Πρώτη σελίδα
 
 Curriculum vitae
 Ημερολόγιο
 
 Ποιητικά
 Δοκίμια & άρθρα
 Μεταγραφές
 Συνεντεύξεις
 Τα επικαιρικά
 Ατάκτως ερριμμένα
 
 Κ.Κ. in Translation
 Εικονοστάσιον
 
 Ξενώνας
 Έριδες
 Florilegium
 
 
 Συνδεσμολόγιο
 Impressum
 Γραμματοκιβώτιο
 Αναζήτηση
 
 
 
 
 
 
 

 

 

Μιχαήλ Άγγελος


  ΠΡΗΣΤΗΚΑΝ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΘΗ τα λαιμά μου,
  όπως απ' το πολύ νερό οι γάτες
  που σεργιανούν στης Λομβαρδίας τις στράτες,
  κι έφτασε το πηγούνι ώς την κοιλιά μου.

  Κρεμιέται Άρπυια φτερωτή το σώμα,
  τα γένια ανάστροφα, στο σβέρκο η μνήμη,
  και στάζοντας στο πρόσωπο με ρύμη
  απλώνει το πινέλο μου το χρώμα.

  Άγγιξαν οι γοφοί μου το στομάχι,
  καπούλι αλόγου μού 'χει γίνει η ράχη,
  με βήμα αβέβαιο σαν τυφλός τρεκλίζω.

  Η σάρκα εμπρός μου πέφτει και σουφρώνει,
  και πίσω μου, όπως τρούλος που τεντώνει,
  λες κι είμαι αψίδα της Συρίας λυγίζω.

  Κι έτσι απ' το νου μου η κρίση
  αλλόκοτη και σφαλερή αναβλύζει –
  κάννη στραβή το βόλι χαραμίζει.

  Νά πού 'χω καταντήσει:
  για φούντο πάει της τέχνης μου το σκάφος.
  Τι θέλω εδώ; Δεν κάνω για ζωγράφος!









Ε Π Ι Λ Ο Γ Ι Σ Μ Α


Ωραίο πράγμα η τέχνη,
αλλά σε ξεθεώνει στη δουλειά.

KARL VALENTIN


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ώς τις μέρες μας, οι αναφορές ποιητών σε έργα ή πρόσωπα ζωγράφων δεν έλειψαν ποτέ - ούτε βέβαια το αντίστροφο. Είτε εγκωμιάζοντας ήδη κατορθωμένα επιτεύγματα, είτε μυθολογώντας το μεγαλείο των δημιουργών τους, τέτοιας λογής κείμενα δεν ξεπερνούν συνήθως τη μανιέρα της εξιδανίκευσης. Πολύ λιγότερο συχνή στάθηκε η ενασχόληση της λογοτεχνίας με ζητήματα πεζότερου χαρακτήρα, όπως οι πραγματικές συνθήκες εργασίας ενός ζωγράφου.

Στο πρόσωπο του Michelangelo Buonarroti (1475-1564) συναντούμε το σπάνιο φαινόμενο ποιητής και ζωγράφος να συμπίπτουν. Και στην περίπτωση του σονέτου "I' ho già fatto un gozzo in questo stento" το ακόμα σπανιότερο, αν όχι μοναδικό φαινόμενο, ο ζωγράφος να μιλάει για τη δουλειά του καταφεύγοντας στα εκφραστικά μέσα του ποιητή. Και μόνο το δέλεαρ της αυτοβιογραφικής μαρτυρίας θα αρκούσε ενδεχομένως για να καταστήσει ένα τέτοιο ποίημα αξιανάγνωστο. Πόσο μάλλον όταν το έργο, οι δυσκολίες του οποίου διεκτραγωδούνται εδώ σε στίχους, δεν είναι άλλο από τις περίφημες οροφογραφίες της Capella Sistina, τον εικαστικό κολοφώνα της Ρωμαϊκής Αναγέννησης.

Πέμπτο στη σειρά των Rime, των ποιημάτων του που πρωτοτυπώθηκαν μόλις στα 1623, το σονέτο που παρουσιάζουμε εδώ (μια παραλλαγή της κλασσικής φόρμας παρεκτεταμένη κατά δύο τερτσίνες), δίνει μια γεύση από το διόλου αμελητέο λογοτεχνικό τάλαντο του Μπουοναρρότι. Και από την περιγραφική του δεινότητα άλλωστε, αφού ο ποιητής-ζωγράφος ποσώς υπερβάλλει και τα όσα εξιστορεί ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Αρχής γενομένης από το 1508, όταν ο πάπας Ιούλιος Β΄ τού ανέθεσε τη διακόσμηση του Σιξτίνειου Παρεκκλησίου στο Βατικανό, η εικονογράφηση των εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων της οροφής με τις τριακόσιες συνολικά μορφές απαίτησε από μέρους του γιγάντιες προσπάθειες και κόπους. Κρεμασμένος στην κυριολεξία δεκάδες μέτρα πάνω από το έδαφος, ξαπλωμένος ανάσκελα ή σε ανάλογα εξουθενωτικές στάσεις, δίχως βοηθούς, θα χρειαστεί να δώσει όλον του τον εαυτό ώσπου να δει στα 1512 το έργο του ολοκληρωμένο.

Φυσικά, οι πρακτικές δυσχέρειες δεν είναι η μόνη αιτία της απαύδησης που ως διάθεση διαπερνά το ποίημα και κορυφώνεται στην, παροιμιώδη έκτοτε, κατακλείδα του: "Δεν κάνω για ζωγράφος!". Καθώς ο Μιχαήλ Άγγελος δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του πρώτα απ' όλα γλύπτη, η επιμονή του Ποντίφηκα να τον επιφορτίζει με πράγματα τόσο αντίθετα στις βαθύτερες κλίσεις και επιθυμίες του, τον έκανε να δυσανασχετεί σφόδρα. Πολλά έχουν γραφτεί για τις θυελλώδεις σχέσεις του καλλιτέχνη και του μαικήνα του, καθώς ο τελευταίος δεν δίσταζε να επεμβαίνει στο έργο του προστατευόμενού του με τρόπο που έκανε τον Μιχαήλ Άγγελο να αισθάνεται ότι η ελευθερία του περιστέλλεται και η υπερηφάνειά του τραυματίζεται. Οι φιλότεχνοι πάντως των μεταγενέστερων εποχών μάλλον χρωστούμε χάριτες στις παπικές παραινέσεις· δίχως αυτές, οι περίφημες τοιχογραφίες θα έμεναν ίσως ανολοκλήρωτες, όπως τόσα έργα του μεγάλου Ιταλού.

Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν άστοχο να δούμε στην επιδεικτική αποκήρυξη της ζωγραφικής μια λιποψυχία ή, ακόμα περισσότερο, ένα αίσθημα μειονεξίας απέναντι στους κατ' αποκλειστικότητα ζωγράφους. Κάθε άλλο. Πίσω από την πεισμονή της αγανάκτησης, ο αυτοοικτιρμός εδώ είναι φιλοπαίγμων, ειρωνικό προσωπείο μιας καλλιτεχνικής βούλησης που τα προσκόμματα δεν είναι ικανά να κλονίσουν. Έτσι, και παρά τη φαινομενική τους αλληλoαναίρεση, το "né io pittore" του Μικελάντζελο σε τελευταία ανάλυση θυμίζει το εξίσου εμφατικό "Εd io anche son pittore" (Είμαι κι εγώ ζωγράφος!) που με τόση αυτοπεποίθηση θ' αναφωνήσει την ίδια πάνω κάτω εποχή ο Correggio, και θα επαναλάβει σε άλλη περίσταση δυο αιώνες αργότερα, προλογίζοντας το δικό του opus magnum, ο βαρώνος Montesquieu.


Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1726, Σεπτέμβριος 2000





[ 23. 7. 2006 ]


Content Management Powered by UTF-8 CuteNews

© Κώστας Κουτσουρέλης