|
DE ARTE AMANDI |
από το βιβλίο "De arte amandi" Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2004
ΑΣΕ ΜΕ ΚΙ ΕΣΥ ΛΟΙΠΟΝ να παραβγαίνω μ’ άπνοους δρομείς, να υποκινούμαι από επαναστάτες πλανημένους, να κλυδωνίζομαι σε κύματα ανεμώλια δίχως έρμα.
Άσε με σαν παλιά βροχή τις μαύρες φλέβες τ’ ουρανού να νοσταλγώ, απ’ τον κρουνό του στέρνου σου μελάνι να ευωχούμαι, λέξεις σκυφτές κι αμίλητες να ρίχνω στο νερό.
Άσε με ατείχιστο, άσε με οχυρό, απ’ την κλαγγή σου δηωμένος να ορθωθώ κι ύστερα στον λειμώνα σου βραδύς να σωριαστώ, μπρος στης κοιλιάς σου τις πλαγιές και των μαστών σου τ’ απαράμιλλα έρκη.
Άσε με τελευταία φορά σαν υποψία στυφή να σε γευτώ πίσω απ’ της γλώσσας μου τα βάτα ν’ αληθεύεις – στα εδέσματα τα ισχνά μιας προσμονής ή σε μιας τύψης τα θυέστεια δείπνα, παντού όπου αίνιγμα γυμνό εσύ ενεδρεύεις.
Άσε με εδώ με το αναπότρεπτο να ερίζω, πάντοτε ευθύς να αργοπορώ στη φοβερή καμπή, το λίγο ακόμα από το σκώμμα του ποτέ να διεκδικώ.
Άσε σου λέω λοιπόν.
Έτσι αδέξια δόκιμος πληγές μικρές να ορίζω.
Έτσι χωλός κι αόμματος να κυνηγάω το φως.
~ . ~ Σ’ ΤΟ ’ΧΩ ΠΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ που θωπεύει απαλός τα στήθη της άμμου και τραχύς τα στάχυα της θύελλας κραδαίνει.
Σ’ το ’χω πει με τον ήλιο που λιχνίζει τριμμένο γυαλί στ’ αχάραγα βλέφαρα και νωπός απ’ τις ράγες του καμένου ουρανού ανεβαίνει.
Σ’ το ’χω πει με τα σύννεφα, τα βαρύθυμα κρόσσια της τέφρας, τα πτερόεντα πένθη του ατμού που κρατούν της βροχής τους μαστούς.
Σ’ το ’χω πει με τη χλόη που στη γη σέρνει ρίζες χορεύοντας, με της πόας το ασάλευτο πάτημα, των μεγάλων δρυμών τους χρησμούς. Σ’ το’ χω πει με τη θάλασσα, μια φλούδα από κρύσταλλο, μια ζύμη από φως, που φρουρεί των βυθών την τυφλή ταραχή. Σ’ το ’χω πει με το χιόνι, με την κρούστα της άχνης, με το βλέμμα του αφρού που ασβεστώνει του κόσμου τη χωμάτινη αφή.
Σ’ το ’χω πει με το ρίγος που αθροίζει τους φόβους στις νύχτες μου, με της μέρας τον άκληρο κάματο, μ’ όλα όσα υφαίνουν στις λέξεις μου οι μύθοι.
Αλλά αυτό δεν μου αρκεί.
Δίχως σώμα θα ’ρθώ να σ’ το πω με τον θάνατο.
Δίχως στόμα θα ’ρθώ να σ’ το πω με τη λήθη.
~ . ~ ΠΩΣ ΤΟ ’ΠΕ ΑΛΗΘΕΙΑ Ο ΡΑΒΒΙ : «μόνο όποιος έχει, παίρνει τελικά», μ’ εκείνο το ύφος το παμπάλαιο και βαρύ των χρησμωδών, που γνωρίζουν καλά απ’ της γλώσσας τα λίπη να ανασύρουν μια ευκίνητη ρήση· ένα παυσίπονο, κι ας είναι της φωνής, ένα βοτάνι φραστικό, οξύ κι οξύμωρο όσο κάθε χαρμολύπη.
Γιατί, σε τέτοια δίκοπη οφειλή, ποιος έχει εντέλει να εκχωρήσει και ποιος δράττει ; κι ύστερα ποιος στερήθηκε, ποιος βγήκε κερδισμένος, σε ποιο ταμείο ακούστηκε να φωνασκούν τα κέρματα, τίνος το μένος χύθηκε χρυσό στο στρώμα ;
Τόσα ερωτήματα, αλλά στης μαύρης δέλτου μου τ’ αδρά λογιστικά διακρίνονται πάντοτε αλλόκοτες κι όμως πόσο κοινές οι δεινές σου απαντήσεις.
Ή, ακόμη, το αψύ σου οινόπνευμα να καίγεται πένθιμο στα θυλάκια του σώματος, κι άλλοτε πάλι να σβήνεται ή ν’ αργεί συνετά σ’ έναν εύκρατο κάματο, ένα υγρό πυρετό που δεν ξέρεις τι αλήθεια σου δίνει.
Τι έχουμε λοιπόν να εισφέρουμε, τι ακόμη διεκδικούμε ; του νερού το ανήκουστο ενέχυρο, του καθρέφτη το λάλο ποσόν, ένα θρόισμα έστω, αλογάριαστο στων μαλλιών σου τη χάρτινη δίνη ;
Δοθήσεται έστω, δοθήσεται λοιπόν.
Αλλά εσύ, έτσι ωχρή στο σεντόνι του ράθυμου τίποτα, όλα εκείνα τα ανείπωτα όσα σου έχουν δοθεί, το συνάλλαγμα του αίματος, τα παλιά τιμαλφή, μη ζητήσεις σε μιας λέξης να κάψεις το χιόνι.
Σε μια φλούδα σκιάς άφησέ τα βουβά να τροχίζουν τα αργά τους νομίσματα. Μέσα στο άναυδο φως να τοκίζουν μελάνι τον τυφλό μου ουρανό.
~ . ~ ΩΣ ΚΙ Η ΝΥΧΤΑ ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ στις κοιλάδες του στήθους μου όταν φτάνει αργοβάδιστη και με του ύπνου το πέτρωμα βαριά με σκεπάζει.
Ώς κι η νύχτα σού μοιάζει, με μια ωχρή προσμονή καθώς γέρνει να ραμφίσει απ’ τα μάτια μου σπόρο σπόρο της μέρας την ίριδα και στον κόσμο μου πρόσωπο αλλάζει.
Ώς κι η νύχτα σού μοιάζει, όπως αίμα από φόνο βαρύ που συρίζει σε χώρα κατάνακρη, στης καρδιάς την αμίλητη γη, τη σιωπή μου ταράζει.
Ώς κι η νύχτα σού μοιάζει, με μια βρόχινη αφή μου νοτίζει τον νου, με της δίψας τη στάχτη ζεστή στο στόμα μου στάζει.
Ώς κι η νύχτα σού μοιάζει, που θροΐζει στο στέρνο μου και με ρίζες που απλώνουν βραχνές της φωνής το μελάνι γυρεύει να πιει κι ώς το ρίγος φρικτή με τρομάζει.
Ώς κι η νύχτα σού μοιάζει, που σηκώνει απ’ τα χέρια μου τα σείστρα τ’ αργά της οργής και μετά, απ’ τις όχθες του αλλού στο βαμβάκι ενός μέσα βυθού μονομιάς με βουλιάζει.
Ποιος θεός τη ζωή μου μοιράζει ; ποιος χωρίζει τις ώρες μου σε σκοτάδι και φως ; και γιατί και τα δυο τους να τα ’χω δεν γίνεται, και το φως και το σκότος μαζί ; να σε βλέπω στην ήβη του ενός και την ίδια στιγμή μέσα στου άλλου να σ’ έχω την άχωρη αχλύ – αφού ναι : και ζεστό και πικρό και βαθύ το σκοτάδι είσαι εσύ, κι είναι μόνο γι’ αυτό που η νύχτα σού μοιάζει.
Ποιος στο πένθος αυτό με κρατά, ποιος στη θλίψη αυτή μ’ αναγκάζει ; που στ’ αλήθεια χαμένος γυρνώ μες στης νύχτας μου αυτής την αλκή κι ας η νύχτα η δική μου είσαι εσύ.
Είναι η νύχτα που θέλω ; είσαι εσύ ; α, είναι τόσα όλα όσα αγνοώ μες σ’ αυτό που με τρώει το μαράζι, μα ένα ξέρω τουλάχιστον κι είναι τούτο αρκετό : μόνο η νύχτα, μόνο η νύχτα σ’ εμένα ταιριάζει.
Μόνο η νύχτα.
Γιατί η νύχτα σού μοιάζει.
|
|
|
|