|
Κ.Π. Καβάφης: Μια επιτυχία όχι ανεξήγητη |
Μνήμη Ηλία Λάγιου
ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ ήδη εξ αρχής: η μεγάλη απήχηση της ποίησης του Κ. Π. Καβάφη στο εξωτερικό οφείλεται στην ασυνήθιστη λογοτεχνική της ποιότητα. Ωστόσο, από μόνη της η λογοτεχνική ποιότητα σπανίως επαρκεί ώστε να εξασφαλίσει σ' έναν συγγραφέα την διεθνή καταξίωση. Καθοριστική είναι η συνέργεια και άλλων, εξωλογοτεχνικών, παραγόντων – είτε αυτοί είναι συγκυριακοί είτε μονιμότεροι.
Στην περίπτωση του Καβάφη, τέσσερις από αυτούς μου φαίνονται οι σπουδαιότεροι. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ευμετάφραστο του έργου του. Μολονότι στην Ελλάδα συνηθίζουμε να υπερτονίζουμε τις γλωσσικές και στιχουργικές ιδιοτροπίες του Αλεξανδρινού, στην πράξη αυτές δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα τις μεταφράσεις του. Έτσι, ακόμη και η μετριότερη απόδοση των ποιημάτων του επιτελεί τον σκοπό της, στο μέτρο που επιτρέπει στον ξενόγλωσσο αναγνώστη να παρακολουθήσει απρόσκοπτα τον αφηγηματικό τους πυρήνα: το story. Αν αναλογιστούμε το πλήθος των γλωσσικών και τεχνοτροπικών δυσκολιών που καλούνται να υπερνικήσουν οι μεταφραστές των περισσότερων άλλων κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών, είναι προφανές ότι στο σημείο αυτό ο Καβάφης πλεονεκτεί και ότι θα πλεονεκτεί και στο μέλλον.
Ο δεύτερος λόγος της απήχησης του Καβάφη πρέπει να αναζητηθεί στην σημερινή δεσπόζουσα θέση της αγγλικής γλώσσας διεθνώς. Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και αξιολογούμε την παγκόσμια λογοτεχνία, ιδίως εκείνην του 20ου αιώνα. Και τούτο όχι μόνο επειδή οι αγγλόφωνοι συγγραφείς αποκτούν εκ των πραγμάτων μια θέση δυσανάλογα προβεβλημένη στον παγκόσμιο κανόνα. Αλλά επειδή και από τους αλλόγλωσσους συγγραφείς οικουμενική φήμη φαίνεται να απολαμβάνουν όχι όσοι είναι πράγματι αντιπροσωπευτικοί των εθνικών τους λογοτεχνιών, αλλά όσοι τυχαίνει να χωρούν στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του αγγλόφωνου κοινού [1]. Ο Καβάφης είναι μια τυπική τέτοια περίπτωση. Έλληνας της διασποράς που έζησε στο Λίβερπουλ και το Λονδίνο από τα εννιά ώς τα δεκατέσσερά του χρόνια, που ποτέ δεν έπαψε να μιλάει την μητρική του γλώσσα με μια ελαφρά αγγλική προφορά, που έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και αρκετές από τις κατοπινότερες σημειώσεις του απ' ευθείας στην γλώσσα του Σαίξπηρ, και που ακόμη και σήμερα είναι γνωστός στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο με μια εξαγγλισμένη εκδοχή του επωνύμου του, ο Αλεξανδρινός είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της βρεταννικής του ανατροφής. Το ίδιο και το έργο του: Η εμπειρική σκέψη· ο ιστορικός πραγματισμός· η προσήλωση στο common sense· η δυσπιστία προς τις μεγάλες ιδέες και τους "πολιτικούς αναμορφωτές"· η κοσμοπολίτικη αύρα, χαρακτηριστική σε κάθε όψιμη αυτοκρατορία, είτε αυτή έχει κέντρο της την Αλεξάνδρεια των Λαγιδών είτε το βικτωριανό και γεωργιανό Λονδίνο· ο κραυγαλέος ηδονισμός – ως αντίστροφη όψη ενός εσωτερικευμένου πουριτανισμού· η αφ' υψηλού ειρωνεία, προσφιλές όπλο του gentleman· ο αισθητισμός της παρακμής, ακόμη και ένας κάποιος δανδισμός: νά μερικά μόνο από τα "βρεταννικά" γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης που διευκόλυναν την διάδοσή της στις αγγλοσαξωνικές χώρες και, με εφαλτήριο αυτές, στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο τρίτος λόγος συνδέεται με τον σημερινό θρίαμβο του συναισθηματικού βιογραφισμού ως κριτηρίου αξιολογικού των λογοτεχνικών έργων. Πρόκειται για μια μετάλλαξη του παλαιού ρομαντικού μύθου που θέλει τον ποιητή οπωσδήποτε πάσχοντα, περιθωριακό, κατατρεγμένο ή έστω παραγνωρισμένο – εν ολίγοις: θύμα. Όπου μάλιστα ο δημιουργός τείνει και προς τον εκθεατρισμό των ιδιωτικών του παθών, προσδίδοντας στα κείμενά του χαρακτήρα εκμυστήρευσης και αυτοέκθεσης (outing), τότε το κριτήριο αυτό επισκιάζει συνήθως οτιδήποτε άλλο [2]. Στην τρέχουσα χρήση του ο συναισθηματικός βιογραφισμός συνοδεύεται συνήθως από ισχυρές δόσεις πολιτικού καθωσπρεπισμού (political correctness), αφού η αποθέωση του πολυβασανισμένου καλλιτέχνη ακολουθείται κατά πόδας από το απαραίτητο κήρυγμα υπέρ της ανοχής, της πολυπολιτισμικότητας, του σεβασμού στη διαφορά κ.ο.κ. Σε τρεις κυρίως ομάδες αναζητεί ο συναισθηματικός βιογραφισμός τα ινδάλματά του: στους αυτοκτόνους, στους Εβραίους, στους ομοφυλόφιλους. Και δεν χρειάζεται εδώ να υπομνήσουμε πόσο συνετέλεσε ο ομοερωτισμός του Καβάφη στη διεθνή προβολή του έργου του. Αρκεί κανείς να διατρέξει τον μακρύ κατάλογο των μεταφραστών, των σχολιαστών και των επώνυμων θαυμαστών του διεθνώς. Η προσδοκία μιας "τελειωτέρας κοινωνίας", ανεκτικότερης στα σεξουαλικά της ήθη, ο ισχυρισμός ότι η "εμορφιά των ανωμάλων έλξεων" είναι ανώτερη των νόμιμων "ερώτων της ρουτίνας", η δοξολόγηση των "ανδρείων της ηδονής", οι διαμαρτυρίες κατά της "τρεχάμενης ηθικής" αποτέλεσαν ασφαλώς ήδη εξ αρχής ιδιαίτερο θέλγητρο για μια συγκεκριμένη μερίδα αναγνωστών. Το αργότερο από την έκδοση του βιβλίου του Ντομινίκ Φερναντέζ για την ιστορία της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, ο Καβάφης μπορεί να θεωρείται πλέον και επίσημα ήρωας του κινήματος της σεξουαλικής χειραφέτησης – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υστεροφημία του.
Τέλος, η εκτόξευση του Καβάφη στο λογοτεχνικό στερέωμα συμβαδίζει με μια γενικότερη αλλαγή που σημειώθηκε στον χώρο της ποίησης, αλλά και των λοιπών τεχνών, τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για τον σταδιακό παραγκωνισμό από την τρέχουσα ποιητική γλώσσα του δημόσιου, υψηλού και οραματικού λόγου. Η μεταβολή αυτή, της οποίας τα αίτια είναι ποικίλλα, συρρίκνωσε δραστικά την εικόνα μας για το τι είναι "ποιήση", αφού την ταύτισε ουσιαστικά με έναν τρόπο έκφρασης όλο και περισσότερο υπαινικτικό, διανοητικό και εσωστρεφή. Οι συνέπειες είναι γνωστές. Το αρχέτυπο του poeta vates, νεωτερικές μορφές του οποίου υπήρξαν τόσο ο "εθνικός ποιητής" και ο poète engagé, αφ' ενός, όσο και –ώς έναν βαθμό– ο poète avantgardiste, αφ' ετέρου, εγκαταλείφθηκε. Τη θέση του ποιητή-προφήτη, που απευθύνεται προγραμματικά στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο, κατέλαβε σταδιακά ο poets poet, δηλαδή ο συγγραφέας που γράφει για την κλειστή συντεχνία. Την επίγνωση ότι "ο λόγος ωθεί" (Ά. Μπερλής) διαδέχθηκε ο γλωσσικός σκεπτικισμός. Η μαχόμενη σάτιρα, η επίκαιρη θεματογραφία, η ηθικοπολιτική στράτευση υποχώρησε χάριν της ειρωνικής αποστασιοποίησης, του ηθολογικού ρεπορτάζ και της ουδέτερης ανθρωπογνωσίας. Σε αντίθεση προς όλους σχεδόν τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές, από τον Κάλβο ώς τον Σικελιανό κι από τον Ελύτη ώς τον Αναγνωστάκη, οι οποίοι ακολουθούν το πρώτο, το κλασσικό ρεύμα, ο Καβάφης προοιωνίζεται σε μεγάλο μέρος του έργου του την τρέχουσα conditio poetica. Η στάση του είρωνος υπομνηματιστή που διασκεδάζει εκ του ασφαλούς με τα παθήματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας, δικαιώνει στα μάτια των περισσότερων σημερινών ομοτέχνων του, Ελλήνων και ξένων εξίσου, την κρατούσα αντίληψη για την χρήση και τις δυνατότητες της ποιητικής ομιλίας. 'Αρα δεν είναι παράδοξο ότι τον θαυμάζουν.
Η φύση των πραγμάτων το θέλει ώστε κάθε εποχή να αποδίδει διαχρονική αξία στις αισθητικές της προτιμήσεις. 'Ετσι οι κριτικοί, ενώ δεν χάνουν ευκαιρία να μεμφθούν αυστηρότατα τους προγεγεννημένους επειδή αποτόλμησαν να "υπερτιμήσουν" ή να "υποτιμήσουν" τον τάδε ή τον δείνα ποιητή, τις δικές τους επιλογές τις θεωρούν αυτονόητα τελεσίδικες. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η θέση του καβαφικού έργου στον διεθνή κανόνα είναι σήμερα ιδιαίτερα υψηλή, ιδίως αν αναλογιστούμε την εμβέλεια της γλώσσας στην οποία αυτό γράφτηκε. Όμως η επιτυχία αυτή, αν τοποθετηθεί στα συμφραζόμενά της, δεν είναι ανεξήγητη. Εξίσου λίγο ανεξήγητη θα είναι αύριο και μια εξασθένιση της ακτινοβολίας του, αν οι συνθήκες μεταβληθούν. Μια νεώτερη γενιά ποιητών, φέρ' ειπείν, που "δεν θα την ανιά η υγεία" (Οδ. Ελύτης) ή που δεν θα αναζητά τα θέματά της αποκλειστικά στη "φθορά", την "παρακμή" και την "διαστροφή", θα ήταν λογικό να δει τον Καβάφη με άλλο μάτι – λιγότερο ευνοϊκό. Μια τέτοια γενιά ίσως ξαναέπαιρνε τοις μετρητοίς την κοφτή δυσπιστία του Νίκου Γκάτσου. Ο τελευταίος, θυμίζω, δεν έβλεπε στον Αλεξανδρινό παρά ένα "παράδειγμα προς αποφυγήν".
Πάντως, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, μπορούμε να εικάσουμε ότι η αδιαμφισβήτητη ποιότητα της ποίησης του Καβάφη, σε συνδυασμό με την ευμετάφραστη γλώσσα της, όπως είπαμε, και την ενδεχόμενη επανεκτίμηση ορισμένων αφανών σήμερα πλευρών της, θα διατηρήσουν το όνομά του Αλεξανδρινού ανάμεσα στα αξιοσημείωτα του 20ου αιώνα. Ωστόσο, έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι το ζήτημα της απήχησης του Καβάφη στο εξωτερικό δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνο της προβολής της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο θα είχε νόημα αν ο Καβάφης ήταν ποιητής αντιπροσωπευτικός, αν το έργο του δηλαδή παρείχε στον ξενόγλωσσο αναγνώστη μια εικόνα πρόσφορη ώστε μέσω αυτής να μπορεί να κατανοήσει τι είναι και τι επεδίωξε να γίνει η ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων δύο αιώνων. Όμως τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Καθώς ο Καβάφης στέκει απομονωμένος στη νεώτερη ποίησή μας, χωρίς προδρόμους ή επιγόνους, η μοναχική προβολή του στην αλλοδαπή αντί να τρέφει το ενδιαφέρον των ξένων αναγνωστών για την νεώτερη ελληνική λογοτεχνική παράδοση, όχι σπάνια το αποπροσανατολίζει. Επαναλαμβάνεται δηλαδή και εδώ το προηγούμενο του Νίκου Καζαντζάκη, ενός άλλου συγγραφέα ελάχιστα αντιπροσωπευτικού της νεότερης λογοτεχνίας μας. Όπως καλά ξέρουμε, η φήμη του τελευταίου στο εξωτερικό όχι μόνο δεν διευκόλυνε την επαφή των ξένων αναγνωστών με την ελληνική πεζογραφία, αλλά αντίθετα, καλλιεργώντας ψευδείς προσδοκίες ως προς την αληθινή φυσιογνωμία της, συνέτεινε τελικά στην αφάνειά της. Συναφές παράδειγμα εδώ είναι η μεταπολεμική φήμη του Φερνάντο Πεσσόα. Εξαιτίας της, παραμένουν μέχρι σήμερα ουσιαστικά άγνωστοι έξω από την χώρα τους όλοι σχεδόν οι σημαντικοί Πορτογάλοι ποιητές του 20ου αιώνα.
Επιπλέον, η διεθνής καταξίωση του Καβάφη, και η αδιαφόριστη επανεισαγωγή της στο εσωτερικό, ενέχει κινδύνους αποπροσανατολισμού και για τον Έλληνα αναγνώστη. Ιδίως για τους Έλληνες συγγραφείς και κριτικούς, που ως εκπρόσωποι μιας λογοτεχνίας ελάχιστα διαδεδομένης έξω από τα σύνορα της χώρας είναι μαθημένοι να πιστεύουν ότι ο υπόλοιπος κόσμος τούς αγνοεί, ο πειρασμός να αρχίσουν να κατανοούν τον εαυτό τους με ξένα μάτια είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Ό,τι ποθούμε πολύ αλλά δεν κατορθώνουμε να το αποκτήσουμε, τείνουμε πάντοτε να το υπερεκτιμούμε. Και αν συμβεί να μας το παραχωρήσουν έστω και άπαξ, η ευφορία που μας προκαλεί η σπανιότητα της επιτυχίας, παίρνει αφύσικες διαστάσεις. Αλλιώς δεν εξηγείται όλος αυτός ο υπερβάλλων ζήλος με τον οποίο, δεκαετίες τώρα, καταλογογραφούμε και αποδελτιώνουμε φιλόπονα και την παραμικρή απήχηση του έργου του Αλεξανδρινού στην Εσπερία και αλλαχού, ζήλος που τείνει τελευταία να λάβει διαστάσεις πλημμυρίδος. Δρα κι εδώ φαίνεται το κίνητρο της συλλογικής ταύτισης με την ατομική επιτυχία, όπως το γνωρίσαμε στον αθλητισμό· και δη πολλαπλασιαστικά, αφού όσο σπανιότερος ο θρίαμβος, τόσο πιο φρενήρης ο ενθουσιασμός. Από την άλλη: για μια χώρα με ελλειμματικό πολιτιστικό ισοζύγιο, ακόμη και η υπερεκμετάλλευση ενός από τα λίγα επιτυχή εξαγωγικά προϊόντα της ίσως να μην είναι αθέμιτη.
Αλλού, σε εθνικές λογοτεχνίες των οποίων οι εκπρόσωποι διακρίνονται από βαθύτερη αυτογνωσία και εδραιότερη αυτοπεποίθηση, το φαινόμενο δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Ούτε οι Αμερικανοί εντυπωσιάστηκαν ποτέ ιδιαίτερα από τον σφοδρό έρωτα των Γάλλων συμβολιστών για τον Πόε, ούτε οι Ρώσσοι αποθαρρύνθηκαν από την αδυναμία των ξένων να συμμεριστούν τον θαυμασμό τους για το μεγαλείο του Πούσκιν. "Για πόσους είναι ζωντανός ο Κορνέιγ και ο Ρακίνας στην Αγγλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες· ποιος υπολογίζει το ανάστημα του Middlemarch της Τζωρτζ Έλιοτ στη Γαλλία· ποιος, πέρα από μια χούφτα ποιητές και ειδικούς εκτός Γερμανίας και Ιταλίας, δοκιμάζει τα δώρα που έφτιαξαν για την ανθρωπότητα ο Χαίλντερλιν και ο Λεοπάρντι;" αναρρωτιέται χαρακτηριστικά ο Τζωρτζ Στάινερ. Και ο κατάλογος των κορυφαίων συγγραφέων που παραμένουν εγκλωβισμένοι εντός των ορίων της γλώσσας τους θα μπορούσε να μακρύνει πολύ. Ότι σ' αυτόν τον κατάλογο ανήκει και η πλειονότητα των κορυφαίων Ελλήνων, με πρώτους ανάμεσά τους τον Δ. Σολωμό και τον Αλ. Παπαδιαμάντη, είναι πράγμα αναντίρρητα λυπηρό, όχι όμως και αφύσικο. Έτσι κι αλλιώς, το σύστημα των "λογοτεχνικών εισαγωγών-εξαγωγών", όπως θα έλεγε και πάλι ο Στάινερ, δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα αξιόπιστο στην αποτίμηση των πραγματικών μεγεθών. Στην περίπτωση των νεοελληνικών γραμμάτων, ο Καβάφης δεν είναι παρά η ευχάριστη εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον πικρό κανόνα.
Απόσπασμα ομιλίας που εκφωνήθηκε στα "Καβάφεια 2005" (Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Οκτώβριος 2005).
Πρώτη δημοσίευση: περ. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τχ. 145-146, Νοέμβριος-Ιανουάριος 2006
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι οποίες, ας σημειωθεί εδώ, κάθε άλλο παρά ευρύχωρες μπορούν να θεωρούνται. Πουθενά στον Δυτικό κόσμο δεν είναι τόσο καταθλιπτικά μικρό το ποσοστό των μεταφράσεων, ο αριθμός των γλωσσομαθών, το ενδιαφέρον για τον ξένο κινηματογράφο κ.ο.κ., όσο στις ΗΠΑ και τη Βρεταννία. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι αυτός ο αυτάρεσκος επαρχιωτισμός ("αβδηριτισμό" θα τον έλεγε ο Βήλαντ), προβάλλεται και επιβάλλεται παγκοσμίως, ελέω των μηχανισμών του "ελεύθερου εμπορίου", ως αξιομίμητο πρότυπο κοσμοπολιτισμού.
[2] Εννοείται ότι το κριτήριο αυτό δρα και αντίστροφα, ήτοι απαξιωτικά για όσους συγγραφείς έχουν την ατυχία να μην μπορούν να διεκδικήσουν το φωτοστέφανο του "καταραμένου" ή του "αιρετικού". Έτσι, με γνώμονα τα ατυχή περιστατικά του βίου του και μόνον, ο Χαίλντερλιν θεωρείται αυτονοήτως "περισσότερο ποιητής" από τον Γκαίτε, ο Μπωντλαίρ από τον Ουγκώ, ο Καρυωτάκης από τον Παλαμά κ.ο.κ. Ιδιαίτερα συχνές είναι οι επιθέσεις εναντίον όσων λογοτεχνών είχαν την απρονοησία να αποκτήσουν ενόσω ακόμη ζούσαν ευρεία κοινωνική αναγνώριση, αποσπώντας φέρ' ειπείν σημαντικά βραβεία. Οι μομφές, λ.χ., που αναρριπίζονται κάθε τόσο εναντίον του Τ. Μανν, του Τ.Σ. Έλιοτ και του Γ. Σεφέρη είναι αποστομωτικά όμοιες: εξουσιομανία, υπονόμευση των ομοτέχνων, μικροφιλοδοξία και παραγοντισμός. Σ' ένα τελικό στάδιο, ο συναισθηματικός βιογραφισμός υποκαθιστά κάθε έννοια λογοτεχνικής κριτικής με μια διαρκή πλειοδοσία βασάνων – κεντρίζοντας την έφεση των αναγνωστών προς την οδυνοβλεψία και εθίζοντάς τους να απαιτούν όλο και περισσότερα.
[ 31. 7. 2006 ] |
|
|
|