|
| Έριδες |
"
σκορδαλιάν χωρίς σκόροδον" ( γ' ) |
Ή ΠΩΣ Ο ΡΟΪΔΗΣ, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΕΜΑΘΑΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΟΜΙΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Δύο ποιήματα του Γιώργου Κεντρωτή, μία ομιλία του 'Αρη Μπερλή αμφότερα σε πρώτη δημοσίευση και ένα πρόδρομο σχόλιο του "Καιροσκόπου"
* * *
Γιώργος Κεντρωτής
ΔΕΝ ΤΑ 'ΔΕΣ ΟΛΑ ΑΚΟΜΑ;
Quid est Catulle? quid moraris emori? ΚΑΤΟΥΛΛΟΣ, Carmina, 52 ΤΙ ΚΑΡΤΕΡΑΣ, Γιωργή, για ν' αποθάνεις; Τον κόντε οι μαραγκοί πελέκησάν τον· τον κυρ-Αλέκο κόψαν τον προκρούστες. Τί καρτεράς, Γιωργή μ', για να πεθάνεις;
Να σού 'ρθει στο κεφάλι και καμμι' άλλη "τόλμη"; Να γίνει του κουτρούλη ο γάμος στη Στοκχόλμη;
Η ΚΑΠΝΟΥΡΑ ΓΙΝΗΚΕ ΚΑΠΝΟΣ ΚΙ Η ΒΟΣΤΕΡΙΤΣΑ ΣΑΥΡΑ
Γι' αυτό λέω κι εγώ: Δεν γίνεται, Θέ μου, να κάνεις ένα θαύμα να σηκωθεί ο Κόντες, ν' αρπάξει ένα στυλιάρι από τ' αλώνι ή να ξεκρεμάσει το βούρδουλα απ' το γάντζο και ν' αρχίσει να βαράει, να κοπανάει όπου βρει κι όπου πονεί αλύπητα, χωρίς σταματημό φωνάζοντας "Όξω μπαίγνιο! Όξω πούστη!", όπως εφώναζε σα ζούσε σ' όσους δικούς του στίχους είτανε κακοί, να βγούνε όξω από το λυρικό ποίημα "Εις το Θάνατο του Λορδ Μπάιρον" κι από τ' άλλα του ποιήματα και να παν στο διάολο ή σ' όποιαν άλλην εξορία θένε;!...
Αλλά, βλέπεις, δε γίνεται
δε γίνεται. Πώς θες μετά Εσύ να πιστεύω εγώ σε θαύματα; Αι, πώς;
Πρώτη δημοσίευση
* * *
'Αρης Μπερλής
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΕΙΣ
Η Εταιρεία Συγγραφέων διοργάνωσε στις 10 Οκτωβρίου 2006, στη Στοά του Βιβλίου, εκδήλωση με θέμα "Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης: από τα ελληνικά στα ελληνικά. Συζήτηση για τις ενδογλωσσικές περιπέτειες των κειμένων". Στη συζήτηση συμμετείχαν οι Δημήτρης Δημηρούλης, Δημοσθένης Κούρτοβικ και 'Αρης Μπερλής. Είχαν προσκληθεί και οι Γιώργος Αριστηνός, Δημήτρης Καλοκύρης και 'Αρης Μαραγκόπουλος, οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Παραθέτουμε την ομιλία του 'Αρη Μπερλή.
ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ η άλλη πλευρά αρνήθηκε να παραστεί και να συζητήσει ή και να διαπληκτιστεί μαζί μας. Η εκδήλωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα ανταλλάσσονταν επιχειρήματα, ενδεχομένως και βαριές κουβέντες, θα μας κατηγορούσαν για ελιτισμό, θα τους κατηγορούσαμε για λαϊκισμό, και πάει λέγοντας κάπως έτσι προάγεται ο πνευματικός διάλογος, σοβαρολογώ, αυτό είναι που γενικότερα μας λείπει, η συζήτηση με τη σωστή αναλογία ψυχραιμίας και πάθους, νηφαλιότητας και παρρησίας, ακόμη και επιθετικότητας.
Διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου στις μεταγλωττίσεις από τα ελληνικά στα ελληνικά, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον τύπο. Θα συνοψίσω εδώ το βασικό μου επιχείρημα. Ο μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας ή της Φόνισσας ή άλλου λογοτεχνικού κειμένου του 19ου αιώνα στη σύγχρονη ελληνική δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, είναι χαμένος από χέρι οπότε το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα. Η αναμέτρηση με το πρωτότυπο είναι άνιση, η σύγκριση αναπόφευκτη, η υστέρηση μοιραία. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μεταγλωττιστής (πρόβλημα που δεν το αντιμετωπίζει ο μεταφραστής κειμένου από ξένη γλώσσα) είναι ότι το πρωτότυπο είναι γραμμένο στην ίδια γλώσσα. Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής διατύπωσής του. Κι ας μην ειπωθεί ότι η καθαρεύουσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη είναι άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική. Διότι τότε, παράλληλα με το ιδεολόγημα της αδιάσπαστης και ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όπου τάχα ανατρέχουμε γλωσσικά τους αιώνες μπρος-πίσω χωρίς πρόβλημα, θα έχουμε και το εκ διαμέτρου αντίθετο ιδεολόγημα, του ιστορικού κατακερματισμού της εθνικής γλώσσας σε πολυάριθμες γλωσσικές περιόδους ή εξελικτικές φάσεις, που σημαδεύονται από τόσο βίαιες ρήξεις της συνέχειας ώστε μέσα σε εκατό πενήντα, εκατό ή και σε πενήντα χρόνια, μπορεί και σε λιγότερα, η γλώσσα να αλλάζει τόσο ριζικά ώστε να χρειάζεται μετάφραση. Αυτό μπορεί να μην τέθηκε ρητά αλλά συνάγεται αφ' ης στιγμής τίθεται θέμα μετάφρασης κειμένων που είναι κοντά, πολύ κοντά σε μας, κειμένων που υποτίθεται ότι είναι δύσβατα, δύσληπτα ή και ακατανόητα πια για τους περισσότερους σημερινούς χρήστες. Και ποιοι είναι αυτοί οι περισσότεροι; Είναι κυρίως οι μάζες των απαίδευτων νέων παιδιών αυτό ειπώθηκε ως επιχείρημα που, λόγω ελλιπούς παιδείας ή των περισπασμών της σύγχρονης ζωής δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα. Αν τα νέα παιδιά είναι πράγματι τόσο απαίδευτα ώστε να μην μπορούν να καταλάβουν τη γλώσσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη, τότε ένας λόγος παραπάνω να διαβάσουν αυτά τα κείμενα στο πρωτότυπο για να εμπλουτίσουν τη γλώσσα τους. Η συναναστροφή και η εξοικείωση με τα ίδια τα κείμενα είναι το μόνο φάρμακο. Η προσφορά μασημένης τροφής τα ενθαρρύνει να μείνουν αγράμματα στον αιώνα τον άπαντα. Αν βαριούνται, πλήττουν, και δεν είναι διατεθειμένα να καταβάλουν τον ελάχιστο κόπο που απαιτείται για την ανάγνωση αυτών των κειμένων, τότε δεν θα τα μάθουν και να μη τα μάθουν ποτέ. 'Αλλωστε, αυτή η ελάχιστη προσοχή είναι προϋπόθεση για την ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, είτε της καθαρεύουσας είτε της δημοτικής. Αν τα νέα παιδιά δυσκολεύονται να διαβάσουν Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη, τότε δυσκολεύονται να διαβάσουν γενικώς. Θα τους εξηγήσουμε ότι χωρίς την καταβολή αυτού του κόπου, μεγάλοι θησαυροί θα τους μείνουν για πάντα κλειστοί, και θα τους ενθαρρύνουμε ή και θα τους επιβάλλουμε να κάμουν αυτή την προσπάθεια (αυτό σημαίνει παιδεύω, παιδεία). Κι έπειτα δεν νομίζω ότι η καθαρεύουσα είναι τόσο ριζικά διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική ώστε να νοείται ως άλλη γλώσσα, δηλαδή ξένη. Ας ξεχάσουμε πια την αναχαίτιση ή τις καθυστερήσεις που επέφερε στη φυσική εξέλιξη της νεοελληνικής η εκ των άνω επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους και της παιδείας. Ας ξεπεράσουμε αυτήν την απωθημένη εναντίωση στην καθαρεύουσα. Περσινά ξινά σταφύλια. Η ίδια η καθαρεύουσα ήταν μια λόγια, πλούσια, περίτεχνη γλώσσα, γλώσσα του γραπτού λόγου και της λογοτεχνίας, και στα χέρια ικανών χρηστών μάς έδωσε σπουδαία κείμενα, κορυφαία έργα της νεώτερης παράδοσης. Δεν απέχει πολύ από τη σύγχρονη νεοελληνική (που της χρωστάει πολλά), ή απέχει τόσο όσο η γλώσσα του Ντίκενς ή της Τζωρτζ Έλιοτ από τη σύγχρονη αγγλική. Κανείς στην Αγγλία δεν διανοήθηκε να μεταγλωττίσει, να απλουστεύσει τους συγγραφείς του 19ου αιώνα ώστε να είναι περισσότερο κατανοητοί από τους νεώτερους. Ούτε καν τον Σαίξπηρ δεν μεταγλωττίζουν. Τους διδάσκουν στα σχολεία στο πρωτότυπο και τους διαβάζουν οι σύγχρονοι 'Αγγλοι σε έγκυρες, χρηστικές εκδόσεις. Αλλά αυτοί είναι κουτόφραγκοι.
Όταν το επιχείρημα της γλωσσικής φτώχειας, της υποτιθέμενης αδυναμίας των νέων να κατανοήσουν τα πρωτότυπα κείμενα, αποδείχτηκε σαθρό, οι μεταγλωττιστές επιστράτευσαν ή επινόησαν άλλα επιχειρήματα, περίπλοκα, θολά, επιστημονικοφανή και θεωρητικολογούντα επιχειρήματα. Δεν θα σας ταλαιπωρήσω με μια διεξοδική ανάλυση αυτής της επιχειρηματολογίας. Κι άλλωστε δεν είναι δική μου δουλειά, ας ήσαν εδώ να μας τα εξηγήσουν οι ίδιοι. Απ' ό,τι κατάλαβα, το νέο επιχείρημα συνοψίζεται στην εξής πυκνή πρόταση: Κάθε μεταγλώττιση αποτελεί δοκιμασία των αντοχών της γλώσσας και στοίχημα για όποιον την επιχειρεί. Δηλαδή, τον μεταγλωττιστή, αυτό που πρωτίστως ή και μόνο τον ενδιαφέρει, είναι να διαπιστώσει κατά πόσο η σύγχρονή μας γλώσσα θα αντέξει τους κραδασμούς που θα προκαλέσει η αναδιατύπωση των στοιχείων του πρωτοτύπου, στοιχείων εννοιολογικών και μορφολογικών. Προϋποτίθεται, λοιπόν, ότι η γλώσσα μπορεί να αντέξει, μπορεί και όχι. Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, δεν αντέχει. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι ότι το αποτέλεσμα αυτής της δοκιμασίας, που μπορεί να έχει κάποιο νόημα αν γίνεται κατά μόνας, από κάποιον που απολαμβάνει τέτοιου είδους πειράματα, ή στο πλαίσιο ενός ειδικού σεμιναρίου μεταπτυχιακών φοιτητών της γλωσσολογίας, το αποτέλεσμα αυτής της δοκιμασίας δημοσιοποιείται και προβάλλεται και διαφημίζεται και διανέμεται και πωλείται έναντι ευτελούς τιμής στο ευρύ κοινό, ως αυτοτελές έργο που, συν τοις άλλοις, συνιστά γεγονός μεγάλης πολιτιστικής σημασίας. Ποιο; Το ότι αποδεικνύεται, στην πράξη, ότι η σύγχρονη γλώσσα αντέχει ή δεν αντέχει σε αυτή τη δοκιμασία, ότι μπορεί να αναδιατυπώσει, κατά τινα τρόπον, οπωσούν (στην καλύτερη περίπτωση) ή ότι δεν μπορεί να αναδιατυπώσει με επάρκεια και πειστικά και ωραία, την Πάπισσα, τη Φόνισσα, τη Γυναίκα της Ζάκυθος, αύριο τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, και πάει λέγοντας. Ε, αυτό το ξέρουμε. Αλλόκοτο τρόπο βρήκαν οι μεταγλωττιστές να ανακαλύψουν και να μας αποκαλύψουν τη μοναδικότητα, το ανεπανάληπτο των πρωτοτύπων κειμένων. Οι ίδιοι ενδεχομένως να κέρδισαν το ταξίδι, την εμπειρία αυτής της δοκιμασίας. Όλο και κάτι μαθαίνει κανείς. Αλλά ο αναγνώστης της εφημερίδας, στον οποίο φορτώνεται έναντι ενός ευρώ το σώμα της επαλήθευσης μιας αυτονόητης αλήθειας, τι κερδίζει ή μάλλον τι φταίει;
Τελειώνω, με ένα ερώτημα προς εαυτόν και προς όλους όσοι αντιδρούμε σε αυτό το φαινόμενο των μεταγλωττίσεων. Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο ριζικά, ενστικτωδώς θα έλεγα, αντίθετους; Τι είναι αυτό που το θεωρούμε λίγο-πολύ απαράδεκτο; Κάτι, προφανώς, μας ενοχλεί ή μας θίγει, κάτι βαθύτερο, πέρα από εκλογικεύσεις και επιχειρήματα. Είναι φανερό ότι υπάρχει, αν όχι θυμός, κάτι θυμικό στην αντίδρασή μας. Τι είναι αυτό; Ποια είναι η προ-κατάληψή μας, δηλαδή η εκ των προτέρων κατάληψη, η άλωσή μας, από κάτι που διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα μας και έγινε οιονεί βιωματική βεβαιότητα;
Υποθέτω ότι είναι η αγάπη που τρέφουμε για ορισμένα, καταστατικά, σπουδαία κείμενα της νεώτερης γλωσσικής μας παράδοσης. Δεν είναι ότι θεωρούμε αυτά τα κείμενα ιερά και απαραβίαστα (αν ήταν έτσι, δεν θα τα σχολιάζαμε, δεν θα τα αναλύαμε, δεν θα τα διαβάζαμε καν και η ανάγνωση ένα είδος βεβήλωσης είναι). Είναι ότι η αγάπη μας είναι αξεχώριστη από τον σεβασμό μας γι' αυτά, τους επιφυλάσσουμε ειδική μεταχείριση τα φυλάμε και τα προσέχουμε όπως τα παλιά δικά μας πράγματα, τα κειμήλια της οικογένειας. Δεν έχουμε πολλά τέτοια κείμενα, δεν έχουμε Σαίξπηρ, Δάντη, Γκαίτε. Είναι λίγα, αλλά είναι ικανά, τα μόνα ικανά, να μας μάθουν, όπως μας έμαθαν, έντεχνη γλώσσα. Μας είναι έτσι αδιανόητο να υποκατασταθούν από απλουστευμένες, εξομαλυσμένες εκδοχές, γραμμένες σε ένα σύγχρονο ομογενοποιημένο ιδίωμα χωρίς αιχμές, που δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να αποτελέσει πρότυπο γλώσσας. Μπορεί να μην ήταν αυτή η πρόθεση των μεταγλωττιστών, αλλά το εγχείρημα που ανέλαβαν, στις σημερινές κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες, όπου πρυτανεύει το αξίωμα της καταβολής της ελάσσονος προσπάθειας, συμβάλλει αναπόφευκτα στον παραγκωνισμό ή και στην εγκατάλειψη των πρωτοτύπων κλασσικών μας κειμένων. Μουχλιάζουν, είπαν, στα ράφια των βιβλιοθηκών, είναι άρα παλιατζούρες κι αυτό μας εξοργίζει. Ξέρω ότι αυτή η πρωτογενής θυμική αντίδραση δεν συνιστά επιχείρημα. Αλλά χωρίς αυτήν την κινητήριο συναισθηματική ένταση η συγκρότηση επιχειρημάτων δεν είναι εφικτή. Η αποψινή φυγομαχία (πώς αλλιώς να την πούμε;) της άλλης πλευράς δείχνει ότι δεν διαθέτουν κάτι αντίστοιχο της δικής μας αγανάκτησης, έναν ενθουσιασμό, ας πούμε, που θα τους παρακινούσε να βρουν πειστικά επιχειρήματα πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον δεν πιστεύουν στ' αλήθεια αυτό που κάνουν.
Πρώτη δημοσίευση
* * *
"Καιροσκόπος"
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο εκδοτικός οίκος "Ελληνικά Γράμματα" ανακοινώνει την έκδοση Ελλήνων κλασσικών συγγραφέων (Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Βιζυηνού κ.λπ.) μεταφρασμένων στα νέα ελληνικά. "Δεν είναι δυνατόν οι νέοι αναγνώστες να μη διαβάζουν τα καλύτερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο όνομα της 'ιερότητας' των πρωτοτύπων κειμένων", είπε κατά τη σχετική παρουσίαση του προγράμματος του οίκου ο υπεύθυνος του Τμήματος Λογοτεχνίας 'Αρης Μαραγκόπουλος. Γι' αυτόν το λόγο τα κείμενα θα μεταφραστούν σε σύγχρονη δημοτική (θα μάθουμε από ποιους) και θα αποδοθούν στο νεανικό κοινό τους, που υποτίθεται ότι δεν τους διαβάζει γιατί δεν μπορεί να προσπελάσει την καθαρεύουσα στην οποία είναι γραμμένα.
Το εγχείρημα θα αποτύχει οικτρά, αλλά θα κάνει πρώτα τον σχετικό θόρυβο (φαντάζομαι από τώρα τις στήλες των πολιτιστικών στις εφημερίδες, τα γράμματα και τα άρθρα αρμοδίων και αναρμοδίων, υπέρ και κατά), τη σχετική ζημιά σε δεύτερο στάδιο αφού θα παραδοθούν στο κοινό τα τερατουργήματα του μεταγλωττισμού, και στο τέλος θα σταματήσει από φυσική εξάντληση όσων θα έχουν αναλάβει το θεάρεστο έργο του "εκσυγχρονισμού" των κλασσικών καθαρευουσιάνων μας. Το αιτιολογικό ακούγεται ήδη κούφιο. Ο Μαραγκόπουλος μοιάζει να υποθέτει πως οι νέοι μένουν μακριά από τον Παπαδιαμάντη και τον Ροΐδη επειδή δεν μπορούν να καταλάβουν τα ελληνικά τους. Εγώ έχω την εντύπωση ότι μένουν μακριά επειδή δεν βρίσκουν στο έργο τους τίποτα που να κεντρίζει την περιέργεια και το ενδιαφέρον τους. Δεν είναι προς τιμήν των νέων αναγνωστών, των δασκάλων τους και του Κράτους (που έχει διαλύσει την Παιδεία), ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο εμπόδιο. Το πρώτο γιατί διδάσκονται ελλιπώς τη γλώσσα (απουσία των αρχαίων κειμένων από το Γυμνάσιο και το Λύκειο, αλλά και των αυτούσιων καθαρευουσιάνικων κειμένων των κλασσικών Νεοελλήνων) και το δεύτερο γιατί τα παιδιά, όπως και να το κάνουμε, ζουν σε κόσμο που τα απομακρύνει διαρκώς όχι μόνο από την κουλτούρα του τόπου αλλά και από την ίδια την νεοελληνική πραγματικότητα, εξωθώντας τα περισσότερο προς τον εικονικό κόσμο του Ίντερνετ και της τηλεόρασης. Σωστά ή λάθος όλ' αυτά, γεγονός παραμένει πως δεν πρόκειται οι νέοι να προσεγγίσουν περισσότερο (ή καλύτερα) τους καθαρευουσιάνους συγγραφείς διαβάζοντάς τους στην δημοτική γιατί η θεματολογία και το "ήθος" τους δεν μπορεί να μιλήσει πια στη νεολαία έτσι που αυτή έχει εξελιχτεί.
Το αποτέλεσμα θα είναι στην καλύτερη περίπτωση μια σειρά απονευρωμένα, ισοπεδωμένα και αδιάφορα κείμενα αφήνω τις παρανοήσεις και τις αδεξιότητες που πρέπει από τώρα να θεωρηθούν δεδομένες. Η λογοτεχνία παρά τα όσα ενδεχομένως πρεσβεύουν τα "Ελληνικά Γράμματα" και ο 'Αρης Μαραγκόπουλος δεν είναι ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ. Είναι ένα ενιαίο σύνολο από το πνεύμα της εποχής και από τη γλώσσα που την εκφράζει. Η μετάφραση, ακόμα και στις περιπτώσεις που είναι αναπόφευκτη (όπως για τα ξένα λογοτεχνικά έργα) είναι ομολογημένη αποτυχία εκ των προτέρων, αφού όλοι ξέρουμε τους περιορισμούς της "μεταφοράς" από γλώσσα σε γλώσσα. Ο μεταγλωττισμός (γιατί στην περίπτωση αυτή για μεταγλωττισμό μιλάμε, όχι μετάφραση) είναι μια ακόμα πιο καταδικασμένη υπόθεση. Μεταγλωττισμός του Παπαδιαμάντη δεν είναι απαραίτητος όχι γιατί τα κείμενα τα δικά του και των άλλων είναι ιερά, ούτε γιατί είναι ιερή η καθαρεύουσα στην οποία γράφτηκαν. Αλλά απλούστατα γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μόνο οι ιστορίες της Φραγκογιαννούς και του μπάρμπα Γιαννιού. Είναι και η γλώσσα στην οποία και ο συγγραφέας και οι ήρωές του μίλησαν.
Και αν ο Παπαδιαμάντης (αυτόν χρησιμοποιώ για παράδειγμα, ισχύει όμως το ίδιο για τους άλλους) ήταν ξένος συγγραφέας, η μετάφρασή του θα ήταν και αναπόφευκτη και ωφέλιμη. Αλλά είναι Έλληνας συγγραφέας, κι αυτό σημαίνει πως μίλησε κι έγραψε μια γλώσσα που υπήρξε ελληνική πράγμα που καθιστά καθήκον μας να τη μάθουμε (αν δεν την ξέρουμε) για να τον διαβάσουμε, όπως κάνουμε στις καλύτερες περιπτώσεις για να διαβάσουμε κάποιον αγαπημένο ξένο συγγραφέα. (Αλλιώς υπάρχει η Μάιρα, η Έρση και η Ιωάννα για τα νέα ελληνικά, και Νεοέλληνες ήρωες και ηρωίδες να χορτάσει η ψυχή μας σύγχρονη τέχνη και ήθος γραφόντων και γραφομένων!)
Αν διαβάζουμε τους Αρχαίους σε μετάφραση όσοι τους διαβάζουν, δηλαδή, γιατί δεν ξέρω πολλούς αυτό γίνεται γιατί η Αρχαία είναι τελικά σήμερα ξένη γλώσσα και για μας. Αλλά η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη και του Βιζυηνού δεν είναι. Είναι γλώσσα σύγχρονη, πολύ κοντινή μας, που εύκολα μαθαίνεται και εύκολα προσπελαύνεται μεσ' από κείμενα που κάποια δεν έχουν παρά ελάχιστων δεκαετιών ηλικία. Δεν είναι η γλώσσα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Δεν είναι καν η γλώσσα των Εβδομήκοντα. Είναι η γλώσσα στην οποία είναι ακόμα γραμμένοι πολλοί από τους νόμους του κράτους, πάμπολλα νομικά κείμενα και κάποιες από τις εγκυρότερες εγκυκλοπαίδειες που κυκλοφορούν στην αγορά.
Εν πάση περιπτώσει, αν τόσο κόπτονται για την προσπέλαση των κειμένων από τους νέους, που τώρα μένουν μακριά γιατί δεν ξέρουνε τη γλώσσα, θα σύστηνα στον Δ. Καλοκύρη, που διαβάζω έχει αναλάβει τον άθλο της μεταγλώττισης της "Πάπισσας" του Ροΐδη, να την γράψει κατευθείαν σε greeklish. Έτσι θα γλιτώσει ο εκδοτικός οίκος μια νεότερη καμπάνια σε μερικά χρόνια, όταν και τα ίδια τα ψηφία του ελληνικού αλφάβητου θα είναι πια άγνωστα και απροσπέλαστα στο νεανικό κοινό.
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής, 19.5.2005
[ 11. 10., 14. 10. και 28. 11. 2006 ]
|
|
|