|
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ |
9 + 1 Σ Ο Ν Ε Τ Α
Ι.
Τα όμορφα πλάσματα ποθούμε να πληθαίνουν, να μένει πάντα η καλλονή τους θαλερή, ώστε βορά του χρόνου όταν πεθαίνουν, ν' αφήνουν διάδοχο, τη μνήμη να φρουρεί.
Μα εσύ, στα μάτια σου τα ηλιόλουστα πιστός, το φως ξοδεύοντας δεν σκέφτεσαι το βράδυ. Κι όμως, μετά την πλησμονή ξεσπά ο λιμός, κι η φλόγα πένεται μόλις σωθεί το λάδι.
Τι κι αν του κόσμου είσαι το εφήμερο στολίδι, ο πρώτος άγγελος μιας άνοιξης γλυκιάς, όταν στο άνθος σου το σπόρο θάβεις ήδη κι έτσι φιλάργυρος την έρημο γεννάς;
Του κόσμου ανάλγητος χρεώστης μη φανείς: δώσε του εκείνου τον ανθό, κι όχι της γης.
ΙΙ.
Στα μάτια, στη μορφή, στο μέτωπό σου θα σκάψει όρυγμα βαθύ ο χειμώνας, το χρόνο έχεις δυνάστη και σκοπό σου, ο Άδης είναι ο μόνος σου αρραβώνας.
Κι αν έρθουν και σε βρουν απορημένοι της λάμψης σου τι απόγινε ο χρυσός, τα μάτια σου που σβήσαν, ποια ειμαρμένη ανήλεη τα σάρωσε και πώς,
μια λέξη σου θ' αρκούσε ν' ακυρώσει ό,τι μια τόση αμαύρωσε ομορφιά: "Ζωή σε τούτο το παιδί έχω δώσει, στην άνοιξή του ανθώ κι εγώ ξανά."
Κι έτσι θα 'ναι το σώμα σου, παρότι θα γερνά, ποτέ του γερασμένο.
Αλλού θα σφύζει το αίμα σου ζεστό, κι ας τρίζει εδώ, μες στις δικές σου φλέβες, παγωμένο.
III.
Δες στον καθρέφτη. Στο είδωλό σου πες: "Καιρός έν' άλλο είδωλο να δώσεις". Μιας μάνας μην προδώσεις τις ευχές, το νόημα της ζωής μην αλλοιώσεις.
Χέρσα να μείνει ποια θα προτιμούσε αντί να γεωργήσεις τον αγρό της; Ποιος απ' τη γη να δρέψει θα ποθούσε τον τάφο μόνο, κι όχι τον καρπό της;
Της μάνας σου ο καθρέφτης είσαι συ: την άνοιξή της στην ακμή σου βλέπει. Όταν το φως σου το αυγινό χαθεί, ποιος ουρανός καινούργιος θα σε σκέπει;
Μα αν είναι η λήθη πράγματι ο σκοπός σου: μονήρης πέθανε. Με το είδωλό σoυ.
ΧVIII.
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή; Πιο αίθρια έχεις τη μορφή, πιο αγαπημένη· σκορπούν τα μαγιολούλουδα οι ανέμοι, τα καλοκαίρια έχουν θητεία μικρή.
Κάποτε καίει χρυσό το μάτι τ' ουρανού κι άλλοτε καταχνιά πυκνή το σκοτεινιάζει. Τ' ωραίο του ωραίου πεθαίνει: θύμα του καιρού ή άθυρμα της τύχης που όλο αλλάζει.
Αλλά ο δικός σου ο ήλιος δεν θα δύσει, δεν θα γνωρίσει η άνοιξή σου το χαμό, την ομορφιά σου 'Αδης θρασύς δεν θα συλήσει, παντοτινά θ' ανθείς, σ' αυτά τα λόγια εδώ.
Όσο έχουν μάτια οι άνθρωποι, όσο έχουνε πνοή, τόσο θα ζουν κι αυτά και θα σου δίνουνε ζωή.
LV.
Μνημεία πριγκίπων από μάρμαρο ή χρυσό αυτές τις λέξεις δεν μπορούν να επισκιάσουν. Πάντα στιλπνός θα ζεις σ' εκείνων την ηχώ, ενώ κι οι πέτρες με τα χρόνια θα χλωμιάσουν.
Κι αν αύριο ο 'Αρης τα οχυρά αποκαθηλώσει κι όλα τ' αγάλματα τα δώσει της σκουριάς, κανένας πόλεμος ποτέ δεν θα οξειδώσει τούτο το ενέχυρο της πρώτης σου ομορφιάς.
Πέρ' απ' τη λήθη και της έριδας τη ρώμη θα φτερουγίζει η φήμη σου πάντοτε εμπρός, στα μάτια αυτών που ζουν ή όσων θα 'ρθούν ακόμη μέχρι να πάψει αυτού του κόσμου ο σφυγμός.
Μα ώσπου να φτάσει η Μέρα εκείνη κι εγερθείς, σ' αυτούς τους στίχους ανεξίτηλος θα ζεις.
LVII.
Αφού είμαι σκλάβος σου, τι πια μου μένει τις προσταγές σου απ' το να προσδοκώ; Γερνά η στιγμή κι η μέρα μου πεθαίνει που στο δικό σου δεν με βρει πλευρό.
Κι όμως, ποτέ την καρτερία δεν χάνω με τον νωθρό καιρό που δεν περνά ή τη ζωή την αλγεινή που κάνω, αν μου 'πες προτού φύγεις "έχε γεια".
Κι ούτε ποτέ, κι ας καίγομαι, ρωτάω πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, με ποιους να 'σαι· μα ξεχασμένος μένω να κοιτάω πόση χαρά σκορπάς σ' όσους θυμάσαι.
Έτσι τρελή 'ναι η αγάπη· ό,τι κι αν γίνει, στο νου της το κακό δεν βάζει εκείνη.
LXV.
Αφού ώς κι η πέτρα κι ο χαλκός, η θάλασσα κι η γη πάντα υποτάσσονται στο πένθος του θανάτου, της ομορφιάς πώς γίνεται ο βλαστός ν' αντισταθεί που από λουλούδι είναι πιο εύθραυστη η δροσιά του;
Πώς οι μελίπνοοες στιγμές του θέρους ν' αμυνθούν εμπρός στ' ολέθριο το μένος του χειμώνα, όταν και βράχοι απόρθητοι στο τέλος δεν κρατούν, πύλες χαλύβδινες λυγίζουν με τα χρόνια;
Σε ποιο ερμάρι μυστικό κι ανέγγιχτο ο καιρός το πιο ακριβό του τιμαλφές θα προστατεύσει; Στο βήμα του τ' ορμητικό ποιος θα σταθεί φραγμός, την αρπαγή της ομορφιάς ν' απαγορεύσει;
Κανείς, αλίμονο, κανείς. Εκτός κι ένας θεός στάξει μες στο μελάνι μου το ανέκκλητό σου φως.
ΧC.
Αν θες να με μισήσεις, κάν' το τώρα· τώρα, όσο ο κόσμος όλος με σταυρώνει, τη μοίρα σύντρεξε που με σαρώνει, μην ψάχνεις ν' αναβάλεις γι' άλλη ώρα.
Και μη ζητήσεις την πληγή ν' ανοίξεις, άμα 'χει πρώτα λυτρωθεί η καρδιά μου. Μην πας να παρατείνεις τα δεινά μου κι από τ' αγιάζι στη βροχή με ρίξεις.
Αν να μ' αφήσεις θες, μην περιμένεις απ' τους μικρούς καημούς μου να γλιτώσω, μα χτύπα πρώτα εσύ: μεμιάς να νιώσω τον πιο βαρύ λαχνό της ειμαρμένης.
Αφού όσα τώρα μοιάζουν τυραννία, αν φύγεις θα φαντάζουν τόσο αστεία.
XC.
Αν θες να με ξεκάνεις, μη διστάζεις: τώρα που όλοι με χτυπούν, χτύπα και συ. Πεσμένο εμπρός σου μ' έχεις, τι δειλιάζεις; φύγε, και δώσ' μου τη στερνή βολή.
Και μη μ' αφήνεις μήτε ν' ανασάνω μήτε στιγμή σε ησυχία να κάτσω: τώρα που σέρνομαι στο ριγκ απάνω, δώσε μου μια, να πάω στο καναβάτσο.
Φύγε λοιπόν, ξεπούλα με όσο όσο, μην περιμένεις ν' αναλάβω πάλι. Συμπόνια θα μου δείξεις πιο μεγάλη, νοκ-άουτ στα χεράκια σου αν τελειώσω.
Αφού το ξέρω: στα ρηχά πνιγμένος, έτσι και σ' έχω χάσει, πάω χαμένος.
CXXX.
Τα μάτια της δεν μοιάζουν με ηλιαχτίδα κι είναι τα χείλη της χλωμά μπρος στο κοράλλι. Άμα το χιόνι είναι λευκό, έχει τα στήθη ωχρά· μαύρα, συρμάτινα μαλλιά έχει στο κεφάλι.
Τριαντάφυλλα έχω δει ολοπόρφυρα, μα τέτοια δεν θα βρω στα μάγουλά της. Γεύθηκα αρώματα πολύ τερπνότερα από τα μύρα που ανασαίνω στα φιλιά της.
Ευφραίνομαι όταν μου μιλάει κι ας ξέρω πόσο γλυκύτερη είναι η μουσική. Ποτέ μου δεν αντίκρισα θεά να περπατά, μα αυτή βαδίζοντας πατάει στη γη.
Τόσο όμως στη ζωή μου βασιλεύει, που κάθε σύγκριση άλλη περιττεύει.
Τόσο όμως τη ζωή μου κυβερνά, που ανούσια τ' άλλα μοιάζουν. Και κενά.
William Shakespeare, Sonnets, 1609
Πρώτη δημοσίευση: περ. ΠΟΙΗΣΗ, τχ. 18, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2001
[ 24. 7. 2006 ] |
|
|
|