|
Με μόνη αποσκευή τη λογοτεχνία |
Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥ
"ΕΙΧΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ και πολλούς θαυμαστές, μα δεν του έλειπαν και οι αντίπαλοι και οι άσπονδοι εχθροί. Έχαιρε φήμης εξαίρετου στυλίστα: έγραφε μελωδικά και συγχρόνως με ακρίβεια, είχε μιαν ασυνήθιστη προτίμηση προς το ανεπιτήδευτο, και από την άλλη πλευρά έναν αξιοπρεπή, ελαφρώς πεπαλαιωμένο τρόπο έκφρασης που αύξανε ακόμη περισσότερο την ελκυστικότητα του λεκτικού του. Για το παρελθόν του ακούγονταν τα πάντα" [...]
"Ήδη από εκείνον τον καιρό είχε κακή φήμη: ήταν, με προειδοποίησε ένας συνάδελφος, ασυνήθιστα ματαιόδοξος, άκρως αλαζόνας και τρομαχτικά εξυπνάκιας. Είχε ήδη μάθει ότι η επιτυχία προκαλεί τη ζήλια και η φήμη την αμφισβήτηση. Αλλά και αναγνώριση του δόθηκε πλουσιοπάροχα: είναι ο κριτικός της Κεντρικής Ευρώπης που πέφτει συχνότερα από κάθε άλλον θύμα λογοκλοπής."
Έτσι περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ("Η ζωή μου", μτφ. Αλέξανδρου Κυπριώτη, Εκδ. "Ίνδικτος", Αθήνα 2001) ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι δύο επιφανείς Γερμανούς συναδέλφους του. Κατά σειρά: τον προκάτοχό του στην Frankfurter Allgemeine, Φρήντριχ Ζήμπουργκ, και τον μουσικοκριτικό (και όχι μόνο) Γιόαχιμ Κάιζερ. Πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα θα μπορούσαν όμως να ειπωθούν και για τον ίδιο τον αυτοβιογραφούμενο. Γιατί ο συγγραφέας του βιβλίου "Η ζωή μου" είναι αναντίρρητα ο πλέον προβεβλημένος και την ίδια στιγμή ο πλέον αμφιλεγόμενος κριτικός που γνώρισαν τα γερμανικά γράμματα εδώ και καιρό.
Γεννημένος στην Πολωνία από Εβραίους γονείς, μεγαλωμένος στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, από τους λίγους επιζήσαντες του Γκέτο της Βαρσοβίας, στέλεχος για ένα διάστημα των Μυστικών Υπηρεσιών της κομμουνιστικής Πολωνίας και εμιγκρές αργότερα στην καπιταλιστική Δύση, ο υπερογδοντάχρονος σήμερα Ράιχ-Ρανίτσκι (ε.γ. 1920) είναι πασίγνωστος και σε όσους σπανίως ή και ουδέποτε ξεφυλλίζουν βιβλία. Φήμη που τη χρωστάει όχι μόνο στις επιδόσεις της κριτικής του πένας, αλλά και στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, το παροιμιώδες φιλοπόλεμο πνεύμα του και τα όχι λίγα δημόσια σκάνδαλα που η ελευθεροστομία του κατά καιρούς προκαλεί. Τα προσωνύμια του "πάπα της κριτικής", ή της "φαιάς εξοχότητος των γερμανικών γραμμάτων" που τον συνοδεύουν δεν είναι τυχαία.
Ως είθισται τώρα με τις αυτοβιογραφίες, το "Η ζωή μου" είναι στην πραγματικότητα τρία βιβλία σε συσκευασία ενός. Το πρώτο από αυτά, το πιο πικάντικο, δεν θα μπορούσε να είναι παρά ανεκδοτολογικού περιεχομένου. 'Αριστος γνώστης των μύχιων επιθυμιών του κοινού, ο Ράιχ-Ρανίτσκι μας αφήνει να ρίξουμε πάνω απ' τον ώμο του μια ματιά στην ιδιωτική ζωή μιας σειράς από προσωπικότητες που άφησαν τα σημάδια τους στα φιλολογικά πράγματα του τελευταίου μισού αιώνα. Οι γαργαλιστικές λεπτομέρειες αφθονούν. Έτσι μαθαίνουμε πόσο "πεισματάρης επιχειρηματίας" και "ικανότατος ιμπρεσάριος" του εαυτού του υπήρξε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πόσο γερό ποτήρι ήταν στα νιάτα του ο (και ολίγον λογοκλόπος, καθώς φαίνεται) Γκύντερ Γκρας. Τι "μυαλωμένη κουτσομπόλα" στάθηκε ανέκαθεν ο Μάρτιν Βάλζερ. Και πάνω απ' όλα, πόσο εγωκεντρικό, υπερευαίσθητο κι ανασφαλές είναι όλο αυτό το παράδοξο σινάφι των συγγραφέων που ο κριτικός μας συναναστράφηκε: από τον Ελίας Κανέττι ώς τον Τέοντορ Αντόρνο, κι από τον Μαξ Φρις ώς την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν.
Το δεύτερο είδος γραφής που μετέρχεται ο Ράιχ-Ρανίτσκι παραπέμπει στο Bildungsroman. Έχουμε κι εδώ να κάνουμε με το οιονεί μυθιστόρημα μιας κοινωνικής ανόδου, με τη γοητευτική τεκμηρίωση μιας λαμπρής σταδιοδρομίας. Σελίδα τη σελίδα παρακολουθούμε τον ευπροσάρμοστο και ευφυή πρωταγωνιστή, εν προκειμένω τον ίδιο τον συγγραφέα, να αναρριχάται ταχύτατα στα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά κλιμάκια, παρ' όλα τα αδόκητα εμπόδια και τις δυσκολίες που του φράζουν προσώρας τον δρόμο. Με την έννοια αυτή, η ιστορία που μας διηγείται ο Ράιχ-Ρανίτσκι δεν θα άφηνε ασυγκίνητο έναν Μπαλζάκ ή έναν Μωπασσάν. Μόνο που, σε αντίθεση με τον Λυσιέν των "Χαμένων ψευδαισθήσεων" ή τον Ντυρουά του "Bel ami", ο Μαρσέλ του Ράιχ-Ρανίτσκι, είναι αλήθεια, παρά τα μύρια όσα πάθη του, μας παρουσιάζεται εσωτερικά ατσαλάκωτος, πάει να πει: ανέλπιστα αναμάρτητος και αθώος. Σε αντίθεση με τον επώδυνο ρεαλισμό της επίσημης μυθοπλασίας, η "αληθινή" ιστορία που έχουμε εμπρός μας, φαντάζει υπέρ το δέον λογοτεχνημένη για να μας πείσει ολοκληρωτικά.
Last but not least, το ανά χείρας βιβλίο, πρέπει να διαβαστεί ως προσωπική μαρτυρία. Ως ιδιωτικό ταμίευμα μνήμης και συγχρόνως ως ιστοριογραφία της εβραϊκής καθημερινότητας όλης αυτής της θυελλώδους περιόδου που εκτείνεται από την ανάρρηση του Τρίτου Ράιχ ώς το ξέσπασμα του Πολέμου, και από τη σύσταση του Γκέτο της Βαρσοβίας ώς το στήσιμο των στρατοπέδων του εκβιομηχανισμένου θανάτου. Η τρίτη αυτή συνιστώσα της αυτοβιογραφίας του Ράιχ-Ρανίτσκι είναι ασφαλώς και η πολυτιμότερη. Με λιτότητα και ακρίβεια, με δύναμη και αίσθηση της ειρωνείας της ιστορίας, μας περιγράφει σκηνές και εικόνες ενός κόσμου ολοζώντανου μια μόλις στιγμή πριν από τον οριστικό του καταποντισμό.
Ανάγνωσμα καθ' όλα τερπνό, το βιβλίο του Ράιχ-Ρανίτσκι διαβάζεται απρόσκοπτα. Ο συγγραφέας ξέρει να αυξομειώνει σοφά τον σφυγμό της αφήγησής του και να ποικίλλει το λόγο του από την στεγνή περιγραφή ώς τη λυρική αποστροφή, κι από την ελεγειακή διάθεση ώς τη γνωμική βραχυλογία, συνεπαίρνοντας κάποτε τον αναγνώστη. Φτάνει βέβαια ο τελευταίος να μην θεωρήσει, παρασυρόμενος από τον οίστρο του κριτικού μας, αδιαπραγμάτευτη αλήθεια όλα όσα διαβάζει. Οι κακές γλώσσες λένε ότι αν θέλει κανείς να απαριθμήσει τα πράγματι σημαντικά έργα της γερμανικής λογοτεχνίας του Μεταπολέμου, δεν έχει παρά να καταρτίσει έναν κατάλογο με τους λιβέλους του Ράιχ-Ρανίτσκι. Και οι σπουδαίοι συγγραφείς που οφείλουν την καταξίωσή του σ' εκείνον είναι απρόσμενα λίγοι. Με την έννοια αυτή, το "Η ζωή μου" πόρρω απέχει από το να είναι μια ιστορία της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας. Την τελευταία ο αναγνώστης μπορεί να την αναζητήσει στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του. ('Αλλο τώρα αν το καλύτερο μέρος της δεν θα το βρει ούτε εκεί, αφού παραμένει αμετάφραστο).
Όσο συζητήσιμες κι αν είναι κάποιες αποφάνσεις του κριτικού μας, όσο μονόπλευρες κι αν φαντάζουν για μια σειρά από επώνυμους συγγραφείς, ένα πάντως δεν μπορεί να του αμφισβητηθεί. Το γνήσιο πάθος που τον διακατέχει, το νεανικό σφρίγος που χαρακτηρίζει τη στάση του απέναντι στη λογοτεχνία και την έκφραση. Η εικόνα του απάτριδος πρόσφυγα που σε πείσμα των πολιτικών καταιγίδων διασχίζει τα σύνορα των πολέμιων κόσμων κουβαλώντας μαζί του κάθε φορά, ως μόνες "αόρατες αποσκευές", την αγάπη του προς την τέχνη του λόγου, είναι από εκείνες που μένουν αλησμόνητες. Και την ερωτική εξομολόγηση αυτού του ξεσκολισμένου βετεράνου των δημοσιογραφικών γραφείων προς το αντικείμενό του θα άξιζε να την αναρτήσουν σε περίοπτη θέση όλοι οι ομότεχνοί του:
"Σε τελική ανάλυση είναι ο έρωτας για τη λογοτεχνία, εκείνο το τρομαχτικό κάποτε πάθος, που καθιστά τον κριτικό ικανό να εξασκεί το επάγγελμά του, να εκτελεί το καθήκον του. Όσες φορές και να το επαναλάβουμε δεν είναι αρκετές: δίχως τον έρωτα για τη λογοτεχνία δεν υπάρχει κριτική."
Πρώτη δημοσίευση: εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή, 30. 12. 2001
[ 24. 7. 2006 ] |
|
|
|