Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 


 Έριδες

Τα νέα βιβλία της ιστορίας  ( α' )
ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Κείμενα των Κ.Π. Ρωμανού, Φ. Μαλιγκούδη,
Γ. Σταματόπουλου, Κ. Παπαγιώργη, Ν. Καλογερόπουλου,
Π. Ήφαιστου, Γ. Παπαμιχαήλ και Γ. Καραμπελιά



* * *


Κωνσταντίνος Π. Ρωμανός

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΩΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ;

Στο νέο βιβλίο Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΣΤ' Δημοτικού (χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση), 136 σελίδων, η καθαυτό ιστορική αφήγηση καταλαμβάνει όχι περισσότερο από το 1/6 του βιβλίου, δηλαδή λιγότερο από 25 σελίδες! Ακόμα και για τις ανάγκες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η έκταση της ιστορικής αφήγησης είναι ανεπαρκέστατη. Αντ' αυτής το βιβλίο αναλώνεται σε αλλότρια, σε πληθωρική εικονογράφηση, στατιστικές ταμπέλες και "μικροϊστορίες", δηλαδή κατά το δοκούν επιλεγμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας περασμένων εποχών και της μαζικής κουλτούρας του σήμερα, που φιλοδοξούν, ως συλλογή θραυσμάτων, να υποκαταστήσουν το αποδομημένο "εθνικό" ιστορικό αφήγημα με μια δήθεν αντικειμενική και επιστημονική σύλληψη της Ολότητας. Παρ' όλο που η συγκεκριμένη "tuti fruti"" εκδοχή μετανεωτερικής ιστοριογραφικής αντίληψης, όπως προ πολλού προέβλεψαν οι θεωρητικοί επικριτές της, δεν βρίσκει τον θεωρητικό της στόχο, όμως προσφέρει ως διδακτολογικό εργαλείο της Νέας Τάξεως ανυπέρβλητα πλεονεκτήματα:

Ο προγραμματικός κατακερματισμός της ιστορίας σε "ιστορίες" επιτρέπει μια κατά βούλησιν εισαγωγή επιλεγμένων παραδειγμάτων που φρονηματίζουν το παιδί προς την κατεύθυνση του "πολιτικά ορθού" υπό την σημερινή αμερικανική του έννοια (που συμπίπτει με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η "Νέα Ιστορία" θέλει να είναι Αγωγή του Πολίτη της υπό κατασκευήν μεταεθνικής "διαπολιτισμικής" συλλογικότητας στην οποία καλείται να μεταλλαχθεί η Ελλάδα. Η κατάλληλη προς τούτο θεματολογία, όπως ήδη έχει εισαχθεί στο βιβλίο, είναι η εξής: Τα δικαιώματα του ανθρώπου με έμφαση στα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων (οδηγία υπ' αριθμ. 1283, 22 Ιανουαρίου 1996 του Συμβουλίου της Ευρώπης). Οι ατομικές ελευθερίες (με έμφαση στο δικαίωμα κάθε ατόμου να "απαρνηθεί την παράδοση που του επιβάλλεται", οδηγία 1283). Ιστορία της μετανάστευσης (το παρόν βιβλίο αρκείται στην ελληνική μετανάστευση, όμως στον ορίζοντα του μέλλοντος είναι η ιστορία των εθνοτικών μειονοτήτων που θα προκύψουν από την εξελισσόμενη μετανάστευση προς την Ελλάδα). Ο σεβασμός της "ετερότητας" (προϋπόθεση για την "διαπολιτισμική" ανάδραση των μεταναστών επί των Ελλήνων). Η πολυπολιτισμική δημοκρατία. Η θετική αναθεώρηση του ιστορικού ρόλου της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Ελλάδος. O εκσυγχρονισμός ως ιστορικό αίτημα (η εντολή συγγραφής του βιβλίου δόθηκε επί πρωθυπουργίας Σημίτη). Τέλος η απάλειψη των εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών "προκαταλήψεων". (Kαι εδώ η οδηγία 1283. Υλοποιείται εκτός των άλλων διά της αποφυγής παρουσίασης του θετικού ή αρνητικού ιστορικού ρόλου της ορθόδοξης θρησκευτικότητας, διά της προγραμματικής παραλείψεως πράξεων και προτύπων θυσίας ή ηρωισμού και διά της συντομογράφησης των ελληνικών κυρίων ονομάτων.)

Ο ξύλινος, αποστασιοποιημένος λόγος της αφήγησης αντανακλά την μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας ως "ετερότητας". Πουθενά μέσα από τα δρώμενα δεν αναδύεται ένα "εμείς". Κάποιοι "Έλληνες" έκαναν ετούτο ή εκείνο, αλλά ποιοι ακριβώς ήσαν αυτοί και τι σχέση έχουν με μένα, ένα διεθνικό πολίτη του σήμερα; Για να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να τολμήσω μια ατομική κατάδυση στα βάθη της συλλογικής ελληνικής μνήμης. Εγχείρημα δύσκολο και προπαντός ύποπτο, εφ' όσον αντίκειται στο πολιτικά ορθό ως εθνοκεντρικό. Μήπως λοιπόν είναι προτιμότερο να ασκήσω το θεσμοθετημένο μου δικαίωμα απάρνησης του συλλογικού μου παρελθόντος, την αρνησιπατρία, για να επιδοθώ στην κατασκευή μιας καθαρά παροντικής ταυτότητας από υλικά του πολυεθνοτικού φολκλόρ με το οποίο συμβιώνω, όπως θέλει το σχολείο; Και από τον κυβερνοχώρο, τη φαντασιακή κοινότητα στην οποία ενέχομαι;

Αλλά, θα πει κανείς, αν η ιστορία μου, τέλος πάντων όση από αυτήν αφηγείται το παρόν βιβλίο, θέλει να τηρεί από εμένα σήμερα την απόσταση μιας ετερότητας, τότε ποιο είναι το υποκείμενο αυτής της ιστορίας; Η απάντηση σ' αυτό είναι απροσδόκητη για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την αυτοαναφορικότητα της μεταμοντέρνας θεώρησης: μα, φυσικά, η ίδια η ιστορία! Δηλαδή η γνώση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκρότηση του περιεχομένου της ιστορίας. Όλη η κατασκευή του βιβλίου είναι εργαστηριακή, διαπλάθει τον μαθητή ως υβρίδιο ιστορικού, που ασκείται στη χρήση των ιστορικών πηγών και στη γνώση των μεθόδων της ιστορίας. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι "κριτική σκέψη" που κατ' αποκλειστικότητα επιδίδεται στην αποδόμηση της "γεγονοτολογικής ιστορίας της γενεαλογίας του έθνους", των "προσωπικοτήτων και των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του έθνους". Από εδώ προκύπτει, ως δημοκρατικό αίτημα προς τον μεταμοντέρνο ιστορικό, η ενασχόληση με τους κοινούς ανθρώπους και την καθημερινή ζωή. Το ότι πολλοί κοινοί αρχικά άνθρωποι ανεδείχθησαν σε ήρωες όταν οι περιστάσεις το απαίτησαν, δεν αλλάζει τίποτα, εφ' όσον το ζητούμενο της προκείμενης περί δημοκρατίας αντίληψης είναι να αποκλείσει την αριστεία, η οποία δημιουργεί θετικά προς μίμησιν και ταύτισιν πρότυπα, που συμπυκνώνουν μέσα τους τις αρετές και τα πεπρωμένα μιας συλλογικότητας, ενός λαού.

Πέραν αυτών, η έννοια της κριτικής ιστορικής σκέψεως έχει συντμηθεί εδώ από τη μεταμοντέρνα θεώρηση. Αποκλείει, π.χ., την Φιλοσοφία της Ιστορίας ενός Dilthey, η οποία βλέπει την ιστορία ως ερμηνευτική του παρελθόντος -με βάση την ενσυναισθητική κατανόηση- συντελεστική της εμπρόθετης διαμόρφωσης του μέλλοντος. Την ιστορία ως μέσο αυτογνωσίας και φρονηματισμού. Αποκλείει και την σχετική αντίληψη του Αλέξανδρου Δελμούζου που θέλει την ιστορία όχι να γίνεται, να έρχεται απ' έξω, αλλά να βγαίνει, να πηγάζει "από μέσα μας", "μέσα δηλαδή από την ελληνική συνείδηση και την ελληνική ψυχή". Και όμως σ' αυτές τις αντιλήψεις εδράζονταν μέχρι την τωρινή νεοταξική αλλαγή παραδείγματος τα αναλυτικά προγράμματα ιστορίας στα σχολεία της Ελλάδος.

Η κριτική αποδόμηση είναι ένα πριόνι που κόβει τα κλαδιά των άλλων, όχι αυτό πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια. Αποδομεί την εθνική συλλογική μνήμη για να την υποκαταστήσει από τοπικές ιστορίες, από την ιστορία του αθλητισμού, την ιστορία των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ., οι οποίες όμως μεθοδολογικά δεν αμφισβητούνται [σ.σ. από το βιβλίο, αυθαιρέτως, αντίθετα από ό,τι κάνει με την εθνική μνήμη]. Ποιός μπορεί να αποδείξει ότι η έννοια π.χ. του κοινωνικού φύλου (ιστορία των γυναικών) εδράζεται σε μια ενύπαρκτη ταυτότητα, ενώ οι έννοιες "έθνος" (που αντίκειται στην "παγκοσμιοποίηση") και "κοινωνική τάξη" (που αντίκειται στον καπιταλισμό) είναι μύθοι; Ή ότι το σχολείο οφείλει να προσχωρήσει στο μεταμοντέρνο πλαίσιο του "αξιακού σχετικισμού" και όχι να αντισταθεί διδάσκοντας την αρετή; Ή ότι ο "πατριωτισμός του συντάγματος" θα λειτουργήσει καλύτερα σε ένα γεωγραφικό πεδίο διαβίωσης ξένων ανάμεσά τους εθνοτήτων απ' ό,τι ο εθνικός πατριωτισμός σε μια κοινότητα με κοινή γλώσσα, ιστορία και θρησκεία; Ή ότι η οικειοφοβία είναι προτιμότερη από την ξενοφοβία; Πού και πώς έχουν γίνει οι υπερκείμενες παραδοχές αυτών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της πολυπολιτισμικής μετάλλαξης του ελληνικού έθνους στο επίπεδο της συνείδησης, αντικείμενο κριτικής εξέτασης δημόσιου διαλόγου; Τα ίδια ισχύουν για τη δημογραφική αλλοίωση του ελληνικού έθνους μέσω λαθρομετανάστευσης και τους απολογητές της. Εκτός και αν ο "αντιρατσισμός" αρκεί ως κριτική αντιπαράθεση.

Το βιβλίο (Ιστορία ΣΤ' Δημοτικού) δικαιολογημένα έχει γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από ιδιώτες και οργανώσεις που επισημαίνουν σειρά σημαντικών παραλείψεων παγκοίνως γνωστών ιστορικών γεγονότων και φυσιογνωμιών τα οποία ανήκουν το κεκτημένο της κοινής ελληνικής ιστορικής μας συνείδησης. Πέραν αυτού το βιβλίο εμπεριέχει ένα αριθμό ερμηνευτικών σχημάτων και λεκτικών διατυπώσεων που θέτουν εν αμφιβάλω ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, ιδιαίτερα απέναντι στην οθωμανική δεσποτεία – η υπεράσπιση των οποίων από τους προγόνους μας νομιμοποιεί για τον δικό μας λαό σήμερα όπως και παλαιότερα το αίσθημα της αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας. Η ιστορία μας συγκροτεί την ιδιοπροσωπία μας και την ιδιότυπη συμβολή μας στον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Όπως κάθε λαός, οι Έλληνες υπερασπιζόμεθα το διαχρονικό μας πρόσωπο ως αναγκαία συνθήκη για τον ισότιμο διάλογο με άλλους λαούς και για τη δημοκρατία.

Γι' αυτούς τους λόγους είναι επιβεβλημένη η άμεση απόσυρση του περί ου ο λόγος βιβλίου ιστορίας από τα ελληνικά σχολεία.

εφ. ΤΟ ΠΑΡΟΝ, 10 Δεκεμβρίου 2006





* * *


Φαίδων Μαλιγκούδης

ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ

"Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία". Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ού αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη "ρεβιζιονισμός", που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το, ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο "αναθεωρητισμός") στις αρχές του αιώνα. Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re- = "ανά-" + "videre" = "επισκοπώ, θεωρώ") μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα.

Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον "κλασικό" ρεβιζιονισμό (που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους "ορθόδοξους" μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνουμε σε μια σχετικά πρόσφατη παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον "ακαδημαϊκό" αναθεωρητισμό της Ιστορίας.

Ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος της "ακαδημαϊκής" παραλλαγής του ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο Βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο Δεκέμβριο από τις φυλακές της Αυστρίας, όπου είχε καταδικαστεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τόσο το Αουσβιτς όσο και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπάρξει ποτέ.

Μια άλλη παραλλαγή του "ακαδημαϊκού" ρεβιζιονισμού, που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα στην υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στο πλαίσιο του "πολυπολιτισμικού" μοντέλου, που έχουν ήδη επιβάλει από το 1967 με θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι (Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το 1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα ΑΕΙ που θεραπεύουν τις "Εθνοφυλετικές Σπουδές" (Ethnic Studies). Μια σύλληψη που έχει πλέον καθιερώσει και θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις ΗΠΑ, αφού είναι εκ προοιμίου αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό "πολιτιστικό ιμπεριαλισμό" και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του. Σε αυτό ακριβώς το πνευματικό κλίμα, το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν, αναπτύχθηκε και η "σχολή" εκείνη του ρεβιζιονισμού που "ανακάλυψε" τις αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με τη "Μαύρη Αθηνά" ως εμβληματική μορφή της.

Αν, όμως, η "Μαύρη Αθηνά" αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός "ακαδημαϊκού" συρμού του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει το ίδιο και με μια νέα παραλλαγή του, η οποία έχει καταστήσει ήδη αισθητή την παρουσία της και εντός των τειχών. Πρόκειται για την repetita lectio, την εκ νέου ανάγνωση, των ιστορικών πηγών που αναφέρονται στην ιστορία των Βαλκανίων και στην οποία μας παροτρύνει το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSEE). Πρόκειται για μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση (που αντλεί ωστόσο τους πόρους της τόσο από το υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής όσο, κυρίως, και από τον Οργανισμό των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη), πρόεδρος της οποίας είναι ένα υψηλό στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο βοηθός - υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Ρίτσαρντ Σίφερ, και γενικός γραμματέας - εισηγητής για το πρόγραμμα της Ιστορίας ο Κώστας Καρράς, γόνος οικογένειας εφοπλιστών από το Λονδίνο.

Εναν "αφοπλισμό της Ιστορίας" προτείνει το Κέντρο αυτό με τα τέσσερα βιβλία-εργασίες για την Ιστορία των Βαλκανίων που έχει ήδη εκδώσει, προωθώντας ένα (νεο)ρεβιζιονιστικό μοντέλο μιας "συναινετικής" θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος των βαλκανικών λαών. Ενα σχεδόν ειδυλλιακό ιστορικό παρελθόν, στο οποίο ο Οθωμανός δυνάστης εμφανίζεται ως ο νόμιμος κάτοχος της κεντρικής εξουσίας σε ολόκληρο το χώρο των Βαλκανίων.

Αφήνοντας εδώ κατά μέρος το ερώτημα για το ποιον άραγε ευνοεί η "συναινετική" αυτή θεώρηση της Ιστορίας, θα επισημάνουμε ότι η δραστηριότητα του Κέντρου και, κυρίως, οι συστάσεις του για τον τρόπο θεώρησης του ιστορικού μας παρελθόντος έχουν ήδη καταστήσει και θεσμικά αισθητή την παρουσία τους στο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας για την ΣΤ' Δημοτικού, που επιβλήθηκε ως διδακτικό με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την ανοχή του υπουργείου Εθνικής Παιδείας.

Συνένοχοι και αδαείς, οι Μοιραίοι που "βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν".

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22 Φεβρουαρίου 2007


* * *


Γιώργος Σταματόπουλος

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

Ας αποδεχτούμε ότι οι συγγραφείς του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού είχαν καλή διάθεση και τάση να καταπολεμηθούν τα εθνικιστικά ιδεολογήματα και ότι, επιπροσθέτως, χάρισαν πολλές πληροφορίες στα παιδιά τις οποίες εμείς ουδέποτε διαβάσαμε ως μαθητές. Είναι πιθανό οι ίδιοι να νομίζουν ότι προσέφεραν έργο μέγα στην ανάδυση μιας νέας, αληθινής πλανητικής ιδεολογίας και ηθικής. Ισως να θεωρούν ότι με τον δικό τους τρόπο γραφής και ιδεολογίας, ο μαθητής γίνεται ο πολίτης τού αύριο και θα είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.

Επίσης: αντιπαρερχόμαστε πολλές από τις ενστάσεις περί χρηματοδότησης της συγγραφής από εξωελληνικούς, ύποπτους και σκοτεινούς κύκλους. Είναι, όμως, δυνατόν να είναι τόσο αφελείς (ιδιοτελείς, είπαμε, δεν είναι), τόσο αστείοι κατά τον χειρισμό των εννοιών της ελληνικής γλώσσας; Ειρηνιστές της κακιάς ώρας, δεν διστάζουν εντούτοις να αποκαλούν ειρηνιστικές ή ανθρωπιστικές τις βόμβες που εξαφανίζουν εκατομμύρια αθώες ψυχές γιατί οι ηγέτες τους (των ψυχών) προέβησαν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η φρίκη της Ιστορίας δεν μετριάζεται, δεν απαλείφεται· είναι απόρροια γεγονότων, αιματηρών, αποτρόπαιων ίσως· τι να κάνουμε; Και η Ιλιάδα γέμει αιμάτων, σκληρών συγκρούσεων, μίσους (αλλά και ελέους), δολοπλοκιών, σκοτωμών· να την καταργήσουμε; Ν' ακούσουμε τα σχεδόν φαιδρά ελληνικά όσων κόπτονται για τη δημιουργία τού χωρίς παράδοση ανθρώπου, του χωρίς ψυχισμό πολίτη; Αυτών που αφελώς και α-νοήτως νομίζουν ότι ο θρίαμβος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγγέλλει όχι το τέλος της Ιστορίας, αλλά την ήττα των τυραννιών και των δικτατορικών -ισμών; Εκείνων που κηρύττουν την έλευση του Νέου Διαφωτισμού με βάση την αποκοπή των ανθρώπων από τις ρίζες τους (ρίζες εντός των οποίων ρέουν οι χυμοί και του γελοίου και του μεγαλείου);

Δεν πολεμάς τα ιδεολογήματα (εθνικισμός) με νέα ιδεολογήματα (οικουμενισμός), αφελή, απροβλημάτιστα, επικίνδυνα εν τέλει. Και η σπουδαιοφάνεια έχει τον συνωστισμό της...

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17 Φεβρουαρίου 2007


* * *


Κωστής Παπαγιώργης

ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ να κάνουμε με ένα "κακό" ή "ανεπαρκές" σχολικό βιβλίο, με ένα "εγχειρίδιο" – απεναντίας πρόκειται για τη νεοπαγή εκδήλωση ενός "στρατηγικού δόγματος", που θέτει νέους κανόνες διαβουκόλησης, προκειμένου να επιτευχθούν αμιγώς πολιτικοί σκοποί.

Οι Λυγερός-Παυλίδης [περιοδικό ΑΡΔΗΝ, τχ. 62] καταμαρτυρούν στο βιβλίο (το οποίο, σημειωτέον, κινείται στο ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων) ότι απενοχοποιεί την οθωμανική περίοδο και την κεμαλική συνέχεια, φτάνοντας μέχρι σημείου να την εξιδανικεύει· ότι διαγράφει σημαντικά ιστορικά δεδομένα της αντίστασης των Ρωμιών, με διαφανές κίνητρο να εμφανίσει το οθωμανικό καθεστώς ανεχτικό και ελεύθερο· υποβαθμίζει το 1821 και τον ρόλο των αγωνιστών [...]

Δικαιολογημένα οι αρθρογράφοι του περιοδικού καταγγέλλουν τα όσα μολογάει το βιβλίο για τους πληθυσμούς της Ανατολής. Ο Αγτζίδης παρατηρεί: "Το ζήτημα είναι εάν στην εκπαιδευτική διαδικασία τα παιδιά μας πρέπει να μαθαίνουν την ελληνική ιστορία ή μόνο την ιστορία του κράτους της Ελλάδας". Σωστή παρατήρηση. Η φράση για παράδειγμα: "Χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονταν (!) στο λιμάνι της Σμύρνης, προσπαθώντας να μπουν στα πλοία..." είναι τερατουργηματική. Ισάξιας απαξίας είναι και η φράση για την "προσάρτηση" της Μακεδονίας […]

εφ. Ο KΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ, 3 Φεβρουαρίου 2007
(αναδημοσίευση: εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5 Φεβρουαρίου 2007)


* * *


Νίκος Καλογερόπουλος

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Tο βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς μια συγγραφική αποτυχία μετρίας συγγραφέως. Η επιλογή του για χρήση στα σχολεία θα έπρεπε απλώς να αποδοθεί στην ανικανότητα ή δημοσιοϋπαλληλική ολιγωρία των αρμοδίων του Υπουργείου Παιδείας. Το γεγονός όμως ότι το βιβλίο υπεστηρίχθη από Πανεπιστημιακούς καθηγητές της Ιστορίας δείχνει ότι το θέμα γίνεται σοβαρό. Επιλέγω λίγα από άρθρα που διάβασα στο ΒΗΜΑ τον Ιανουάριο με γενικό θέμα "Πώς γράφεται η Ιστορία". Η καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Χριστίνα Κουλούρη ισχυρίζεται ότι στην κριτική του βιβλίου της 6ης Δημοτικού "αναμετρούνται περισσότερο πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις παρά επιχειρήματα σχετικά με την ίδια την Ιστορία".

Ισχυρίζεται ότι η ιστορία που διδάσκεται στα παιδιά δεν πρέπει να περιέχει ωμή βία και αρνείται την μανιχαϊστική ερμηνεία της παραδοσιακής ιστορίας που "δεν εναρμονίζει τις διάφορες εθνικές αντιθέσεις". Μας διδάσκει ότι "στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν αισθήματα δραματοποιημένης εχθρότητος του παρελθόντος". Αυτά, κατά την κ. καθηγήτρια είναι προφανώς "επιχειρήματα σχετικά με την …ίδια την Ιστορία" και όχι "πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις"! Μας λέγει δηλαδή ότι 1ον, η Ιστορία πρέπει εκάστοτε να επιλέγει, να σιωπά και να αποκρύπτει, ανάλογα με την εκάστοτε σκοπιμότητα την οποίαν είναι άγνωστο ποιοί και με ποιά εξουσία καθορίζουν. 2ον, μας λέγει ότι "η αντίληψη αυτή επικρατεί στην Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία". Ως προς το 1ον, φαίνεται ότι απορρίπτει τον θεμελιώδη κανόνα περί Ιστορίας που θέτει ο Θουκυδίδης: "κτήμα ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν" (Ι,22,4). Ως προς το 2ον, όπου η κ. καθηγήτρια συγκρίνει το "παραχρήμα αγώνισμα" της Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, φαίνεται ότι αγνοεί το στοιχειώδες ότι η θέληση για ικανοποίηση της σκοπιμότητος πρέπει να είναι αμοιβαία. Οι χώρες αυτές, αποφασίζουν ίσως αυθαιρέτως να αποσιωπήσουν ιστορικά γεγονότα, πράγμα που ισοδυναμεί με παραχάραξη, αλλά τουλάχιστον το αποφασίζουν αμοιβαίως. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, όπως π.χ. στις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας. Εάν η Ελλάς οφείλει κατά τους ειρηνιστές να παραχαράξει την Ιστορία, ας ρωτήσουμε τι κάνει η Τουρκία. Αποδυναμώνει και αυτή το εθνικό φρόνημα κατά το παράδειγμα του πολιτισμού Γαλλίας-Γερμανίας; Όπως είναι γνωστό, στον έρωτα χρειάζονται δύο. Εάν είναι μόνον ένας, αποτέλεσμα είναι η κατάθλιψη ή η αυτοκτονία.

Εάν το θέμα της αμοιβαιότητος δεν ενδιαφέρει την φιλειρηνική ψυχή της κ. καθηγήτριας τότε, ασφαλώς, παραγνωρίζει το δίδαγμα του άλλου μεγάλου ιστορικού, του Πολύβιου, ο οποίος λέγει:"εξ ιστορίας εάν άρης την αλήθειαν, το καταλειπόμενον αυτής ανωφελές γίνεται διήγημα" (ΧΙΙ,12,3). Όταν το τερπνόν επισκιάζει το ωφέλιμον τότε, λέγει ο Πολύβιος, είναι "τελείως αναληθές και μειρακιώδες και διατριβικόν" και "εάν εκ της ιστορίας εξέλη τις το δυνάμενον ωφελείν ημάς, το λοιπόν αυτής άζηλον και ανωφελές γίνεται παντελώς". Λέγει δε ακόμη "καλλίστην παιδείαν ηγητέον προς αληθινόν βίον την εκ της πραγματικής ιστορίας περιγενομένην εμπειρίαν" (Ι,35,6-10). Η ωφέλεια γνώσεως της "πραγματικής ιστορίας" είναι ότι μας εμπλουτίζει την εμπειρία και συνεπώς μας θωρακίζει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του βίου μας. Ουαί για το έθνος, εάν λησμονήσουμε την "περιγενομένην εμπειρίαν" με την αφελή υπόθεση ότι την έχει λησμονήσει και ο συνεχώς παραμονεύων και υπονομεύων αντίπαλος. Η Ιστορία είναι, όπως λέγει ο Πολύβιος, "μάθησις" και όπως τονίζει ο Θουκυδίδης "κτήμα ες αεί".

Εάν η κ. καθηγήτρια ισχυρίζεται ότι η ιστορία "που διδάσκεται στα παιδιά", δηλαδή στα φυτώρια του έθνους, πρέπει να "εναρμονίζει τις εθνικές αντιθέσεις" τότε διδάσκει ψευδή ιστορίαν που ο Πολύβιος παρομοιάζει με την Τραγωδίαν (δηλ. με θέατρο) όπου "ηγείται το πιθανόν καν ή ψεύδος" (δηλ. έστω και αν είναι ψεύδος) ενώ, κατ'αυτόν, στην Ιστορία "ηγείται το αληθές δια την ωφέλειαν των φιλομαθούντων". Η ανθρώπινη φύσις παραμένει πάντα η ίδια, αλλά η κ. καθηγήτρια θέλει να αγνοεί ότι γι'αυτόν τον λόγον, το παρελθόν είναι και παρόν και μέλλον. Συγχέει δε δύο διαφορετικά πράγματα. Ότι άλλο είναι η αλήθεια την οποίαν πρέπει οπωσδήποτε να απεικονίζει η Ιστορία και άλλο είναι η ανάγκη μιας παράλληλης και ταυτόχρονης ηθικής διδασκαλίας επί του δέοντος της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εάν αποσβέσουμε, όπως μας διδάσκει η κ. καθηγήτρια, από την ιστορία τις σφαγές, τις λεηλασίες, το ολοκαύτωμα, τα εγκλήματα της Ιεράς Εξετάσεως, την γενοκτονία, εάν δηλαδή κρύψουμε κάτω από το χαλί την βρώμα του παρελθόντος, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και βέβαιοι ότι αυτή την βρώμα, θα την βρούμε και στο μέλλον.

Αυτά δίνουν αυτονόητη απάντηση και στον κ. Λιάκο, καθηγητή και αυτόν Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος λέγει ότι "το σχολείο πρέπει να μαθαίνει πώς μπορούμε να διακρίνουμε το έγκυρο από το κάλπικο". Και διερωτάται "πώς πείθεις τα παιδιά ότι η Ιστορία τα ενδιαφέρει". Μήπως εννοεί ότι τα πείθεις με το "κάλπικο" της παραχάραξης της Ιστορίας, παραλείποντας το "έγκυρο" της ιστορικής αλήθειας; Σύγχυσις ιδεών στο όνομα μιας έξωθεν έντεχνης προπαγάνδας που παρουσιάζεται ως το "πολιτικώς ορθόν" με τον εξευγενισμό και εξιδανίκευση του ψεύδους, ανασύρουσα από την λήθη τα "ψεύδη τα εν δέοντι γιγνόμενα" της ουτοπικής Πολιτείας του Πλάτωνος και αναδεικνύουσα μία νέα, "μοντέρνα", μορφή φασισμού. "Τόσο απλοϊκά", κατά την προσφιλή έκφραση του κ. Λιάκου! Και αυτά, δίνουν επίσης απάντηση στον εκπρόσωπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Κατσουλάκο, που μας… "εξήγησε", σε εμάς τους καθυστερημένους αμαθείς, ότι "η εθνικιστική συνείδηση που έδινε έμφαση στα εθνικά σύνορα και την πατρίδα θεωρείται ως κάτι το ξεπερασμένο" ("θεωρείται" από ποίους άραγε!) και ότι τα βιβλία Ιστορίας εύχεται ο κ. Κατσουλάκος να γράφονται από μικτές επιτροπές αφού πιστεύει ότι πρέπει να ερωτώνται, π.χ. οι Τούρκοι, "τι θέλουν να γράφουμε γι'αυτούς"!! Υπενθυμίζω αυτά τα πολύ προοδευτικά και περίεργα του κ. Κατσουλάκου και του λεγομένου "Παιδαγωγικού Ινστιτούτου", απλώς για να τελειώσω με φαιδρή νότα το άρθρο μου. Αν και το παραπλήσιο αλλά ουσιαστικό θέμα εκφυλισμού και παρακμής θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο.

περ. ΗΛΙΑΙΑ, Μάρτιος 2007


* * *


Παναγιώτης Ήφαιστος

ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΑΚΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΝΕΚΔΟΤΟΛΟΓΙΑΣ

Εισερχόμενοι στο έτος 2007, οι υπολογιστές πολλών από εμάς κατακλύστηκαν από χιλιάδες ηλεκτρονικά μηνύματα από όλο τον κόσμο που γράφονται από ακαδημαϊκούς όλων των επιστημών αλλά και από άλλους πολίτες ελληνικής καταγωγής τρίτων κρατών. Σχεδόν όλοι, αναστατωμένοι διαμαρτύρονται έντονα επειδή το ελληνικό κράτος δέχεται να εισρέουν στα ελληνικά σχολεία ιστορικές αναλύσεις χαμηλών ποιοτικών προδιαγραφών, η συγγραφή των οποίων, μάλιστα, επηρεάζεται από φορείς επιστημονικών τίτλων που συναγελάζονται με κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους διεθνικούς δρώντες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και από "ιδρύματα" όπως αυτά του τυχοδιώκτη-κερδοσκόπου Σόρος. Αναμφίβολα, μερικές επιχειρήσεις και οργανισμοί συμμετέχουν καλή τη πίστη σ' αυτό το αλλόκοτο χρηματοδοτικό συνονθύλευμα, χωρίς πιθανότατα να έχουν αντιληφθεί τι είναι αυτό που ακριβώς διακυβεύεται.

Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι διεθνικές δραστηριότητες, για ένα αριθμό λόγων, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς ακαδημαϊκές-επιστημονικές: Είναι πρωτίστως πολιτικού χαρακτήρα δραστηριότητες και παρά το ότι είναι βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων για ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα στερούνται εν τούτοις επαρκών κοινωνικοπολιτικών και επιστημονικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Ακόμη, ως βαθύτατα προπαγανδιστικού ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα με βαθύτατες διεθνοπολιτικές προεκτάσεις διανεμητικών συνεπειών, επηρεάζουν δυσανάλογα τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα κάποιων ασθενών κρατών των Βαλκανίων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μηνύματα πολλών Ελλήνων του διαδικτύου, οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκη όλοι τιτλούχοι των λεγόμενων "κοινωνικών επιστημών", δείχνουν να έχουν κατανοήσει αυτό που αντιλαμβάνεται κάθε άτομο προικισμένο με στοιχειώδη νοημοσύνη. Ότι δηλαδή η εργαλειακή ιδεολογικοπολιτική χρήση της ιστορικής γνώσης ως μέσου κατήχησης ανυποψίαστων μαθητών, φοιτητών και αναγνωστών είναι απαράδεκτη και πολιτικά ύποπτη. Θα πρόσθετα πως αντίθετα με τις αιτιάσεις και τις ύβρεις μερικών επιφυλλιδογράφων, οι εξεγερθέντες κατά της "κριτικής" ιστοριογραφίας θεωρούν απαράδεκτη την πολιτικοποίηση της ιστορίας με επιλεκτική χρήση των πηγών είτε αυτό γίνεται προς την μια κατεύθυνση είτε προς την άλλη. Ο υπογράφων ασφαλώς και συμφωνεί απόλυτα με αυτή την θέση. Ένα ζήτημα που δεν προέκυψε χθες και πάντοτε θα απασχολεί την ιστοριογραφία, είναι –όσο και να θέλουν να αποπροσανατολίσουν οι δράστες της διεθνικής-ιδεολογικοπολιτικής ιστοριογραφίας– η συγγραφή καλής ιστορίας και όχι η στρέβλωση της ιστορίας με την αθώωση των φασιστοειδών αυτοκρατορικών δυναστειών.

Το επιστημονικό έλλειμμα των υψιπετών κοσμοπλαστών που για κάποιους περίεργους λόγους γίνονται τα αγαπημένα παιδιά των κυριακάτικων εφημερίδων, των αντιπροσώπων ξένων κρατών, μερικών στελεχών πολιτικών κομμάτων και υπαλλήλων μερικών διεθνών οργανισμών, καταμαρτυρείται, μεταξύ άλλων, από τον κυριολεκτικά ακραίο, δογματικό, λυσσαλέο και απολίτιστο τρόπου που αντιμετωπίζουν την αντίθετη άποψη. Ο υποβόσκων φανατισμός προδίδεται από παντελώς απαράδεκτους χαρακτηρισμούς. Χαρακτηριστικά, όσοι δεν συμφωνούν μαζί τους, "θέλουν τις συγκρούσεις, "είναι συναισθηματικοί", "πάσχουν από ψυχώσεις και υποκρισία", "μας οδηγούν στην λογική των κουκουλοφόρων", κτλ. Τα απαράδεκτα άλματα συλλογισμών δεν λείπουν, όταν σημερινά πολιτικά ζητήματα όπως το μακεδονικό ή το κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνδέονται αυθαίρετα με το ζήτημα της διδαχής της ιστορίας. Ακόμη, η αποθράσυνση φθάνει σε τέτοιο σημείο ούτως ώστε κάποιοι με ύπουλα άλματα συλλογισμών, με απλουστευτικές γενικεύσεις και με γενικόλογες λανθασμένες αναφορές (π.χ. στο τι λέει ο ΟΗΕ ή η Ουνέσκο), γίνονται ευθέως απολογητές των φασιστοειδών πολυεθνικών αυτοκρατοριών του παρωχημένων εποχών υπονομεύοντας τα αποτελέσματα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας. Έτσι, σύμφωνα με τους ειδικούς της ιστορικής ανεκδοτολογίας, οι Έλληνες είμαστε φοβεροί και επικίνδυνοι "εθνικιστές" επειδή διδασκόμαστε ότι "η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν 'τουρκική' και επιπλέον 'απολίτιστη' και συνεχώς βίαιη έναντι των Ελλήνων και άλλων χριστιανών'. Δηλαδή, διερμηνεύω: α) οι νεότουρκοι καμιά σχέση δεν έχουν με τους Οθωμανούς, β) η Οθωμανική εξουσία, πλην μερικών άτυχων στιγμών ήταν πολιτισμένη και αγαθοεργός και γ) η επί πολλούς αιώνες υποδούλωση των ελλήνων και άλλων λαών δεν ήταν φασισμός και καταστολή της ανθρώπινης οντότητας-ετερότητας αλλά μόνο αγαθοεργή δυναστεία που πρόσφερε τάξη, δικαιοσύνη και… προνόμια.

Στην βάση αυτής ακριβώς της διεστραμμένης ιστοριογραφικής αντίληψης που θέλει να βλέπει τα ιστορικά γεγονότα με στρεβλωτικούς ιδεολογικοπολιτικούς φακούς, στοχεύεται η ιστορική αλήθεια: Επιχειρείται να λειανθεί η εικόνα του τέρατος-φασιστή-δυνάστη, να εμφανιστούν οι σύγχρονοι στρατοκράτες της Άγκυρας ως περίπου ευγενικής καταβολής και, αντίστροφα, να απεικονιστούν ιστορικά οι επαναστάτες της ελευθερίας που όντως προκάλεσαν ποταμούς αιμάτων για να κερδίσουν οι υπόδουλοι λαοί την ανεξαρτησία τους ως περίπου εγκληματίες. Να παρουσιαστούν, στην χειρότερη περίπτωση ως ακατονόμαστοι "εγκληματίες πολέμου" που πρέπει να υποβαθμίζονται ή και να εξαφανίζονται από τα σχολικά βιβλία και στην καλύτερη περίπτωση ως ταραξίες στο πλαίσιο μιας παρεξηγημένης και παρωχημένης ιστορικής όταν όλοι λίγο πολύ έφταιγαν. Εξεζητημένα και με μακιαβελικές τεχνικές, οι ιστορικές χαλκεύσεις εξισώνουν την φασιστική-δυναστική βία με την βία των αγωνιστών της ελευθερίας.

Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς στοχεύουν τέτοιες πασίδηλες τσαρλατανιές, σημειώνεται ότι δεν είναι τυχαίο πως σχετίζονται με την ίδια περίπου συνομοταξία διεθνολογούντων και φιλοσοφούντων η οποία χέρι-χέρι με διεθνικούς και άλλους υπόγειους δρώντες υποστήριξαν μετά μανίας και με τις ίδιες μεθόδους το φασιστοειδές σχέδιο Αναν που αν γινόταν αποδεκτό θα κατέστελλε για πάντα την ατομική και συλλογική ελευθερία ενός ολόκληρου λαού. Θα κατέλυε το κράτος και θα κατέστελλε τα ανθρώπινα δικαιώματα, την λαϊκή κυριαρχία και συλλήβδην όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα. Ακόμη, θα νομιμοποιούσε τα εγκλήματα πολέμου (βλ. επιστημονικά ακλόνητη ανάλυση στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm). Κανείς δεν έχει παρά να καταφύγει στον μεγάλο στοχαστικό σκουπιδότοπο για να αναζητήσει σορούς πνευματικών σκουπιδιών της εποχής των αβάστακτων πιέσεων για την αποδοχή του σχεδίου Αναν (2001-2004). Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε σε αντιπροσωπευτικό κείμενο: "Στην παγκοσμιοποιημένη υφήλιο της μιας υπερδυνάμεως και της μειωμένης ισχύος των κρατών που την περιβάλλουν ... (πρέπει) να απαλλαγούμε από τις μυθολογίες του παρελθόντος. ... Δυναμική του μέλλοντος είναι οι εθνικές οντότητες να ανθίσουν στο μεταθνικό σύστημα...". Αυτή η διεστραμμένη επιστημολογική επιλογή που βλέπει τους ανθρώπους με στρεβλό, αυτιστικό και ιδεολογικά προκατειλημμένο φακό, είναι, σημειώνεται, η ίδια με τους επιφυλλιδογράφους πολλών άλλων εντύπων. "Οι Τούρκοι", συνεχίζει, "δεν μας συγχωρούν ότι με την επανάσταση του 1821 αρχίζει να διαλύεται η οθωμανική αυτοκρατορία... ο καλός διαπραγματευτής εκτός από το δικό του συμφέρον λαμβάνει υπ' όψιν και το συμφέρον του άλλου" και γι' αυτό, θα πρέπει (σημείωση δική μου: μονομερώς), "στην διελκυστίνδα των προβαλλομένων απαιτήσεων και των ζητουμένων παραχωρήσεων, να μπαίνουμε στην θέση του άλλου..." Έτσι, θα μπαίνουμε στην ομάδα των ευνοουμένων και ισχυρών ηγεμονικών δυνάμεων που ήθελαν να επιβάλουν το σχέδιο Αναν, γεγονός που θα μας εξαιρούσε, συνεχίζει το επιχείρημα, "από τις δυνάμεις της αβεβαιότητας". Τέτοιες υποδουλώσεις και υποτέλειες, όμως, απαιτεί κοσμοθεωρητική και ιδεολογική προσαρμογή. Κυρίως, απαιτεί εγκατάλειψη των ερεισμάτων της διϋποκειμενικής ιστορικής αυτογνωσίας, προσαρμογή, όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, στο μεταφυσικά προσδιορισμένο "υπερεθνικό ή μεταεθνικό πνεύμα των καιρών", στάση που θα λυτρώσει από το "αγκαθωτό εθνικό Υπερεγώ" και θα προικίσει τους ανθρώπους με "μεταεθνικό Εγώ". Μεταφράζω: Έλληνες διεθνολογούντες, φιλοσοφούντες και ιστοριογραφούντες, ανακάλυψαν την χρυσή συνταγή επίλυσης των πολιτικών, πολιτειακών και διεθνών προβλημάτων: Οι άνθρωποι εύκολα, εάν εγκαταλείψουν το "εθνικό εγώ" (sic) και υιοθετήσουν το "Υπερεθνικό Εγώ" (sic) της… μεταεθνικής εποχής στην οποία ήδη βρισκόμαστε (και της οποίας, προφανώς ο ΟΗΕ, η ΕΕ και η Ουνέσκο αποτελούν χαρμόσυνο προάγγελο) θα λύσουν τα διεθνή, πολιτικά και άλλα προβλήματα.

Το γεγονός ότι σύμφωνα με τις θέσεις που κηρύττουν αυτό οδηγεί σε καταστολή της ελευθερίας, επιχειρούν να το λειάνουν με το καρότο της "βεβαιότητας ότι θα εισέλθουμε στον πυρήνα των ευνοημένων του πλανήτη". Η λογική έκβαση αυτών των παραλογισμών είναι η λογοκρισία της ιστορίας. Η ιστορία πρέπει να "καθαρίσει από αίματα", ιδιαίτερα εκείνα τα αίματα που έδωσαν στους λαούς συλλογική ελευθερία-εθνική ανεξαρτησία. Πρέπει επίσης να εξωραϊστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μην εμφανίζεται ως δυνάστης, να δημιουργηθεί μια ψευδής απεικόνιση ενός αγγελικού πολυπολιτισμικού (όχι πολυεθνικού η τουλάχιστον πολύ-κοινωνικού) κόσμου όπου η Οθωμανική εξουσία διακυβερνούσε αγαθοεργά και στοργικά. Για το γεγονός ότι οι αγώνες λειτουργούν ελευθερίας λειτούργησαν καταστατικά για τις εθνικές ολοκληρώσεις και για την θεμελίωση της ιδέας της εθνικής ανεξαρτησίας, μάλλον θεωρείται επιβλαβής ιστορική εξέλιξη, γιατί, σύμφωνα με την κοσμοπλαστική διαστροφή τους, αυτό κατακερμάτισε τον πλανήτη οδηγώντας σ' ένα εθνοκεντρικό κόσμο υπεύθυνο για όλα τα γνωστά σημερινά προβλήματα. Τα διαστρεμμένα "κριτικά" επιχειρήματα ίσαμε την λογική τους έκβαση οδηγούν μερικούς σε υπερβολικό ζήλο και "απροσεξίες": στρογγυλεύουν εισβολές, γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και αντιστρέφουν εγκληματικά την σύγχρονη πολιτική συγκυρία. Έτσι κατά καιρούς διαβάζουμε: όταν οι τούρκοι έσφαζαν τους Σμυρνιώτες αυτοί απλά… αναχώρησαν, το Οθωμανικό παιδομάζωμα μάλλον ήταν αγαθοεργό και αφορούσε τα ορφανά, στο Αιγαίο η Ελλάδα είναι επεκτατική, στην Κύπρο το 1974 απλά αποβιβάστηκαν, το σχέδιο Αναν ήταν θεόσταλτο, και άλλα φαιδρά, χυδαία και προπαγανδιστικά, αλλά δυστυχώς συχνά πλέον ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.

Έτσι περίπου θέλουν να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία και τον κόσμο οι εντολείς και εντολοδόχοι των διεθνικών παρασκηνίων. "Λάθος" είναι η λέξη γιατί λανθασμένα είναι τα ιδεολογήματα και τα θεωρήματά τους: Θέλουν να έχουμε λάθος γνώση για τα πραγματικά αίτια πολέμου, λάθος αντίληψη για τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, λάθος αντίληψη για την εξέλιξη της μεταψυχροπολεμικής εποχής, λάθος γνώση για τους αγώνες ελευθερίας που γέννησαν το ελληνικό και κυπριακό κράτος, στρεβλή ιστορική αντίληψη για την σχέση του νεοτουρκικού με το Οθωμανικό κράτος, αποπροσανατολιστική απεικόνιση των πραγματικών προβλημάτων των διαβαλκανικών σχέσεων και ασφαλώς μια αυτιστική αντίληψη για το τι σημαίνει ειρηνική επίλυση διαφορών. Ειρηνική επίλυση γι' αυτούς σημαίνει, βασικά, ειρήνη του κατακτητή και αποδοχή των τετελεσμένων της βίας ή χειρότερα και επιστροφή σε δυναστικές και ηγεμονικές εποχές που θα τιθασεύσουν τους σημερινούς απείθαρχους "εθνοκεντρικούς" - "εθνικιστές" λαούς των προβληματικών βαλκανίων. Δεν χρειάζονται πολλά για να αντιληφτεί κάθε νοήμων ότι καμιά επίλυση συγκρούσεων δεν φέρνουν αυτές οι "κριτικές" ιστορίες. Στοχεύουν στην απονεύρωση της ιδέας της ανεξαρτησίας, επιχειρούν να το επιτύχουν χαλκεύοντας ιστορικά καλούπια της ιδεολογικοπολιτικής αρεσκείας τους και ευνοούν κάθε τι που μας υποτάσσει στα ηγεμονικά κελεύσματα.

Τα θεωρήματα και τα ιδεολογήματα της πιο πάνω συνομοταξίας επιστημονολογούντων, φιλοσοφούντων και διεθνολογούντων θα μπορούσαν, βασικά, να συνοψιστούν ως εξής: α) Να επιδείξουμε "πνεύμα σύνεσης", δεχόμενοι την συρρίκνωσή της κυριαρχίας μας. β) Να προσαρμοστούμε στην λογική των τετελεσμένων και της ανισορροπίας ισχύος. γ) Να απονευρωθούμε ως κοινωνία προσαρμόζοντας τις πεποιθήσεις μας στην υποτέλεια και την δουλεία. Ως "πράξη σωφροσύνης", επίσης, να δεχθούμε απνευστί όλες τις αξιώσεις της εκάστοτε δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης. Αυτό επιβάλλει, κατ' αυτούς, η έλευση της … μεταεθνικής εποχής (των φαντασιώσεών τους). Κυριολεκτικά αυτά ακριβώς μας διατάζουν να κάνουμε, με προπέτεια μάλιστα που αφήνει άφωνο κάθε πολιτισμένο άνθρωπο.

Το σύνηθες επιστημονικοφανές κερασάκι τέτοιων στρεβλών ιδεών είναι ότι η συλλογική ελευθερία με την έννοια της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας-ανεξαρτησίας, δεν έχει δήθεν νόημα στην παγκοσμιοποιημένη εποχή της μιας δυνάμεως. Ξαφνικά και αναίτια, την στιγμή μάλιστα που αστάθεια, αλυτρωτισμοί και απειλές μας περιβάλλουν καθημερινά και επί δεκαετίες, ελληνόφωνοι κονδυλοφόροι και άλλοι βαλκάνιοι καλούν τους συμπολίτες τους να είναι υποχωρητικοί επί ζητημάτων πολιτικής κυριαρχίας-εθνικής ανεξαρτησίας. Η κυριαρχία-ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα αγαθά για τα οποία αγωνίστηκαν οι λαοί τους τελευταίους αιώνες δεν έχουν και πολύ νόημα. Για τους επιστημονολογούντες, μάλιστα, τέτοιες έννοιες είναι παρωχημένες, παρανοϊκές, εθνικιστικές και άχρηστες στην… μεταεθνική εποχή. Νόημα έχει, σύμφωνα με τις βαθύτερες αφελείς και επιστημονικοφανείς προσδοκίες τους η προσαρμογή σ' αυτή την μεταεθνική εποχή των φαντασιώσεών τους και τα μαγειρέματα της ιστοριογραφίας τους που όπως δεν κρύβουν θα απονευρώσει μονομερώς την ιστορική συνείδηση των πρώην υποτελών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Υπό το πιο πάνω αυτιστικό πρίσμα, ο μεταφυσικά ή διεθνικά προσδιορισμένος δικός τους σκοπός αντιπαρατίθεται στην υγιή φιλειρηνική ελληνική κοινωνική βούληση κατά της οποίας βάλλουν μαζικά, αδιακρίτως και αδίστακτα. Ο δικός τους "ιερός σκοπός" καθαγιάζει επιθέσεις κατά των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων και ιστορικά κεκτημένων ελληνικών ιερών και οσίων που στηρίζουν την ελληνική ανεξαρτησία. Αυτά τα ιερά και όσια, χωρίς αιδώ, ειρωνεύονται, χλευάζουν και κουρελιάζουν στις ρυπογραφίες τους. Όσοι διαφωνούν με τους συνειδητούς ή ασυνείδητους συνοδοιπόρους και νεροκουβαλητές των φασιστοειδών υπερσυντηρητικών σοφισμάτων καταβάλλονται προσπάθειες για να απομονωθούν για να δολοφονηθεί ο επιστημονικός και πολιτικός τους χαρακτήρας και για να περιβληθούν με χαρακτηρισμούς όπως "εθνικιστές" και "ψυχωτικοί" που αρέσκονται στην "ιστορία που ρέει αίμα" (βλ. πιο κάτω). Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ακόμη, αδίστακτοι φορείς επιστημονικών τίτλων γενίκευσαν ακόμη περισσότερο με χαρακτηρισμούς συμβατικά υποτιμητικούς, όπως "νοικοκυρές", "αλευρομάγειροι", "εργάτες" και άλλοι που προφανώς, σύμφωνα με την αυθαίρετη γνώμη τους είναι άσχετοι και δεν δικαιούνται να έχουν άποψη. Όλοι μαζί, οι αντίπαλοι, ή όσοι δεν γονατίζουν μπροστά στην σοροχρηματοδοτούμενη ιστοριογραφία, ομαδοποιούνται και εξοστρακίζονται. Οι μονολογούντες στα μέσα ενημέρωσης, είναι οι μόνοι "επιστήμονες". Οι άλλοι δεν είναι επιστήμονες και δεν ξέρουν. Σ' αυτό το άθλιο και ευτελές επίπεδο κατέβηκαν κάποιοι φορείς επιστημονικών τίτλων, διεκδικώντας μάλιστα και μονοπώλιο ιστορικής γνώσης.

www.ifestos.edu.gr


* * *


Γιάννης Παπαμιχαήλ

ΠΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ

Στο όνομα του "εξορθολογισμού" και της άμβλυνσης των συγκρούσεων μεταξύ ιστορικών ομάδων (εθνικά ή ταξικά προσδιορισμένων), στο όνομα δηλαδή της καλλιέργειας ενός δεσποτικού, αυτοκρατορικού "παγκόσμιου ειρηνισμού", κάποιοι εγκάθετοι "οργανικοί υποδιανοούμενοι" της Νέας Τάξης αποφάσισαν (με το αζημίωτο φυσικά) να απαλείψουν τα στοιχεία εκείνα της λαϊκής ιστορικής μνήμης που εμποδίζουν τους Έλληνες εν δυνάμει υπηκόους της "παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών" να ενταχθούν στη νέα συμβολική τάξη. Να διαγράψουν δηλαδή τις μνήμες που συγκροτούν τις νεοελληνικές, πολιτισμικές και πολιτικές ταυτότητες και τις "απαράδεκτες" πλέον πατριωτικές στάσεις και συμπεριφορές.

Εντούτοις, το σημαντικό κατά την άποψή μας δεν βρίσκεται τόσο στην επιλεκτική διαγραφή κάποιων "ενοχλητικών" γεγονότων, σημασιοδοτήσεων ή αξιών από την διδακτική ύλη της (ελληνικής) ιστορίας: κάθε διδακτικός μετασχηματισμός της επιστημονικής γνώσης –και ιδιαίτερα κάθε ιστοριογραφία– περιέχει τέτοιες επιλογές ή "προσαρμογές", που οφείλουν βέβαια να τεκμηριώνονται από διδακτικής και ψυχολογικής άποψης με θεωρητικά και εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τους παιδαγωγικούς στόχους και τις μαθησιακές διαδικασίες που τις καθοδηγούν και τις καθιστούν χρήσιμες για τους μαθητές.

Το πιο σημαντικό στοιχείο της αλλαγής των σχολικών εγχειριδίων της Ιστορίας βρίσκεται λοιπόν κατά τη γνώμη μας όχι στο τι "δεν διδάσκεται πια", αλλά στο τι "διδάσκεται" έστω εμμέσως, μέσω ακριβώς αυτών των "αποσιωπήσεων": μια "αυτοκρατορικώς" και εκ των άνω θεσπισμένη αντίληψη "περί της Ιστορίας" – και παράλληλα, μια αγγλο-αμερικανικής έμπνευσης "πολιτική φιλοσοφία" που επιβάλλεται στο σύνολο σχεδόν του δυτικού κόσμου ως η μόνη "πολιτικώς ορθή".

Ως προς την παρατηρούμενη αποδυνάμωση της ιστορικότητας των συνειδήσεων είναι λοιπόν χρήσιμο να θυμηθούμε το πλαίσιο της ευρύτερης εκπαιδευτικής πολιτικής, μέσα από το οποίο θέματα όπως ο "πολιτισμός" ή ο "διάλογος" αναδεικνύονται ως κεντρικά ζητήματα παιδαγωγικής διαπραγμάτευσης με στόχο υποτίθεται, την "ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών": Η αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων της (νεοελληνικής) ιστορίας εντάσσεται σε μια ευρύτερη απόπειρα αποδόμησης, όχι μόνο των αξιών και των στερεοτύπων επί των οποίων οργανώθηκε πράγματι η "εθνική ιστοριογραφία", αλλά των ίδιων των μεθόδων διαμέσου των οποίων είναι πια "πολιτικώς ορθό" να ορίζεται η ιστορική αλήθεια. Πρόκειται στην ουσία για ένα μάθημα απλοϊκού "σχετικισμού" και εργαλειακής "απομάγευσης" του μέσου "κοινού νου" που εξασκείται μέσω μιας πολύμορφης και πολυεπίπεδης "διδασκαλίας" μαθημάτων όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η "Αγωγή του Πολίτη"…

Για να περιγράψουμε συνοπτικά την κατάσταση στο επίπεδο των "νοοτροπιών", θα λέγαμε ότι είναι σαν ξαφνικά ο "κόσμος", αυτός ο "μεταμοντέρνος", ο ασταθής, ο "χωρίς βαθιές ρίζες", ο "διαρκώς μετακινούμενος" και υπερκινητικός κόσμος του μέσου δυτικού ανθρώπου, που έχει προ πολλού πάψει να είναι αναλφάβητος και απληροφόρητος, να ανακάλυψε πως η ανθρωπότητα ζούσε και ζει σε κοινωνίες που έχουν όλες κάποια Ιστορία, που αποτελεί αντικείμενο "αφήγησης", μέσω της οποίας έχουν διαμορφωθεί οι διάφορες εθνικές κουλτούρες και οι διαφορετικοί πολιτισμοί. Ο δυτικός άνθρωπος συνειδητοποίησε λοιπόν ότι οι σύγχρονες κοινωνίες δεν διαθέτουν διάρκεια και σταθερότητα (που παλαιότερα αποκαλούνταν "ρίζες" και οι οποίες, βυθισμένες κάπου στο μεσόστρωμα μεταξύ της "ιστορικής παράδοσης" και του εθιμικού πλαισίου, ήταν ταυτόχρονα "νοητές" και "ορατές"). Δημιουργείται, λοιπόν, η εντύπωση ότι η "ξαφνική" αυτή "αποκάλυψη" συνέβαλε στο να καταστήσει τον μέσο δυτικό άνθρωπο "πιο σοφό", δηλαδή "σχετικιστή" ή τουλάχιστον "σκεπτικιστή" (όσον αφορά την εγκυρότητα των δικών του παραδόσεων). Κατά "συνέπεια" η παραπάνω "απομάγευση" της σκέψης του, όχι πια έναντι των θεολογικών πεποιθήσεων, αλλά και έναντι της ιστορίας της κοινωνίας όπου ζει, μοιάζει να καθιστά τον "πολίτη" εν δυνάμει πιο ηθικό ή έστω πιο έμπειρο στις διανοητικές και ηθικές "κακοτοπιές" της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού: πιο αποστασιοποιημένο από τα "πράγματα της Ιστορίας", πιο "διανοούμενο" (ικανό, λόγου χάρη, να διανοηθεί τις "ταυτότητες" και την αποσταθεροποίησή τους), πιο αυθόρμητα "αποδομιστή" κάθε θεμελιοκρατίας, πιο "ανεκτικό στην ετερότητα". Αυτό το ηθικό μορφωτικό σχήμα, γύρω από το οποίο ασφαλώς έχουν ρυθμιστεί οι "πολιτισμικές σπουδές", συγκλίνει στην απορρύθμιση όλων των παραδοσιακών βεβαιοτήτων, αλλά στηρίζεται ωστόσο εξολοκλήρου σε ένα μηχανιστικό και καθόλου "ουδέτερο" στερεότυπο κατανόησης της φύσης του επιθυμητού "διαλόγου" μεταξύ των "πολιτισμών" ή μεταξύ των "παραδόσεων". Αποθεώνοντας την Ιστορία του, αυτό το στερεότυπο, που υπονομεύει συστηματικά τα θεμέλια όλων των σταθερών "κοινωνικών βεβαιοτήτων", των παραδόσεων και της ιστορικής ορθολογικότητας, αναδεικνύει, αποσιωπώντας τα, τα δικά του μεθοδολογικά θεμέλια, τα θεμέλια της υπονόμευσης δηλαδή, κάπου μεταξύ του πιο τυπικού αγγλοσαξονικού εμπειρισμού και της ανάδυσης στο προσκήνιο της Ιστορίας ενός "μεταμοντέρνου" και "διεθνιστικού" καπιταλισμού, ηθικά ασύδοτου, απελευθερωμένου από κάθε μορφή "συνόρων" και σοβαρής πολιτικής αμφισβήτησης. Ακριβώς αυτά τα "θεμέλια της εκθεμελίωσης", τις "δομές του αποδομισμού", τους "ρυθμούς της απορρύθμισης", ο αυτοκρατορικός λόγος και η ιδεολογία του προσπαθούν (με μεγάλη προς το παρόν επιτυχία) να αποκρύψουν, έστω αποκαλύπτοντάς τα ως "πρακτικές" εκφράσεις της μόνης "πρακτικής", δημοκρατικής ορθολογικότητας του "δυτικού κόσμου" ή ως "αντικειμενικές περιγραφές" των διαδικασιών του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού. Πρόκειται για τη γνωστή αποικιοκρατική ιδέα της ηθικής "ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού", στη σύγχρονη εκδοχή της.

Είναι λοιπόν, ίσως μέσα από αυτό το πλαίσιο που θα έπρεπε να κατανοήσουμε και τις αντιφατικές στάσεις των σύγχρονων δυτικών ανθρώπων έναντι της έννοιας της "παράδοσης" – ιδιαίτερα, μάλιστα, εκείνων που συνδέουν την παρακμή των (εθνικών κλπ.) συνόρων με το ενδεχόμενο της χειραφέτησης των ατόμων (δηλαδή της απελευθέρωσης της επιθυμίας, "της έκρηξης του φανταστικού και της δημιουργικότητας") και με τα άλλα κοσμοπολίτικα ιδεώδη του συρμού. Διότι, αν με τον όρο παράδοση εννοούμε συνήθως ένα σύνολο τελετουργιών, μια συλλογή δογμάτων ή διδασκαλιών, έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, έναν τρόπο θεώρησης του κόσμου ή του εαυτού μας, έναν τρόπο για να αντιλαμβανόμαστε τους άλλους και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι ο "κριτικός λόγος" εναντίον της "εθνικής ιστοριογραφίας" θα είναι επίσης συχνά εκείνος που θα εξυμνεί κάθε "καινοτομία" και κάθε ατομική "χειραφέτηση" από τα δεσμά των κλειστών κοινωνιών του παρελθόντος, που θα προτρέπει στην "απελευθέρωση του ατόμου" από τους μύθους, τις σημασίες και τις ιστορίες των "συλλογικών υποκειμένων". Αυτός ο λόγος λοιπόν έχει μια μεγάλη παράδοση. Αυτή η παράδοση, μαζί με όλες τις σημασίες που τη συγκροτούν, αποτελεί σήμερα αντικείμενο μιας συστηματικής εκπαιδευτικής μεταβίβασης. Στις σχηματικές αντιλήψεις της ιστορικής εξέλιξης του "μέσου δυτικού διανοούμενου", αυτού του πνευματικού τέκνου όλων των νεότερων ή μεταμοντέρνων εκσυγχρονισμών, η έννοια της "παράδοσης" αποτελεί συνώνυμο "κάποιου πράγματος στάσιμου", αν όχι κάτι το ριζικά "οπισθοδρομικό". Η αρνητική, λοιπόν, κοινωνική αναπαράσταση της έννοιας της "ιστορικής παράδοσης", όχι μόνο αποτελεί τμήμα μιας συγκεκριμένης ιστορικά πολιτισμικής παράδοσης, αλλά όπως όλες οι "διανοητικές παραδόσεις" μέσα από την εξέλιξη και τη μετεξέλιξή τους, διατηρεί ως προς την κοινωνική της δυναμική έναν συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Η παράδοση του λόγου, που εκθειάζει πάντα την "αλλαγή" και αντιμετωπίζει επιφυλακτικά κάθε παράδοση, αποτελεί τρόπον τινά το πιο τυπικά "αμερικανικό" σκέλος της σχετικής αγγλοαμερικανικής εμπειριστικής, νεωτερικής παράδοσης. Στοχεύει στην αποσάθρωση της χωροχρονικής θεμελίωσης (της διάρκειας και της "ιστορικότητας" ) των κοινωνιών, στην ανασυγκρότηση των ατομικών συνειδήσεων της "παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών" και στην "ορθολογική" δέσμευσή τους, στο μεταμοντέρνο, "αέναο παρόν". Στην απομυθοποίηση κάθε ιδέας "συμβολικής συνέχειας", γύρω από την οποία το νομαδικό, "παγκόσμιο πλήθος" θα μπορούσε να οργανωθεί ποιοτικά ως πολιτική συλλογικότητα στον ιστορικό χρόνο. Αποβλέπει, τελικά, στη "διακοπή της συνομιλίας", που η παράδοση, σύμφωνα με την έκφραση του Gadamer, "εκδιπλώνει το χρόνο". Είναι λοιπόν ακριβώς, με τη σταδιακή συγκρότηση αυτής της συγκεκριμένης "τοτεμικής" κοινωνικής παράστασης περί των "παραδόσεων", που ο κοινός επιστημονισμός του "μέσου διανοούμενου" εμφανίζεται ταυτόχρονα ως "εκσυγχρονιστικός", "κριτικός", αναλυτικά διαπιστωτικός και "ριζικά αντιρομαντικός". Στο πλαίσιο αυτής της διανοητικής προδιάθεσης, και χωρίς να (αισθάνεται πως) αντιφάσκει με τα σχετικιστικά πρότυπα ή τα ιδεώδη της ανεκτικότητας που απορρέουν από τις ίδιες τις αγγλο–αμερικανικές παραδόσεις, τις οποίες έχει βαθύτατα ενστερνιστεί, ο "μέσος διανοούμενος", απαλλάσσεται από το φορτίο όλων των υπόλοιπων ιστορικών παραδόσεων (εθνικών, θρησκευτικών κλπ.) μετασχηματίζοντας σε έθιμα, με ένα λόγω "φολκλοροποιώντας" τις παραδόσεις σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δράσης και πρακτικής του: αντίθετα από τις παραδόσεις, τα έθιμα και οι "κουλτούρες" σπανίως έχουν πραγματική κανονιστική ισχύ.

Σκιαγραφώντας, όμως, μια εν δυνάμει πραγματικότητα σαν την "ιδεολογία του μέσου διανοούμενου των δυτικών κοινωνιών" (μια ιδεολογία, που είναι αρκετά μακριά από το να χαρακτηρίζει το σύνολο των σχετικών διεργασιών και των αντιφάσεων που μπορεί σήμερα κανείς να καταγράψει), κινδυνεύουμε με τη σειρά μας να ταυτίσουμε αυτήν την αναγκαία σχηματοποίηση με ένα ήδη τετελεσμένο, πραγματικό "γεγονός". Στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν υπάρχουν, ωστόσο, τέτοια οριστικά δεδομένα. Είναι, λόγου χάρη, εμφανή, ακριβώς στην ίδια "κοινή γνώμη" των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ορισμένα σημάδια των "αντιστάσεων της παράδοσης". Κατανοητές ως "επιβιώματα του παρελθόντος", οι παραπάνω αντιστάσεις αποβλέπουν στη διατήρηση κάποιων κοινωνικών πρακτικών που συχνά προσεγγίζονται με τους "ιδεαλιστικούς όρους" της ρομαντικά εξιδανικευμένης "κοινωνικής συνεκτικότητας". Στο πεδίο της οργάνωσης των κοινωνικών παραστάσεων της "ιστορικής συνέχειας", (π.χ. του Παπαρηγόπουλου), συνήθως εμφανίζεται ως αντίπαλος αυτών των ιδεολογικών "επιβιωμάτων" ένας πολιτικός λόγος που θεωρεί τον εαυτό του "εκφραστή" ενός "διανοητικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού". Ριζικά απορριπτικός απέναντι στα "επιβιώματα", ιδίως στο μέτρο που δεν θα αποτελούσαν απλώς κάποια "έθιμα", ο "εκσυγχρονιστικός" λόγος τείνει να αντιμετωπίσει την όποια κοινωνική και πολιτική τους νομιμοποίηση ως εκδήλωση και δείγμα γραφής ενός, μάλλον απλοϊκού, "ιστορικισμού". Στην προέκταση, ωστόσο, της "αυτοκρατορικής" μετατροπής των (εθνικών κλπ.) παραδόσεων σε απλά τελετουργικά και έθιμα προς "κατανάλωση", μπορούμε πολύ καλά να φανταστούμε το ενδεχόμενο της μετατροπής αυτών των "περιφρονημένων κοινωνικών αντιστάσεων" σε "φονταμενταλιστικό" πλαίσιο εκδήλωσης των κοινωνικο-πολιτισμικών αντιθέσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς και την εμφάνιση μιας τάσης προς την απότομη μεταστροφή των εθίμων σε "παραδόσεις"… Είναι σαφές ότι οι αυτοκρατορικές ανασυγκροτήσεις των εθνικών πολιτισμών συνοδεύονται συμμετρικά από την ανάπτυξη όλων των "λεπενισμών". Και αυτό μάλλον θα συμβαίνει όλο και πιο συχνά, ακριβώς στο μέτρο που ο "πόλεμος των πολιτισμών" αναπαράγεται συμβολικά σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα στις πιο "ιστορικές" κοινωνίες, θρυμματίζοντας τη λαϊκή (πολιτική) κουλτούρα και παράδοση μεταξύ δυο ("φονταμενταλιστικά αντιθετικών") πολιτισμικών παραδειγμάτων κοινωνικής συμβίωσης ή/και σύγκρουσης: το "παραδοσιακό" εθνικό και ταξικό παράδειγμα της ομαδοποίησης των κοινωνικών συμφερόντων, που εκτίθενται στο ιδεατό ή νοητό μέλλον τους υπό το ηθικο-πολιτικό σχήμα της ιστορικής και "εδαφικής" θεμελίωσης των συλλογικών συμφερόντων και το τοτεμικά αμερικανικό (αυτοκρατορικό) παράδειγμα της εξατομίκευσης των αντικρουόμενων συμφερόντων και της ρεαλιστικής (κυνικής) αυτοπραγμάτωσης των ατόμων στο αποεδαφοποιημένο παρόν ("όλοι εναντίον όλων").

Όπως όλοι πια γνωρίζουμε, οι οργανικοί διανοούμενοι της νέας, αυτοκρατορικής τάξης φορούν τον άνετο λόγο της "Αριστεράς". Περιφέρονται με συγκινητικό πάθος κάπου μεταξύ "αντιεθνικισμού" και "κοσμοπολιτισμού", δηλαδή ξενόφιλου "αντιπατριωτισμού", οικειοφοβίας και συμβολικής υπερκινητικότητας. Όσοι από αυτούς, έχουν την τύχη ή την ατυχία να είναι και αμερικανοτραφείς, με την κλασσική θρασύτητα και την ημιμάθειά τους, θεωρούν συνήθως ότι μεταφέρουν και εκ των έσω τον "Λόγο του Θεού" ή το "Νόμο της Φύσης" των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων: όπως όλοι οι καλοί φυσιοκράτες δεν ισχυρίζονται ποτέ πως νομοθετούν ή μεταφέρουν, ως ιεραπόστολοι του "ορθού λόγου", τις δικές τους φιλοσοφικές, πολιτικές και ηθικές παραδόσεις. Ισχυρίζονται μόνο πως περιγράφουν, "ως εξωτερικοί, αντικειμενικοί παρατηρητές", μια κατάσταση πραγμάτων. Περιγράφοντας ενδεχομένως με κάποια αντικειμενικότητα, τις συνέπειες των εθνικισμών του παρελθόντος όπως και τις κρατικές πρακτικές "επινόησης των ιστορικών παραδόσεων" των ιστορικών ευρωπαϊκών εθνικών κρατών, ξεχνούν να μιλήσουν για τις αγγλοαμερικανικές "επινοήσεις" ή την επίσης εξόφθαλμη πραγματική παράδοση της "αντικειμενικής περιγραφής" των παραδόσεων των Άλλων από κάποιον "εξωτερικό παρατηρητή". Δεν αναλύουν καθόλου τους γενικότερους, πολιτικο-πολιτισμικούς και ιστορικούς όρους που θα νομιμοποιήσουν μεθοδολογικά τη μετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντος της ιστορίας σε αναλυτικές περιγραφές των τοπικών οικονομικών ή πολιτικών μικρο-γεγονότων, δεν κάνουν καν τον κόπο να αναλύσουν το σημείο αφετηρίας της "αντικειμενικότητάς" τους: η αυτοκρατορική λογική λογοκρίνει κάθε διανοητική απόπειρα που θα είχε πραγματικά ως στόχο της την κριτική αυτογνωσία του "εθνογραφούντος ιδεογράφου". Οι περισσότεροι αναμορφωτές της σχολικής ιστορίας μας μοιάζουν να σέβονται λοιπόν τα επιστημονικά προσχήματα, ενώ επικροτούν ταυτόχρονα την αυτοκρατορική μεθοδολογική επάρκεια (και την αυθάδεια, για τους υπόλοιπους "ιθαγενείς"), της πολιτικής κουλτούρας, από όπου αυτοί οι στοχαστές συνήθως προέρχονται.

Αντίθετα από ότι συμβαίνει με τους εκάστοτε "ιερείς" και τους "πιστούς" του κάθε θρησκευτικού δόγματος, οι ηγεσίες των ιερατείων ήταν και παραμένουν ριζικά "άθεες": γνωρίζουν πολύ καλά τις κοινωνικές και πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούν τα αξιακά και φιλοσοφικά συστήματα οργάνωσης της κάθε συμβολικής τάξης πραγμάτων. Ο λεπτός σκεπτικισμός και οι αμφιβολίες που διατυπώνουν, άμεσα ή έμμεσα, οι πραγματικοί στοχαστές και διανοούμενοι της αυτοκρατορίας (Φουκουγιάμα, Χάμπερμας, Νέγκρι κλπ.) έρχονται συχνά σε αντίθεση με τις χονδροειδείς ερμηνείες ή "εφαρμογές" του δόγματος από το ακαδημαϊκό παπαδαριό της Νέας Τάξης (λόγου χάρη τους συγγράφοντες τα νέα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας) και, κατά μείζονα λόγο, από τους "απλούς πιστούς" και τους "μαθητές" τους.

Δεν ψεύδονται λοιπόν όσοι αναφέρουν (π.χ. D. Gross) πως το (ευρωπαϊκό) κράτος δάμασε την παράδοση χάριν των δικών του σκοπών, είτε προσφέροντας την πλήρη υποστήριξή του στην "παράδοση του εθνικισμού", που από τη φύση της επικυρώνει με σθεναρότητα το σύγχρονο "έθνος- κράτος", είτε υποθάλποντας "δυναμικά τον εθνικισμό μέσω της θεσμοποίησής του σε επίσημες τελετές και επίσημες εθνικές εορτές", είτε ακόμα εξασφαλίζοντας "τη συμπερίληψη του εθνικισμού στα σχολικά βιβλία και τα προγράμματα διδασκαλίας". Είναι όμως επίσης φανερό, πως από την άποψη του ιστορικού γίγνεσθαι συμβαίνει σήμερα μάλλον το αντίθετο: ακριβώς επειδή το "νεότερο έθνος – κράτος" έχει πάψει να είναι "σύγχρονο" και τείνει ταχύτατα να υποκατασταθεί, ως προς την κρατική του οντότητα και κυριαρχία, από το αυτοκρατορικό υπερκράτος, είναι ο πολιτισμικός εθνικισμός αυτού του υπερκράτους και η "επινόηση των δικών του πολιτικών παραδόσεων" που μοιάζουν να αντιστοιχούν στον ιστορικό χαρακτηρισμό του "σύγχρονου". Μεταξύ άλλων, αυτός ο ιδιότυπος πολιτισμικός αυτοκρατορικός εθνικισμός εκδηλώνεται στις παλαιές, ιστορικές εθνικές κοινωνίες της Ευρώπης "αμυντικά" και με τρόπο "κριτικό", ως "καταδίκη των εθνικισμών και των παράλογων πολέμων". Διαχέεται ως ειρηνιστική ιδεολογία ("ανεκτικότητα", συμβίωση των διαφορών κλπ.) – συνεπώς ως "ορθολογική παιδαγωγική που στοχεύει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. Κάποια ακαδημαϊκή "αριστερή διανόηση" παρέχει άλλωστε τα βασικά εδέσματα του μεταεθνικού ιδεολογικού "μενού". Πρώτα από όλα βέβαια, με την μόνιμη "υπενθύμιση" των κοινωνικών ανισοτήτων – συνεπώς του ταξικού (αστικού) χαρακτήρα των εθνικών κρατών. Η "υπενθύμιση" στοχεύει βέβαια στην αποσταθεροποίηση των "εθνικών συνειδήσεων" και στην κοσμοπολίτικη νοηματοδότηση των λαϊκών εκδηλώσεων του "πατριωτισμού", με μια χροιά "φύση οπισθοδρομική". Ακόμα στο όνομα είτε των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, είτε των "προλεταρίων που δεν έχουν πατρίδα", είτε συνηθέστερα και των δυο, η ίδια "αριστερά", συμμετοχική, "διεθνιστική", κατά φαντασία ή κατά δήλωση ριζοσπαστική, ανοίγει τους ιδεολογικούς δρόμους της αυτοκρατορικής "ορθολογικής διαγραφής" των ιστορικών συνθηκών και των συγκρούσεων επί των οποίων συγκροτήθηκε στην νεότερη Ιστορία των συλλογικών υποκειμένων της Γηραιάς ιδίως Ηπείρου, η οργανική διαπλοκή των συνειδήσεων και των ταυτοτήτων των εθνικών λαών και των κοινωνικών τάξεων.

Συνοψίζοντας: οι οργανικού διανοούμενοι της Νέας Αυτοκρατορικής Τάξης επιχειρούν την πλήρη αποδόμηση των ερεισμάτων της νεοελληνικής "εθνικής μνήμης". Η αποδόμηση των ιστορικών συνειδήσεων που επιχειρείται μέσα από την αναθεώρηση των εγχειριδίων της Ιστορίας δεν είναι απλώς "ιδεολογική". Είναι μεθοδολογική: πρόκειται για μια πολιτικά οργανωμένη προσπάθεια που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός "πολιτικά ορθού" τρόπου σκέψης περί των σχέσεων ατόμου – κοινωνίας. Ενός τρόπου σκέψης συναινετικού και πολιτικά "δουλικού".

Επειδή η ιστορία συνιστά τον συνειδησιακό πυρήνα κάθε "έθνους" δηλαδή κάθε σταθερής στο χρόνο ανθρώπινης συλλογικότητας, η απόπειρα διαγραφής αυτού του πυρήνα από τις κοινωνικές συνειδήσεις συνιστά όχι μόνο μια πράξη πολιτική αλλά και ενδεχομένως τον κεντρικό άξονα μιας απόπειρας "εθνοκτονίας". Καμία σοβαρή κοινωνία δεν μπαίνει ποτέ σε "διάλογο" με εκείνους τους αποκαλούμενους "προδότες" που επιχειρούν κάτι τέτοιο σε βάρος της. Γι' αυτό ακριβώς κανένας εκπαιδευτικός άξιος του ονόματος αυτού δεν θα πρέπει να προσαρμόσει την παιδαγωγική του πρακτική σε αυτό το ιδεολογικό σκουπιδαριό που εμφανίζεται ως "εκσυγχρονισμός", του μαθήματος της νεοελληνικής ιστορίας.

περ. ΡΕΣΑΛΤΟ, Ιανουάριος 2007


* * *


Γιώργος Καραμπελιάς

ΟΧΙ ΣΤΑ ΜΥΘΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ

Πρέπει να "κατασκευαστεί" ένα ιστορικό παρελθόν ανάλογο με το μέλλον που μας ετοιμάζουν. Κάθε αυτοκρατορία επιδιώκει να γράψει την ιστορία όλων των υπόδουλων, να μονοπωλήσει την εικόνα που έχουν για το παρελθόν τους, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει το ποιοι είναι σήμερα και το πώς θα λειτουργήσουν αύριο.

Παρότι η παγκοσμιοποίηση ευαγγελιζόταν το "Τέλος της Ιστορίας", οι εξελίξεις την διαψεύδουν κατηγορηματικά. Η Ιστορία όχι μόνο συνεχίζεται αλλά "επιστρέφει" πλησίστια: στη Λατινική Αμερική, οι Ινδιάνοι εμπνέονται από τον προκολομβιανό κόσμο, στη Μέση Ανατολή, η εποχή των Σταυροφοριών αναδύεται ακέραιη, ενώ, στη χώρα μας τα βλέμματα είναι στραμμένα στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία, στην Επανάσταση, στην Αντίσταση.

Όχι, ούτε το ρολόι του χρόνου ούτε οι λαοί έχουν τρελαθεί. Απλούστατα, επειδή η "Νέα Τάξη" επιζητά την εκ βάθρων μετάλλαξη λαών, εθνών και κοινωνιών, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις απαιτήσεις της, οι κυριαρχούμενοι, στον αγώνα τους για αυτοδιάθεση, αναζητούν ερείσματα στη δική τους "Ιστορία".

Υστερα από την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, η περιοχή μας γνώρισε τον κατακερματισμό που υποδαύλισαν οι ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή τακτική τού "διαίρει και βασίλευε" με την ενίσχυση των λεγόμενων στρατηγικών μειονοτήτων, για την αποσύνθεση των εθνών-κρατών και τη γενικευμένη αποσταθεροποίηση, ώστε να μην μπορέσουν οι βαλκανικοί λαοί να συγκροτήσουν έναν σχετικά αυτόνομο οικονομικό και πολιτικό πόλο.

Η ολοκλήρωση αυτής της στρατηγικής απαιτεί και έναν "παράγοντα συνοχής", ρόλο τον οποίο έχουν αναθέσει στην Τουρκία, περιφερειακή δύναμη με ισχυρό στρατό, ανερχόμενη οικονομία, αυτοκρατορικό παρελθόν και επεκτατικές τάσεις, ώστε να εδραιωθεί μια νεο-οθωμανική "ειρήνη" στην περιοχή. Γι' αυτό και οι ΗΠΑ σπρώχνουν τους στρατοκράτες της Αγκυρας να στραφούν προς την Ευρώπη και τα Βαλκάνια· εξ ου και το σχέδιο Ανάν ή η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Στην Ελλάδα, οι άρχουσες τάξεις έχουν αποδεχθεί πλήρως αυτό το σενάριο. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, με το πρόσχημα του "κατευνασμού", έχουν αναλάβει την... εκπροσώπηση της γείτονος στην Ευρώπη. Σε οικονομικό επίπεδο, οι μεγαλοεπιχειρηματίες έχουν επιδοθεί σ' ένα ρεσιτάλ συμφωνιών. Ενδεικτικά, εκτός από την Εθνική Τράπεζα που επένδυσε 4 δισ. στην Τουρκία, το 35% του κύκλου εργασιών της Ιντραλότ, του κ. Κόκκαλη, πραγματοποιείται εκεί, ενώ ο κ. Μπόμπολας με τον πρόεδρο του ελληνοτουρκικού επιμελητηρίου, Ρ. Ταρά, κατασκευάζουν μια νέα... πόλη στο Ομάν, κόστους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Φαναριώτες επιστρέφουν.

Και όμως η Τουρκία δεν παραιτείται από το casus belli, κατέχει τη μισή Κύπρο, εγείρει μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη και καταστέλλει αδυσώπητα όλα τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά κινήματα στο εσωτερικό της.

Για την εμπέδωση αυτής της στρατηγικής που τείνει να μεταβάλει την Ελλάδα -και την Κύπρο- σε χώρες υποτελείς όχι μόνο στον υπερατλαντικό μονάρχη αλλά και στον τοπικό γκαουλάιτερ, είναι απαραίτητος ο έλεγχος της διανόησης και η αλλοίωση του φρονήματος του λαού.

Γι' αυτό, καθημερινά, αδιάκοπα, υπάλληλοι και παρακοιμώμενοι των ξένων πρεσβειών, ή ποικιλώνυμων "ιδρυμάτων" τύπου Σόρος, βαφτίζουν την αντίθεση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό "πρωτόγονο αντιαμερικανισμό", την καταδίκη των σιωνιστικών εγκλημάτων "αντισημιτισμό", την καταγγελία της παγκοσμιοποίησης "απομονωτισμό", την υπεράσπιση της πατρίδας "εθνικισμό" και "ρατσισμό". Κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν "νεκρόφιλο" τον Ρίτσο, "φασίστα" τον Εγγονόπουλο, "βυζαντινιστή" τον Θεοδωράκη, "παρακρατικό" τον Παπαρρηγόπουλο, η δε κ. Άννα Διαμαντοπούλου μας προέτρεψε να υιοθετήσουμε τα αγγλικά ως επίσημη γλώσσα.

Στρατηγικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα καταλαμβάνει το ζήτημα της Ιστορίας, διότι ο εξανδραποδισμός ενός λαού διέρχεται από τη ριζοτόμηση της ιστορίας και της παράδοσής του:

Στα πανεπιστήμια, εδώ και χρόνια, κυκλοφορεί μια πρωτότυπη "ιστορική" αντίληψη που θέλει τους 'Ελληνες να συγκροτούνται ως έθνος μετά την Επανάσταση του 1821, αποκόβοντάς τους από μια ιστορική παράδοση χιλιετιών: "Είμαστε απλώς Νεοέλληνες", πρόσφατης κοπής· επιπλέον, καλά ζούσαμε στην "πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία" που, κατά τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, πρέπει να αντικαταστήσει τον όρο Τουρκοκρατία.

Ετσι και σήμερα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα "πολυεθνικά μορφώματα", που μας ετοιμάζει η Νέα Τάξη. Αυτή η λογική:

Α. Εξωραΐζει ή υποβαθμίζει την οθωμανική κατάκτηση, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974.

Β. Αποσκοπεί στην κάμψη αυτού που ο Ν. Σβορώνος αποκάλεσε "αντιστασιακό φρόνημα του ελληνισμού", "απομυθοποιώντας" όλες τις μεγάλες αντιστασιακές στιγμές. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νέες "αφηγήσεις", στο 1821 ή στην Εθνική Αντίσταση η έμφαση πρέπει να δίνεται κυρίως στην εμφύλια διαμάχη.

Γ. Σ' ένα ευρύτερο πεδίο, επιδιώκει την αποδυνάμωση του εθνικού αισθήματος, της ιστορικής μνήμης και όλων των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των Ελλήνων. Το πατριωτικό αίσθημα κατασυκοφαντείται ως "εθνικιστικό", ενώ επιστρατεύεται η δικτατορία των συνταγματαρχών, ή ο Καρατζαφέρης, ως ιδεολογικό φόβητρο.

– Μιλούν για "αποδραματοποίηση" της Ιστορίας και αποσιωπούν τη γενοκτονία των Ποντίων, την ίδια στιγμή που αρνούνται –και δικαίως– οποιαδήποτε "λήθη" ως προς το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.
– Μάχονται λυσσαλέα τον "ελληνικό εθνοκεντρισμό", ενώ αποδέχονται την "αφήγηση" των Νεοτούρκων για τον Κεμάλ.
– Χρησιμοποιούν ως επιχείρημα τον "κατευνασμό" μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, "ξεχνώντας" πως αυτός στηρίχθηκε στην αναγνώριση των ναζιστικών εγκλημάτων και την εγκατάλειψη του μιλιταρισμού από τη Γερμανία. Οταν όμως οι υπήκοοι αυτού του νέου αναδυόμενου "πολυεθνικού μορφώματος" ανακάλυψαν ότι αυτή η αντίληψη διοχετεύεται ακόμα και στο δημοτικό σχολείο –όπως συμβαίνει με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ'–, τότε ξέσπασε η "θύελλα".

Όντως το νέο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, που εγκρίθηκε επί Σημίτη και κυκλοφόρησε επί Καραμανλή, απηχεί αυτή την αντίληψη· η απόφαση για τη συγγραφή του συνδέεται με συμφωνίες των Τζεμ - Παπανδρέου, το 1999, χωρίς βέβαια τίποτε το ανάλογο να συμβεί από την τουρκική πλευρά.

Στο βιβλίο η ελληνική Επανάσταση περιγράφεται λίγο ώς πολύ με το ύφος των οδηγιών ενός... επιτραπέζιου παιχνιδιού· το παιδομάζωμα παρουσιάζεται ως "στρατολόγηση" των χριστιανικών πληθυσμών· οι Μικρασιάτες "συνωστίζονται" στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922· αποσιωπούνται οι γενοκτονίες των Νεοτούρκων· ταυτοχρόνως, τονίζονται υπερβολικά οι πτυχές της συνύπαρξης για να υποβαθμιστεί η υποδούλωση, οι διωγμοί, η καταπίεση, η εκμετάλλευση. Αλλά ακόμα και από τη... Γαλλική Επανάσταση απουσιάζουν ο Ροβεσπιέρος και ο Μαρά.

Οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες και γενικευμένες, ώστε το ζήτημα αναδείχθηκε σταδιακά σ' ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας. Η συζήτηση άναψε, με άρθρα και τοποθετήσεις που απηχούσαν και τις δύο απόψεις.

Παράλληλα, πάρθηκαν πολλαπλές πρωτοβουλίες για την απόσυρση του βιβλίου, μέσω Διαδικτύου (π.χ. η ιστοσελίδα του ΑΝΤΙΒΑΡΟΥ), σε τηλεοπτικές εκπομπές (π.χ. ο 902 TV), με εκδηλώσεις και αναλύσεις (π.χ. το τεύχος 62 του περιοδικού ΑΡΔΗΝ).

Η αντίδραση των υποστηρικτών της "νέας ιστορίας" υπήρξε αλαζονική και πανικόβλητη. Η κ. Κουλούρη χαρακτήρισε τους αντιδρώντες αλαζονικά "housewives" και "εργάτες από τη Γερμανία". Ο κ. Λιάκος αναφέρθηκε σε... "ψυχωτικούς", επιστρατεύοντας το γνωστό αμάλγαμα ακροδεξιών και αριστερών! Και όμως, κατά του συγκεκριμένου βιβλίου έχουν ταχθεί το ΚΚΕ, όλα (!) τα κόμματα της κυπριακής Βουλής, πολλοί δημοσιογράφοι (μόνο στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Στάθης, Τριάντης, Στεφανίδης, Μαλιγκούδης κ.ά.). Εκτός δε από τις ενοχλητικές "νοικοκυρές", στις 4.100 υπογραφές των διαμαρτυρομένων στο ΑΝΤΙΒΑΡΟ περιλαμβάνονται 125 πανεπιστημιακοί, 600 εκπαιδευτικοί και πολλοί άλλοι "αναρμόδιοι", όπως 541 ποντιακά και προσφυγικά σωματεία, η Ενωση Σμυρναίων, ενώσεις Κωνσταντινουπολιτών.

Τέλος, ο υπουργός Παιδείας της Κύπρου διαμαρτυρήθηκε στην Ελληνίδα υπουργό γι' αυτό ακριβώς το θέμα.

Δημιουργήθηκε, δηλαδή, ένα κίνημα που ήδη ξεπερνάει το συγκεκριμένο και αγκαλιάζει την ιστορική μας μνήμη γενικότερα. Και αυτό το κίνημα δεν αντιμετωπίζεται με συκοφαντίες, ούτε με πλαστογραφίες και αμαλγάματα.

Οσο για την Αριστερά, που ορισμένοι επικαλούνται, έγινε μεγάλη λαϊκή δύναμη μόνο όταν τέθηκε επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα· δεν ακολούθησε τους ελάχιστους που καλούσαν σε "συμφιλίωση" με τους κατακτητές, με το σύνθημα "Γερμανοί εργάτες, αδέρφια μας", ούτε αργότερα εκείνους που συκοφαντούσαν τον αγώνα της Κύπρου.

Ο υποφαινόμενος, στα χρόνια του Δημοτικού, συμμετείχε πρώτη φορά σε διαδήλωση για την Κύπρο. Στη συνέχεια, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με την εξουσία. Ποτέ όμως δεν ξέχασε το δίδαγμα των παιδικών του χρόνων: Για έναν λαό που, εδώ και οκτώ αιώνες, έχει πρόβλημα ανεξαρτησίας, όσοι, με οποιοδήποτε πρόσχημα, αρνούνται τη σύγκρουση με την πραγματική εξουσία, την ξένη προστασία και τον ιμπεριαλισμό, αργά ή γρήγορα, συντάσσονται μαζί της.

Τα σύμβολα της αντίστασης σε αυτό τον τόπο ευτυχώς ορίζονται ακόμα από ζώντες όπως ο Μανόλης Γλέζος, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος και τεθνεώτες όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου και ο Σολωμός Σολωμού. Η Ιστορία μας διηγείται πριν απ' όλα την "Αντίσταση στη φοβερή εξουσία", σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή, και όχι τα μυθεύματα των οσφυοκαμπτών.

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25 Φεβρουαρίου 2007


* * *



[ 19. 3. 2007 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης