Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Χάινερ Μύλλερ

ΡΩΣΣΙΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ

κατά τον Αλεξάντερ Μπεκ


Είχαμε πάρει θέσεις μεταξύ Μόσχας και Βερολίνου
Δάσος στα νώτα μας μπροστά μας ποταμός
Δυο χιλιάδες χιλιόμετρα απ' το Βερολίνο
Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα απ' τη Μόσχα
Μέσα σ' ορύγματα από παγωμένη λάσπη
Και περιμέναμε το πρόσταγμα της μάχης
Το πρώτο χιόνι Και τους Γερμανούς Τη μέρα
Ακούγαμε το μέτωπο το βλέπαμε τη νύχτα
Οι Γερμανοί είχανε ό,τι εμείς χρειαζόμασταν
Άρματα τεθωρακισμένα αεροπλάνα
Την έπαρση του νικητή Οι δικοί μου
Είχαν τον φόβο κι άλλο τίποτα σχεδόν
Ο φόβος είναι η μάνα του στρατιώτη
Κι η πρώτη μαχαιριά είναι του ομφάλιου λώρου
Κι όποιος τη στερηθεί πεθαίνει προτού ζήσει
Οι στρατιώτες μου είχαν έρθει απ' τα θρανία
Ώς τώρα βλέπανε τον πόλεμο στο σινεμά
Ήμουν διοικητής τους κι ο δικός μου φόβος
Ήταν ο φόβος μπρος στο φόβο τους Κι όλο πλησίαζε
Το μέτωπο και πλήθος λιποτάκτες από κει
Σύντροφοι ερχόσαστε από πού Απ' τη φωτιά
Ο Γερμανός Τον είδατε Πώς πολεμάει
Ο Γερμανός Τον είδατε Τον είδαμε Ένας
Ορίζοντας από θωρακισμένα είναι ο Γερμανός
Που καταπάνω σου ξεχύνεται Ένας ουρανός
Από αεροπλάνα είναι ο Γερμανός Κι ένα χαλί
Από βόμβες που πάνω στη Ρωσσία χυμάει
Κι ο ίδιος θα τον δεις Προτού ξυπνήσεις
Απ' τον επόμενο ύπνο Και ποιος ξέρει Ίσως
Να μην ξυπνήσεις πια Για πού το βάλατε με τόση βιάση
Σταθείτε ν' ανασάνετε απ' τη μάχη Τι είδατε Μιλήστε
Άρχισαν έτσι να μιλούν για του πολέμου τη φωτιά
Εγώ τους άκουγα και διάβαζα στις διαταγές
Του επιτελείου πως ο Χίτλερ δήλωνε
Ο δρόμος προς τη Μόσχα ένας περίπατος
Και δεν υπάρχει πια ο Κόκκινος Στρατός
Έτρεχε ο δείκτης μου επάνω στις γραμμές
Τα δάχτυλά μου σφίγγαν το χαρτί
Σαν κεραυνοί τρυπούσαν το μυαλό μου οι λέξεις
Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ το 'ξερα κιόλας
Θά 'ναι η πορεία προς τη Μόσχα ένας περίπατος
Αν ηττηθούμε και το γνώριζα καλά
Δεν θα ηττηθούμε από τα τανκς ή τ' αεροπλάνα
Δεν θα ηττηθούμε απ' το χαλί τις βόμβες
Ο στρατηγός που μας τσακίζει είναι ο φόβος
Και μόνο αν τον νικήσουμε θα βγούμε νικητές
Στράφηκα προς τον ποταμό Θά 'ταν ωραίος κάποτε
Μέσα στις φυλλωσιές και τα λουλούδια
Μα ήταν για μένα όχι αρκετά βαθύς
Εμπόδιο μηδαμινό για τους εχθρούς
Κι αυτό το δάσος στην αντίπερα όχθη
Ένας ζωγράφος θα το είχε ίσως λατρέψει
Εγώ μισούσα κάθε δέντρο κάθε θάμνο
Γιατί 'ταν καταφύγιο για τους Γερμανούς
Θά 'πρεπε κάποιος να το ξεριζώσει αυτό το δάσος
Και πάλι πέρασε η κουβέντα στη φωτιά της μάχης
Ερχόμαστε απ' το μέτωπο Πεινάμε
Πείτε μας για το μέτωπο και φάτε και χορτάστε
Τι να σας πούμε Αύριο κιόλας θα είναι δώ
Το μέτωπο Τότε θα τον γνωρίσετε και σεις
Απ' την καλή τον Γερμανό αφού σας έπιασε φαγούρα
Απ' την καλή Θα τον ζεστάνουμε εμείς τον Γερμανό
Πρόσεξε μόνο μη σου κάψει εκείνος το τομάρι
Στεκόμουν και τους άκουγα να φλυαρούν
Το κούφιο γέλιο τους λες μέσα από κοιλιά νεκρού
Τα πρόσωπά τους έβλεπα γκρίζα στο λυκαυγές
Και είπα Τί είν' όλ' αυτά που κάθεστε και λέτε
Είσαστε εσείς φαντάροι ή μοιρολογίστρες
Ποιός σας επέτρεψε να φύγετε απ' το μέτωπο
Ο Γερμανός απάντησαν και δεν γελούσαν πια
Είπα Στον τοίχο να σας στήσουνε σας πρέπει
Ναι είπαν όσο τοίχος στέκει ακόμα ορθός Εκεί
Απ' όπου ερχόμαστε τοίχο δεν βλέπεις πια
Το χέρι μου έπιανε ήδη το πιστόλι
Μα άκουσα τη φωνή μου να τους λέει
Τελειώστε το φαΐ μας και γυρίστε πίσω
Στα πόστα σας αν τη ζωή σας αγαπάτε ακόμα
Άμα σας δω κι αύριο εδώ νά ο τοίχος
Κι ας είναι ο τελευταίος που θ' αφήσει ο πόλεμος
Δεν γύρισαν ξανά πίσω στις θέσεις τους
Χάθηκαν μες στη νύχτα προς τη Μόσχα
Κι όλο και φτάναν κι άλλοι με το φόβο πάνω
Στα πρόσωπά τους τ' αχυρένια Το γνώριζα έπρεπε
Τα χόρτα τα ξερά να ξεχωρίσω απ' τα χλωρά
Αλλιώς θα μας κατάτρωγε εκείνο το ζιζάνιο
Που τόσο αγαπητό είναι στον εχθρό
Η αγάπη στη ζωή τη δίχως πόλεμο ή θανάτους
Που κάνει τους στρατιώτες λιποτάκτες
Θυμάμαι θα θυμάμαι πάντοτε τη μέρα αυτή
Πάντα άσβεστη θα καίει στη μνήμη Πάντα
Θα ηχούν κείνες οι δυο ομοβροντίες στ' αυτιά μου
Ώσπου να μπω κι εγώ στα δυο μου μέτρα γης
Το μέτωπο πλησίαζε ολοένα Γύρω έπεφτε ψιλόχιονο
Ο αγέρας απ' τους τάφους μου 'φερνε
Ώς τα ρουθούνια την οσμή του φόβου
Που 'χε στους ώμους των φαντάρων θρονιαστεί
Στ' αφτιά τον ψίθυρό τους Μόνο περίμενε τον Γερμανό
Μα δεν χυμάει ο Γερμανός όπως εσύ νομίζεις
Δεν είναι το συνήθιο του αυτό Τι κάνει τότε ο Γερμανός
Σε πιάνει πρώτα στις δαγκάνες του Κι ύστερα
Κι ύστερα ο μόνος σύντροφός σου είσαι συ
Και να προσεύχεσαι να 'σαι κοντά στο δάσος
Αλλιώς δεν έχεις άλλο φίλο πια Μόνο το δάσος
Φίλος σου είναι Ο Γερμανός δεν πάει στο δάσος
Κατάλαβες Το σέβεται ο Γερμανός
Το δάσος Νέα τραγούδια απ' τη φωτιά
Τους σύντριψε ο Γερμανός συλλογιζόμουν
Ο πόλεμος αρχίζει τώρα μόλις
Μα κείνοι είναι κιόλας τελειωμένοι
Θά 'πρεπε κάποιος να τους σπάσει το κεφάλι
Μα θα 'θελε και να τους το χαϊδέψει
Δεν είχα χάσει το μνημονικό μου δεν ξεχνούσα
Την πρώτη μάχη μου τον πρώτο εκείνο φόβo
Την τρύπα μες στη γη όπου το πρώτο μου άρμα
Στραμμένο προς τον ουρανό μ' είχε καταπλακώσει
Και οι ερπύστριές του σχίζανε τον ύπνο μου
Έως την άλλη πάλι πρώτη μου φορά
Μπρος μου ένα άρμα των εχθρών μέσα στις φλόγες
Θύμα ενός κεραυνού απ' το δικό μου χέρι
Άθλιο σινάφι σκέφτηκα που κλέβει το ψωμί μας
Και που ταΐζει τους φαντάρους μου με φόβο
Θά 'πρεπε να τους τουφεκίζαν κει που τρώγαν
Τον φόβο τό 'ξερα τον διώχνει μόνο ο τρόμος
Τότε είδα κάτι ατσάλινο στα θάμνα
Έναν δικό μας σκοπευτή στις φυλλωσιές
Όλα καλά τον ρώτησα Κι αυτός Όλα καλά
Η νύφη κιόλας στολισμένη για το γάμο
Αλλά ο γαμπρός ο Γερμανός δεν λέει να φτάσει
Τα λόγια μου είχανε στερέψει πια Κατέβηκα
Στον ποταμό κι άδειασα το πιστόλι πάνω του
Σαν νά 'τανε γερμανικός Χόρευε το νερό
Πότε θα τον χορέψουμε λοιπόν τον Γερμανό
Πότε το αίμα του θα βάψει το ποτάμι
Σήμανα με κραυγές συναγερμό Στα όπλα
Ένας αλαλαγμός σηκώθηκε Οι Γερμανοί
Σαν την ηχώ που η μια οροσειρά στρέφει στην άλλη
Και πιο κι από κραυγή ήτανε ψίθυρος
Που μες στα χαρακώματα απλωνόταν
Σαν νά 'ταν ήδη οι Γερμανοί μπροστά μας
Φαντάροι ξεμυτούσαν απ' τα ορύγματα
Βουτούσανε πίσω ξανά και πάλι βγαίναν
Μες απ' τα χαρακώματα σαν μαριονέττες Τότε
Άρχισε να τρέχει ο πρώτος προς το δάσος Κι όχι μόνος
Όλοι έτρεχαν μαζί Ώσπου ακούστηκε ένα αλτ
Κι όχι με τη δική μου τη φωνή Στάθηκα πλάι μου
Και στήλωσα τα μάτια μου στο δράμα
Στο χέρι μου κρατούσα ακόμη τ' όπλο που μαζί του
Ανάμεσα στο δάσος και τον ποταμό
Σαν να 'μουν στη σκηνή υποδύθηκα των Γερμανών το ρόλο
Με τόση επιτυχία Αυτή η φυγή ήταν το χειροκρότημά μου
Γιατί τα λόγια μου είχαν πια στερέψει
Δυο χιλιάδες χιλιόμετρα απ' το Βερολίνο
Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα απ' τη Μόσχα
Μόνο όταν στάθηκαν οι πρώτοι απ' τους φυγάδες
Σ' απόκριση εκείνης της φωνής που φώναζε αλτ
Μόνο όταν γύρισαν και στάθηκαν μπροστά μου
Προσήλυτοι άπιστοι ανάμεσα ντροπή και φόβο
Κι ενώ οι άλλοι ακόμη το 'βαζαν στα πόδια μόνο τότε
Αισθάνθηκα στο χέρι μου το κάψιμο απ' τ' ατσάλι
Στο καταφύγιο κάρφωσα το βλέμμα μου στο χώμα
Κρατούσα με τα χέρια το κεφάλι και σκεφτόμουν
Να κάνω πρέπει τι μ' αυτό το ανθρώπινο κοπάδι
Πώς να το κάνω τάγμα πριν την πρώτη μάχη
Τότε ήρθε ο ανθυπολοχαγός στάθηκε η ώρα
Σύντροφε Διοικητή ένας από τους δεκανείς
Τό 'σκασε προς το δάσος με τους άλλους
Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο Δεν είναι Τότε τι
Ότι πυροβολήθηκε στο ίδιο του το χέρι
Ώστε στο χέρι του λοιπόν Και τι άλλο
Αυτό μονάχα σύντροφε Διοικητή Ατύχημα λοιπόν
Σύντροφε Διοικητή δεν πρόκειται γι' ατύχημα
Κι εσύ τι έκανες Δεν τον εκτέλεσες αμέσως
Τον έφερα ώς εδώ και περιμένει απ' έξω
Δεν θέλω να τον δω γιατί δεν τον εκτέλεσες Δεν
Δεν ξέρω Και πρέπει να το ξέρω εγώ Φέρε τον μέσα
Σύντροφε Διοικητή Ζητώ συγγνώμη Πες την αλήθεια
Ήταν τυχαίο Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πώς
Σκόνταψα καθώς έτρεχα στο δάσος
Εκεί που έτρεχα στο δάσος με τους άλλους
Δεν ήτανε σωστό Δεν πρέπει να κρυβόμαστε
Απ' τον εχθρό Παρότι σύντροφε Διοικητή
Το ξέρετε κι εσείς δεν ήτανε παρά άσκηση μονάχα
Ούτε ρουθούνι Γερμανού εδώ κοντά
Ώστε άσκηση λοιπόν Και τούτη η σφαίρα
Στο δεξί σου χέρι είναι κι αυτή άσκηση μόνο
Καθόλου δεν φυλάχτηκες Με πάθος πήρες μέρος
Στην άσκηση αυτή ώσπου σε πήρανε κι εσένα τα αίματα
Πονάς Ναι σύντροφε Διοικητή Ίσως να μην
Το χρειαστείς αυτό το χέρι πια Ίσως
Να μη σε χρειαστεί κι εσένα ο πόλεμος
Μ' ένα μονάχα χέρι για φαντάρος πολύ λίγος
Ίσως σύντροφε Διοικητή Πάψε Σταμάτα πια
Τα ψέματα Χάσου από μπρος μου Στάσου
Θες να σου πω τι είσαι Ένας δειλός
Κι ένας προδότης της πατρίδας Νά τι είσαι
Ακόμα αιμορραγεί η πληγή Μια σφαίρα παστρικιά
Και θα 'ν' η τελευταία φορά που βλέπεις
Το αίμα ετούτο που σπατάλησες Κι εκείνο όχι για μας
Μα σε μια ώρα θά βρεις τη γαλήνη Ο εχθρός
Δεν θα χρειαστεί σφαίρες για σένα πια
Σύντροφε ανθυπολοχαγέ Πάρε τον από μπρος μου
Να μην τον βλέπω πια Σε μία ώρα οι άντρες του
Μπροστά σ' όλο το τάγμα θα τον εκτελέσουν
Σε μία ώρα Αυτή 'ναι η διαταγή μου
Έχουμε το δικαίωμα ρώτησε ο ανθυπολοχαγός
Κι εγώ Αυτό που λέω θα γίνει
Και εάν κριθεί παράνομο ας με τουφεκίσουν
Ανθυπολοχαγέ συντάξτε την αναφορά
Η ώρα εκείνη κράτησε όσο όλη μου η ζωή
Εξήντα μοναχά λεπτά η δική του ώρα
Κάθε λεπτό μια αιωνιότητα Το τάγμα
Παρατάχθηκε σ' ένα τετράγωνο ανοιχτό
Κανένα πρόσωπο δεν έμοιαζε με τα άλλα
Μα όταν το πρόσταξα όλα τα όπλα ανασηκώθηκαν
Σαν να 'ταν ένα Και κάπου μέσα μου ένιωθα
Σχεδόν περήφανος Αυτό το ανθρώπινο κοπάδι
Από τις πόλεις και τις στέππες ναι θα γίνει τάγμα
Και κάπου μέσα μου ένιωθα ντροπή
Γι' αυτή την περηφάνια μου Κι οργή και λύπη
Χρειάζεται λοιπόν ένας νεκρός Ή ένας τέτοιος
Θάνατος ώστε να γίνει τάγμα αυτό το τάγμα
Εμπρός στο απόσπασμα στεκόταν κείνος που θα πέθαινε
Γιατί εγώ διέταξα πως πρέπει να πεθάνει
Και τί μπορούσα τι άλλο μού 'μενε να κάνω
Δυο χιλιάδες χιλιόμετρα απ' το Βερολίνο
Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα απ' τη Μόσχα
Με στρατιώτες που έτρεμαν μπρος στον εχθρό
Πού 'χε κάτω απ' τη μπότα τη μισή Ευρώπη
Το απόσπασμα είχε πάρει θέση Οι άντρες
Που εκείνος είχε και δεν είχε στις διαταγές του
Αφού στάθηκε ανίκανος να δώσει διαταγές στον εαυτό του
Σε μια του σύντομη στιγμή δειλίας
Αυτός ξεψάχνιζε τα πρόσωπα με μάτια
Όπου στο γκρίζο τους φώλιαζε ο θάνατος
Και χίλια μάτια κοίταζαν μεσ' απ' αυτόν
Σαν νά 'ταν ήδη διάφανος στο θάνατο μπροστά
Τόπο δεν έβρισκε τα χέρια του να βάλει
Σε ματωμένο επίδεσμο σαν ξυλιασμένο το δεξί
Χωρίς ζωστήρα ή διακριτικά χωρίς τουφέκι
Δίχως συμπαραστάτη μες στ' αγιάζι
Και ούτε θεό δεν είχε τώρα πια
Για να μπορεί να μοιραστεί το θάνατό του
Καμιά πατρίδα για να τον θυμάται
Εγώ Στεκόταν με τη χλαίνη ξυλιασμένος
Από μακριά το μέτωπο ηχούσε ερωτικά
Και με σφιγμένα χείλη πήρε να ψελλίζει
Με το τραυματισμένο χέρι χαιρετώντας με
Σύντροφε Διοικητή σύντροφε συγχωρέστε με
Κι αφήστε με στο μέτωπο να πολεμήσω
Βγάλε τη χλαίνη σου είπα Είναι χλαίνη στρατιώτη
Εσύ δεν είσαι τέτοιος πια Πήρε να ξεκουμπώνει αργά
Τη χλαίνη με τα δάχτυλα του πληγωμένου του χεριού
Τότε στράφηκαν τα τουφέκια καταπάνω του
Και περιμένανε το πρόσταγμά μου πυρ
Οι ράχες των στρατιωτών το τρέμουλο
Των όπλων με ρωτούσανε Γιατί Και μου φαινόταν
Πως κι ο άνεμος ακόμη είχε σωπάσει
Τότε σηκώθηκε μες στο μυαλό μου καταιγίδα
Και με τα χείλη μου σφιγμένα είπα
Βάλε τη χλαίνη σου Εγώ ρώτησε αυτός
Τη χλαίνη Δεν θα εκτελεστώ Κι εγώ
Γύρνα στη θέση σου Θα πολεμήσεις Κι έλεγε Ναι
Θα πολεμήσω Κι όλο πάλευε τη χλαίνη του να βάλει
Όμως δεν έβρισκε με το δεμένο χέρι τα μανίκια
Γελώντας ανακουφισμένος απ' το βάρος
Που τον γονάτιζε για μια ολόκληρη ώρα
Τώρα δεκάδες χέρια κράταγαν τη χλαίνη
Ώσπου να βρει επιτέλους τα μανίκια
Μια δω μια κει γέλια χωρίς σταματημό
Ύστερα κόπηκε το φιλμ καθώς ακούστηκε
Το πρόσταγμα μου Πυρ και τα όπλα κροταλίσαν
Δώδεκα όπλα μια βολή και πιο εκκωφαντική
Δεν στάθηκε καμιά βολή σ' αυτόν τον πόλεμο
Κι αυτή η ομοβροντία έκανε τον διοικητή
Περήφανο μες στη στολή του Το άλλο μου Εγώ
Ήθελε να ζητήσει απ' τον νεκρό συγγνώμη
Γι' αυτόν τον θάνατο που ήταν δικό μου έργο
Όπως με είχε πρώτα αυτός παρακαλέσει
Για έναν θάνατο άλλο κι όχι της ντροπής
Για μια στιγμή δειλίας Κάτι παρέσυρε
Το χέρι μου στο κράνος σε χαιρετισμό
Σαν αργοπορημένη απόκριση στον ύστερο δικό του
Με πληγωμένο χέρι δίχως κράνος
Συμπόνια στους προδότες είναι προδοσία
Είπα εγώ ο διοικητής με το περίστροφο στο χέρι
Φορέστε του τη χλαίνη του ξανά και θάψτε τον
Έτσι έκανε το τάγμα μου το πρώτο βήμα
Του δρόμου από τη Μόσχα προς το Βερολίνο
Και πάντοτε βαδίζει με το βήμα μου ο νεκρός
Και ανασαίνω τρώω πίνω και κοιμάμαι νύχτα
Δεν σταματάει πια στο μυαλό μου ο πόλεμος
Η μια κι η άλλη ομοβροντία ηχούν στους ύπνους μου
Και τα παράσημα στο στήθος μου παίρνουν φωτιά
Όταν με τα σφιγμένα χείλη του εκείνος μου μιλάει
Και υψώνοντας στρατιωτικά το άχρηστό του χέρι
Αυτός που εγώ τον έστησα στον τοίχο
Κατά το ισχύον δίκαιο του πολέμου
Ως άνανδρο και προδότη της πατρίδας
Χειμώνα του σαράντα ένα μήνα Οκτώβρη
Δυο χιλιάδες χιλιόμετρα απ' το Βερολίνο
Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα απ' τη Μόσχα



Heiner Müller, Wolokolamsker Chaussee Ι, 1984








[ 31. 7. 2006 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης