Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Ποια Ευρώπη ;
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ









I. ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΧΩΡΙΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ


Η έκφραση είναι βέβαια τετριμμένη, παραμένει ωστόσο αναντικατάστατη: Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2004 να παραχωρήσει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Τουρκία, υπήρξε απ' όλες τις πλευρές μια "απόφαση-ορόσημο", μια "απόφαση-σταθμός". Κι αυτό όχι επειδή η υποψηφιότητα της γείτονος έχει έτσι κι αλλιώς το δικό της ξεχωριστό βάρος ανάμεσα στα τρέχοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αλλά, αντίθετα, επειδή τα υπερβαίνει τόσο ώστε να μας αποδεικνύει διά της αντιπαραβολής πόσο αμελητέα είναι εντέλει αυτά.

Απλουστεύοντας κάπως, θα παρατηρούσαμε ότι η αποδοχή της τουρκικής υποψηφιότητας στηρίχθηκε στην σύμπραξη τριών μερίδων, τριών διακριτών τάσεων απ' αυτές που δρουν στους κόλπους της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στην πρώτη από αυτές συνασπίζονται οι λεγόμενοι ευρωσκεπτικιστές. Πρόκειται για όλους εκείνους όσοι ουδέποτε πείστηκαν ότι η δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής συμπολιτείας μπορεί να αποβεί σε όφελος των χωρών τους. Οι εκπροσώποι αυτής της πτέρυγας, όπου παραδοσιακά προεξάρχουν οι Βρετανοί, δεν έκρυψαν ποτέ ότι η είσοδος στην Ένωση μιας μεγάλης και εκ των πραγμάτων δυσαφομοίωτης ασιατικής χώρας είναι ευπρόσδεκτη, ακριβώς επειδή θέτει ανυπέρβλητα προσκόμματα στη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με δεδομένο τον συσχετισμό δυνάμεων στην ήπειρο, φοβούνται, μια τέτοια ολοκλήρωση προωθεί συμφέροντα χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία και οδηγεί στην περιθωριοποίηση των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών. Για παρόμοιους λόγους, οι ίδιοι υποστηρίζουν σθεναρά την διατήρηση της αμερικανικής παρουσίας στην γηραιά ήπειρο.

Σε αντίθεση με διάφορες απόψεις του συρμού –νωπές είναι ακόμη οι παιδαριώδεις αιτιάσεις του ελληνικού τύπου εις βάρος όσων "αμερικανόδουλων" Ευρωπαίων ηγετών τάχθηκαν υπέρ της εισβολής στο Ιράκ–, ευρωσκεπτικισμός και ατλαντισμός έχουν και σοβαρή πολιτική θεμελίωση και βαθιές ιστορικές ρίζες. Στην περίπτωση της Βρετανίας, η αποτροπή της δημιουργίας μιας Δύναμης που θα ελέγχει το σύνολο της ηπειρωτικής Ευρώπης συνιστά το πρώτιστο μέλημα της εξωτερικής της πολιτικής, το αργότερο από την εποχή της Ελισάβετ Α'. Η αντίληψη αυτή είναι τόσο βαθιά εμπεδωμένη στη συνείδηση των Βρετανών ώστε η αντίσταση εναντίον της "γραφειοκρατίας των Βρυξελλών" να επευφημείται ενίοτε ως συνέχεια των μεγάλων πατριωτικών αγώνων κατά του Φιλίππου Β', του Ναπολέοντα, του Χίτλερ ή του Στάλιν. Ανάλογα είναι και τα αίτια της στάσης κρατών όπως η Πολωνία και η Τσεχία. Κατ' επανάληψιν θύματα του γερμανικού επεκτατισμού, έχοντας μόλις αποσείσει την σοβιετική επικυριαρχία δεκαετιών, οι χώρες αυτές έχουν ασφαλώς λόγους να ανησυχούν μήπως περιπέσουν σε νέα σχέση εξάρτησης.

Η δομική ανεπάρκεια του ευρωσκεπτικισμού είναι ότι προοικονομεί το μέλλον κρίνοντας αποκλειστικά από το παρελθόν. Έτσι οι θιασώτες του δεν θέτουν το κρίσιμο ερώτημα: Σ' έναν κόσμο όπου η ισχύς δεν επιμερίζεται εξίσου σε τέσσερεις ή πέντε Μεγάλες Δυνάμεις, όπως τον 19ο αιώνα, αλλά μονοπωλείται από μία και μόνη Υπερδύναμη, τι είναι εντέλει επαχθέστερο για τα εθνικά τους συμφέροντα: Η επιρροή μιας ούτως ή άλλως αποδυναμωμένης και επιπλέον θεσμικά ελεγχόμενης Γερμανίας ή Γαλλίας, ή η εξάρτηση από μιαν όλο και πιο ανεξέλεγκτη Αμερική; Όσο οι ευρωσκεπτικιστές δεν διαθέτουν πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό, οι αντίπαλοί τους έχουν κάθε δικαίωμα να τους κατηγορούν για πολιτική αταβισμού και εξαρτημένων αντανακλαστικών.

Μολονότι εκπρόσωποί της δεν λείπουν και από τις τάξεις των εν ενεργεία πολιτικών, η δεύτερη μερίδα των οπαδών της τουρκικής ένταξης δεν οιστρηλατείται από τις ανάγκες της Realpolitik αλλά από τους δικούς της ευσεβείς πόθους. Ωστόσο η σπουδαιότητα του ρόλου της δεν πρέπει να υποτιμάται, αφού με δικά της κυρίως επιχειρήματα επιδιώκεται η αναστροφή του αρνητικού κλίματος που επικρατεί για την Τουρκία στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η ετερόκλητη αυτή πτέρυγα περιλαμβάνει ποικίλες τάσεις: Αριστερούς και προοδευτικούς κοσμοπολίτες που πιστεύουν ότι το μόνο πρόσκομμα για την ειρηνική συμβίωση όλων των φυλών και των θρησκευμάτων στην Γηραιά Ήπειρο είναι οι προκαταλήψεις των ιθαγενών Ευρωπαίων. Φιλελεύθερους αστούς που από τα ασφαλή προάστια όπου διαμένουν αδυνατούν να καταλάβουν γιατί η διαρκής εισρροή ξένων μεταναστών καταθορυβεί τα εργατικά στρώματα, ωθώντας τα προς τα πολιτικά άκρα. Θιασώτες της πολιτικής ορθοφροσύνης που θεωρούν αν μη τι άλλο άκομψη την ευθεία απόρριψη ενός κράτους καθυστερημένου, δεσποτικού και στρατοκρατούμενου. Όψιμους διαφωτιστές που έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους τη συμφιλίωση του Ισλάμ με την νεωτερικότητα. Για όλους αυτούς, η ένταξη της Τουρκίας δεν είναι μια απόφαση πολιτική, ούτε έχει να κάνει εντέλει με τις προοπτικές και την αντοχή του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: μια έμπρακτη αναγνώριση του 'Αλλου, ένας θρίαμβος της Ανοχής και του Πολυπολιτισμού, μια ηχηρή απάντηση σ' όσους προπαγανδίζουν το θεώρημα της σύγκρουσης των πολιτισμών.

Μολονότι στα λόγια αντιαμερικανοί, όλοι αυτοί δεν προβληματίζονται από το γεγονός πως σε ό,τι αφορά την τουρκική ένταξη οι θέσεις τους ταυτίζονται απολύτως με εκείνες της Ουάσιγκτον. Ούτε τους θορυβεί η διαπίστωση ότι το ευαγγέλιο της ανοχής, η επίκληση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η προαγωγή της δημοκρατίας είναι συνθήματα που προβάλλει κατά κόρον και ο αμερικανικός ηγεμονισμός. Και με τρόπο τόσο επείγοντα και ορμητικό μάλιστα, ώστε να μηχανεύεται για χάρη τους ακόμη και εισβολές, κατοχές, βασανιστήρια και στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ακόμη λιγότερο πείθει ο ισχυρισμός ότι η ένταξη μιας μωαμεθανικής χώρας σε μια μέχρι τώρα κλειστή "χριστιανική λέσχη", θα δράσει παιδαγωγικά προς όφελος της ανοιχτής κοινωνίας και των ιδεωδών της. Ακριβώς το αντίθετο αναμένεται να συμβεί. Το παράδειγμα των ίδιων των ΗΠΑ δείχνει πως ούτε το κοσμικό κράτος ούτε η συμβίωση πλήθους εθνοτήτων, θρησκειών και τρόπων ζωής στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την εντυπωσιακή άνοδο του προτεσταντικού φονταμενταλισμού. Αντιθέτως μάλιστα, την ευνόησαν, προξενώντας ιδεολογικές πολώσεις που φανάτισαν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Και είναι ειρωνικό να διαπιστώνει κανείς ότι ακριβώς οι δημοκρατικοί θεσμοί επιτρέπουν σήμερα στους ζηλωτές να διεκδικούν την πολιτική πλειοψηφία.

Ο κοινός παρονομαστής της τρίτης κατηγορίας των οπαδών της τουρκικής ένταξης είναι ο καιροσκοπισμός. Ανάμεσά τους θα συναντήσουμε δραστήριους επενδυτές και εμπορευόμενους που αδημονούν να εκπορθήσουν μιαν ακόμη ελεύθερη αγορά· Τεύτονες πολιτικούς που κολακεύουν τους εξ Ανατολίας ψηφοφόρους τους· Βαλκάνιους ηγήτορες που εξακολουθούν να πιστεύουν ακαταπόνητα στον κατευνασμό του τουρκικού επεκτατισμού, παρ' όλους τους εξευτελισμούς στους οποίους τους υποβάλλει τακτικότατα ο κατευναζόμενος γείτονας. Τέλος, τους αναγκαίους χαμαιλέοντες της στιγμής, τους δεξιοτέχνες της πολιτικής επιβίωσης που φροντίζουν πάντα να ακολουθούν το ρεύμα, συντασσόμενοι με την εκάστοτε πλειοψηφία και αφήνοντας τα δύσκολα για τους επόμενους. Δέκα ή δεκαπέντε έτη διαπραγματεύσεων φαντάζουν άλλωστε εξόχως ανακουφιστικά. Όπως ακριβώς η υπερθέρμανση του πλανήτη, το δημογραφικό, η μετανάστευση, έτσι και το ζήτημα της Τουρκίας παραπέμπεται στο φιλεύσπλαχνο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση: σε ώμους άλλων.

Ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής σε φυγόκεντρες τάσεις και ευκαιριακές συμμαχίες δεν είναι πράγμα πρωτόφαντο. Αυτό που είναι πρωτόφαντο στην περίπτωση της τουρκικής ένταξης είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση από το πολιτικό προσκήνιο της ΕΕ εκείνων των κεντρομόλων δυνάμεων που ώς χθες ακόμη εξασφάλιζαν τη συνοχή και υπαγόρευαν τον βηματισμό της. Εκείνων των δυνάμεων δηλαδή που από την εποχή των Ιδρυτών της επιζήτησαν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνέπεια κάθε φορά, την πολιτική χειραφέτηση της ηπείρου και την ισότιμη συμμετοχή της στα παγκόσμια δρώμενα. Οι τελευταίοι εκπρόσωποι αυτής της γραμμής, άνθρωποι όπως ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ' Εσταίν και ο Ζακ Ντελόρ, ο Χέλμουτ Σμιτ και ο Χέλμουτ Κολ, έχουν αποσυρθεί εδώ και καιρό από την ενεργό πολιτική. Με την αποστράτευσή τους, η Ευρώπη μοιάζει να έχει μείνει χωρίς Ευρωπαίους.

Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι όλοι αυτοί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και κάποτε με βίαιη έμφαση, πήραν θέση εναντίον της τουρκικής ένταξης. Ο Ζισκάρ ντ' Εσταίν μίλησε ευθέως για το "τέλος της Ευρώπης". Αν και πολλοί τον κατηγόρησαν για δραματικούς τόνους, και μόνο το γεγονός ότι μια τέτοια ένταξη συζητείται σήμερα σοβαρά, δείχνει ότι η Ευρωπαϊκή Ιδέα, όπως την γνωρίσαμε μεταπολεμικά, έχει ουσιαστικά εκπνεύσει. Οι συνέπειες αυτού του τέλους, συνέπειες πολιτικές αλλά και ηθικές και πνευματικές αξεχώριστα, μολύνουν ήδη την ατμόσφαιρα. Παρ' όλα αυτά, φαίνεται ότι δεν έχουν γίνει ακόμη ούτε κατ' ελάχιστον κατανοητές.


Πρώτη δημοσίευση:
εφ. H ΑΥΓΗ, Κυριακή, 3 Απριλίου 2005










II. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΔΕΑΣ


Στο άρθρο μου της 3ης Απριλίου σημείωνα σε τούτη τη στήλη ότι μια ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν είναι ένα απλό επεισόδιο στην πορεία της τελευταίας, αλλά σηματοδοτεί την εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ιδέας, όπως την γνωρίσαμε μεταπολεμικά. Αυτή η Ιδέα, υποστήριζα, είχε εξ αρχής σαφή και ορισμένο προσανατολισμό: την πολιτική χειραφέτηση της ηπείρου και την ισότιμη συμμετοχή της στα παγκόσμια δρώμενα. Με τα λόγια του ντε Γκωλ: την οικοδόμηση μιας "ευρωπαϊκής Ευρώπης". Tουτέστιν όχι μιας Ευρώπης γενικώς και αορίστως ειρηνικής, φιλάνθρωπης και ευημερούσας, αλλά μιας Ευρώπης απαλλαγμένης από την ξένη, αμερικανική και σοβιετική, κηδεμονία.

Η διευκρίνιση αυτή έχει κεφαλαιώδη σημασία, αν θέλουμε να συννενοηθούμε. Διότι πολλοί σήμερα ισχυρίζονται ότι ο κύριος σκοπός της Ενωμένης Ευρώπης δεν είναι να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών στον κόσμο, αλλά να προμαχεί για την ειρήνη, την συνύπαρξη των πολιτισμών, το καλό της ανθρωπότητας κ.ο.κ. 'Αλλοι πάλι, επισείοντας το φόβητρο παμπάλαιων εθνικιστικών ηγεμονισμών, την συρρικνώνουν προληπτικά σε μια ζώνη διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών. Οι πρώτοι βλέπουν στην ΕΕ μια χίμαιρα: ένα ιδεώδες υποκατάστατο των Ηνωμένων Εθνών. Οι δεύτεροι ένα τελωνείο: το τοπικό παράρτημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Και οι μεν και οι δε τής αρνούνται έτσι ομόθυμα τον μόνο σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε: τη δημιουργία μιας πολιτικής ένωσης κρατών με δικούς της προσανατολισμούς και προτεραιότητες.

Η απολιτικοποίηση της Ευρώπης δεν φαίνεται πουθενά καλύτερα απ' όσο στον διάλογο περί Τουρκίας. Και μόνο το ότι συζητούμε σήμερα με τόση ένταση περί Ανατολής και Δύσης, Ισλάμ και ευρωπαϊκής νεωτερικότητας κ.ο.κ. δείχνει πόσο τα τρέχοντα ιδεολογήματα περί πολυπολιτισμού έχουν τυφλώσει την πολιτική μας κρίση. Η πολιτισμική συγγένεια είναι βεβαίως όρος κρίσιμος για μια πολιτική ένωση λαών που φιλοδοξεί να οικοδομηθεί επί τη βάσει της ισοτιμίας. (Πιθανότατα και αναγκαίος: προσωπικά δεν γνωρίζω ιστορικό παράδειγμα λαών με τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς που να συνυπήρξαν χωρίς η μεταξύ τους σχέση να ήταν σχέση κυρίαρχου και υποτελούς.) Όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι και ικανός. Πέραν της πολιτισμικής συγγένειας, υπάρχουν και άλλα κριτήρια εξίσου καθοριστικά: κριτήρια γεωπολιτικά, οικονομικά, δημογραφικά. Οι Ευρωπαίοι είχαν πάμπολλα κοινά μεταξύ τους και προ του 1945, αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε διόλου να αλληλοσπαράσσονται, αφού τα λοιπά συμφέροντά τους ήταν αντίρροπα. Με αυτήν την έννοια, το ότι Ευρώπη και Αμερική μοιράζονται κοινές παραδόσεις, όπως επισημαίνει ο Δ. Αρμάος, δεν είναι το ουσιώδες. Το ουσιώδες είναι ότι η γεωγραφία, η οικονομία και η δημογραφία τις χωρίζουν τόσο απόλυτα ώστε να αποκλείεται εκ προοιμίου μια πολιτική σύμπλευσή τους υπό όρους ισοτιμίας. Και μόνη η διαφορά των πληθυσμιακών μεγεθών καταδεικνύει γιατί στη "συμμαχία" των Ηνωμένων Πολιτειών με τα μεμονωμένα ευρωπαϊκά έθνη, τα τελευταία είναι καταδικασμένα να έχουν διακοσμητικό ρόλο.

Το μέγα πρόβλημα με την ένταξη της γείτονος δεν είναι επομένως ότι Τούρκοι και Ευρωπαίοι ανήκουν σε σαφώς διακριτές πολιτισμικές παραδόσεις. Σ' αυτήν την υπεραπλούστευση καταφεύγουν όσοι θιασώτες του κοσμοπολίτικου μαξιμαλισμού θέλουν να μας πείσουν ότι όλα είναι ζήτημα υποκειμενικής στάσης. Η συνταγή τους: με λίγη καλή προαίρεση και από τις δύο μεριές μπορεί να γίνουν θαύματα. Κι ας ξέρουμε όλοι μας από τι υλικό είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση. Το μέγα πρόβλημα είναι ότι σε όλους τους κρίσιμους τομείς ανεξαιρέτως, και ιδίως σ' εκείνους των δημογραφικών προοπτικών, της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και του γεωπολιτικού προσανατολισμού, η τουρκική και η ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι μεταξύ τους όλως διόλου ασυμβίβαστες.

Πρόκειται άραγε για έλλειψη στοιχειώδους αυτογνωσίας, για απουσία και της παραμικρής πολιτικής προνοητικότητας, για κρούσμα μεγαλομανίας, όπως το αποκάλεσε εσχάτως ο Χέλμουτ Σμιτ; Η Ευρώπη που επί 2000 χρόνια απέτυχε να ενσωματώσει μια δράκα Εβραίων· που από τις Κάτω Χώρες ώς τα Βαλκάνια, και από την Ιρλανδία ώς την Ιβηρική ταράσσεται από παμπάλαιες εθνοθρησκευτικές και νεόκοπες μεταναστευτικές συγκρούσεις· που μόλις πρόσφατα είδε την πολιτική της βούληση να παραλύει εξευτελιστικά εξαιτίας ακριβώς της άκριτης διεύρυνσής της προς Ανατολάς – αυτή η Ευρώπη λοιπόν ισχυρίζεται τώρα σοβαρά ότι είναι έτοιμη να δεξιωθεί έως και εκατό εκατομμύρια Τούρκους.

Ακόμη και αν η Τουρκία γίνει τελικά δεκτή στην ΕΕ, αυτό κάθε άλλο παρά εγγυάται τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ τους. Όπου οι διαφορές είναι σημαντικές, η αναγκαστική συνοίκηση δεν τις αμβλύνει, αλλά απεναντίας τις οξύνει. Το πιο πικρό παράδειγμα επ' αυτού είναι βεβαίως η ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας, την οποία με τόση διορατικότητα είχε αποπειραθεί ο ντε Γκωλ να αποτρέψει. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά τη βρετανική προσχώρηση στην τότε ΕΟΚ, η ψυχική απόσταση μεταξύ των ακτών της Μάγχης, όπως σημειώνει ο Τζωρτζ Στάινερ, είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Κι αν αυτό ισχύει για μια χώρα αναντίρρητα ευρωπαϊκή, τι μπορούμε να περιμένουμε από ένα εξ ορισμού ξένο σώμα;

Η εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ιδέας δηλώνεται όμως και αντίστροφα. Όχι μόνο με την απρόσφορη απόπειρα της οικείωσης του ξένου, αλλά και με την επιδεικτική απολάκτιση του οικείου. Είτε μας αρέσει είτε όχι, καμιά από τις συμβολικές έννοιες με τις οποίες η Ευρώπη ζήτησε παλαιόθεν να κατανοήσει τον εαυτό της (ευρωπαϊκότητα, ευρωπαϊσμός, κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα) δεν είναι τόσο ελαστική ώστε να μπορεί να περιλάβει και ένα μεγάλο ισλαμικό και ασιατικό έθνος, χωρίς να απογυμνωθεί οριστικά από κάθε περιεχόμενο. Αν τα γεωγραφικά σύνορα τείνουν συχνά να διευρύνονται, ροπή που εξάντλησε αυτοκρατορίες ολόκληρες, τα ιστορικά σύνορα και η συμβολική και βιωματική πραγματικότητα που εκείνα οριοθετούν, είναι εξαιρετικώς δυσμετάθετα. Ποιος ευφάνταστος οραματιστής θα κατορθώσει ποτέ να συμποσώσει την ολότελα αντίρροπη ιστορική διαδρομή των Ευρωπαίων και των Τούρκων πάνω σε έναν κοινό παρονομαστή, έστω και ελάχιστον, με τον οποίο αμφότεροι θα μπορούν να ταυτίζονται χωρίς συνάμα να αισθάνονται ότι θυσιάζουν κάτι το ουσιώδες από την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, από την ιστορική τους αυτοκατανόηση; Και ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι τα κατάφερε: σε τι θα διακρίνει η αυτοκατανόηση αυτή τους Ευρωπαίους από τους μη Ευρωπαίους; Κι αν, πάλι, ούτε τους διακρίνει από τους άλλους ούτε τους εξασφαλίζει το αίσθημα της μεταξύ τους συναλληλίας, για ποια αυτοκατανόηση μιλάμε;

Αν επιμένω φορτικά στο σημείο αυτό, δεν είναι επειδή θέλω να υπογραμμίσω κι εγώ με τη σειρά μου την –αυτονόητη– σπουδαιότητα της πολιτισμικής διάστασης του προβλήματος. Αλλά επειδή η αυτοκατανόηση είναι θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής υπόστασης κάθε κρατικού μορφώματος. Όποιος δεν διαθέτει δική του διακριτή αυτοκατανόηση ή επιτρέπει σε τρίτους να του την υπαγορεύουν, απεμπολεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, άρα αδυνατεί να διεκδικήσει ή να υπερασπίσει την πολιτική του ανεξαρτησία.

Αν κρίνει κανείς από το πνεύμα του πολιτικού καθωσπρεπισμού (political corectness) που είτε ως κινδυνολόγος νομικισμός είτε ως κοσμικός φονταμενταλισμός δέσποσε στις διαπραγματεύσεις για το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα, οδηγώντας στην απαλοιφή κάθε αναφοράς στην κλασσική αρχαιότητα και τον χριστιανισμό, η κλίνη όπου θα δοκιμάζεται μελλοντικά η όποια αυτοκατανόηση της Ευρώπης θα είναι εκείνη του Προκρούστη. Κάθε τι ιστορικά, θρησκευτικά και εθνικά χρωματισμένο θα λογοκρίνεται και θα αποσιωπάται φοβικά στο όνομα του "κοινού μέλλοντος". Βέβαια, ακόμη και ο φόβος μπορεί να λειτουργήσει κάποτε συσπειρωτικά, και να ευνοήσει συμμαχίες και συμπράξεις. Γελιούνται ωστόσο οικτρά όσοι νομίζουν ότι μπορούν να οικοδομήσουν πάνω του αληθινούς δεσμούς αλληλεγγύης, συλλογική ταυτότητα, μια κοινή πατρίδα εντέλει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, πιστεύω ότι η μεταπολεμική ευρωπαϊκή δυναμική έχει εξαντληθεί. Είναι αυτή η εξέλιξη οριστική; Είναι εφικτή η αντιστροφή της; Σ' αυτά τα ερωτήματα θα επανέλθω την επόμενη Κυριακή.


Πρώτη δημοσίευση:
εφ. H ΑΥΓΗ, Κυριακή, 1 Μαΐου 2005










III. ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΙΑΣ



Στα δύο προηγούμενα άρθρα μου, της 3ης Απριλίου και 1ης Μαΐου αντίστοιχα, προσπάθησα να δείξω γιατί η δυναμική της Ευρωπαϊκής Ιδέας, όπως την γνωρίσαμε μεταπολεμικά, έχει πλέον εξαντληθεί. Το τυπικότερο σύμπτωμα αυτής της εξάντλησης, υποστήριξα, είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου να παραχώρησει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Τουρκία. Με την απόφαση αυτή, την θέση της παλαιάς Ευρώπης των Ιδρυτών, της πολιτικά χειραφετημένης "ευρωπαϊκής Ευρώπης" που οραματίστηκε κάποτε ο ντε Γκωλ, κατέλαβε πλέον και επίσημα μια "Νέα Ευρώπη". Αυτή η "Νέα Ευρώπη", που μπορεί όντως να θεωρεί πνευματικό της πατέρα τον Ράμσφελντ, δεν διαθέτει σπονδυλική στήλη, κανένα κοινό σημείο αναφοράς που να της επιτρέπει την οικοδόμηση μιας πραγματικής ή ιδεατής ενότητας. Δεν διαθέτει παρελθόν και διακριτή αυτοκατανόηση: η ιστορία της ανατρέχει το πολύ ώς τη Γαλλική και τη βιομηχανική επανάσταση, ενώ ό,τι απ' αυτήν δεν χωρά στον ασφυκτικό κορσέ του κρατούντος πολιτικού καθωσπρεπισμού λογοκρίνεται ή αποσιωπάται. Δεν διαθέτει πολιτικό όραμα: η μόνη προγραμματική επιδίωξη που πλέον την δονεί είναι η χίμαιρα των "Στόχων της Λισσαβώνας".

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αυτή η εξάντληση της ευρωπαϊκής δυναμικής είναι αναστρέψιμη. Αν οι παράγοντες που βαραίνουν στην κρίση μας ήταν απλώς και μόνο υλικοί, θα έπρεπε να απαντήσουμε απερίφραστα ναι. Και τούτο διότι σε ανθρώπινο δυναμικό και οικονομικούς πόρους η Ευρώπη εξακολουθεί να ανήκει στις πλέον πλούσιες και προηγμένες περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι οικονομικό. Δεν είναι καν πολιτικό, με την έννοια ότι οι χρόνιες εθνικές αλληλοϋποβλέψεις καθιστούν εκ προοιμίου αδύνατη την πολιτική της ολοκλήρωση. Η πρωταρχική διαπίστωση που οδήγησε στην ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι δηλαδή τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη από μόνα τους είναι πολύ μικρά ώστε να προασπίσουν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους στον σύγχρονο διεθνοποιημένο κόσμο, ισχύει σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Το σημερινό πρόβλημα της Ευρώπης είναι πρωτίστως πρόβλημα ηθικό. Η περιοχή του πλανήτη η οποία γέννησε τον πολιτικό μεσσιανισμό και τις παραφυάδες του που σφράγισαν την σύγχρονη ιστορία (φασισμό, κομμουνισμό, φιλελευθερισμό), μοιάζει σήμερα να έχει περιπέσει στο άλλο άκρο: εκείνο της παραίτησης και της μοιρολατρίας. Καθώς οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να διακρίνουν τα συμφέροντά τους και να ορίσουν με σαφήνεια τις βλέψεις τους, έχουν καταλήξει να πιστεύουν ότι όσα συμβαίνουν στον κόσμο είναι νομοτελειακά. Έτσι, η αμερικανική οδός προς το μέλλον θεωρείται ως η μόνη δυνατή – κι ας φαντάζει αυτό το μέλλον αβίωτο. Η σκιά αυτής της μοιρολατρίας δεν δηλώνεται μόνο στην εξακολουθητική αβουλία των ευρωπαϊκών κρατών να προωθήσουν την πολιτική ολοκλήρωση της ηπείρου, αλλά πέφτει πάνω σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ευρωπαϊκής ζωής. Θα την συναντήσουμε εξίσου στην εγκατάλειψη του "ρηνανικού καπιταλισμού" και την κατεδάφιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους· στην κρίση του κλασσικού ουμανισμού και την απορρύθμιση του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου· στην δημογραφική κάμψη και την έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών· στον καταθλιπτικό πεσσιμισμό και τον αποστειρωμένο σχολαστικισμό της σημερινής ευρωπαϊκής σκέψης και τέχνης.

Είναι δυνατή η υπέρβαση αυτής της μοιρολατρίας; Ορισμένα σημεία μαρτυρούν πως ναι: Η πάνδημη αντίδραση των Ευρωπαίων στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ· οι ενστάσεις των Γάλλων, και όχι μόνο, ως προς τους προσανατολισμούς του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος· η πρόσφατη αναθέρμανση στην Γερμανία της συζήτησης για τα όρια του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και την ηθική ευθύνη των επιχειρήσεων. Προσώρας, τα σημεία αυτά αποτελούν μεμονωμένα φαινόμενα, χωρίς εμφανή εσωτερική συνοχή και κατεύθυνση. Όλα τους όμως συγκλίνουν στο αίτημα της διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού προγράμματος για την Ευρώπη.

Δύο είναι κατά τη γνώμη μου οι αναγκαίοι όροι για την διαμόρφωση ενός τέτοιου πολιτικού προγράμματος. Ο πρώτος είναι η υπέρβαση του ακραίου οικονομισμού που διέπει την λειτουργία της σημερινής ΕΕ. Είναι αναντίρρητο ότι από την ίδρυση της ΕΚΑΧ ώς την εισαγωγή του ευρώ, η ευρωπαϊκή ενοποίηση βασίστηκε κατά προτεραιότητα στην οικονομική ενοποίηση της ηπείρου. Ωστόσο, οι παράγοντες που υπαγόρευσαν τον υπερτονισμό του οικονομικού στοιχείου ήταν εξόχως πολιτικοί: Κατά πρώτο λόγο, η πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης δεν μπορούσε να ευοδωθεί χωρίς την ανοικοδόμηση της πλήρως κατεστραμμένης από τον Πόλεμο ευρωπαϊκής οικονομίας. Κατά δεύτερο λόγο, οι ψυχροπολεμικές συνθήκες και η μόνιμη απειλή του σοβιετικού επεκτατισμού δεν επέτρεπαν την σύσταση μιας αμιγώς ευρωπαϊκής πολιτικής και στρατιωτικής σύμπραξης, απαλλαγμένης από την κηδεμονία των Αμερικανών.

Σήμερα οι παράγοντες που επέβαλαν το πρωτείο της οικονομίας στην ευρωπαϊκή πολιτική έχουν πλέον εκλείψει. Απεναντίας, αυτό που γίνεται ολοένα εμφανέστερο είναι το πολιτικό έλλειμμα της ηπείρου και οι δυσμενείς του συνέπειες, αυτή τη φορά πάνω στην ίδια την ευρωπαϊκή οικονομία. Η τελευταία, ιδίως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έμεινε πολιτικά έκθετη στις καταθλιπτικές πιέσεις μιας διεθνούς οικονομικής ορθοδοξίας που ορκίζεται στο όνομα του ανταγωνισμού και λατρεύει το laisser faire. Έκτοτε, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες επιδίδονται στην συστηματική αποδόμηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας, και πρωτίστως του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι με τον τρόπο αυτό υποσκάπτουν τα ίδια της τα θεμέλια. Οι θιασώτες του υπερφιλελευθερισμού ισχυρίζονται ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη μπορεί να μείνει "ανταγωνιστική" και, συνακόλουθα, να διατηρήσει την πολιτική της ανεξαρτησία. Πρόκειται για διπλή ψευδαίσθηση. Όπως το είδαμε τόσες φορές τα τελευταία χρόνια στην Ασία, την Ρωσσία και την Λατινική Αμερική, μια οικονομική πολιτική που δεν λαμβάνει υπ' όψιν της τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες των χωρών στις οποίες εφαρμόζεται, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Από την άλλη πλευρά, το οικονομικό τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει η Γερμανία και η Ιαπωνία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αποδεικνύει ότι η οικονομική ανάπτυξη όταν δεν βασίζεται στην πολιτική ισχύ είναι προϊόν με ημερομηνία λήξεως. Το προβαλλόμενο ιδεώδες μιας ισχυρής οικονομίας, ικανής να αναπτυχθεί χωρίς την υποστήριξη μιας ισχυρής κεντρικής πολιτικής βούλησης, μόνο ως αφελές ή ιδιοτελές ιδεολόγημα μπορεί να εκληφθεί.

Ο δεύτερος όρος είναι η υπέρβαση του πολιτικού καθωσπρεπισμού. Αυτός ο πολιτικός καθωσπρεπισμός, που με την ιδεολογική βία την οποία ασκεί εμποδίζει τους Ευρωπαίους να κατανοήσουν τα συμφέροντά τους και τη θέση τους στον κόσμο, έχει πολλές εκδοχές: Ως αντεθνικιστική ρητορεία δαιμονοποιεί τα εθνικά κράτη και το παρελθόν τους, υποσκάπτοντας την ιστορική τους αυτοκατανόηση, άρα και τη βούλησή τους να διεκδικήσουν ή να διατηρήσουν την πολιτική τους ανεξαρτησία. Ως ηθικολογικό κήρυγμα υπέρ της ανοχής και της "πολυπολιτισμικότητας" αποκρύπτει ή εξωραΐζει συστηματικά τα τεράστια προβλήματα που δημιουργεί η μαζική είσοδος ετερογενών πολιτισμικά πληθυσμών στην Ευρώπη. Ως κοσμικός φονταμενταλισμός διατηρεί τεχνητά στο προσκήνιο την παλαιά σύγκρουση διαφωτιστών-χριστιανών, δοκιμάζοντας αναίτια την ηθική ενότητα της ηπείρου. Ιδίως στην περίπτωση μιας μερίδας της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η στάση αυτή προδίδει ασυγγχώρητη έλλειψη πολιτικών αντανακλαστικών. Και τούτο διότι στις περισσότερες από τις κρίσιμες πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα κρίνουν την έκβαση του 21ου αιώνα, όπως λ.χ. στον αγώνα κατά της τυραννίας της αγοράς, του αμερικανικού επεκτατισμού, της οικολογικής εξάντλησης του πλανήτη, οι ευρωπαϊκές Εκκλησίες δεν αποτελούν αντίπαλο, αλλά υπερπολύτιμο σύμμαχο. Τέλος, ως απλοϊκός φιλειρηνισμός εκμεταλλεύεται την αγανάκτηση που προκαλεί στους Ευρωπαίους η θρασύτητα των αμερικανικών επεμβάσεων, αναθεματίζοντας συνάμα το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτές. Ότι δηλαδή μια ενωμένη Ευρώπη, αν θέλει να έχει δική της φωνή, οφείλει να επενδύσει γενναία όχι μόνο στις καταγγελίες και τα ευχολόγια αλλά και στην άμυνά της.

Δεν είναι μυστικό ότι στην τυπική τους μορφή τόσο ο ακραίος οικονομισμός όσο και ο πολιτικός καθωσπρεπισμός είναι προϊόντα αμερικανικής κοπής. Ούτε βεβαίως ότι με τη σειρά τους συνιστούν τα κύρια όπλα της σημερινής αμερικανικής ιδεολογικής ηγεμονίας ανά τον κόσμο. Αυτές οι κοινότοπες διαπίστωσεις εξηγούν ωστόσο επαρκώς γιατί το αίτημα για μια πολιτικά ανεξάρτητη Ευρώπη δεν μπορεί να αναδιατυπωθεί σήμερα παρά ως προγραμματικός αντιαμερικανισμός. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολιτικοί αναρριγούν και μόνο στο άκουσμα της λέξης. Οι πρόσφατες αντιαμερικανικές κινητοποιήσεις ωστόσο απέδειξαν ότι το ένστικτο αυτοσυντήρησης των ευρωπαϊκών λαών είναι απείρως οξύτερο από τα πολιτικά αντανακλαστικά των επίσημων εκφραστών τους. Προς τίνος το μέρος θα κλίνει εντέλει η πλάστιγγα, θα φανεί προσεχώς.


Πρώτη δημοσίευση:
εφ. H ΑΥΓΗ, Κυριακή, 8 Μαΐου 2005



[ 31. 7. 2006 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης