι διαφορίζεται αυτός ο βιογραφισμός, όπως τον συναντούμε στις Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, λ.χ., ή στον Μεφίστο του Κλάους Μανν, για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα, από τον τρέχοντα βιογραφισμό που σχολιάζουμε εδώ, και γιατί μόνο ο τελευταίος αξίζει το προσωνύμιο του χυδαίου;

Νομίζω ότι η ουσιώδης διαφορά έχει να κάνει με τις προθέσεις του εκάστοτε συγγραφέα απέναντι στους ανθρώπους των οποίων τον βίο επιλέγει να αναδιηγηθεί. Και τούτο διότι και στην λογοτεχνία πρέπει να θεωρήσουμε ότι ισχύει κατ' αρχήν το αυτονόητο. Ότι δηλαδή κανείς δεν έχει το δικαίωμα να θίγει την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός άλλου, παρουσιάζοντας και ερμηνεύοντας τις ιδιωτικές του πράξεις κατά τρόπο μειωτικό, χωρίς σπουδαίο λόγο. Οι λογοτεχνικές ή εισοδηματικές φιλοδοξίες ενός συγγραφέα σε καμμία περίπτωση δεν συνιστούν τέτοιο λόγο, και δεν μπορούν από μόνες τους να δικαιολογήσουν την επώδυνη έκθεση της ιδιωτικής ζωής ενός ανθρώπου. Μια τέτοια έκθεση μπορεί να επιτραπεί μόνο κατά το μέτρο που καθιστά κατανοητή την δημόσια πολιτεία του συγκεκριμένου ανθρώπου, με την πιο γενική έννοια του όρου. Στον Τσίρκα και στον Κλάους Μανν, λ.χ., το μέλημα της πολιτικής κριτικής που υποβαστάζει τα μυθιστορήματά τους είναι αυτόδηλο. Το Ανθρωπάκι του Τσίρκα, πολύ περισσότερο από προσωπογραφία ενός αναγνωρίσιμου κομματικού στελέχους, είναι μια λογοτεχνική συμπύκνωση, μια ιδεοτυπική μορφή από αυτές που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα το αυταρχικό οικοδόμημα που υπήρξε επί δεκαετίες η ελληνική κομμουνιστική αριστερά. Ο Μεφίστο του Κλάους Μανν, μυθιστορηματικός χαρακτήρας που παραπέμπει στον βίο και την πολιτεία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γκούσταφ Γκρύντγκενς κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, είναι ένας ακόμη τέτοιος ήρωας. Ο Μανν μάς ξεναγεί στη ζωή ενός θεατράνθρωπου που ο οππορτουνισμός του δεν γνωρίζει όρια, και συγχρόνως στα άδυτα του ολοκληρωτικού κράτους.

Τέτοια βιβλία δεν γράφονται ποτέ δωρεάν. Η κριτική λογοτεχνία βάλλει εξ ορισμού κατά ισχυρών, αλλά οι ισχυροί είναι σε θέση να αμύνονται, ενίοτε και να εκδικούνται. Έτσι, όπως ξέρουμε, ο Τσίρκας θα εξωθηθεί στην πολιτική απομόνωση, ο Κλάους Μανν στην αυτοκτονία. Αντίθετα με εκείνους, οι εκπρόσωποι του σημερινού βιογραφισμού θέτουν στο στόχαστρό τους τους ασθενείς. Ανθρώπους δηλαδή που είτε δεν απασχόλησαν ποτέ τη δημοσιότητα, είτε έπεσαν κάποτε αθέλητα θύμα της, και προσπαθούν έκτοτε να της ξεφύγουν όσο γίνεται πιο αξιοπρεπώς. Μια τέτοια λογοτεχνία, εννοείται, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με κριτική ή πολιτική. Στην καλύτερη περίπτωση, όπως κατ' εξοχήν στα βιβλία της Γαλανάκη, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ψευδοϊστορικής πεζογραφίας, που αναπροβάλλει στο παρελθόν όλες τις συμβάσεις του τρέχοντος πολιτικού καθωσπρεπισμού (ανιστόρητη εξωράιση των "πολυπολιτισμικών", "προεθνικιστικών" κοινωνιών του παρελθόντος, διασάλπιση των ιδεολογημάτων της "αυτοπραγμάτωσης", της "ετερότητας" και της "διαφοράς", ηρωοποίηση κάθε πρόσφορης μειονότητας ως εξ ορισμού αναξιοπαθούσης – γυναικών, αλλόθρησκων, επαναστατών κ.ο.κ.).

Το αίσθημα που αυτού του είδους τα αναγνώσματα καλλιεργούν στον καταναλωτή τους είναι η ανακούφιση. Ανακούφιση, πρώτα απ' όλα, που ο ίδιος έχει την τύχη να μη ζει σε περιόδους τόσο βάρβαρες και ταραχώδεις. Ύστερα, γιατί είναι τόσο πεφωτισμένος ώστε να έχει υπερβεί οριστικά τις παλαιές προκαταλήψεις και κακοδοξίες. Εμπεριέχοντας σε ίσες δόσεις την κολακεία και τον καθησυχασμό του κοινού, δεν είναι παράδοξο ότι τέτοια βιβλία κάνουν υψηλές πωλήσεις. Η δημοφιλία τους δεν είναι παρά η εξαργύρωση του κομφορμισμού τους. Βιβλία όπως του Τσίρκα ή του Μανν, απεναντίας, γεννούσαν στον συγκαιρινό τους αναγνώστη (αλλά και στον σημερινό, αν διαθέτει ικανή ιστορική παιδεία και επίγνωση) ένα αίσθημα ολότελα διαφορετικό: το αίσθημα της ενοχής. Κι αυτό γιατί επρόκειτο για βιβλία οχληρά, ανησυχαστικά, δυσάρεστα, που τον εξανάγκαζαν να δει ότι εκείνος ήθελε να παραβλέπει.

Αν ο αναγνώστης της κριτικής λογοτεχνίας είναι ο άνθρωπος που πάσχει αναμετρώντας τα πάθη της ιστορίας για τα οποία είναι και ο ίδιος υπαίτιος, ο αναγνώστης των προϊόντων του σημερινού βιογραφισμού είναι ο άνθρωπος που τέρπεται κοιτώντας αμέτοχος και εκ του ασφαλούς την ιδιωτική ζωή των άλλων από την κλειδαρότρυπα. Και που επιπλέον είναι εκ των προτέρων απαλλαγμένος από την ρετσινιά του ηδονοβλεψία, όντας βέβαιος από την διαφήμιση και τα ΜΜΕ ότι το βιβλίο που διάλεξε να προμηθευτεί ανήκει σε εκείνα της σοβαρής λεγόμενης λογοτεχνίας.

Όμως τα βιβλία αυτά είναι ηδονοβλεπτικά και για έναν άλλο λόγο. Η πραγματική μυθοπλασία, ο Μπαλζάκ το γνώριζε ήδη, είναι από λογοτεχνικής πλευράς ό,τι το δυσκολότερο. Μέτρο της δεν έχει την "αλήθεια", αλλά την αληθοφάνεια. Την "αλήθεια" μας την υπόσχεται και ενίοτε μας την παρέχει και ο τελευταίος ρεπόρτερ. Η "αλήθεια" είναι άμορφη, άσχημη, ανοημάτιστη, χαοτική. Η λογοτεχνική αληθοφάνεια, αντίθετα, είναι η σύνταξη αυτής της αμορφίας σε ορισμένη μορφή, η καθυποταγή της αδιάκριτης πραγματικότητας στην καθ' όλα διακριτή λογική του συγγραφέα και της προσωπικής του ματιάς. Ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ότι στάθηκε "αντικειμενικός". Ελάχιστοι όμως μπορούν πραγματικά να μας πείθουν με μόνα τα μέσα της καθαρής τους υποκειμενικότητας – ζωντανεύοντας εμπρός μας ανθρώπους που ποτέ δεν υπήρξαν, γεγονότα που ποτέ δεν συνέβησαν.

Η ηδονοβλεπτική πεζογραφία απαλλάσσει τον συντάκτη της από κάθε τέτοια έγνοια. Η ίδια η καλλιτεχνική επεξεργασία του υλικού του καθίσταται πλέον δευτερεύουσα υπόθεση, ξεφτίζει στην γυμνή κομψοέπεια. Το ζήτημα μετατίθεται από το "πώς" της γραφής στο "τι" των λεγομένων. Και τούτο διότι ο αναγνώστης των ηδονοβλεπτικών κειμένων δεν νοιάζεται διόλου για την ποιότητα της έκφρασης, αν υπάρχει. Στο βιβλιοπωλείο τον ωθεί πριν απ' όλα ο θόρυβος. Αυτό που του εξάπτει την περιέργεια είναι ότι το υλικό των βιβλίων που ψώνισε, είναι "αληθινό".

Με την έννοια αυτή, βιβλία όπως της Γαλανάκη, του Μπίλλερ και τα συναφή δεν είναι παρά τα λογοτεχνικά ανάλογα των τηλεοπτικών reality. Όπως αυτά περιστρέφονται γύρω από ανθρώπους υπαρκτούς που έγκλειστοι στην οθόνη υποδύονται τάχα τον εαυτό τους, έτσι κι εκείνα θέτουν στο στόχαστρό τους ανθρώπους πραγματικούς, διαβεβαιώνοντάς μας ότι αυτό που μας αφηγούνται είναι η αληθινή τους ζωή. Μια ζωή προφανώς αναλώσιμη, αφού καμμιά διαμαρτυρία δεν είναι συνήθως ικανή να την προστατεύσει απ' όσους σπεύδουν να την εμπορευθούν. Για τους συγγραφείς μας το κέρδος είναι έτσι διπλό. Και η λογοτεχνική αληθοφάνεια των προϊόντων τους μάς παρουσιάζεται εξ αρχής κατακτημένη, αφού βαπτίζεται βιογραφημένη αλήθεια. Και η διαφήμισή τους διασφαλίζεται επαρκώς.



Και ένα υστερόγραφο


Είναι βέβαια χαρακτηριστικό ότι όλοι όσοι έσπευσαν να συμπαρασταθούν στην Ρέα Γαλανάκη, έστρεψαν εναντίον της κ. Τασούλας Πετρακογιώργη επιχειρήματα πανομοιότυπα με αυτά που ακούγονται στις δίκες των βιαστών από την εκάστοτε υπεράσπιση: "Και το θύμα τα ήθελε, ή τέλος πάντων το διασκέδασε· σε κάθε περίπτωση, ό,τι έγινε έγινε, τι έχει να κερδίσει τώρα με τις διαμαρτυρίες του;" Με άλλα λόγια: Η Τ. Π. είναι εκείνη που με τη ζωή της προκάλεσε την περιέργεια του κοινού και του Τύπου, και τα όσα ακολούθησαν· η ίδια είναι που, τοποθετούμενη –άκουσον, άκουσον– δημόσια, συντηρεί και νομιμοποιεί την περιέργεια αυτή, άρα δεν μπορεί, θα αρέσκεται στην προβολή και στα φώτα· όπως και αν έχει το πράγμα, ό,τι και αν συνέβη τότε, τώρα, μισόν αιώνα μετά, έχει πλέον παραγραφεί, το περιστατικό έχει περιέλθει οριστικά στην δικαιοδοσία των ιστορικών και της ψυχρής αυθεντίας τους.

Όπως ακριβώς και στις υποθέσεις των βιασμών, τέτοιοι ισχυρισμοί με δυσκολία συγκαλύπτουν την επίγνωση της ενοχής που τους υποβαστάζει. Και πάντως συγκλίνουν στην αυτή επιδίωξη: την φίμωση του θύματος. Για την υπόθεσή μας, οι πάντες, ο Τύπος, οι ερευνητές, η Γαλανάκη, μπορούν να λένε ό,τι τους κατέβη, ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του – και με το αζημίωτο μάλιστα. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δεν πέφτει λόγος, ο μόνος που δεν έχει το δικαίωμα να υπερασπίσει την ζωή του και την αλήθεια της, που δεν του επιτρέπεται έστω να υποστηρίξει την δική του εκδοχή των πραγμάτων, είναι εκείνος που τα βίωσε. Κι αν παρ' ελπίδα το αποτολμήσει όντως και το πράξει, αν παραπάρει θάρρος και διαμαρτυρηθεί, τότε ένας εσμός σχετικών και ασχέτων είναι έτοιμος να πέσει επάνω του για να τον επαναφέρει στην τάξη ή για να τον εγκαλέσει επί λογοκρισία. Στην γλώσσα της τακτικής, ως γνωστόν, αυτού του είδους η συμπεριφορά λέγεται αντιπερισπασμός. Στην γλώσσα που μιλάμε όλοι: θράσος.



Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 41, Δεκέμβριος 2006


Βλ. ακόμη :

  — Λογοτεχνία & βιογραφισμός Β' - Απάντηση στον Ν. Βαγενά
  — Η υπόθεση Γαλανάκη



[ 24. 5. 2007 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης