Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

"Ατιμωτικές είναι μόνο οι ήττες που έρχονται αμαχητί"

ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ
("ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 5.12.2004)



Πολλοί είναι εκείνοι που γράφουν ποιήματα και ακόμη περισσότεροι όσοι μιλούν γι' αυτά. Τι είναι όμως η ποίηση, κ. Κουτσουρέλη, και ποιοι είναι σε θέση να αναφέρονται με στοιχειώδη επάρκεια σ' αυτήν;

Ότι ζούμε σε εποχή ποιητικού πληθωρισμού είναι τοις πάσι γνωστό. Και όπως ξέρουν καλά οι οικονομολόγοι, ο πληθωρισμός τρώει το νόμισμα. Ίσως μάλιστα να έχει γίνει ήδη πραγματικότητα ο παλιός εκείνος φόβος του Πάμπλο Νερούδα ότι σύντομα θα είμαστε όλοι ποιητές και ότι οι αναγνώστες θα εκλείψουν. Διερωτάται βεβαίως κανείς αν υπάρχει εντέλει οδός διαφυγής. Προσώρας, η κατάσταση μοιάζει με κινούμενη άμμο. Κάθε φορά πού επιχειρούμε να της ξεφύγουμε και να σηκώσουμε κεφάλι –δημοσιεύοντας, τι άλλο;– βυθιζόμαστε βαθύτερα μέσα της. Θα μπορούσαμε βεβαίως να επιλέξουμε την οδό της πλήρους σιωπής. Αλλά ποιος είπε ότι η ευθανασία είναι λιγότερο αυτοκτονική;

Τώρα, στο φιλόδοξο ερώτημά σας, τι είναι τέλος πάντων αυτό το πράγμα που αποκαλούμε ποίηση, δεν ξέρω ειλικρινά να σας πω. Η εννοιολογική σκέψη είναι μεν κατάλληλη να αναλύει καταλεπτώς τις άλλως πώς αποκτημένες βεβαιότητές μας, αδυνατεί όμως παντελώς να ξεδιαλύνει αυτού του είδους τις οντολογικές απορίες. Θα σας παραπέμψω λοιπόν όχι σε έναν ακόμη αυτοσχέδιο ορισμό, τέτοιοι κυκλοφορούν πάμπολλοι, αλλά στα ίδια τα ποιήματα – και πρώτα απ' όλα στα δικά μου, αφού εμένα ρωτάτε. Αν αυτά κατορθώσουν να σας δώσουν μια απάντηση για το πώς βλέπω εγώ την ποίηση, έχει καλώς. Αν πάλι όχι, και όλη την επάρκεια του κόσμου να διέθετα, δεν θα μπορούσα να σας διαφωτίσω.


Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ποίηση ως προσπάθεια για την επίτευξη ενός υψηλού αισθητικού στόχου στον χώρο της γραφής ή ως κάτι περισσότερο που οι πολλοί αγνοούμε;

Στη διάρκεια των τελευταίων 150 ετών δεν έλειψαν βέβαια οι απόπειρες να δοθεί στην ποίηση κάτι σαν αξία χρήσεως, βολική για ποικίλους σκοπούς. Πολλοί είδαν σ' αυτήν μια πολιτική σημαία ευκαιρίας, ένα πρόθυμο λάβαρο όπου ανέγραψαν την εμπόλεμη ιδεολογία τους. 'Αλλοι πάλι, αντιδρώντας, δοκίμασαν να την επαναφέρουν στα αμιγώς (;) αισθητικά της καθήκοντα. Ο αισθητισμός της παρακμής, το σύνθημα «η τέχνη για την τέχνη», ο επίμονος ισχυρισμός ότι ο σκοπός του ποιήματος, του έργου τέχνης γενικότερα, εξαντλείται στη γυμνή του ύπαρξη, είναι εκδοχές αυτής της αντίληψης. Ωστόσο, όπως το ποίημα δεν είναι διάβημα αποκλειστικά ηθικό ή αποκλειστικά γνωστικό, άλλο τόσο δεν είναι και αποκλειστικά αισθητικό – κι ας βαραίνει η αισθητική του αξία στη ζυγαριά περισσότερο.

Όπως σωστά υπαινιχθήκατε, η ποίηση είναι πάντα αυτό το κάτι περισσότερο, που υπερβαίνει τα επιμέρους κατηγορήματα. Μια ολική μορφή λόγου, μια πρωτεύουσα γλώσσα που στις κορυφαίες της στιγμές είναι σε θέση να αναπαριστά τον άνθρωπο αμέριστο, στην αρχέγονη βιωματική του ενότητα. Τι κι αν η κλασσική εκείνη αντίληψη που έβλεπε άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους την τέρψη και την διδαχή, την ατομική απόλαυση και την κοινωνική ωφέλεια, επιτιμήθηκε συχνά ως ξεπερασμένη; Παραμένει η ακριβέστερη περιγραφή της σύνθετης λειτουργίας της ποίησης που διαθέτουμε.


Η φιλελεύθερη κοινωνία και η αγορά της εκδικούνται συνήθως τους επικριτές τους με το να τους αγνοούν ή να τους ενσωματώνουν. Συμβαίνει κάτι ανάλογο και στην «πνευματική αγορά» των ημερών μας;

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι ως γνωστόν απαξιωτική για όσες δραστηριότητες δεν ενισχύουν ευθέως την ατομική κατανάλωση ή δεν συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ. Όσο για το «πνεύμα», δεν σας κάνει εντύπωση ότι ο μόνος τομέας όπου μακροημερεύει αδιάπτωτα είναι στα λεγόμενα «πνευματικά δικαιώματα»; Παρά ταύτα, θα κάναμε λάθος αν αποδίδαμε αποκλειστικά σε εξωγενείς παράγοντες το αρνητικό αυτό κλίμα. Καλλιτέχνες και συγγραφείς ευθύνονται εξίσου για τον παραγκωνισμό τους, αφού συχνότατα οι επιλογές τους υπαγορεύονται από τον χειρότερο κομφορμισμό.

Μια ματιά στο φάσμα της σύγχρονης καλλιτεχνικής δραστηριότητας βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Από τη μια μεριά έχουμε την μαζική τέχνη και τα προϊόντα της: Μια τέχνη μορφικά στερεότυπη, συναισθηματικά γλυκερή, διανοητικά οκνηρή, που φέρει από γεννησιμιού της ημερομηνία λήξεως και αποβλέπει στην εύκολη, συχνά και στην χυδαία εκτόνωση. Από την άλλη, και σε πείσμα όσων ισχυρίζονται ότι αυτού του είδους οι φραγμοί έχουν οριστικώς καταπέσει, έχουμε την επίσημη, σοβαρή τέχνη: Μια τέχνη ως επί το πλείστον εγκεφαλική, συμβατικότατα αντισυμβατική, αποστειρωμένη και ακαδημαϊκή, που αρέσκεται να αποδομεί κριτικώς τους πάντες και τα πάντα, κραδαίνοντας σαν Αρσακειώτισσα δασκάλα τον απειλητικό της δείκτη. Η πρώτη εκβάλλει αδήριτα στη λογική του χάπυ εντ, ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού που εθελοτυφλεί εμπρός στα σκοτεινές όψεις της πραγματικότητας ή τις χρησιμοποιεί για να διασκεδάσει το πλήθος. Η δεύτερη πάλι αρνείται στον εαυτό της ακόμη και το δικαίωμα στη χαρά, επικαλείται τον θάνατο της ομορφιάς και, αναρριπίζοντας τον αποφασισμένο πεσσιμισμό της, βλέπει ως ασυγχώρητη αμαρτία την καταγωγική ροπή του ανθρώπου προς τον ιδανισμό, την παραδείσια αθωότητα, την ουτοπία.


Εσείς πώς ερμηνεύετε αυτόν τον διαχωρισμό;

Ίσως έχει να κάνει με μιας μορφής εργασιακό καταμερισμό, με έναν ταιυλορισμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, συναφή με τον μεταβιομηχανικό κατακερματισμό της κοινωνικής ζωής. Δημιουργοί και κοινό έχουμε άπαντες δεχθεί ότι με τα προϊόντα της μαζικής τέχνης ξεδίνουμε και ξεχνιόμαστε, ενώ με εκείνα της σοβαρής σπαζοκεφαλιάζουμε και προβληματιζόμαστε. Μόνο έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ανεχόμαστε την παιδαριώδη αφέλεια των πρώτων ή ότι καταπίνουμε τόσο αδιαμαρτύρητα την καταθλιπτική στριφνότητα των δεύτερων.

Στον χώρο της λογοτεχνίας μάλιστα, ο καταμερισμός αυτός φαίνεται να έχει και ειδολογικά χαρακτηριστικά. Έτσι, η πεζογραφία συμμορφώνεται όλο και πιο πρόθυμα, όλο και πιο ξέγνιαστα στα κελεύσματα της αγοράς. Αντιθέτως, η ποίηση, αγοραφοβική όσο ποτέ, σοφιστεύεται εκ του ασφαλούς και ομφαλοσκοπεί. Εκ πρώτης όψεως αντίρροπες αλλά στην ουσία συμπληρωματικές, και οι δύο αυτές στάσεις απολήγουν στο ίδιο σημείο: στο περιθώριο. Η πρώτη, επειδή υποτάσσει τη λογοτεχνία στις ανάγκες του μαζικού εμπορίου θυσιάζοντας οριστικά την αυτονομία της, η δεύτερη επειδή την καθηλώνει σε μια εξωραϊσμένη, δήθεν αριστοκρατική απομόνωση, ερήμην του πραγματικού ακροατηρίου. Ωστόσο, επαναλαμβάνω: δεν είναι μόνο οι άδηλοι μηχανισμοί ή οι αντίξοες συνθήκες που οδηγούν σ' αυτά τα αποτελέσματα. Οι ευθύνες των ίδιων των συγγραφέων είναι εξίσου μεγάλες.


Συνομιλεί κατά τη γνώμη σας ο ποιητής μέσω του έργου του με την εποχή του ή βρίσκεται σε διάσταση με τους προβληματισμούς, τις ανάγκες και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων;

Πολλοί είναι εκείνοι οι ποιητές που διαμαρτύρονται σε κάθε ευκαιρία ότι το κοινό αδιαφορεί για το έργο τους, ότι τα ΜΜΕ τους αγνοούν, ότι η εποχή είναι αντιποιητική. Αν ως «εποχή» εννοούν την «αγορά» ίσως να 'χουν και δίκιο. Ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, και όπως ήδη άφησα να υπονοηθεί, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η αδιαφορία είναι αμοιβαία. Ο μέσος σημερινός ποιητής γράφει έχοντας κατά νουν τους άλλους ποιητές, ο τίτλος του poets poet είναι στα μάτια του ο πλέον επίζηλος, η μόνη ευγενική φιλοδοξία που ακόμη διατηρεί, είναι να του αφιερώσουν κάποτε μια διατριβή επί διδακτορία. Ο κόσμος του, συνεπώς και ο κόσμος τον οποίο αποπειράται να εκφράσει, δεν είναι παρά ο μικρόκοσμος μιας κλειστής συντεχνίας. Σ' αυτόν τον μικρόκοσμο, οι ανάγκες των «απλών ανθρώπων», όπως τους αποκαλέσατε, δεν έχουν θέση.

Αν θέλουμε τώρα να βρούμε τα αίτια αυτής της κατάστασης, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις απαρχές της μοντερνιστικής επανάστασης. Ένα προς ένα τα γνωρίσματα που έχουμε μάθει να ταυτίζουμε με το μοντέρνο ποίημα, η υπαινικτικότητα, η αποσπασματικότητα, η ασυνέχεια, η καινοθηρία, ο αντισυμβατισμός, ο ερμητισμός, όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που κάνουν τη ποίηση δυσπρόσιτο έδαφος αν όχι ναρκοθετημένη ζώνη για τους αμύητους, απαντούν ασφαλώς και σε άλλες εποχές. Ποτέ όμως δεν εξάρθηκαν τόσο πολύ ώστε να αναγορευθούν σε ιδιότητες εκ των ων ουκ άνευ. Αντιθέτως, τα περισσότερα αριστουργήματα του παρελθόντος υπακούουν σε δομικές αρχές ολότελα διάφορες, όπως είναι η αμεσότητα, η συνοχή, η έλλογη ακολουθία, η επανάληψη, η γραμμική αφήγηση, η αναλυτική εκφορά, η ευληπτότητα – στοιχεία που σήμερα έφτασαν να θεωρούνται έως και αντιποιητικά.


Οφείλεται επομένως η αποξένωση της ποίησης από το ευρύ ακροατήριο στην επικράτηση του μοντερνισμού;

Ο μοντερνισμός υπήρξε κίνημα εξαιρετικά πολύπλευρο, εν μέρει και αντιφατικό. Πολλοί από τους σημαντικότερους νεωτερικούς ποιητές επεζήτησαν συστηματικά την επαφή με το μεγάλο κοινό, και συχνά το κατόρθωσαν εκφράζοντας με το έργο τους συλλογικά, εθνικά και πολιτικά αιτήματα. Ας θυμηθούμε εδώ μορφές όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ή τους ποιητές της δικής μας Γενιάς του '30. 'Αλλοι, πάλι, που θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε μεταμαλλαρμικούς, οιστρηλατούμενοι από την απέχθειά τους για το «βέβηλο πλήθος» και τον «αχρείο όχλο», επέλεξαν συνειδητά έναν κρυπτικό, επιτηδευμένο τρόπο έκφρασης για να δηλώσουν την αποστασιοποίησή τους αυτή. Έτσι, η ποίησή τους απευθύνεται σταθερά όχι στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού ή έστω σε ένα αποφασιστικό τμήμα του, αλλά σε μια μικρή αριστοκρατική μειονότητα.

Βεβαίως, δεν έχει νόημα να ψέγουμε εκ των υστέρων τους ποιητές αυτούς για τη στάση τους εκείνη. Κάθε κίνημα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα της επιλογής και κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι στην μακραίωνη ιστορία της δυτικής ποίησης το κεφάλαιο των μοντερνιστών ανήκει στα πλέον μεγαλειώδη. 'Αλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που το έργο τους, παρότι δυσπροσπέλαστο, έγινε δημοφιλές ή και εμβληματικό, εξαιτίας ακριβώς της ξεχωριστής του ποιότητας. Το πρόβλημα είναι αποκλειστικά ημών των επιγόνων. Καθώς ο μοντερνισμός απομακρύνεται στον ιστορικό ορίζοντα του παρελθόντος αιώνα, καλούμαστε εκ των πραγμάτων να αποφασίσουμε τι θα κρατήσουμε και τι θα απορρίψουμε από την κληρονομιά του. Και η σχέση των ποιητών με το κοινό είναι κατά τη γνώμη μου εκείνο το σκέλος της νεωτερικής κληρονομιάς που χρήζει επειγόντως αναθεώρησης.


Να υποθέσω λοιπόν ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το έργο σας μοιάζει να «ερωτοτροπεί» μορφικά με την παραδοσιακή στιχουργική και την ρητορική της, πράγμα όχι σύνηθες για τη γενιά σας. Θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε ποια είναι η σχέση η δική σας με τον μοντερνισμό;

Στις δύο ώς τώρα συλλογές μου, κοινό είναι το μέλημα για μια αντικειμενικότερη μορφή. Για μια μορφή δηλαδή ικανή να υπερβεί την ριζική υποκειμενικότητα του μοντερνισμού, την ακραία εξατομίκευση, που έφτασε στο σημείο να αναιρεί ενίοτε αυτή τούτη την οργανική ενότητα του λογοτεχνικού έργου. Στο πρώτο μου βιβλίο, τις Ιστορίες του ύπνου, το μέλημα αυτό με οδήγησε στην χρήση της στροφής ως δομικής μονάδας του ποίηματος, πράγμα που αποτυπώθηκε σε μια σειρά μορφικών δοκιμών, κάποιων μάλιστα, όπως θέλω να πιστεύω, πρωτόφαντων. Στο δεύτερο βιβλίο μου, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες και φέρει τον τίτλο De arte amandi, το βάρος μετατίθεται από την στροφή στην ρίμα. Στην προσπάθειά μου αυτή, η αναδρομή στις παρακαταθήκες της προνεωτερικής ποίησης, ελληνικής και ξένης, στάθηκε πράγματι πολύτιμη. Μεγάλη είναι και η οφειλή μου σε ποιητές και κριτικούς που το όνομά τους συνδέθηκε με το ρεύμα του νεοφορμαλισμού. Ο Αμερικανός Dana Giοia και ο Διονύσης Καψάλης είναι οι κυριότεροι από αυτούς.

Παρ' όλ' αυτά, στην πλειονότητά τους τα ποιημάτά μου, τουλάχιστον τα ώς τώρα δημοσιευμένα, δεν αποκλίνουν δραστικά από την μοντέρνα εκφραστική. Μολονότι η ιδεολογία του μοντερνισμού μού φαίνεται σε πολλά της σημεία οριστικά απαρχαιωμένη, εξακολουθώ να πιστεύω ότι πολλοί από τους εκφραστικούς του τρόπους παραμένουν γόνιμοι. Το ζητούμενο είναι η προσαρμογή τους στις νέες ανάγκες ή, για να το εκφράσω οξύμωρα, ο εκσυγχρονισμός του μοντερνισμού. Με την έννοια αυτή το αίτημα της επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου, όπως το εξέφρασε ο Νάσος Βαγενάς, με βρίσκει κατά βάσιν σύμφωνο. Πιστεύω και εγώ ότι ο ελεύθερος στίχος, όπως τον συνηθίσαμε μέχρι πρότινος, έχει φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων του. Ως προς τα λοιπά, η ενασχόλησή μου με την παραδοσιακή έμμετρη στιχουργία έχει να κάνει κυρίως με την μεταφραστική δραστηριότητα. Η απόπειρά μου να μεταφέρω στην ελληνική ποιήματα λ.χ. του Σαίξπηρ, του Ρίλκε ή του Οκτάβιο Πας, ανεξαρτήτως της εκβάσεώς της, με έπεισε ότι οι κλασσικές μορφές δεν είναι διόλου ασύμβατες με την σύγχρονη ευαισθησία.


Εκτός από την ποίηση και την μετάφραση, ασχολείστε όμως και με την κριτική.

Κατά τη γνώμη μου, η κριτική έχει νόημα και αξία σε δύο μόνο περιπτώσεις. Είτε όταν επιζητεί να αναδείξει το παραγνωρισμένο, το αγνοημένο, το άγνωστο, μαρτυρώντας το μεγέθος εκεί όπου η αμηχανία ή η άγνοια εννοούν να μασάνε τα λόγια τους. Είτε όταν αποτολμά να αναμετρηθεί με το παγιωμένο, το καθιερωμένο, το εκ πρώτης όψεως ακλόνητο, υποδεικνύοντας τις ρωγμές εκεί όπου η συνήθεια δεν βλέπει παρά τη λεία επιφάνεια. Με την έννοια αυτή, όλα σχεδόν τα δοκίμιά μου ανήκουν σε μια από τις δύο αυτές κατηγορίες.

Από την άλλη πλευρά, τα κείμενά μου αυτά έχουν και το νόημα μιας αναγκαστικά περιορισμένης αλλά πάντως έμπρακτης αντίδρασης στην τρέχουσα ασημαντογραφία που επιμένει να υποδύεται την λογοτεχνική κριτική. Είτε έχουμε να κάνουμε με δημοσιογραφικές βιβλιοπαρουσιάσεις κραυγαλέα διαφημιστικού χαρακτήρα, είτε με θεωρητικολογούντα αρθρίδια γραμμένα στην πιο φρέσκια ακαδημαϊκή αργκό, η ασημαντογραφία αυτή έχει καταδικάσει την πραγματική λογοτεχνική κριτική στην αφάνεια. Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι αυτού του είδους τα σημειώματα μοιράζονται περίπου ισόποσα σε όλα σχεδόν τα έντυπα του ημερήσιου και περιοδικού τύπου που φιλοξενούν βιβλιοκρισίες, με αποτέλεσμα να απαξιώνουν διά της παρουσίας τους ακόμη και σημαντικά άρθρα σοβαρών συγγραφέων.


Πρόσφατα γίνατε μέλος της Επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Το αντίτιμο αυτής της μικρής (προς το παρόν) δημόσιας αναγνώρισης μήπως προοπτικά οδηγεί στην... ιδιωτική ήττα;

Μα, κ. Μαυροειδή, δεν είμαι θιασώτης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ώστε να πιστεύω ότι οι θεσμοί είναι εκ φύσεως ανίερα καθιδρύματα, προορισμένα να αλωθούν δι' εφόδου. Tα βραβεία, αλλά και τα επιτίμια, αξίζουν τόσο όσο οι άνθρωποι που τα απονέμουν. Τη συμμετοχή μου στην Επιτροπή δεν την εκλαμβάνω ως αναγνώριση αλλά ως αναπάντεχη και ευπρόσδεκτη πρόσκληση να ασχοληθώ συστηματικότερα, τουτέστιν κριτικότερα, με έναν τομέα της συγχρονης βιβλιοπαραγωγής που με ενδιαφέρει σφόδρα: τη λογοτεχνική μετάφραση. Έτσι κι αλλιώς, ο αναχωρητισμός, η πολιτική του νίπτω τας χείρας μου, οι εξ αποστάσεως αναθεματισμοί, για λόγους αν μη τι άλλο ιδιοσυγκρασιακούς, δεν είναι της αρεσκείας μου. Όσο για την ήττα που υπαινίσσεσθε, την ενδεχόμενη φθορά που επιφέρει η συμμετοχή σε έναν –όπως εικάζω ότι εικάζετε– εξ ορισμού αναξιόπιστο θεσμό, σας διαβεβαιώ ότι την έχω υπ' όψιν μου. Ωστόσο, οι μόνες ήττες που μου φαίνονται ατιμωτικές είναι εκείνες που επέρχονται αμαχητί. Και δεν βλέπω σε τι η φθορά αυτή θα περιοριζόταν αν καθόμουν ήσυχα στο σπίτι μου.


Πρώτη δημοσίευση:
εφ. Η ΑΥΓΗ, Κυριακή, 5 Δεκεμβρίου 2004



[ 31. 7. 2006 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης