|
Άγγελος Σικελιανός |
ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ τεύχος της "Νέας Εστίας", το αφιερωμένο στο έργο του Άγγελου Σικελιανού, το δοκίμιο του Άρη Μπερλή για τον Λευκάδιο ποιητή, αλλά και για τον ποιητή που βρίσκεται στους νοητούς του αντίποδες, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, είναι ένα κείμενο παραδειγματικό.* Και αυτό όχι μόνο επειδή ο συγγραφέας γνωρίζει να διατυπώνει τις απόψεις του με αξιομίμητη διαύγεια. Αλλά, κυρίως, επειδή οι απόψεις αυτές εμπεριέχουν ό,τι θα ονόμαζα τρέχον ποιητικό "παράδειγμα". Μια συνολική αντίληψη δηλαδή για την ποίηση και τους ποιητές, που επειδή είναι γενική και αντιπροσωπευτική μιας εποχής, της δικής μας, μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να την αποκαλέσουμε κρατούσα.
Η θέση η βασική του Μπερλή είναι διαπιστωτικού χαρακτήρα: η ποίηση του Σικελιανού "δεν είναι χρηστική και δεν γοητεύει τον νεότερο αναγνώστη". Αυτό πάλι συμβαίνει επειδή πρόκειται για μια ποίηση ρομαντική στις καταβολές της, λυρική στους τρόπους της, μεγαλοϊδεατική στα φρονήματά της· με δυο λόγια, ασύμβατη προς το σύγχρονο ποιητικό αισθητήριο:
"Ο Σικελιανός, σε πείσμα του καιρού –καθώς λέει ο ίδιος– ανέλαβε την πάσα ευθύνη από τη χρεοκοπία του ορθολογισμού. Η ποίηση δεν ήταν γι' αυτόν τέχνη, αλλά μάλλον το μέσον για να διατρανώσει τις ιδέες, τα οράματά του και τις επιθυμίες του. Αποπειράθηκε να αναβιώσει αρχαίους μύθους σε καιρούς καθολικής απομυθοποίησης και απιστίας. Απέτυχε, και η αποτυχία, λόγω ύψους, ήταν παταγώδης...
Ο άκρατος λυρισμός του απαιτεί την καταβολή ενός υπερβολικού ποσού ευπιστίας, που κανείς σύγχρονος, νοήμων και άξιος του ονόματος αναγνώστης δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλει.
Αν ποτέ οι υπερβολές του μείζονος λυρισμού μπορέσουν να αναστείλουν, όχι στιγμιαία, αλλά εξακολουθητικά, την ειρωνική δυσπιστία μας, αν η φυγή προς τα πάνω αποτελέσει σοβαρή δυνατότητα, συμβατή με τις ανάγκες μας, τότε η ποίηση του Σικελιανού θα μας χειραγωγήσει αβίαστα. Μέχρι τότε, η όποια χρήση της θα είναι αμιγώς αισθητική ή, για να το πω αλλιώς, θα θαυμάζουμε τον ποιητή και θα ξεχνάμε την ποίησή του."
Απομονωμένη από τα συμφραζόμενά της, η διαπίστωση του Μπερλή ότι ο Σικελιανός δεν είναι ποιητής χρηστικός, προφανώς δεν επιδέχεται αναίρεση. Κανένα έλλογο επιχείρημα δεν μπορεί να αναιρέσει την κρίση ενός κατασταλαγμένου αναγνώστη, όταν αυτός αποτιμά τις αναγνωστικές του ανάγκες. Ο ίδιος τις ξέρει πάντοτε καλύτερα από κάθε άλλον. Εξίσου λίγο μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι η αποτίμηση αυτή δεν είναι γνώμη μεμονωμένη, αλλά γνώμη αντιπροσωπευτική, γνώμη δηλαδή που αντανακλά τη διάθεση της μεγαλύτερης μερίδας του κοινού. Με αυτήν την έννοια, ο Μπερλής έχει το δικαίωμα να επικαλείται τον "σύγχρονο αναγνώστη". Και είναι αυτό ακριβώς το δικαίωμα που καθιστά την άποψή του, όπως την αποκάλεσα, κρατούσα.
Αυτό που μπορεί να αντιτείνει κανείς, είναι ότι η άποψη αυτή μολονότι κρατούσα δεν παύει να είναι και σχετική. Ο Σικελιανός μπορεί να μην υπήρξε ο δημοφιλέστερος των Ελλήνων ποιητών κατά τα τελευταία είκοσι ή τριάντα χρόνια, αλλά το γεγονός από μόνο του δεν πρέπει να υπερτιμάται. Πρώτα απ' όλα, διότι οι μέσοι όροι στη λογοτεχνία (πώς αλλιώς μετριέται η χρηστικότητα, αν όχι με βάση τις προτιμήσεις των πολλών;) αποτελούν κριτήριο επισφαλές, ώστε να βασιζόμαστε αποκλειστικά σε αυτούς κάθε φορά που επιχειρούμε να αποτιμήσουμε λογοτεχνικά μεγέθη. Την ιστορία των γραμμάτων δεν την γράφουν μόνο οι πλειονότητες. Ακόμη και στον πιο βραχύ κατάλογο των μονιμότερων, όπως θέλουμε να τις πιστεύουμε, αξιών μας –τον λεγόμενο κανόνα–, τα έργα εκείνα που απ' τη φύση τους αδυνατούν να ηδύνουν τα πλήθη, δεν λείπουν ποτέ εντελώς, αν δεν είναι κιόλας εκείνα που δίνουν τον τόνο. Σε κάθε περίπτωση, μέλημα της κριτικής που θέλει να λέγεται δημιουργική, και όχι απλώς διεκπεραιωτική ή εκλαϊκευτική προειλημμένων αποφάσεων, είναι ακριβώς να ελέγχει αυτές τις τελευταίες – ακόμη και τις πλέον αυτονόητες, ιδίως μάλιστα εκείνες. Για μια τέτοια κριτική, εξυπακούεται, η αποδέσμευση από την παγωμένη οπτική του μέσου αναγνώστη είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Από την άλλη πλευρά, περισσότερο σημαντική από την έκταση της επιδοκιμασίας που αποσπά ένας συγγραφέας σε μία χρονική συγκυρία, είναι η συνεχής και αδιάλλειπτη παρουσία του διαχρονικά, ιδίως μάλιστα κατά τις περιόδους εκείνες όπου οι συνθήκες γι' αυτόν και το έργο του μοιάζουν αντίξοες. Με αυτήν την έννοια, το γεγονός ότι ο Σικελιανός δεν υπήρξε ποτέ στ' αλήθεια απών από τα λογοτεχνικά μας πράγματα, λέει πολλά. Από την δεκαετία του 1930 και την γενεά εκείνη των συγγραφέων που επηρέασε όσο καμμία άλλη το λογοτεχνικό μας γούστο κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, έως τις μέρες μας, ο αριθμός των διακεκριμένων ποιητών και κριτικών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μίλησαν πειστικά για το μέγεθος της τέχνης του Σικελιανού, ή και επηρεάστηκαν από αυτήν, είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητος.
Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η παρουσία του Σικελιανού είναι ιδιαίτερα έντονη. Οι απανωτές επανεκδόσεις και ανατυπώσεις των βιβλίων του, η στροφή μιας γενιάς νεώτερων μελετητών αλλά και ποιητών προς το πρόσωπό του, τα περιοδικά έντυπα που αφιερώνουν σελίδες ή και ογκώδη τεύχη στο έργο του, όλα αυτά μαρτυρούν με τρόπο αναντίρρητο ότι ο Σικελιανός καλύπτει πράγματι τις ανάγκες πολλών σύγχρονων αναγνωστών. Τώρα, αν οι ανάγκες αυτές δεν ήταν υπαρκτές, κανείς ιδιοτελής αναθεωρητισμός δεν θα μπορούσε να τις δημιουργήσει τεχνητά. Αν η επάνοδος του Σικελιανού στο προσκήνιο ήταν υπαγορευμένη από λόγους αποκλειστικά εξωλογοτεχνικούς, τότε η πολυσυζητημένη απόφανση του Ζήσιμου Λορεντζάτου ("αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ου αιώνα") θα περνούσε το πολύ ως φραστικό πυροτέχνημα ενός έτσι κι αλλιώς ιδιότροπου λογίου. Αλλά η εκτίμηση εκείνη δεν υπήρξε πυροτέχνημα. Ο Λορεντζάτος συνελάμβανε στην ατμόσφαιρα την κρίσιμη στιγμή μιας πραγματικής μετατόπισης στους δείκτες της ποιητικής μας ευαισθησίας. Εξ ου και το πλήθος των παρεμβάσεων, υποστηρικτικών ή αντιρρητικών, που προκάλεσε.
Όμως η κρίση του Μπερλή ως προς την χρηστικότητα του Σικελιανού είναι σχετική και για έναν άλλο λόγο. Η συνάφεια κάθε δημιουργού με το κοινό του είναι πάντοτε συνάφεια αμφίπλευρη και δυναμική. Όταν παρουσιάζεται προβληματική, όταν δηλαδή το κοινό δυσπιστεί για την αξία ενός ποιητή ή την αμφισβητεί ευθέως, είναι πιθανό η ευθύνη γι' αυτό να βαραίνει τον ίδιο τον συγγραφέα. Εξ ίσου καλά όμως μπορεί να βαραίνει και το κοινό. Ιδίως μάλιστα αν αυτό το τελευταίο έχει επαναπαυθεί σε μια χονδρική, απλουστευτική αντίληψη για το έργο του συγγραφέα, ώστε αυτή και μόνο να τον αποτρέπει από τον κόπο να την επαληθεύσει στην πράξη με τον μόνο τρόπο που έχει στη διάθεσή του: διαβάζοντάς τον. Τότε, πολλές φορές, η ετυμηγορία ότι ένας παλαιότερος ποιητής δεν έχει τίποτε πλέον να μας πει, αντί να είναι διαπιστωτική, γίνεται προτρεπτική. Εκβιάζει δηλαδή μιαν αντίδραση, την οποία επιβάλλει ασυζητητί ως φυσική και αυτονόητη.
Τώρα, σχετικά με τον Σικελιανό, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η απαρέσκεια ενός μέρους του αναγνωστικού κοινού δεν είναι πρωτογενής, αλλά από δεύτερο χέρι. Δεν εκπορεύεται δηλαδή από την αναστροφή με το έργο του, τη μόνη που θα δικαιολογούσε μια σταθμισμένη κρίση, αλλά ερείδεται σε μια σειρά από αρνητικά στερεότυπα που αποθαρρύνουν ήδη εξ αρχής κάθε απόπειρα επαφής με τον Λευκαδίτη και τον κόσμο του. Αυτό φαίνεται καθαρά αν αναλογιστεί κανείς ότι κριτικά κείμενα που να επιχειρούν να εκθέσουν με τρόπο τεκμηριωμένο και αναλυτικό τους λόγους αυτής της απαρέσκειας, είναι δυσεύρετα. Συνήθως, οι απαξιωτικές κρίσεις περί Σικελιανού, πρόχειρα και αφοριστικά όπως εκφέρονται, δεν αναπαράγουν παρά αμφίβολες κοινοτοπίες που το μόνο τους προσόν είναι ότι απαλλάσσουν τους εμπευστές τους από την υποχρέωση να μας τις εξηγήσουν. Δοκίμια όπως αυτά του Μπερλή, ανήκουν στις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
ΑΝ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ ενός ασκημένου αναγνώστη ότι ένας συγγραφέας δεν ικανοποιεί τις ανάγκες του, δεν επιδέχεται κατ' αρχάς αναίρεση, δεν ισχύει το ίδιο και για τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος εκλογικεύει την διαπίστωσή του αυτή, για τα επιχείρηματα δηλαδή με τα οποία την υποστηρίζει. Γιατί ο Μπερλής δεν περιορίζεται στη διάγνωση ότι το σικελιανικό έργο και το τρέχον ποιητικό γούστο τα χωρίζει μια διόλου ευκαταφρόνητη απόσταση. Επιπλέον, επιχειρεί να διερμηνεύσει αυτήν την απόσταση, γενεαλογώντας τα αίτια και τις απαρχές της. Αυτά τα τελευταία τα εντοπίζει στο πέρασμα από την ποίηση των ρομαντικών σε εκείνη των μοντερνιστών. Δι' αυτής της οδού, η απόσταση μεταξύ Σικελιανού και μέσου σημερινού αναγνώστη, αποκτά κατά κάποιον τρόπο μιαν επίσημη γραμματολογική επικύρωση. Ένα ζήτημα πρώτα απ' όλα γούστου εξηγείται με την γλώσσα της ιστορικής νομοτέλειας:
"για πολλές δεκαετίες, κυριάρχησε απολύτως στα ποιητικά πράγματα ο μοντερνισμός, επιβάλλοντας τα δικά του κριτήρια ποιητικών αξιών και διαμορφώνοντας την ευαισθησία πολλών γενεών αναγνωστών και κριτικών. Μοιραία συνέπεια [εγώ υπογραμμίζω, Κ.Κ.] η υποτίμηση, η σχεδόν εξαφάνιση, των ρομαντικών ποιητών και, συνακόλουθα, κάθε μεγαλόσχημης, ανατατικής, υψηλόφρονης, υψηλόφωνης ή και ακραιφνώς λυρικής ποίησης. Στο αυχμηρό περιβάλλον της νεωτερικής ποίησης, των χαμηλών τόνων, του ρεαλισμού, της αυτοσυνειδησίας, της υποψίας, της αδυναμίας, πάνω απ' όλα της ειρωνείας, ο Σικελιανός δεν είχε θέση."
Η διάκριση αυτή μεταξύ ρομαντικών και νεωτερικών ποιητών, απόλυτη όπως παρουσιάζεται, μου φαίνεται άκρως προβληματική. Πρώτα απ' όλα διότι συνδέει μεταξύ τους πράγματα που, κατ' αρχήν τουλάχιστον, θα έπρεπε να μείνουν ασύνδετα. Την περιγραφή των κυριότερων γνωρισμάτων δύο μεγάλων περιόδων της δυτικής λογοτεχνίας, αφ' ενός, και την συγκριτική τους αξιολόγηση, αφ' ετέρου. Ακόμη και αν υποθέσουμε προς στιγμήν ότι οι νεωτερικοί και οι ρομαντικοί είναι τέτοιοι όπως μας τους περιγράφει ο Μπερλής –πράγμα διόλου αυτονόητο, όπως θα δείξω–, γιατί ο σημερινός αναγνώστης πρέπει να χαρίσει την προτίμησή του αποκλειστικά στους πρώτους και να αποστραφεί τους ποιητικούς τους προγόνους; Έχουμε πάψει άραγε να διαβάζουμε τον Πούσκιν ή τον Σολωμό ή τον Νοβάλις επειδή υπήρξαν ρομαντικοί; Ο Κάλβος, ο Χαίλντερλιν, ο Ουίτμαν, ποιητές το δίχως άλλο υψηλόφρονες, μεγαλόστομοι, κάποτε και στομφώδεις, και ρητορικοί, έχουν αποκλειστεί από τον αναγνωστικό μας κανόνα; Ή μήπως, αντίθετα, ήταν ακριβώς οι κριτικοί και οι αναγνώστες του νεωτερικού 20ου αιώνα που τους ανέβασαν στο αποκορύφωμα της φήμης τους; Και τι πρέπει να πούμε για δημιουργούς των οποίων η κοσμοεικόνα τυχαίνει να βρίσκεται στους αντίποδες της δικής μας; Έχει απαξιωθεί η αγιογραφική τέχνη ενός Ρουμπλιώφ, η θρησκευτική μουσική ενός Μπαχ, η ποίηση ενός Δάντη επειδή η εποχή μας είναι εποχή αθεϊστών ή αγνωστικιστών;
Κανείς φυσικά δεν ισχυρίζεται πως σ' ό,τι αφορά τις μορφολογικές του συμβάσεις ο 'Αγγελος Σικελιανός είναι συγγραφέας νεωτερικός. Κάθε άλλο. Ο Σικελιανός επέλεξε να μείνει πιστός σ' έναν τρόπο γραφής κατά μία περίοδο που αυτός έδινε τη θέση του σ' έναν καινούργιο. Η απόφασή του εκείνη αναντίρρητα έβλαψε την υστεροφημία του, αφού τον αποξένωσε από μια μεγάλη μερίδα του μεταπολεμικών ομοτέχνων του. Ωστόσο, το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για πάμπολλους άλλους σπουδαίους συγγραφείς που υπήρξαν σύγχρονοί του. Ο τεχνοτροπικός "συντηρητισμός" του Τόμας Μανν, φέρ' ειπείν, είναι ένα καλό τέτοιο παράδειγμα. Ακόμη και σήμερα, ιδίως σήμερα, πολλοί νέοι Γερμανοί συγγραφείς δεν χάνουν ευκαιρία να τονίζουν επιδεικτικά την τεράστια απόσταση που υποτίθεται ότι χωρίζει τον Μανν από τους τρόπους της νεωτερικής πεζογραφίας. Η σκοπιμότητα μιας τέτοιας δήλωσης είναι βεβαίως διάφανη: να υπονοηθεί ότι το έργο του Μανν είναι αισθητικά απαρχαιωμένο, και ότι μόνο οι μοντερνιστές –και οι σημερινοί τους συνεχιστές– είναι πράγματι σε θέση να εκφράσουν αυθεντικά την εποχή μας. Το ίδιο διάφανη είναι όμως και η ματαιότητά της. Στα μάτια του απροκατάληπτου αναγνώστη, ο Μανν παραμένει με απόσταση όχι μόνο ο κορυφαίος γερμανόφωνος πεζογράφος του 20ου αιώνα, αλλά και ο χαρακτηριστικότερος εκφραστής του.
Παραδείγματα τέτοια, πεζογράφων ή ποιητών που μολονότι δεν υπήρξαν νεωτερικοί εξέφρασαν τις πνευματικές περιπέτειες του 20ου αιώνα βαθύτερα και αυθεντικότερα από πλείστους όσους μοντερνιστές, έχουμε αρκετά: από τον Κνουτ Χάμσουν ώς τον Ρόμπερτ Φροστ και από τον Νίκο Καζαντζάκη ώς τον Νίκο Καββαδία. Όλα τους αποδεικνύουν το προφανές: ότι η εξίσωση μοντέρνος ίσον μοντερνιστής είναι πλαστή. Αληθινά σύγχρονος, πράγματι επίκαιρος και "χρηστικός", δεν είναι απαραίτητα ο νεωτερικός, αλλά ο καλός συγγραφέας, ανεξαρτήτως αισθητικής εντάξεως και σχολής.
Με τα παραπάνω δεν θέλω διόλου να υποβαθμίσω τις αναγνωστικές δυσκολίες που εκ των πραγμάτων προκύπτουν όταν κανείς καταπιάνεται με ένα λογοτεχνικό έργο γραμμένο σε τεχνοτροπία και γλώσσα παλαιότερη της σημερινής. Ιδίως στον χώρο τον ποιητικό, είναι προφανές ότι το να γράφει κανείς στο τρέχον και κατά τεκμήριο οικειότερο ιδίωμα διευκολύνει την διάδοση του έργου του. Αντιθέτως, ένας ποιητής που το έργο του είναι γραμμένο σε ιδίωμα παλαιότερης εποχής, απαιτεί από τον αναγνώστη του μια κάποια προετοιμασία, μια προπαίδευση. Ο αναγνώστης που θα πάρει στα χέρια του τον Λυρικό λόγο, λ.χ., θα πρέπει να είναι κάπως εξοικειωμένος (ή θα πρέπει να έχει τη διάθεση να εξοικειωθεί) με τους τρόπους της παραδοσιακής προσωδίας. Επιπλέον θα πρέπει να είναι δεκτικός, τουτέστιν απαλλαγμένος από προλήψεις και εύκολους απορριπτισμούς, απέναντι στους εκφραστικούς τρόπους της παλαιότερης δημοτικής. Τέλος, θα πρέπει να έχει μια κάποια γνώση για τα πρόσωπα και τα πράγματα, τις ιδέες και τα προβλήματα που απασχόλησαν τον ποιητή, ώστε να μπορεί να προσανατολίζεται με σχετική ασφάλεια στο έργο του.
Όμως, όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τον Σικελιανό. Ισχύουν, σε διάφορο κάθε φορά βαθμό, για όλους τους παλαιότερους συγγραφείς μας, από τον Κορνάρο ώς τον Βιζυηνό, και από τον Κοραή ώς τον Παλαμά – για να μην αναφέρω καν εκείνους της αρχαίας ή της μεσαιωνικής περιόδου. Όσο πιο μεγάλη η απόσταση –γλωσσική, μορφολογική, πραγματολογική– από ένα κείμενο, τόσο πιο απαραίτητη γίνεται η κριτική διαμεσολάβηση. Πόσο προσιτά θα ήταν, λ.χ., στον σημερινό αναγνώστη τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη, χωρίς τον υπομνηματισμό που συνοδεύει τις στερεότυπες εκδόσεις του έργου του;
Αναφέρω τον Καβάφη, διότι σε αντίθεση με τη δική του περίπτωση, χρειάστηκε να παρέλθει μισός και πλέον αιώνας ώσπου να δούμε μία έκδοση σικελιανικού έργου σχολιασμένη. Για τον λόγο αυτό, δεν είμαι διόλου βέβαιος για το ποια υπήρξε η αληθινή σειρά των πραγμάτων. Ήταν άραγε το ευρύ κοινό που αποστράφηκε τον Σικελιανό, και απέτρεψε εντέλει κριτικούς και εκδότες από το ασχοληθούν συστηματικότερα με το έργο του; Ή μήπως είναι, αντίθετα, οι βαθιά εδραιωμένες προκαταλήψεις της μεγαλύτερης μερίδας της ελληνικής κριτικής των τελευταίων δεκαετίων που άφησαν τον Σικελιανό χωρίς την αναγκαία εκείνη υποστύλωση, η οποία θα καθιστούσε το έργο του οικειότερο στο ευρύ κοινό; Και που επιπλέον ευθύνονται για την διάδοση της απωθητικής εικόνας ενός ποιητή, του οποίου το έργο υποτίθεται ότι δεν έχει τίποτα να πει στον νεώτερο αναγνώστη.
Όπως και να 'χει το πράγμα, είμαι της γνώμης ότι, για λόγους αν μη τι άλλο παιδαγωγικούς, οι όποιες δυσκολίες δεν πρέπει να υπερτονίζονται. Η κριτική οφείλει να επισημαίνει τα στοιχεία που στηρίζουν την επικαιρότητα ενός έργου, και όχι εκείνα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να την αναιρούν. Ειδάλλως, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι η ενασχόληση με τους συγγραφείς των παλαιότερων εποχών είναι προνόμιο αποκλειστικό των ειδημόνων. Ή σαν να δικαίωνουμε όσους έχουν βαλθεί να απογυμνώνουν τον Ροΐδη και τον Παπαδιαμάντη από το πολυτιμότερο στοιχείο της τέχνης τους, τη γλώσσα, διατεινόμενοι ότι μόνον έτσι, μεταμφιέζοντάς τους στη "δημοτική", μπορούν να τους κάνουν προσιτούς στους νέους αναγνώστες [...]
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Άρης Μπερλής, "Σικελιανός και Καβάφης: Επικαιρότητα και χρήση της ποίησής τους", περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1781, Σεπτέμβριος 2005, σ. 359-366
Πρόδρομη δημοσίευση από το δοκίμιο "Ο Σικελιανός κι εμείς".
Βλ. ακόμη: — Ἐνα γεγονός: Το "Αντιδωρο" του Σικελιανού σε νέα έκδοση
[ 6. 8. 2006 ] |
|
|
|