|
Παλαμάς αναθεωρημένος και Παλαμάς διαρκής |
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΛΑΓΙΟ
Κωστή Παλαμά, Κ' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Επιμέλεια Ηλία Λάγιου, Εκδ. Ερμής, Αθήνα 2001
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΑ η πρώτη φορά που ανθολογημένος Παλαμάς επισκέπτεται τα ράφια των βιβλιοπωλείων μας. Και ευτυχώς: όσο κι αν οι ανθολογίες συνιστούν παρεμβολή μιας τρίτης, μεσολαβούσης χειρός μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, δεν παύουν να είναι απαραίτητες ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με ποιητές πολυγράφους και πλατυρρήμονες σαν τον προκείμενο και ορισμένους ακόμη ομοτέχνους του, συγκρίσιμου οίστρου. Στο σημείο αυτό μεταφράσεις και ανθολογίες μοιάζουν πολύ, αφού αποτελούν και οι δυο τους αναγκαίο "κακό". Κοινό όμως έχουν και το εγγενές τους ψεγάδι: γερνούν γρήγορα. Καθώς οι αναγνωστικές μας έξεις μεταβάλλονται με ρυθμούς λιγότερο ή περισσότερο σταθερούς, συμπαρασύρουν στην αχρησία και τα κριτήρια των παλαιών ανθολόγων. Και ενώ εκείνοι μάς διαβεβαιώνουν πως επέλεξαν ό,τι έκριναν ανθεκτικότερο, στην πράξη τα πονήματά τους απαρχαιώνονται ταχύτερα από τις πηγές.
Πρώτος επίσημος ανθολογητής της παλαμικής ποίησης υπήρξε ο γιος του ποιητή, ο αδίκως λησμονημένος σήμερα κριτικός Λέανδρος Κ. Παλαμάς, του οποίου η "Εκλογή" από το έργο του πατέρα του είδε το φως της δημοσιότητας στα 1937. Μακροβιότερη πάντως έμελλε να αποδειχθεί η "Ανθολογία" των Γ. Κ. Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώνη, που τον διαδέχθηκαν στα 1965, και η οποία με τις επανειλημμένες ανατυπώσεις της έκτοτε (τρεις μόνο μέσα στη δεκαετία του '90) έφτασε να υποκαταστήσει περίπου τα παλαμικά "'Απαντα".
Το μέλημα των παλαιότερων ανθολόγων ήταν λίγο-πολύ σαφές: μια επιλογή που να αντιπροσωπεύει θεματικά και ειδολογικά όλο το ευρύ φάσμα της παλαμικής ποίησης. Από αυτή την κάπως σχολαστικά φιλολογική παράδοση ο Ηλίας Λάγιος φροντίζει να πάρει ευθύς εξ αρχής αποστάσεις. Έτσι, οι δικές του προτιμήσεις προσπερνούν κατ' ουσίαν τον ραψωδό των μεγάλων φαντασμαγορικών έργων και ο υψήγορος πατριδολάτρης τον αφήνει αδιάφορο. Όσο για τον ποιητή-στοχαστή, τον αοιδό φιλόσοφο που τόσο σαγήνευσε την κριτική σε άλλες εποχές, δύσκολα θα τον ψυχανεμιζόταν κανείς στη συναρπαστική εισαγωγή που ο επιμελητής υπογράφει. Ο "μείζων" Παλαμάς, επιμένει ο Λάγιος, ομογνωμονώντας εδώ με τους περισσότερους σχολιαστές της τελευταίας ιδίως δεκαετίας, δεν είναι ο ποιητής προφήτης μήτε ο ποιητής διδάχος. Ο μείζων Παλαμάς είναι εκείνος των μικρών λυρικών συνθέσεων, ο ιδιοφυής δημιουργός μιας "καθαρής" ποίησης, εστιασμένης στην εσωτερική περιπέτεια του Εγώ και απαλλαγμένης από τα άγχη της αγοράς.
Δύσκολα θα αμφισβητήσει κανείς τη γονιμότητα της αναθεωρητικής αυτής ματιάς, μ' όλο τον αμυντικό χαρακτήρα της. Και δύσκολα θα επινοούσαμε ρεαλιστικότερη αντιπρόταση, αν θέλουμε όντως να αποσπάσουμε τον ποιητή από τα μαυσωλεία του ακαδημαϊσμού που τόσο ζηλωτικά τον διεκδικούν. Μένει ωστόσο να διερωτηθούμε κάποτε στα σοβαρά, ήγουν αυτεπίστροφα, αν είναι πράγματι τα μεγάλα ποιητικά συνθέματα της νεώτερης γραμματείας μας, από τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου" ώς το "'Αξιον Εστί", τόσο αισθητικώς αποτυχημένα, όσο με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίσαμε εσχάτως. Ή, αντίστροφα, μήπως είναι ο δικός μας ποιητικός ορίζοντας τόσο στενός, τόσο μονόχνωτα επικεντρωμένος στον χαμηλόφωνο και χαμηλοβλεπή ιδιωτικό μας μικρόκοσμο, ώστε να αδυνατούμε να εκλάβουμε ως ποίηση οτιδήποτε δεν εμπίπτει στο άμεσο οπτικό μας πεδίο κι ας αιωρείται ελάχιστα πάνω απ' τη μύτη μας.
Οι δύο όψεις του παλαμικού λυρισμού που υπομνηματίζει ο Λάγιος δεν είναι παρά οι δύο καταγωγικοί πόλοι κάθε λυρισμού, από καταβολής κόσμου. Θεματικά: ο έρωτας και ο θάνατος. Ή, αλλιώς: ο ίμερος και το πένθος. Το μερίδιο που ιδίως το δεύτερο κατέχει στο παλαμικό έργο είναι γνωστό. Το ίδιο και τα βιογραφικά περιστατικά που το πυροδότησαν: ο θάνατος του μικρού γιου του ποιητή. Βαθμηδόν, σημειώνει ο Λάγιος, και αρχής γενομένης από τον "Τάφο", "το πλήθος των ελεγείων για τον 'Αλκη σιγά-σιγά διαπότισε τον περιβάλλοντα χώρο, εποικίζοντάς τον με τάφους, σπίτια που αντιλαλούν τον ήχο των Σιωπηλών, φαντάσματα αγαπημένων
". Ιδού λοιπόν ένα κύμα "λαμπρών επιταφίων ποιημάτων" που θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον ελληνικό λυρισμό, δικαιώνοντας πλήρως την κορυφαία θέση που τους επιφυλάσσει ο επιμελητής στην ανθολογία του. Ωστόσο, για να παραφράσω μια διατύπωση του Τόμας Μαν, από μια επιλογή των καλύτερων παλαμικών ελεγείων, όσο αυστηρή κι αν είναι αυτή, κι ας περιορίζεται σε δώδεκα, σε δέκα, σε οκτώ ποιήματα, μου φαίνεται ότι δεν θα 'πρεπε να απουσιάζει το αριστούργημα που επιγράφεται "Σε μια που πέθανε", μήτε το ισάξιό του, το τιτλοφορημένο "Στη γυναίκα μου", αμφότερα από την "Ασάλευτη ζωή".
Σε αντίθεση, τώρα, με τον ελεγειογράφο Παλαμά, ο ερωτικός Παλαμάς παραδόξως απασχόλησε πολύ λιγότερο κριτικούς και αναγνώστες. Κι ας ακούγεται αυτός ο υμνοπόλος του "ανείπωτου πόθου" απρόσμενα οικείος στα σημερινά μας αυτιά. Κι ας είναι ένας ποιητής χοϊκός και γήινος όσο λίγοι στην ιστορία του νεολληνικού στίχου, με πρώτον ανάμεσά τους τον άλλο μεγάλο σαρκολάτρη, τον Κ. Π. Καβάφη. Διότι ασφαλώς η ευτυχέστερη στιγμή της εισαγωγής του επιμελητή είναι ακριβώς το κριτικό συμπλησίασμα των δύο αυτών κορυφαίων ηδονιστών της ποίησής μας. Συμπλησίασμα που μας απαλλάσσει ψυχολογικά από τον φόρτο της άνοστης εκείνης αντιπαράθεσης, η οποία παραβλέπει χρονίως τις συγγένειες των δύο ποιητών. Μια συγκριτική ανάγνωση της "Ιθάκης" και του Προλόγου της "Ασάλευτης ζωής", λ.χ., θα έδειχνε πόσο ομόρροπη, πόσο αποφασισμένα αμέτοχη κάθε μεταφυσικής αυταπάτης υπήρξε η βιοπορεία και των δύο.
Πάντως, είναι στ' αλήθεια κρίμα που ο Λάγιος περατώνει το ανθολόγιό του με τις "Νύχτες του Φήμιου", αφήνοντας απ' έξω την τόσο σημαδιακή "Βραδινή φωτιά". Για τον λόγο ότι αν το ελεγειακό έργο του Παλαμά κορυφώνεται στα χρόνια της ύστερης νεότητάς του, ο ερωτικός Παλαμάς είναι κυρίως ο ποιητής της ωριμότητας και του γήρατος. Έτσι ο αναγνώστης χάνει την ευκαιρία να ξαναθυμηθεί ή να πρωτογνωρίσει ποιήματα σαν τον "Ηδονισμό" ή την "Ταπεινοσύνη", που και μόνη η σχεδόν νεωτερική λιτότητα της γραφής τους θα τα καθιστούσε αξιανθολόγητα. Γιατί αυτός ο "ποθοκαμένος" γέροντας που γράφει τις, όνομα και πράμα, "Μεθύστρες ρίμες" ή που αφομοιώνει έξοχα το μάθημα του νεαρού Ρίλκε ("'Ασε τα χέρια μου
"), θα προσυπέγραφε ψυχή τε και σώματι την τετράστιχη εξομολόγηση εκείνου του άλλου ερωτομανούς πρεσβύτη του 20ου αιώνα, του Γέητς:
Λέτε φρικτό να μ' έχουν πάρει από πίσω η λύσσα κι η λαγνεία στα γεράματα· δεν μ' έτρωγαν στα νιάτα τέτοια πράγματα. Όμως τι άλλο με κεντά να τραγουδήσω; (μτφρ. Δ. Καψάλη)
Οπωσδήποτε, από τα πάμπολλα κομψοτεχνήματα, όσα ο Παλαμάς φιλοτέχνησε στις έξι ή επτά δεκαετίες του λυρικού του βίου, τα εκατό τόσα που προκρίνει ο Λάγιος εικονογραφούν με επάρκεια και ευστοχία το ποιητικό πρόσωπο αυτού του σπουδαίου γνωστού-αγνώστου της λογοτεχνίας μας. Πολλά μάλιστα ματαίως θα τα αναζητούσε κανείς στις άλλες, κατά πολύ ογκωδέστερες ανθολογίες. Ανάμεσά τους ευρήματα αληθινά, σαν τον "Τρελό" ή την "Αγορά" από την "Ασάλευτη ζωή". Ή σαν το χαιρετιστήριο "Ύστερ' από χρόνια", απολογία βαθύλαλη μιας ζωής ταμένης στο νόημα της τέχνης. Ή, τέλος, σαν τους δακτυλικούς εξαμέτρους των "Παραδείσων", τους ωραιότερους της νεοελληνίδας φωνής:
Μέσα σ' εμέ την καρδιά, την πολύσπαρτη γη, πάντα χέρσα, στέκει ένας φράχτης, απείραχτος· μέσα του ανθίζει ένα ρόδο.
Πρώτη δημοσίευση: εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή, 24. 2. 2002
Βλ. ακόμη:
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ: ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ: ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
[ 24. 7. 2006 ] |
|
|
|