|
Νίκος Καζαντζάκης |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ
Ισχυρίζομαι ότι τo μεταφραστικό έργο του Καζαντάκη υπήρξε δυσυπόστατο και διφυές. Και εννοώ με αυτό ότι ο δημιουργός του ήταν μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις λογίου που στάθηκε συγχρόνως και μεταφραστής επαγγελματίας και μεταφραστής προγραμματικός. Η διάκριση νομίζω μεταξύ μεταφραστή επαγγελματία και μεταφραστή προγραμματικού είναι από μόνη της εναργής. Οι επαγγελματίες μεταφραστές δουλεύουν κατά κανόνα με ανάθεση, την απασχόλησή τους την εγγυάται η αγορά και ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ακόμη και όταν οι ίδιοι προτείνουν τα βιβλία που μεταφράζουν ανυπέρθετο κίνητρό τους είναι ο βιοπορισμός. Απεναντίας, ο προγραμματικός μεταφραστής, ακόμη και όταν προσδοκά αμοιβή για την δουλειά του, εργάζεται κατά βούληση, σκοπός του είναι να αποδόσει στην μητρική του γλώσσα έργα που ο ίδιος κρίνει κορυφαία και για τα οποία ενδιαφέρεται προσωπικά, είτε γιατί πιστεύει ότι συμπληρώνουν και ενισχύουν το δικό του πρωτότυπο έργο, αν είναι συγγραφέας, είτε επειδή θεωρεί ότι η μετάφρασή τους καλύπτει ένα κρίσιμο βιβλιογραφικό κενό της εθνικής του γραμματείας. Στην πρώτη υποπερίπτωση, του μεταφραστή που είναι συγχρόνως και συγγραφέας ο ίδιος και με τις μεταφράσεις του επιθυμεί να υπογραμμίσει εκλεκτικές συγγένειες και να ευχεράνει την δεξίωση του δικού του πρωτότυπου έργου, ανήκουν ασφαλώς οι μεταφραστές του ελληνικού μοντερνισμού. Ο Έλιοτ του Σεφέρη ή ο Ελυάρ του Ελύτη, για παράδειγμα, καταλέγονται εδώ. Στην δεύτερη υποπερίπτωση ανήκει το μεταφραστικό έργο του Ιάκωβου Πολυλά αλλά και πολλών από τους μεταφραστές του μάχιμου δημοτικισμού, επτανησιώτη τε και αθηναίου. Ο Πολυλάς ως γνωστόν θεωρεί τις λογοτεχνικές μεταφράσεις έργα όχι
"μηχανικά, αλλά καλλιτεχνικά και ικανά να συντελέσουν εις εξημέρωσιν και εξευγενισμόν της γλώσσης, και εις μόρφωσιν της καλαισθησίας, κυρίως όταν, εις την φιλολογικήν απορίαν του έθνους, σπανίζουν τα πρωτότυπα δημιουργήματα".
Οι δημοτικιστές στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου θα ενστερνιστούν αυτήν την αντίληψη και θα επιδιώξουν προγραμματικά να γυμνάσουν τις εκφραστικές δυνατότητες του αδόκιμου ακόμη γλωσσικού τους οργάνου πάνω στα κορυφαία κείμενα της αρχαίας, δυτικής, αλλά και παγκόσμιας γραμματείας – παραμελώντας κάποτε το δικό τους πρωτότυπο έργο. Ιούλιος Τυπάλδος και Γεώργιος Καλοσγούρος, Αλέξανδρος Πάλλης και Αργύρης Εφταλιώτης, Κωσταντίνος Χατζόπουλος και Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Όλοι τους θα συνυπέγραφαν νομίζω ασμένως τα όσα αναφέρει ο Λορέντζος Μαβίλης σε μια ιταλόγλωσση επιστολή του:
"Είναι προνόμιο των Κερκυραίων λογοτεχνών ότι θυσίασαν τις εύκολες δάφνες της πρωτοτυπίας και προτίμησαν να προσφέρουν στο έθνος εκλεκτές μεταφράσεις κλασσικών έργων παλαιών και νεότερων, καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτό την λεπταισθησία και τελειοποιώντας τη γλώσσα."
Τώρα, το γιατί ο Καζαντζάκης είναι με αυτήν την έννοια, την έννοια την πολυλαϊκή, μεταφραστής προγραμματικός είναι νομίζω αυτόδηλο. Οι σχέσεις του με το κίνημα του δημοτικισμού είναι έτσι κι αλλιώς τοις πάσι γνωστές – παραπέμπω, ενδεικτικά μόνο, στο ποίημα "Ψυχάρης" που περιλαμβάνεται στις Τερτσίνες. Το εγχείρημα ενός και μόνο ανθρώπου που μεταγλωττίζει και Όμηρο και Δάντη και Γκαίτε, εγχείρημα εξ όσων γνωρίζω μοναδικό στα ευρωπαϊκά μεταφραστικά χρονικά, θα ήταν αδιανόητο αν δεν το εμψύχωνε η επιθυμία αλλά και η ανάγκη να καταδειχθεί η εκφραστική επάρκεια της δημοτικής στο ύψιστο δυνατό επίπεδο. Αν μάλιστα, στην τριάδα αυτή των κορυφαίων, προστεθεί και ο Σαίξπηρ, τον οποίο επίσης γνωρίζουμε ότι επεδίωξε να μεταφράσει ο Καζαντζάκης, η εικόνα γίνεται πληρέστερη. Και η εικόνα ολοκληρώνεται αν αναλογιστούμε ένα περιστατικό που συνέβη την πρωτοχρονιά του 1940. Τότε, όπως μαθαίνουμε, ο συγγραφέας, υποδεχόμενος στην Αίγινα τον Ηρακλειώτη ποιητή και λόγιο Λευτέρη Αλεξίου, του δωρίζει ένα αντίτυπο των σαιξπηρικών Σονέτων στη γερμανική απόδοση του Στέφαν Γκεόργκε. Το υστερόγραφο της αφιέρωσης του Ν.Κ. προς τον Αλεξίου είναι, θα έλεγε κανείς, συγκινητικό αφού δείχνει με τον γλαφυρότερο τρόπο το μέτρο της στράτευσής του στην κοινή υπόθεση: "Πέφτω στα πόδια σου και σε παρακαλώ, μετάφρασε την Αινειάδα του Βιργίλιου". Ώστε ακόμη και εκεί όπου η μεταφραστική συμμετοχή του Καζαντζάκη δεν είναι άμεση, η μέριμνά του για την θεραπεία της "φιλολογικής απορίας του έθνους" είναι συνεχής.
Σας υποσχέθηκα όμως να σας μιλήσω και για τον επαγγελματία μεταφραστή Καζαντζάκη, τον μεταφραστή δηλαδή που βιοπορίζεται από τη δουλειά του και που, δυστυχώς γι' αυτόν, εξαρτάται οικονομικά από τους εκάστοτε παραγγελιοδότες του. Και λέω δυστυχώς, γιατί οι σχέσεις του συγγραφέα μας με αυτούς τους τελευταίους δεν υπήρξαν πάντοτε ανέφελες. Η συνεργασία του με τον Βασιλικό Θέατρο είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση. Έτσι, από όλες τις μεταφράσεις που ο Καζαντζάκης ετοίμασε για λογαριασμό της κρατικής σκηνής στην διάρκεια της δεκαετίας του 1930, θα ανέβει μόνο μία – το Πριν απ΄ το ηλιοβασίλεμα του Χάουπτμαν, όπως ήδη είπαμε. Όλες οι υπόλοιπες, και συγκεκριμένα η Καταχθόνια μηχανή του Ζαν Κοκτώ, το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε του Λουίτζι Πιραντέλλο, και βεβαίως το Πρώτο Μέρος του Φάουστ του Γκαίτε, μολονότι θα παραδοθούν από τον μεταφραστή θα μείνουν άπαιχτες. Σ' αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η μετάφραση του σαιξπηρικού Οθέλλου, που επεδίωξε ο ίδιος ο Καζαντζάκης να του ανατεθεί, η οποία δεν ανέβηκε ποτέ και έκτοτε λανθάνει. Άδηλη παραμένει η τύχη μιας ακόμη σαιξπηρικής μετάφρασης που του είχε παραγγελθεί από το Θέατρο την ίδια περίοδο, του Κοριολανού. Το πιθανότερο είναι να μην ολοκληρώθηκε ποτέ.
Η έμπρακτη απόρριψη των μεταφράσεών του αυτών είναι εύλογο ότι γέμισε τον Καζαντζάκη πικρία, αφού μάλιστα είχε στηρίξει σ' αυτές ελπίδες για την ανάδειξη και του δικού του πρωτότυπου δραματικού έργου. Τα προλεγόμενά του στην δημοσίευση του Φάουστ στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ μας δίνουν το μέτρο της απογοήτευσής του. Αυτήν δε την έκανε ακόμη πιο έντονη το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές τις αναθέσεις είχαν γίνει υπό τον όρο ότι θα πληρωθούν μόνο εφόσον χρησιμοποιηθούν σε παράσταση. Από όλη αυτήν την αχρησιμοποίητη εργασία, ο μεταφραστής φαίνεται ότι αποζημιώθηκε μόνο για την μετάφραση του Φάουστ. Όμως και γι' αυτήν ακόμη, χρειάστηκε να δώσει μάχη. Στις 22 Ιανουαρίου 1937 γράφει στον Κ. Καρθαίο, γενικό διευθυντή του Θεάτρου:
"Σύμφωνα με τις επιστολές που ανταλλάξαμε τον περασμένο Αύγουστο, δικαιούμαι ευθύς ως παραδώσω τη μισή μετάφραση του Φάουστ να λάβω 10.000 δραχμές. Αλάκαιρη η μετάφραση παραδόθηκε τον περασμένο Σετέμπρη. Σας παρακαλώ λοιπόν διατάξετε τις αρμόδιες υπηρεσίες σας να μου στείλουν στην Αίγινα το ποσό αυτό των 10.000 δρχ. και θα με υποχρεώσετε."
Δυο εβδομάδες μετά, στις 5 Φεβρουαρίου 1937, ο Καζαντζάκης απευθύνει το ίδιο αίτημα στον σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη. Εκεί μνημονεύει και σχετική παλαιότερη επιστολή του προς τον Κωστή Μπαστιά. Στις 17 Φεβρουαρίου ζητά από τον Γεώργιο Βλάχο, ιδιοκτήτη και διευθυντή της Καθημερινής, να μεσολαβήσει ώστε "οι αρμόδιες υπηρεσίες του Β. Θεάτρου να εκτελέσουν ύστερα από εφτά περίπου μήνες καθυστέρηση την υποχρέωσή τους απέναντί μου". Λίγο αργότερα ξαναγράφει στον Καρθαίο:
"Ήρθα στην Αθήνα να Σας δω μα δυο φορές που πήγα στο Βασιλικό Θέατρο δε Σας βρήκα. Σας είχα γράψει και παρακαλέσει προ μηνός να διατάξετε το ταμείο να μου στείλει τις 10.000 δρχ. του Φάουστ που μου καθυστερεί τώρα κ' εφτά μήνες. Σας στέλνω εσώκλειστα αντίγραφο, όπου, καθώς βλέπετε, η καταβολή των 10.000 δρχ. είναι άμεση (μετά την παράδοση και της μισής ακόμα μετάφρασης) και χωρίς όρους. Καμμιά αμφιβολία δεν μπορεί να υπάρξει κι η καθυστέρηση –και μάλιστα τόσο μεγάλη– θίγει μονάχα την αξιοπρέπεια του Βασιλικού Θεάτρου."
Επιτέλους, στις αρχές του Μάρτη, το Θέατρο εδέησε να εισακούσει τις εκκλήσεις του μεταφραστή και να τον αποζημιώσει.
Για όσους γνωρίζουν και τα νυν ισχύοντα στον εκδοτικό ή θεατρικό χώρο, η εξιστόρηση των μεταφραστικών παθών του Νίκου Καζαντζάκη δεν πρέπει να ξενίζει. Παρά την κάποτε βαρύγδουπη αίγλη που έχουν αποκτήσει τελευταία οι μεταφραστικές σπουδές, παρά τα μεγάλα λόγια για τους μεταφραστές ως διαπολιτισμικούς μεσολαβητές, στην κατά τ' άλλα σφύζουσα βιβλιαγορά μας οι θεράποντες της μετάφρασης παραμένουν από όλες τις πλευρές, ηθικά και οικονομικά, ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Ανασφάλιστοι και ανεξασφάλιστοι, καλούνται να κάνουν την εργασία ενός υπερεξειδικευμένου επαγγελματία, αρκούμενοι στην αμοιβή ενός ανειδίκευτου εργάτη. Κι αυτό δυστυχώς όχι μόνο στην Ελλάδα. Όπως δείχνει και η εντελώς πρόσφατη έριδα για τις αμοιβές των μεταφραστών στην Γερμανία, απέχουμε πολύ ακόμη από το σημείο που ο μεταφραστικός μας πολιτισμός δεν θα περιορίζεται μόνο στον αφ' υψηλού τονισμό της αξίας των μεταφρασμάτων αλλά θα περιλαμβάνει και τον, ταπεινότερο ίσως, αλλά πάντως έμπρακτο, σεβασμό του κόπου όσων δούλεψαν γι' αυτά.
Απόσπασμα ομιλίας στο Διεθνές Συνέδριο Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΜΕΝΟΣ Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 13-15 Μαρτίου 2007
[ 12. 4. 2007 ] |
|
|
|