|
| Τα επικαιρικά |
Το τίμημα της μονοκρατορίας |
Η 11η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΣΤΗΝ ΣΥΜΦΟΡΑ και του αγαπητότερου φίλου μας που δεν μας είναι ολότελα δυσάρεστο, γράφει κάπου ο Μοντεσκιέ, και στην περίπτωση των πρόσφατων επιθέσεων εναντίον των ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Πόσω μάλλον που η φιλία προς τον υπερατλαντικό Μεγάλο Αδελφό σπανίως υπήρξε τόσο πηγαία κι αυθόρμητη όσο μας την εκθειάζουν στις διάφορες επετείους οι ρήτορες, αλλά, αντίθετα, προΐόν απότοκο των συνθηκών ή, καλύτερα, σχέση ανάγκης που οικοδομήθηκε υπό τη σκιά ενός κοινού εχθρού.
Οπωσδήποτε, αρκεί να ξεπεράσει κανείς το στάδιο αυτής της (ανθρώπινης, τόσο ανθρώπινης
) χαιρεκακίας για τα δεινά του άλλου, για να διαπιστώσει ότι δεν έχει και πολλούς λόγους να ευφραίνεται. Ιδίως όταν κατοικεί στην πάλαι ποτέ κραταιά αλλά από καιρό επαρχιακή πλέον Ευρώπη και το έσχατο προς Ανατολάς βαλκανικό ακρωτήρι της. Μια ματιά στο χάρτη αρκεί για να εξηγήσει ταχέως το γιατί. Αν μη τι άλλο, πάντως, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και τα όσα ακόμη ανείκαστα εγκυμονούν, προσφέρουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναλογιστούμε ποιες από τις μέχρι πρότινος εδραίες μας πεποιθήσεις παραμένουν στη θέση τους και πόσες έχουν υποκύψει στις ορέξεις των καιρών και τις τροπές της τύχης.
Η πρώτη βεβαιότητά μας που δοκιμάστηκε είναι ασφαλώς ότι ζούμε σε έναν κόσμο πολυπολικό, με μερισμένη αν όχι δημοκρατικά, τουλάχιστον κατά τρόπο οικονομικά ισόρροπο, την ισχύ. Το αργότερο όμως από την 11η Σεπτεμβρίου πρέπει να μάθαμε εντέλει ποιος είναι ο πραγματικός κυρίαρχος του πλανήτη, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Καρλ Σμιττ. Ποιος δηλαδή έχει τη δύναμη όχι απλώς να θέτει τους όρους του παιγνιδιού, αλλά και να τους αθετεί κατά το δοκούν, οσάκις το κρίνει σκόπιμο. Ποιος είναι σε θέση όχι μόνο να θεσπίζει τους νόμους, αλλά και να δικάζει τους παραβάτες και να εκτελεί τις ποινές. Ποιος είναι τόσο ισχυρός ώστε να στρατολογεί ή να αποστρατεύει συμμάχους κατά βούληση, να επικηρύσσει ή να προγράφει εχθρούς και αντιπάλους, και να απειλεί ή να σωφρωνίζει όσους δυστροπούν στα κελεύσματά του ή ζητούν να κρατήσουν τις "αποστάσεις". Και, αντίστροφα, προς τα πού πρέπει να στρέψουν τα βέλη τους όσοι παλαιοί ή νεόκοποι τολμητίες επιθυμούν να ταράξουν αποτελεσματικά τα λιμνάζοντα νερά της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Μια δεύτερη πίστη μας που κλονίστηκε τις μέρες αυτές είναι η σχετική με την παντοδυναμία της οικονομίας, της οποίας τα είδωλα με τόση ζέση λατρεύαμε μέχρι πρότινος στους χρηματιστηριακούς μας ναούς. Κι όμως: άρκεσε ένα θεαματικό μεν αλλά, σε σύγκριση με επιχειρήσεις παλαιότερων πολέμων, μάλλον αμελητέας εντάσεως πλήγμα, για να δούμε υπερήφανες οικονομικές αυτοκρατορίες που ώς προχθές ακόμη υπαγόρευαν, καθώς λέγεται, τη θέλησή τους στα εθνικά κράτη, να προστρέχουν έντρομες σ' αυτά εκλιπαρώντας βοήθεια. Από τη μια μέρα στην άλλη, το πρωτείο της οικονομίας κατάντησε ακαδημαϊκό ανέκδοτο και η πολιτική ξανάγινε του συρμού. Κράτος, περισσότερο κράτος είναι το κυρίαρχο σύνθημα. Αυτό θα αναθερμάνει τη ζήτηση, αυτό θα στηρίξει τους αναξιοπαθούντες ιδιώτες και τις εταιρείες τους, αυτό θα περιθάλψει τους απαρηγόρητους επενδυτές, αυτό θα εγγυηθεί την ασφάλεια τους και θα τους υποσχεθεί καλύτερες μέρες. Και μαζί με το κράτος, από το σεντούκι της ιστορίας βγαίνουν και τα παλαιά συνοδευτικά του εμβλήματα, που τόσο passé φάνταζαν μέχρι πρόσφατα: ο υψήγορος πατριωτισμός, λ.χ., η επίδειξη ηγετικής πυγμής και τα αναπόφευκτα εθνικά λάβαρα.
Ασφαλώς, η διάψευση των εύλογων άλλωστε ψυχολογικά μύθων που σημάδεψαν την αυτοκατανόηση της Δύσης μεταψυχροπολεμικά, από μόνη της δεν θα σήμαινε και πολλά. Πολύ σημαντικότερο είναι το πολιτικό γεγονός ότι η Αμερική και οι ευρωπαϊκές επαρχίες της καλούνται πλέον να νιώσουν στη ράχη τους πόσο ασήκωτο μπορεί να είναι ακόμη και για τους χθεσινούς θριαμβευτές το φορτίο της παγκόσμιας μονοκρατορίας. Ή, καλύτερα, πόσο μοιραία μπορεί να αποδειχθεί η απουσία ενός αντίπαλου δέους, ικανού να αποφορτίζει, να αναπροσανατολίζει και να απορροφά μέρος της σωρρευόμενης πλανητικής δυσαρέσκειας.
Γιατί αν ώς χθες οι Ηνωμένες Πολιτείες διαλαλούσαν ανά την Υφήλιο την καταναλωτική τους ευδαιμονία ως ετοιμοπαράδοτο εξαγωγικό προϊόν κατά πολύ υπέρτερο του σοσιαλιστικού παραδείσου, σήμερα, και ενώ κανείς δεν τις αντιστρατεύεται ευθέως, είναι τοις πάσι φανερό ότι αδυνατούν να εξοφλήσουν σε είδος τις παλιές υποσχέσεις τους. Και ενώ ώς χθες οι κολασμένοι, δυσαρεστημένοι και βαριεστημένοι της γης μπορούσαν να εκτονώνουν την απόγνωση ή το spleen τους, κραδαίνοντας τις κόκκινες παντιέρες της Επανάστασης και ευελπιστώντας ότι κάποιος άλλος θα βγάλει γι' αυτούς τα κάστανα από τη φωτιά, σήμερα είναι υποχρεωμένοι να ζητήσουν το λόγο απευθείας από τους ιθύνοντες του πλανήτη και με μεθόδους που ελάχιστα θυμίζουν τους αβρούς τρόπους των παλαιών μπολσεβίκων. Έτσι κι αλλιώς, η συντριπτική υπεροπλία των ΗΠΑ σε όλους τους κρίσιμους τομείς της ισχύος (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό) αποθαρρύνει εξ αρχής κάθε επίδοξο αντίμαχο τους από το να επιδιώξει να αναμετρηθεί μαζί τους στο πεδίο της συμβατικής πολιτικής. Ό,τι απομένει είναι το έσχατο όπλο των αδυνάτων: η εκδικητική αυτοθυσία. Με άλλα λόγια, το "αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων" κατά το δίδαγμα του Σαμψών.
Το μεσοπρόθεσμο μέλλον θα δείξει αν τα πρόσφατα γεγονότα θα καταλαγιάσουν έστω και προσώρας ή αν θα αποδειχθούν προοίμιο μιας αναταραχής μονιμότερης και διαρκούς. Όμως και μόνο το ότι συνέβησαν, πόσο μάλλον ότι είναι δυνατό ανά πάσα στιγμή να επαναληφθούν, και ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα, δεν μπορεί παρά να μεταβάλει δραστικά τις πολιτικές ισορροπίες στον πλανήτη, αν δεν αλλάξει εκ βάθρων τις συνθήκες ζωής όπως τις γνωρίσαμε την τελευταία πεντηκονταετία. Σε κάθε περίπτωση, η μεταβατική μεταψυχροπολεμική δεκαετία, με τις ελπίδες και τις ψευδαισθήσεις που τη συνόδευσαν, εξέπνευσε πλέον οριστικά. Ο 21ος αιώνας, ο συγκλονιστικότερος και αιματηρότερος της ανθρώπινης ιστορίας, όπως εγκαίρως προέβλεψε ο Παναγιώτης Κονδύλης, έχει ήδη αρχίσει.
Πρώτη δημοσίευση: εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή, 7 Οκτωβρίου 2001
[ 24. 7. 2006 ]
|
|
|