|
Κωστής Παλαμάς |
ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
ΕΤΟΣ ΠΑΛΑΜΑ, ανάμεσα στ' άλλα, το 2003, κατά τη συνήθεια πια της επετειογόνου απληστίας μας να μην αφήνει ούτε ημέρα να περάσει ανεκμετάλλευτη, πόσω μάλλον ολόκληρον ενιαυτό. Μιμούμενη και σ' αυτό, καθώς φαίνεται, το βαρυφορτωμένο χριστιανικό εορτολόγιο, του οποίου το κύρος από καιρό εποφθαλμιά
Όπως και να 'χει, αν ως κοσμική πανήγυρις περισσεύει, ως αφορμή αναλογισμού η επέτειος των 60 ετών που συμπληρώνονται τις μέρες αυτές από τον θάνατο του Μεσολογγίτη (27. 2. 1943) είναι ευπρόσδεκτη. Κάτι η κόπωση από τους κάθε λογής -ισμούς που σφράγισαν τα λογοτεχνικά μας πράγματα μεταπολιτευτικώς· κάτι η θρυλούμενη κρίση του ελεύθερου στίχου· κάτι ο συναφής αναπροσανατολισμός μερίδας σύγχρονων ποιητών προς κατευθύνσεις προ-, αν όχι και αντι-νεωτερικές: Το χάσμα που άνοιξε στο σώμα της ελληνικής ποίησης ο Μεσοπόλεμος, χωρίζοντάς την σε δυο ασύμβατα, λίγο-πολύ, μισά, τους "μοντέρνους" από τη μια και τους "παραδοσιακούς" από την άλλη, φαίνεται ότι πάει να κλείσει. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος όχι μόνο για το έργο του Παλαμά, αλλά ήδη του Σικελιανού, άμποτε και του Καζαντζάκη, δείχνει ότι τη θέση του χάσματος τείνει να πάρει ένας γεφυρωτικός συγκρητισμός, ωφέλιμος στο μέτρο που ανοίγει τον δρόμο σε απροσδόκητα έως χθες ακόμη συμπεράσματα. Αφήνω εδώ κατά μέρος το ζήτημα αν ο συγκρητισμός αυτός είναι σημείο γνήσιας αισθητικής μεταστροφής ή δείγμα κι αυτός μεταμοντέρνας αμηχανίας: Η ευκαιρία να ανακτήσουμε μια εικόνα της νεοελληνικής ποίησης λιγότερο αλλοίθωρη από αυτήν του πρόσφατου παρελθόντος είναι πολύτιμη και δεν πρέπει να περάσει αναξιοποίητη.
Κοινό γνώρισμα των προσεγγίσεων, όσες αποπειράθηκαν τα τελευταία 10-15 χρόνια να αναψηλαφήσουν το έργο του Παλαμά, υπήρξε ο διστακτικός, διερευνητικός τους χαρακτήρας. Και πολύ σωστά: δεν ήταν μόνο οι αραχνιασμένες προκαταλήψεις που έπρεπε να παραμεριστούν. Αλλά, πάνω απ' όλα, η έτι κυκλοφορούμενη και πάντοτε απωθητική αγιολογική παράδοση που στήριξε στους καιρούς του τον μύθο του ποιητή, για να τον συμπαρασύρει στον Καιάδα αμέσως μόλις εκείνοι παρήλθαν. Για να παρακαμφθεί ο επίφοβος ύφαλος, επιχειρήθηκε ένα γενναίο ξεκαθάρισμα: Ένα μέρος του παλαμικού ποιητικού έργου ο "καθαρός" και "άδολος" λυρισμός επαινέθηκε. Ένα άλλο οι επικού διαμετρήματος συνθέσεις αγνοήθηκε ολότελα ή εγκαταλείφθηκε συγκαταβατικά στην ελεήμονα σκόνη.
Εντύπωσή μου είναι ότι η χωριστική αυτή μέθοδος έχει φτάσει τα όριά της. Οι μερικεύσεις έχουν, βέβαια, προτερήματα μας παρέχουν πρώτ' απ' όλα γρήγορο προσανατολισμό. Όμως, επειδή αναβαθμίζουν το κλάσμα σε όλον, συχνά παραποιούν τη συνολική εικόνα. Αυτή την παραποίηση, άλλωστε, ζητούσε να αποφύγει και ο ίδιος ο Παλαμάς όταν κρίνοντας ανάλογες θεωρήσεις σημείωνε εν έτει 1929 (και ό,τι έγραφε τότε ισχύει εξίσου και σήμερα): "Ευχαριστώ τους καλοπροαίρετους, που στην κοπιαστικήν είναι αλήθεια παρέλαση των στίχων μου, μου αναγνώρισαν κάποια τραγουδάκια ως επιτυχημένα. Η προσοχή τους με συγκινεί. Αλλά η κριτική ματιά πάει παραπέρα."
Δύο είναι, νομίζω, οι κατευθύνσεις προς τις οποίες πρέπει να στρέψουμε το κριτικό βλέμμα μας σήμερα, αν θέλουμε όντως να πάμε κάπως "παραπέρα". Η πρώτη έχει να κάνει με την μοναδική συμβολή του Παλαμά στην ποιητική μας μορφοπλασία. Και δεν εννοώ εδώ μόνο εκείνη την πλευρά του στιχουργικού know-how που αποκαλούμε με τον σχολαστικό όρο "μετρική". Αλλά όλο το σύστημα των ακροαματικών, ρυθμικών και μελικών, συνιστωσών ενός ποιήματος που το αποσπούν από τη στεγνή νοηματοτεχνία της πρόζας και πλάθουν την ηχητική του ύλη. Ο Παλαμάς επεσήμανε επανειλημμένα και φορτικά τη σημασία που απέδιδε σ' αυτήν την τελευταία. Πλήθος από τα θεωρούμενα ελάσσονα ποιήματά του, ιδίως τα ολιγόστιχα, ζουν στην κυριολεξία ως ακροάματα. Κι ας είναι το θεματικό τους περίβλημα κάποτε σχηματικό. Ακόμη και ο έντονος ρητορισμός στον Παλαμά προκύπτει συνήθως από την ομολογημένη προσπάθειά του να δώσει εκ των υστέρων λεκτικό περιεχόμενο σε ήδη δοσμένες ηχητικές φόρμες. Αν πάψουμε να διαβάζουμε την πλατυρρημοσύνη του ως προπαγάνδα ιδεών, από τις οποίες πιστεύουμε ότι έχουμε ξεκόψει, αλλά την ακούσουμε ως φωνητική τελετουργία, ως λαλική χειρονομία, θα διαπιστώσουμε πόσο ομαλά εντάσσεται στη μεγάλη παράδοση της ελληνικής ρητορικής ποίησης που, από τους Ορφικούς Ύμνους και τους βυζαντινούς μελωδούς, εκβάλλει στις μέρες μας στον μεγαλόστομο οίστρο του Ανδρέα Εμπειρίκου και των υπερρεαλιστών.
Η δεύτερη πλευρά του Παλαμά που αναζητεί ξανά την προσοχή μας, είναι η πολυφυΐα του ποιητικού του προσώπου. Μακριά από διαγνώσεις του τύπου ότι η ποίηση ως είδος είναι τάχα μονόφωνη, η παλαμική επίγνωση ότι "ένας δεν είμαι", αυτή η αδιάκοπη ταλάντευσή του μεταξύ των πλέον αντίθετων πόλων μεταξύ πατρίδας και οικουμένης, πολιτείας και μοναξιάς, χάρης και δύναμης, Σκέψης και Ιδέας φανερώνει μια καλλιτεχνική συνείδηση αεικίνητη. Εκεί όπου ο ποιητής-προφήτης (Σολωμός) διατρανώνει τις ηθικές του αποφάσεις καθ' όλα βέβαιος για τη συνδρομή του σύμμαχου Ουρανού, ο σκεπτικιστής Παλαμάς αμφιβάλλει:
Μα σκέπη από κανέναν ουρανό δεν περίμενα μήτε περιμένω.
Εκεί όπου ο ποιητής-ρεπόρτερ (Καβάφης) ειρωνεύεται εκ του ασφαλούς τα πάθη και τα παθήματα της Ιστορίας, ο ιδανιστής Παλαμάς στρατεύεται σ' αυτά: Ο κόσμος του είναι ανοιχτός, συνειδητά χαώδης, δεδηλωμένα ακαταστάλαχτος. Όμως γι' αυτό ακριβώς έχει και παραδέχεται την ανθρώπινη πράξη ως μόνο του ρυθμιστή. Βασισμένος στο ασυνήθιστα οξύ πολιτικό του αισθητήριο, χαράσσει έτσι ο Παλαμάς μια μέση οδό μεταξύ άκρατου ιδεαλισμού και άπρακτου κριτικισμού ικανή να ωφελήσει τα μάλα τη συλλογική μας αυτογνωσία.
Είτε ως μορφή είτε ως περιεχόμενο, η τέχνη του Παλαμά υπήρξε μια τέχνη πλήρης· πράγμα που εδώ σημαίνει: πολυσθενής και πολυδιάστατη. Αυτό του το επέρριψαν και του το επιρρίπτουν πολλοί ως αντίφαση, αν όχι ως σύγχυση. Κι όμως, είναι αυτή η αντιφατική, αυτή η συγκεχυμένη κάποτε πληρότητα που καθιστά τον Παλαμά την πιο σύνθετη προσωπικότητα που ανέδειξαν τα νεοελληνικά γράμματα. Και ίσως ακόμη, όπως ειπώθηκε, τον μόνο αληθινό κλασσικό τους.
Πρώτη δημοσίευση: εφ. Η ΑΥΓΗ, Κυριακή, 2. 3. 2003
Βλ. ακόμη:
ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΗΣ Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ: ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
[ 27. 7. 2006 ]
|
|
|
|