|
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ |
από το βιβλίο "Ιστορίες του ύπνου" Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000
ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ
Ρίγη συλλέγει η μνήμη, λύπες στιλπνές που αφυπνίζονται σ’ ώρες ισόβιες, σ’ αέναες στιγμές, όταν η σάρκα πένεται και η σκέψη ευπορεί κι αδόκητα παίρνει ξανά το παρελθόν ν’ αναφαίνεται, μεμιάς, ορατό κι απροσέγγιστο.
Ρίγη υπόσχεται και ρίγη σωρεύει στις όχθες του ο νους. Μεσ’ απ’ του στήθους τις ρωγμές πένθη παλιά κι ευφροσύνες αλλόκοτες αναθρώσκουν ξανά προς το φως, κυβερνήτης δεινός ο καιρός πλοηγεί τις αισθήσεις.
Τόσες φωνές που βοούν στα ερμάρια του σώματος, τόσο αίμα που ανθεί στους σφυγμούς όταν καταλαγιάζει η ανάσα στα πλήκτρα και πάνω σε σελίδες ανέγγιχτες απ’ τους ιστούς των δαχτύλων ξετυλίγονται οι λέξεις.
Τόποι αθρυμμάτιστοι κι αφές περαστικές που θροΐζουν, θάλασσα σιωπηλή που επιστρέφει και πάλι των άλλων το αλλού, μια βυθισμένη μουσική απ’ τ’ ανοξείδωτο το κράμα τού θυμητικού και των βλεφάρων το άτεγκτο τώρα.
Γιατί πάντοτε μένουν νωπά όσα αινίγματα ιστόρησε ο χρόνος, σ’ όλα γλιστρούν του κορμιού τα κοιτάσματα, όπως σκοτάδι ακατέργαστο πέρα απ’ της νύχτας τα χείλη επιμένουν, εκεί όπου αργοί κι ανεξήγητοι βλασταίνουν οι στίχοι.
Εκεί όπου ανίδωτες μες στην τόση τυφλότητα ιριδίζουν για λίγο οι άλλοτε αλήθειες, ειπωμένες σε γλώσσες νεκρές που κανείς δεν μπορεί τώρα πια να εννοήσει, χαραγμένες στο δέρμα από χέρι αφανές.
Ρίγη υπόσχεται και ρίγη στοιβάζει στις κυψέλες του ο νους. Πάνω στης ώρας τους αφρούς ανέχειες καινούργιες και παλιές πλησμονές λάμνουν αργά προτού σβήσουν στο φως. Γυμνός, δίχως έρμα, ο καιρός ναυαγεί στις αισθήσεις.
~ . ~ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΝΕΚΡΟΥ
Μάτια τυφλά που ακινητούν, βλέφαρα πετρωμένα μα ελαφρά στ’ άγγιγμα του χαρτιού, μια τυπωμένη κίνηση που ανασυστήνει πάλι μια σάρκινη όψη.
Τριγύρω ο χρόνος σαν αμέτοχος κριτής, ανέγγιχτες εικόνες που φρουρούν τη μνήμη, η σκέψη που αναρριγεί, η ζωή που λείπει, το αδύνατο κάθε μεταβολής.
Κι όμως, σ’ αυτή τη μάταιη προσμονή, σ’ αυτό το βλέμμα που σε βλέπει απ’ το κενό, προτού επιστρέψεις στο αναπόφευκτο, για λίγο στέκεις και διστάζεις.
Τότε τι φαίνεται η ματιά σου ν’ αγκαλιάζει, αυτόν που κάποτε άγγιξες, αυτόν που τώρα σε κοιτά, το ίδιο το αρχαίο σου βλέμμα;
Το κάθε βλέμμα βαλσαμώνει βλέμματα νεκρά, πρόσωπα οξειδωμένα από τη μνήμη μα ορατά που έχουν καταλαγιάσει από καιρό βαθιά μέσα στο σώμα.
Κι οι πέντε αισθήσεις λαξεύουν τους μύθους τους σε μια επίφαση στιλπνή, μια πλάνη βολική πως βλέπουμε ό,τι βλέπουμε στ’ αλήθεια.
Το κάθε βλέμμα βλέπει μόνο το παρόν, και δεν υπάρχει παρά χάρτινο πια το παρελθόν, πολύ λιπόσαρκο για ν’ αγγιχθεί το μέλλον.
Το κάθε βλέμμα βλέπει μόνο το παρόν, μια αείρροη στιγμή, ένα ελάχιστο άπειρο που χρονομέτρης δεν μπορεί κανείς να συγκρατήσει.
Ένα χαμόγελο λειψό, μια χάρτινη όψη, μια σκέψη αργή που εφησυχάζει εμπρός στο τέλος. Ποιος βλέπει τώρα ποιον και ποιος τρομάζει, τίνος τα μάτια αγγίζουν το κενό; ~ . ~ ΑΠΟΥΣΙΑ
Πώς παίρνουνε τα μάτια σου της απουσίας το αιφνίδιο χρώμα και στρέφουν απ’ το πουθενά, σαν από μια φωτογραφία παλιά που χέρια αγαπημένα αφήσαν μπροστά μου.
Πώς παίρνουν να βαδίζουν οι στιγμές κι από της σκέψης μέσα τις μαρμαρυγές και τους βυθούς της ακηδίας και πάλι, με έργα απόκοτα, με λόγια προσηνή θολές ν’ ανεβαίνουν.
Γιατί κάθε αμυχή του προσώπου σου οι αισθήσεις μου αγγίζουν, και μες στο νου μου βαθιά είναι φορές που θροΐζει φλόγα ελάχιστη, λαμπάδα ωχρή ακόμα η φωνή σου.
Με χέρια γυμνά κι απροσήγορα μεσ’ απ’ της νύχτας τους δρυμούς και των χειλιών σου το φύλλωμα τώρα ανασαίνω, το πιο νοερό, το πιο άυλο να περισώσω ζητώντας.
Κι αν σ’ άλλες μνήμες τώρα ακροβατώ είναι γιατί απ’ αλλού δεν γίνεται ν’ αρχίσω, τέλος αλλιώτικο να υποδυθώ παρά στ’ οδυνηρό, το πιο θαμβωτικό ξανά να γυρίσω.
Κι αν σ’ άλλες μνήμες τώρα ακροβατώ είναι που αλλιώς δεν γίνεται παρά βουβός ν’ αφεθώ στη σιωπή σου, τόσο αναπότρεπτα τυφλός μπρός σ’ ό,τι δεν μπορώ να δω μα με κρατάει μαζί σου.
~ . ~ ΩΡΕΣ
Από πύλες μεγάλες και πόρτες μικρές σκοτεινόχρωμες γέρνουν οι ώρες, σαν ποτάμι βαθύρροο στο αίμα οι στιγμές, σαν φτερούγες της νάρκης οι αιώρες.
Στα πηγάδια της νύχτας, στη γη του νερού δίχως έρμα βουλιάζουν οι αισθήσεις, κάτι αφές, κάτι οσμές, κάτι γεύσεις κενού μες στου νου τις βουβές καταδύσεις.
Γύρω πρόσωπα ξένα που υφαίνουν αργά των ονείρων τ’ αλλόκοτα ράσα κι απ’ τις όχθες του στήθους γυρνώντας ξανά μας τυλίγει του ύπνου η ανάσα.
|
|
|
|